Διαβάστε σήμερα..

"

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Έναρξη της Ελληνικής επανάστασης στη Ρούμελη

Η ελληνική επανάσταση κηρύχτηκε στη Ρούμελη στις 24 Μαρτίου 1821 (στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία Σαλώνων) και στις 27 άρχισε η πολιορκία των Σαλώνων. Σύμφωνες είναι οι πληροφορίες των Σπ. Τρικούπη, Ι. Φιλήμονος, Γκόρντον, Φινλεϊ, Κόκκινου και Κορδάτου, ενώ ο Κ. Παπαρηγόπουλος αναφέρει το γεγονός παρενθετικά, σε δυο μόνο σειρές, περιγράφοντας τα γεγονότα του 1822.
Η απόπειρα ιστορικής αποκατάστασης δεν στοχεύει στην ανάδειξη γενναίων και μη γενναίων ελλήνων, πρώτων και δεύτερων, ταχύτερων και αργοπορούντων, απλώς ενισχύει την πεποίθηση πως η ελληνική επανάσταση δεν ήταν ένα τολμηρό, άσκεφτο διάβημα ολίγων, αλλά η εφαρμογή από πολλούς και ικανούς ενός πολυμήχανου σχεδίου που προέβλεπε την ταυτόχρονη έκρηξη της σε κάποια νευραλγικά σημεία. Οι Σαλωνίτες κήρυξαν την επανάσταση σχεδόν ταυτόχρονα με τους Καλαβρυτινούς, τους Πατρινούς και τους Μανιάτες. Δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν η έκβαση του αγώνα αν τα Σάλωνα δεν σταματούσαν την κάθοδο των τούρκων από τα βόρεια στην Πελοπόννησο και αν δεν εμψύχωναν τους υπόδουλους, παραμένοντας λεύτερα για έναν ολόκληρο χρόνο.
Η επιλογή της παρνασσίδος ως αφετηρίας του αγώνα δικαιολογείται απόλυτα από την γεωγραφική και στρατηγική της θέση , βρισκόμενη μεταξύ ανατολικής και δυτικής στερεάς Ελλάδας και απέναντι από την πελοπόννησο, αποτελούσε ένα είδος ασπίδας ικανής να ανακόψει τον επερχόμενο κίνδυνο από Λαμία ή Ήπειρο, χάρι στα στενά της Γραβιάς , της Αυλίδας και τους ορεινούς όγκους της Γκιώνας και του Παρνασσού. Τα Σάλωνα αποτελούσαν θέση κλειδί όχι μόνον λόγω της προνομιούχου θέσης τους, αλλά και χάρη στο καλά οχυρωμένο κάστρο τους. Όσες φορές τα Σάλωνα κατέχονταν από τους τούρκους, η πελοπόννησος κινδύνευε και παρέλυαν όλες οι δραστηριότητες των ελλήνων, η κυριαρχία των Οθωμανών στις διαβάσεις της Γραβιάς, της ’μπλιανης και στο Κρισσαίο πεδίο ήταν μια σοβαρή απειλή όχι μόνον για την πελοπόννησο αλλά και για την αττική.
Δίκαια τα Σάλωνα τιμήθηκαν ως πρώτη πρωτεύουσα της ανατολικής χέρσου Ελλάδος, αφού εξεγέρθηκαν πρώτα μεταξύ πρώτων, όπως άρμοζε στη θέση τους. Του ξεσηκωμού αυτού ηγήθηκε ο κλεφταρματολός Πανουργιάς, ενώ τον ευλόγησε ο επίσκοπος Ησαΐας, ο μόνος Έλληνας Δεσπότης που πολέμησε και τελικά θυσιάστηκε.
Ο Μάρτιος του 1821 βρήκε τα Σάλωνα έρημα από άντρες. Όλοι τους ήταν απασχολημένοι με την προετοιμασία του αγώνα. Οι Ξεπλαταίοι, οι Φλωκαίοι, οι Ματζιναίοι και πολλοί άλλοι είχαν αναλάβει την κατασκευή της μπαρούτης, στα σπήλαια προς το μέρος της Αγιαθυμιάς και του Γαλαξειδιού. Κάτω από την επίβλεψη του Χριστόφορου Φλώκου άλλοι έβγαζαν νίτρο από την κοπριά των γιδιών, άλλοι έφτιαχναν τα καρβουνά από τις ασφάκες και τα κλήματα και άλλοι χτυπούσαν τη μάζα στους λαξευμένους λάκκους των βράχων. Μόλις τα πολεμοφόδια ήταν έτοιμα , κατέβαιναν οι καλόγεροι του Προφήτη Ηλία με τα μουλάρια και την νύχτα τα ανέβαζαν στο απέναντι βουνό Μετόχι.
Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν τη νύχτα της 24ης προς την 25η Μαρτίου, ο Πανουργιάς δίχως να χάσει χρόνο κήρυξε την επανάσταση στην περιφέρεια των Σαλώνων κι έστειλε τον γαμπρό του και υπαρχηγό του Θανάση Μανικά μαζί με τον Παπανδρέα από την Κουκουβίστα να στρατολογήσουν στα Βλαχοχώρια της Δωρίδας όσους μπορούσαν να φέρουν όπλα, τον δε ανιψιό του Γιάννη Γκούρα στο χωριό Αι-Γιώργης κοντά στα Σάλωνα, για νάρθει σε επαφή με τους Γαλαξειδιώτες, ζητώντας σύμπραξη. Οι θαρραλέοι Γαλαξειδιώτες δέχτηκαν με ομόφωνο ενθουσιασμό το επαναστατικό κίνημα και ανακήρυξαν τον Γκούρα αρχηγό τους. Η συμμετοχή αυτή του Γαλαξειδίου είχε εξαιρετική σημασία. Δεν αύξανε μόνο το έτοιμο να κινηθεί πολεμικό σώμα του Πανουργιά, αλλά και του προσέφερε την συμβολή της θαλάσσης. Το Γαλαξίδι διέθετε 40 πλοία μεγάλα και μικρά, ικανά να εκμηδενίσουν την απειλή των τουρκικών πλοίων που ευρίσκονταν στον λιμένα της Ναυπάκτου. Εξασφαλίζετο λοιπόν η ελευθέρια του κορινθιακού κόλπου και η ανακοπή των συγκοινωνιών των τούρκων της περιφέρειας, καθώς και η επικοινωνία με τους πελοποννησίους. Τόσο ενθουσιάστηκε ο Γκούρας που δεν περίμενε να συνεννοηθεί με τον Πανουργιά, με τους 150 μαχητές του στάθμευσε τη νύχτα στο χωριό Αι-Γιώργης απ' όπου έστειλε γράμμα στον Πανουργιά, στον Προφήτη Ηλία, δηλώνοντας την επιθυμία του να << βαρέσει ταχιά τα Σάλωνα >> και ζητώντας άμεση βοήθεια. Ο Πανουργιας, γνωρίζοντας την αποφασιστικότητά του, έσπευσε να στείλει αγγελιοφόρο ζητώντας του να μην επιτεθεί έως ότου πάρει νεώτερη διαταγή του και να μην καταστρέψει από βιασύνη την επανάσταση. Ευτυχώς, ο Γκουρας συγκρατήθηκε.
Στους τούρκους των Σαλώνων είχαν προστεθεί και αρκετοί ομοεθνείς τους από το Αίγιο, διωγμένοι από τον επικείμενο κίνδυνο της επανάστασης. Ο τρόμος τους οδήγησε να οχυρωθούν στο ακατοίκητο τότε κάστρο μαζί με τις οικογένειές τους. Εξακόσιοι ένοπλοι κλείστηκαν εκεί αφού ζήτησαν βοήθεια από τις γειτονικές πόλεις. Για να ενισχύσει ο Πανουργιας τις ασθενέστερες αριθμητικά ελληνικές δυνάμεις, μεταχειρίστηκε ένα εκπληκτικό τέχνασμα, φρόντισε να φτάσουν στα σημεία που βρίσκονταν οι αρχηγοί των τμημάτων του ψεύτικες ειδήσεις <<αυτόπτη μαρτυρά>>, που δήθεν είχε δει στον όρμο των Σαλωνων ρωσικά καράβια.
<<Τι περιμένετε, λοιπόν, ακόμα>>; φώναξαν ενθουσιασμένοι οι οπλαρχηγοί. Το ηθικό των επαναστατών αναπτερώθηκε και ορμητικά άρχισαν να συρρέουν από όλη την Φωκίδα οι εθελοντές, φτάνοντας τελικά τους 520.
Στις 27 Μαρτίου, ξημερώματα, τα Σάλωνα βρέθηκαν σε κατάσταση πολιορκίας. Στη μια μετά τα μεσάνυχτα δόθηκε το σύνθημα. Η πρώτη μεγάλη φωτιά φάνηκε στο Παλουμάκι της Δεσφίνας και ακολούθησαν οι άλλες στο Μετόχι του Προφήτη Ηλία, στον Κόφινα κοντά στα Λιβαδάκια, στον Αι-Θανάση στο ρέμα της Μηλιάς και στην Κουτσουρέρα πάνω από την Αγια-Θυμιά. Τα παλικαριά συγκεντρώθηκαν έξω από την πόλη σε τρία τμήματα: το αριστερό διοικούσε ο Γκούρας, το δεξιό ο Παπαντριάς και ο Θανάσης Μανίκας και το κέντρο ο Πανουργιάς. Οι Γαλαξιδιώτες έφεραν ψιλά όπλα, πολεμοφόδια και μικρά κανόνια από τα καραβιά τους. Ανάμεσά τους διακρινόταν ο Ιωάννης Καραλίβανος , αξιωματικός για πολλά χρόνια στα τούρκικα πλοία, και οι γενναίοι οπλαρχηγοί Γιάννης και Νικολάκης Μητρόπουλος. Η επίθεση άρτια οργανωμένη κράτησε 4 ώρες. Καθώς οι τούρκοι υποχωρούσαν για να κλειστούν στο κάστρο, ένας σκοπευτής τους, οχυρωμένος στα τούρκικα λουτρά (χαμάμ) έριξε και το βόλι βρήκε τον άτυχο Σταμάτη Τράκα στο μέτωπο. Ήταν ο πρώτος νεκρός στην πρώτη επίσημη μάχη της επαναστημένης Ρούμελης. Ο πατέρας του Θόδωρος Τράκας, βλέποντας νεκρό το παιδί του, έσφιξε την καρδιά και είπε στους στρατιώτες: <<Γάμος χωρίς σφαχτά δεν γίνεται>>. Οι ελάχιστοι αρβανίτες που ξέμειναν στην πόλη παραδόθηκαν και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Ωστόσο, οι Σαλωνίτες έκρυψαν για πολλές μέρες μέσα σε κάδους και πιθάρια τούρκικες οικογένειες με τις οποίες συνδέονταν φιλικά. Στην οικία του Αναγνώστη Κεχαγιά υψώθηκε το λάβαρο της επαναστάσεως.
Αμέσως συγκροτήθηκε Ελληνική Διοίκηση. Την αποτελούσαν οι Αναγνώστης Κεχαγιάς, Αναγνώστης Γιαγτζής, Ρήγας Κοντορήγας, Γιωργάκης Παπαηλιόπουλος, Ηλίας Κόκκαλης, Ευστάθιος Μαρκίδης ή Μαρκόπουλος, Δεστερλής, Βασίλειος Χαντζάρας, Ευθύμιος Κρανάκης, Παπαιωάννης Οικονόμος και Χαρίτος με πρόεδρο τον Επίσκοπο Ησαΐα.
Την ίδια μέρα άρχισε η πολιορκία του κάστρου. Τα μπρούτζινα Γαλαξειδιώτικα κανόνια στήθηκαν στο σπίτι του Στράγκα, που βρισκόταν στο άκρο της πόλης. Με τους πρώτους πυροβολισμούς σκοτώθηκαν μια γυναίκα και δυο παιδιά και καταστράφηκαν δυο φορτώματα άλευρα των τούρκων. Καθώς όμως, οι υπόλοιποι πυροβολισμοί πήγαιναν χαμένοι, τα κανόνια μεταφέρθηκαν στα Μνήματα, πάνω από την συνοικία Χάρμαινα, κοντά στο στρατηγείο του Πανουργιά. Οι τούρκοι αρνούνταν να παραδοθούν, ελπίζοντας σε ενισχύσεις από Εύβοια και Λαμία. Ο Πανουργιάς κάλεσε τους οπλαρχηγούς σε συμβούλιο, καμία πρόταση δεν φαινόταν αρκετά καλή, μέχρι που πήρε το λόγο ο Καραπλής. Ζήτησε μαραγκούς, σανίδια και πάτερα. Ήταν πρωταπριλιά, παραμονή του Λάζαρου. Στο χώρο κάτω από τα πηγάδια, ο Καραπλής κατασκεύασε σκαλωσιές και ανέβηκε μαζί με 30-40 παλικάρια , γκρεμίζοντας την στο τέλος.
<< Πως θα γυρίσουμε πίσω>>; ρώτησε κάποιος.
<<Εδώ ήρθαμε για να νικήσουμε ή να σκοτωθούμε>>, απάντησε ο Καραπλης. Το πρωί των Βαΐων ένας τούρκος κατέβηκε για νερό στα "πηγάδια". Μια μπαταριά και ξαπλώθηκε νεκρός. Χωρίς νερό, οι εχθροί περιήλθαν σε δεινή θέση. Η απόπειρά τους να καταλάβουν την πηγή στις 8 Απριλίου, έληξε άδοξα με 13 τούρκους νεκρούς, ανάμεσά τους και το πρωτοπαλίκαρο Χάιτας. Μη αντέχοντας την διψά, οι τούρκοι βρέθηκαν σε απόγνωση και έστειλαν τους μπέηδες να διαπραγματευτούν, ο Πανουργιάς τους υποσχέθηκε ασφάλεια ζωής, τιμής και περιουσίας. Στις 10 Απριλίου, ανήμερα της Λαμπρής, άνοιξε η πύλη του κάστρου και οι τούρκοι άρχισαν να βγαίνουν παραδίδοντας τα όπλα στον Πανουργιά, μετά από 13 μέρες πολιορκίας. Το πρώτο ελεύθερο Πάσχα μετά από 4 αιώνες σκλαβιάς. Παρά την συνθήκη οι τούρκοι δολοφονούνταν άγρια από οποίον Έλληνα τους έβρισκε απομονωμένους. Πώς να ξεχαστούν τόσα χρόνια καταπίεσης, εξευτελισμών και βασανιστηρίων;
Και όταν έφτασε το μαντάτο ότι οι τούρκοι της Λαμίας ετοιμάζονταν να καταλάβουν τα Σάλωνα, ο Πανουργιάς, για να μην έχει μπρος και πίσω του εχθρούς, αποφάσισε να εξοντώσει όλους τους τούρκους. Η απόφαση πάρθηκε σε σύσκεψη με τους Διάκο και Δυοβουνιώτη. <<Απόφασης τοιαύτη κρίνεται βεβαίως και παράσπονδη και σκληρά, λαμβανομένης όμως υποψιών της εποχής, ως και του ηθικού των τούρκων, ωμολόγηται εξεναντίας έργον απολύτου ανάγκης>>. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Οσμάν μπέης, χάρη στη φιλική συμπεριφορά που επέδειξε, όντας γενικός διοικητής των Σαλώνων, κυρίως με την άρνησή του να δολοφονηθούν τα παιδιά των δημογερόντων που είχαν συλληφθεί ως αντίποινα στην αρχή της επανάστασης. Οι Έλληνες τον αντάλλαξαν με δυο δικά μας παλικάρια στα Γιάννενα. Όταν δεν είχε μείνει ούτε ένας τούρκος ζωντανός, ο Πανουργιάς έδωσε διαταγή να ασφαλιστούν καλά τα πορτοπαράθυρα δυο σπιτιών και να συγκεντρωθούν εκεί οι τούρκικες οικογένειες για να γλιτώσουν - δήθεν - από ληστρική αρβανίτικη επιδρομή. Τα σπίτια πυρπολήθηκαν και τα γυναικόπαιδα των τούρκων κάηκαν ζωντανά. Στοματική παράδοση αναφέρει πως στην συνοικία<<Μάρμαρα>>, μεταξύ <<Γκιριζιού>> και <<Μάνδρας>>, ο Ταγκαλής έκαψε τα γυναικόπαιδα των τούρκων στο σπίτι του Γιάννη Στουρνάρα. Οι γείτονες διηγούνταν ότι άκουγαν τις σπαρακτικές κραυγές των τουρκισών:
<<Γιαλελή, Γιαλελή μη μας καίς Ταγκαλή>>.
Η κήρυξη της επανάστασης στα Σάλωνα και το πάρσιμο του κάστρου τους έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη του Αγώνα. Οι Έλληνες οπλίστηκαν με 600 όπλα και ανάλογα πολεμοφόδια, λάφυρα από τους έγκλειστους. Ο Παπαηλιόπουλος ανέλαβε το ταμείο της επαναστατημένης επαρχίας, φροντίζοντας να βοηθήσει και τις γειτονικές επαρχίες : Λιδωρίκι, Υπάτη, Καρπενήσι, Αταλάντη, Λιβαδειά. Οι ειδήσεις απλώνονταν σαν αστραπή. Στις 28 Μαρτίου 1821 ο Δήμος Σκαλτσάς, οπλαρχηγός Λιδωρικίου και Μαλανδρίνου, αμέσως μόλις έμαθε για την κατάληψη των Σαλώνων, συνεννοήθηκε με τον Αναγνώστη Λιδωρίκι, τον παπα-Γιώργη Πολίτη και άλλους προεστούς των δύο επαρχιών και με 60 δικούς τους αρματολούς και όσους μπορούσαν να φέρουν όπλα, ύψωσαν την σημαία της ελευθερίας. Μετά την άλωση του κάστρου των Σαλώνων , οι Σαλωνίτες οπλαρχηγοί τράπηκαν προς βορρά. Ο Δυοβουνιώτης προέλασε προς τη Μεδενίτσα και το Τουρκοχώρι της Ελάτειας, κηρύσσοντας την επανάσταση και κυριεύοντας το μεσαιωνικό κάστρο της Βοδονίτσας (18 Απριλίου 1821). Ο Πανουργιας, μαζί με τον επίσκοπο Ησαΐα, προέλασαν, μέσω Γραβιάς, προς την Μονή Δαμάστας και από κει στο χωριό του Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια) το οποίο και κατέλαβαν στις 20 Απριλίου 1821.
Η μεγάλη νίκη των Ελλήνων στα Βασιλικά, στις 28 Αυγούστου του 1821, ήταν ανεπιφύλακτα συνέπεια της άλωσης του κάστρου των Σαλώνων. Οι Γκουρας, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς με τα ψυχωμένα παλικάρια τους, εκτελώντας στρατηγικό τέχνασμα του Δυοβουνιώτη, συνέτριψαν στρατό δεκαπλάσιο των τούρκων του Μπειράν πασά και ματαίωσαν κάθε ενδεχόμενο καθόδου τους στην Πελοπόννησο. Έδωσαν, έτσι, την ευκαιρία στους πελοποννήσιους να συνεχίσουν τον αγώνα τους και την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Τα Σάλωνα έμειναν ελεύθερα κατά τον πρώτο χρόνο της επανάστασης, η πρωτόγνωρη αυτή αίσθηση ελευθέριας έγινε μήνυμα ελπίδας για τον υπόδουλο Ελληνισμό και το κάστρο των Σαλώνων, το πρώτο κάστρο που έπεφτε σε χέρια Ελληνικά, απόρθητο σύμβολο της επανάστασης που σαν άνεμος είχε αρχίσει να σαρώνει την τούρκικη τυραννία.
Recommended Post Slide Out For Blogger