του Επισκόπου Καλλίστου Γουέαρ
«Όταν προσεύχεσαι», έχει σοφά ειπωθεί από έναν Ορθόδοξο συγγραφέα στη Φιλλανδία, «εσύ ο ίδιος οφείλεις να σιωπάς... Εσύ ο ίδιος οφείλεις να σιωπάς, άφησε να μιλήσει η προσευχή σου».Το να πετύχεις τη σιωπή, είναι το πιο δύσκολο, το πιο αποφασιστικό απ’ όλα τα πράγματα στην τέχνη της προσευχής. Η σιωπή δεν είναι απλώς αρνητική - μία παύση δηλαδή ανάμεσα στις λέξεις, μια χρονική διακοπή του λόγου - αλλά, όταν την καταλάβουμε σωστά, είναι πολύ θετική: είναι μια στάση προσεχτικής εγρήγορσης, επαγρύπνησης και πάνω απ’ όλα προσοχής ν’ ακούσουμε. Ο ησυχαστής, δηλαδή ο άνθρωπος που έχει πετύχει την ησυχία, την εσωτερική ηρεμία η σιωπή, είναι ο κατ’ εξοχήν προετοιμασμένος ν’ ακούει. Ακούει τη φωνή της προσευχής μέσα στη δική του καρδιά και καταλαβαίνει ότι αυτή η φωνή δεν είναι η δικιά του αλλά κάποιου ¶λλου που μιλάει μέσα του.
Η σχέση ανάμεσα στην προσευχή και στη σιωπή θα γίνει πιο κατανοητή αν εξετάσουμε τέσσερις σύντομους ορισμούς. Ο πρώτος είναι από το Συνοπτικό Λεξικό της Οξφόρδης (The Concice Oxford Dictionary), που περιγράφει την προσευχή ως «ιερή αίτηση προς το Θεό... τύπο που εφαρμόζουμε για να προσευχόμαστε». Η προσευχή θεωρείται εδώ σαν κάτι που εκφράζεται με λέξεις και πιο συγκεκριμένα σαν μια πράξη αίτησης προς το Θεό να μάς παραχωρήσει ορισμένα οφέλη. Ακόμα λοιπόν βρισκόμαστε στο επίπεδο της εξωτερικής μάλλον παρά της εσωτερικής προσευχής. Λίγοι ανάμεσά μας μπορούν να μείνουν ικανοποιημένοι από έναν τέτοιο ορισμό.
Η σχέση ανάμεσα στην προσευχή και στη σιωπή θα γίνει πιο κατανοητή αν εξετάσουμε τέσσερις σύντομους ορισμούς. Ο πρώτος είναι από το Συνοπτικό Λεξικό της Οξφόρδης (The Concice Oxford Dictionary), που περιγράφει την προσευχή ως «ιερή αίτηση προς το Θεό... τύπο που εφαρμόζουμε για να προσευχόμαστε». Η προσευχή θεωρείται εδώ σαν κάτι που εκφράζεται με λέξεις και πιο συγκεκριμένα σαν μια πράξη αίτησης προς το Θεό να μάς παραχωρήσει ορισμένα οφέλη. Ακόμα λοιπόν βρισκόμαστε στο επίπεδο της εξωτερικής μάλλον παρά της εσωτερικής προσευχής. Λίγοι ανάμεσά μας μπορούν να μείνουν ικανοποιημένοι από έναν τέτοιο ορισμό.
Ο δεύτερος μας ορισμός, που προέρχεται από ένα Ρώσο στάρετς του περασμένου αιώνα, είναι πολύ λιγότερο εξωτερικός. «Στην προσευχή», λέγει ο επίσκοπος Θεοφάνης ο Ερημίτης (1815-94), «το πρωταρχικό είναι να σταθείς μπροστά στο Θεό με το νου στην καρδιά, και να συνεχίζεις να στέκεσαι μπροστά Του ακατάπαυστα μέρα και νύχτα, μέχρι το τέλος της ζωής σου».
Η προσευχή σύμφωνα μ’ αυτόν τον ορισμό δε σημαίνει απλώς να κάνουμε ορισμένες «ιερές αιτήσεις» και μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη χρήση οποιωνδήποτε λέξεων. Δεν είναι τόσο μια στιγμιαία ενέργεια, όσο μία συνεχής κατάσταση. Να προσεύχεσαι σημαίνει να στέκεσαι μπροστά στο Θεό, να έρχεσαι σε άμεση και προσωπική σχέση με Αυτόν, είναι να γνωρίζεις σε κάθε επίπεδο της ύπαρξής σου, από το ενστικτώδες μέχρι το υπερ- συνείδητο, ότι υπάρχεις μέσα στο Θεό και Αυτός είναι εντός σου. Για να επιβεβαιώσουμε και να βαθύνουμε τις διαπροσωπικές μας σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους δε χρειάζεται να θέτουμε συνεχώς αιτήματα ή να χρησιμοποιούμε λέξεις, όσο πιο καλά γνωρίζουμε και αγαπάμε ο ένας τον άλλον, τόσο πιο λίγο έχουμε ανάγκη από λόγια για να συνεννοούμαστε. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην προσωπική μας σχέση με το Θεό.
Στους δύο πρώτους ορισμούς, δίνεται έμφαση κυρίως σ’ αυτό που κάνει ο άνθρωπος παρά σ’ αυτό που κάνει ο Θεός. Αλλά στην προσωπική σχέση της προσευχής, εκείνος που παίρνει την πρωτοβουλία και του οποίου η ενέργεια είναι θεμελιακή, είναι ο ουράνιος σύντροφος και όχι ο άνθρωπος. Αυτό φαίνεται καθαρά στον τρίτο μας ορισμό, παρμένο από τον ¶γιο Γρηγόριο το Σιναΐτη (+1346). Σε ένα σύνθετο χωρίο, όπου το ένα επίπεδο ακολουθεί το άλλο, καθώς ο συγγραφέας προσπαθεί να περιγράψει την αληθινή ουσία της εσωτερικής προσευχής, τελειώνει ξαφνικά με απροσδόκητη απλότητα: «Γιατί μακρυλογούμε; Προσευχή είναι ο Θεός, που κατεργάζεται όλα τα πράγματα σε όλους τους ανθρώπους». Προσευχή είναι ο Θεός – όχι δηλαδή κάτι που εγώ αρχίζω αλλά κάτι στο οποίο συμμετέχω, πρώτιστα δεν είναι κάτι που εγώ κάνω αλλά κάτι που ο Θεός κάνει μέσα μου: κατά τη ρήση του Απ. Παύλου, «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοι Χριστός» (Γαλ. β’, 20).
Ο δρόμος της Νοεράς Προσευχής δηλώνεται με ακρίβεια στους λόγους του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή σχετικά με το Μεσσία: «εκείνον μεν δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιωάν. γ’ 30). Μ’ αυτή την έννοια, να προσευχόμαστε σημαίνει να σιωπούμε. «Εσύ ο ίδιος οφείλεις να σιωπάς, άφησε να μιλήσει ο Θεός. Αληθινή εσωτερική προσευχή σημαίνει να σταματάμε να μιλάμε και να αφουγκραζόμαστε στην καρδιά μας τη χωρίς λόγια φωνή του Θεού, σημαίνει να πάψουμε να ενεργούμε από μόνοι μας και να εισερχόμαστε στο χώρο της δράσης του Θεού. Στην αρχή της Βυζαντινής Θείας Λειτουργίας, όταν έχουν τελειώσει τα προκαταρκτικά και όλα είναι πια έτοιμα για να αρχίσει η Θεία Ευχαριστία, ο διάκονος πλησιάζει τον ιερέα και λέγει: «Καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω» - καιρός για να δράσει ο Κύριος. Αυτή ακριβώς είναι η στάση του πιστού όχι μόνο στην Ευχαριστιακή Λειτουργία αλλά και σε κάθε προσευχή δημόσια ή ιδιωτική.
Ο τέταρτος ορισμός μας, παρμένος πάλι από τον ¶γιο Γρηγόριο το Σιναΐτη, δηλώνει με μεγαλύτερη ακρίβεια το χαρακτήρα της δράσης αυτής του Κυρίου μέσα μας. «Προσευχή», μας λέει, «είναι η φανέρωσις του Βαπτίσματος». Η ενέργεια του Κυρίου δεν περιορίζεται φυσικά μόνο στους βαφτισμένους, ο Θεός είναι παρών και επενεργεί μέσα σε κάθε άνθρωπο, από το γεγονός ότι κάθε άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του. Η εικόνα όμως αυτή έχει αμαυρωθεί και σκιαστεί, με την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Η εικόνα αυτή αποκαθίσταται στην αρχική της ομορφιά και λαμπρότητα με το μυστήριο του Βαπτίσματος μέσα απ’ το οποίο ο Χριστός και το ¶γιο Πνεύμα έρχονται να κατοικήσουν εκεί που οι Πατέρες ονομάζουν «βαθύτατο και μυστικό ταμείον της καρδιά μας».
Για τη συντριπτική πλειοψηφία όμως, το Βάπτισμα είναι κάτι που το πήραν στη νηπιακή ηλικία και για το οποίο δεν έχουν συνειδητή ανάμνηση. Αν ο Χριστός του Βαπτίσματος και ο «ενοικών» Παράκλητος δεν παύουν ούτε στιγμή να ενεργούν εντός μας, οι περισσότεροι από μάς, αν εξαιρέσει κανείς σπάνιες περιπτώσεις, είμαστε κυριολεκτικά ανίδεοι από αυτή την εσωτερική παρουσία και ενέργεια. Η αληθινή προσευχή, λοιπόν, σημαίνει την ανακάλυψη και τη φανέρωση της Χάριτος του Βαπτίσματος. Να προσευχόμαστε σημαίνει να περνάμε από το σημείο εκείνο όπου η Χάρη είναι παρούσα στις καρδιές μας μυστικά και ασυνείδητα, στην κατάσταση όπου έχουμε πλήρη εσωτερική αντίληψη και συνειδητή επίγνωση, όπου δηλαδή δοκιμάζουμε και αισθανόμαστε πια την ενέργεια του Πνεύματος κατευθείαν και άμεσα. Με τα λόγια του Αγίου Κάλλιστου και Αγίου Ιγνατίου Ξανθόπουλου (14ος αιώνας), «ο σκοπός της Χριστιανικής ζωής είναι να επιστρέψουμε στην τέλεια Χάρη του Αγίου και Ζωοποιού Πνεύματος που μάς δόθηκε από την αρχή μέσα στο Βάπτισμα».
«Μέσα στην αρχή μου είναι και το τέλος μου» (T.S. Eliot). Ο σκοπός της προσευχής μπορεί να συνοψιστεί με τη φράση «γίνε ό,τι είσαι». Γίνε, συνειδητά κι ενεργά, αυτό που ήδη είσαι εν δυνάμει και μυστικά, επειδή έχεις πλαστεί σύμφωνα με την ιερή εικόνα και έχεις ξαναγεννηθεί με το Βάπτισμα. Γίνε ό,τι είσαι: ακριβέστερα, ξαναγύρισε στον εαυτό σου, ανακάλυψε Αυτόν που είναι ήδη δικός σου, άκουσε Αυτόν που δεν παύει ποτέ να μιλάει μέσα σου, κάνε κτήμα σου Αυτόν, που ακόμα και τώρα σε έχει για δικό Του. Τούτο είναι το μήνυμα του Θεού σε όποιον θέλει να προσευχηθεί: «Δε θα μ’ αναζητούσες αν δε με είχες ήδη βρει» (Pascal).
Αλλά πώς θα ξεκινήσουμε; Πώς να μάθουμε να σιωπούμε για ν’ αρχίζουμε να ακούμε; Αντί απλά να μιλάμε στο Θεό, πώς μπορούμε να πετύχουμε μια προσευχή στην οποία ο Θεός μιλάει σε μάς; Πώς μπορούμε να περάσουμε από την προσευχή των λόγων, στην προσευχή της σιωπής, από την «εντατική» στην «αυτοενεργούμενη» προσευχή (για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του επίσκοπου Θεοφάνη), από τη «δική μου» προσευχή στην προσευχή του Χριστού εντός μου;
Ένας τρόπος ν’ αρχίσουμε αυτό το ταξίδι προς τα μέσα μας είναι η Επίκληση του Ονόματος του Ιησού.