Άγιον Όρος, της Θειας Μεταμορφώσεως, 1978, Θεόκλητος Διονυσιάτης Μοναχός.
Αποσπάσματα από θεολογικό δοκίμιο μετά τους σεισμούς στην Θεσσαλονίκη.
Οι
σεισμοί που πλήττουν κατά καιρούς και την Ελλάδα, είναι φυσικό να
προκαλούν απορίες και συζητήσεις ως προς την προέλευσή τους. Είναι
βέβαια επόμενο, οι υλιστές να μη δέχονται άλλη εξήγηση από την ηυξημένη σεισμογένεια
κάποιων περιοχών. Αλλά και οι πιστοί χριστιανοί, ευρισκόμενοι σε μια
διαβάθμιση πίστεως και γνώσεως και ανάλογα με τον επηρεασμό, που
υφίστανται από όσα γραπτά διαβάζουν των διαφόρων σεισμολόγων,
σχηματίζουν ασαφείς ή υλόφρονες θεωρίες.
Η
Εκκλησία όμως έχει σαφή γνώση και διδασκαλία, που αντικατοπτρίζεται
στα λειτουργικά κείμενά της, στους λόγους των Αγίων Πατέρων και στις Αγιες
Γραφές. Αλλά παρά ταύτα αρκετά από τα όργανά της, κληρικοί και
θεολόγοι, ενώ φυσικά δεν θεωρούν απόντα εντελώς, από τις πάσης φύσεως
συμφορές και πειρασμούς ατόμων, ομάδων και λαών τον Θεόν,
όμως αισθάνονται άνεση να δίνουν μια κάπως φιλελεύθερη ερμηνεία στα
φαινόμενα αυτά. Η συνέπεια όμως των ποικίλων προσωπικών ερμηνειών, που
δεν αναγνωρίζουν σαν ποιητικόν αίτιο των
«θεομηνιών» την αμαρτία, είναι φοβερά επιζήμια για το λαό μας, αφού δεν
θεωρεί και τους σεισμούς σαν αφυπνιστικά μηνύματα του Θεού εξ αγάπης,
κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να στραφεί προς θεραπεία του κακού δια
της μετανοίας.
Εξ
αφορμής των τρομακτικών, αν μη και πρωτοφανών, σεισμών της
Θεσσαλονίκης, όπως στη συνέχεια γράφω, με παρεκάλεσαν κάποιοι φίλοι
Χριστιανοί να γράψω κάτι ως προς τους σεισμούς, αφού ήταν δεδομένο, ότι
οι πολλοί διατελούσαν σε μια σύγχυση που επετείνετο και από τις φωνές τής επιστήμης. Κι έτσι, μαζύ με τις εν θλίψει προσευχές μας υπέρ των σεισμοπλήκτων αδελφών, υπακούσαμε στις παρακλήσεις.
Το
βιβλιαράκι αυτό, αμέθοδο και χωρίς θεολογικές ή επιστημονικές
αξιώσεις, αποτελεί την έκφραση των πεποιθήσεων του συγγραφέως του, που,
όπως φρονεί, θεμελιώνονται επάνω στη διδασκαλία και την πράξη της
Εκκλησίας.
Στα
πλαίσια της θεόπνευστης διδασκαλίας τής Εκκλησίας, εκείνο που
καταφατικά μεν ονομάζουμε παντοδυναμία και αγαθότητα του Θεού, υπεροχικά δε υπεραγαθότητα και υπερπαντοδυναμία, αποτελεί και το κυρίως κέντρο τής μικρής αυτής πραγματείας.
Πράγματι, στηρίζουμε αποδεικτικά και συλλογιστικά τον ισχυρισμό, ότι ο Θεός ως παντοδύναμος μεν, ελέγχει μέχρι λεπτομερείας όχι απλώς μόνο το αστεράκι - γη, αλλά και όλα τα εκατομμύρια και τρισεκατομμύρια των ηλίων και γαλαξιών. Ως υπεράγαθος δε και πλήρης αναλοίωτης
αγάπης, μιας ασύλληπτης αγάπης από τα γνωστικά μας όργανα, «αγκαλιάζει»
ερωτικά ολόκληρη την νοερή και νοητή κτίση, όλους τους κόσμους τής
δημιουργίας Του. Προ παντός όμως κενώνει την αγάπη του στον άνθρωπο,
για τη σωτηρία του οποίου «έως άρτι εργάζεται».
Στο
μικρό αυτό πόνημα υπογραμμίζεται επίσης, η αδιάλειπτη αγαπητική πρόνοια
του Θεού με τις άκτιστες ενέργειές Του, έτσι, ώστε να βρισκόμαστε
πάντοτε κάτω από την προστατευτική ομβρέλλα του Αγίου Πνεύματος, όπως αισθητά φανερώθηκε στον Αγιο Σεραφείμ του Σαρώφ, συνομιλούντα με το μαθητή του Μοτοβίλωφ, και σ' άλλες περιπτώσεις.
Υπό
τις σκέψεις, λοιπόν, αυτές, είναι αδύνατο να αποδώσουμε στην άλογη φύση
τους τρομακτικούς σεισμούς τής Θεσσαλονίκης, χωρίς να αμφισβητηθεί η
κατευθύνουσα τα πάντα Θεία Πρόνοια, η παντοδυναμία και η άπειρη αγάπη
του Θεού, κυρίως, προς τα Ορθόδοξα, πλην αμαρτωλά, παιδιά του.
Και οι σεισμοί, με όλες τις θλιβερές συνέπειές τους, δεν είναι τίποτε άλλο από αγάπη σε θλίβουσα
παιδευτική μορφή, πάντως αγάπη και μάλιστα αγάπη Θεού, που στοργικά όσο
και απαραίτητα μας βοηθάει να ξυπνήσουμε από το λήθαργο της αμαρτίας
σε μετάνοια, σε αλλαγή νου, σκέψεων και πράξεων. Και είναι σαν να μας
λέει: «έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών και επιφαύσει σοι ο Χριστός» (Εφεσ. ε', 14). Γι’ αυτό και δώσαμε για τίτλο του βιβλιαρίου «Η αγάπη σείει την γη». Όντως. Αν είχαμε αγάπη στην ψυχή μας, θα
αισθανόμαστε και θα καταλαβαίναμε την παρουσία της αγάπης του Θεού.
Αφού όμως δεν έχουμε, τουλάχιστο ας πιστέψουμε τη διδαχή της Εκκλησίας.
Γιατί το αίτιο της αγνωσίας για τα θεία πράγματα, είναι η έλλειψη
αγάπης.
Αγιον Όρος, της Θείας Μεταμορφώσεως
1978, Θεόκλητος Διονυσιάτης
Μοναχός
Μαζύ με τρεις ησυχαστές
Φίλοι
και αδελφοί εν Χριστώ Θεσσαλονικείς, με παρακάλεσαν να γράψω τις
σκέψεις μου, αναφορικά με τους τρομακτικούς σεισμούς της πόλεώς των,
προκειμένου να τις δημοσιεύσουν προς διαφώτιση του λαού.
Βέβαια
ένας πιστός και μάλιστα μοναχός της Ορθοδόξου Εκκλησίας που βρίσκεται
σχεδόν αδιάλειπτα σε μυστική σχέση με τον Θεό και που ζει με πνευματική
αίσθηση την παρουσία της θείας Προνοίας, δεν έχει καμμιά
αμφιβολία, ότι τα πάντα γίνονται υπό την αδιάκοπη άκτιστη ενέργεια και
εποπτεία του Θεού, κατά το προηγούμενο θέλημα της ευδοκίας Του ή κατά το
επόμενο της παραχωρήσεως.
Παρά
τη σαφή βεβαιότητά μου όμως σ’ αυτά τα θέματα, σκέφτηκα να καταφύγω σε
φίλους μου Ησυχαστές, που ευλαβούμαι για την αγιότητά τους, τη σοφία
τους, την εσωτερική και την θεολογική τους παιδεία, ώστε κι εγώ ν’
απαλλαγώ από την ευθύνη της προσωπικής μου γνώμης, αλλά και το υπόψη
θέμα να κατοχυρωθεί από κάθε πλευρά.
Πράγματι πήρα το καστανένιο ραβδί μου «όρθρου βαθέος» και ανεχώρησα
από τις δασώδεις περιοχές των Καρυών για τα ερημικότερα μέρη του Αγίου
Όρους. Σε δυο περίπου ώρες έφθασα στην ασκητική καλύβα των παλαιών φίλων
μου Ησυχαστών.
Ύστερα
από τις αδελφικές περιπτύξεις, άνοιξα χωρίς περιστροφές το θέμα στους
τρεις μονάχους – Ησυχαστές, που η όψη τους, η θεά τους μαρτυρούσε ότι
ήταν λυτρωμένα πλάσματα του Θεού, ελευθέρα από ανάγκες, ψηλότερα από
μεταβολές των ανθρωπίνων, χαρούμενα, σεμνά, ωραία, αγνά, αγιασμένα,
φωτισμένα, γεμάτα αγάπη Θεού και αγάπη στους ανθρώπους, αληθινοί
θεολόγοι.
Πρώτη,
σαν από προηγούμενη συμφωνία, αντίδρασή τους ήταν και οι τρεις να
μειδιάσουν με καλοκαγαθία. Ύστερα με κοιτούσαν με τα καθαρά και στο
βάθος λυπημένα μάτια τους. Βέβαια, εγώ εγνώριζα
από χρόνια τη γλαφυρή και τόσο σοφή γλώσσα των ματιών των αγίων
Γερόντων και θα ήθελα να μη σταματήσει ποτέ αυτή η σιωπηλή «φλυαρία»
τους, που είναι τόσο διδακτική στους μυημένους. Αλλά εμένα ενδιέφερε το
συγκεκριμένο θέμα και το ήθελα αρθρωμένο στο θεολογικό λόγο. Γι’ αυτό
επανήλθα στο ερώτημά μου με παρακλητικό τόνο.
Ο χειμαζόμενος λαός μας
Αφού εξακολουθούσαν να με κυττάζουν επίμονα οι Ησυχαστές, μπροστά στην επιμονή μου, ο πιο γηραλέος απάντησε:
-
Αδελφέ Θεόκλητε, θέλετε να γράψετε «προς Θεσσαλονικείς» για τους
σεισμούς σαν φαινόμενο φυσικό, ποια σχέση μπορούν να έχουν με τον Θεόν, πως συμβιβάζονται με την αγάπη Του, αφού προκαλούν τόσες καταστροφές, ή πρόκειται απλώς για ένα αποτέλεσμα νομοτελών λειτουργιών στα έγκατα της γης, που διαφεύγουν από τον έλεγχο του Θεού;
Όπως θα προσέξατε απέφυγα να απαντήσω αμέσως, σκεπτόμενος σε πόσο δεινή θέση θα ευρεθείτε, αν θελήσετε να γράψετε την αλήθεια. Αν πάλι, για να αποφύγετε τις δυσκολίες, γράψετε ψέματα, ποιά θα είναι η ωφέλεια;
- Σας παρακαλώ πάτερ, απάντησα, τί θέλετε να πήτε με αυτά; Γιατί να μη γράψω την αλήθεια; Για ποιες δυσκολίες μιλάτε;
-
Αδελφέ Θ., γίνομαι πιο σαφής. Θέτετε ευθέως το ερώτημα ως προς την
προέλευση των σεισμών και την σχέση τους με την Πρόνοια του Θεού. Ειλικρινώς
φρονείτε, ότι σεισμοί σαν αυτούς της Θεσσαλονίκης, είναι ποτέ δυνατόν
να ευρίσκονται έξω από την Πρόνοια του Θεού; Γιατί τα ερωτήματά σας εκεί
οδηγούν, αφού είπατε ότι είναι ενδεχόμενο να είναι αποτέλεσμα νομοτελών φυσικών λειτουργιών στα έγκατα της γης, που διαφεύγουν από τον έλεγχο του Θεού.
-
Ο Κύριος να με σκεπάσει, Γέροντα, απάντησα, από μια τέτοια φοβερή
άγνοια που ισώνεται με βλασφημία κατά του Θεού. Νομίζω πως δεν υπάρχει
μοναχός, που να φρονεί ή ότι οι προκαλούμενες καταστροφές και οι θάνατοι
ανθρώπων δεν συμβιβάζονται με την αγάπη του Θεού ή ότι είναι θεολογικώς
παραδεκτό, πως όλα αυτά μπορεί να γίνονται ερήμην του Θεού, ανέλεγκτα
και αδιάφορα. Τα ερωτήματά μου διατύπωσα όχι σαν δικές μου απορίες, αλλά
σαν απόψεις που επικρατούν στη συντριπτική πλειοψηφία των «πιστών» και
μεταξύ ακόμη θεολόγων, με το σκοπό να χρησιμοποιήσω τις απαντήσεις σας
καταλλήλως.
- Τώρα ησύχασα, αδελφέ Θ., όπως και οι παραδελφοί
μου. Όμως μένει η άλλη ανησυχία μου. Πώς θα μπορέσετε να γράψετε προς
ένα λαό, που σε μεγάλη έκταση έχασε την πίστη του στο Θεό, ότι οι
σεισμοί, που του προκάλεσαν τόσες ταλαιπωρίες, είναι μια μορφή παρουσίας
της αγάπη Του γι’ αυτόν τον λαό, χωρίς να τον εξεγείρετε εναντίον του
Θεού; Να γιατί σας είπα ότι περιέρχεσθε σε δεινή θέση, αφού είσθε αποφασισμένος κι εσείς από αγάπη να του πήτε την αλήθεια.
- Πραγματικά αυτό είναι ένα πρόβλημα, που δεν είχα σκεφθεί, απάντησα. Κι όμως είναι βασικώτατο
όχι μόνο να πει κανείς την αλήθεια, αλλά πως να την πει. Λοιπόν τι θα
είχατε να μου πείτε άγιοι Γέροντες, τόσο για τα αποδεικτικά στοιχεία,
όσο και για την επιλογή της μεθόδου;
- Τί
να πούμε στο χειμαζόμενο λαό μας, χειμαζόμενο όχι τόσο για την οχληρή
περιπέτειά του, όσο για την τραυματισμένη πίστη του; Πολύ φοβάμαι, είπε ο
Γέροντας, ότι δεν έχουμε καταλάβει ακόμα την τρομακτική αλλοίωση της
ψυχής των εν Χριστώ αδελφών μας από την επίδραση των καταλυτικών
συνθηκών, μέσα στις οποίες ζει ολόκληρες δεκαετηρίδες. Πάντοτε βέβαια, ο
λαός του Θεού σε όλες τις εποχές παρασύρετο από τα διαβολικά τεχνάσματα, άλλοτε πολύ, άλλοτε λίγο. Αλλά η απομάκρυνσή του από τον Θεόν,
για μικρό ή μεγάλο διάστημα, δεν του διέστρεφε την ψυχή, γιατί δεν την
θεμελίωνε με θεωρητικά, αλλά ούτε και με πρακτικά ερείσματα.
- Ποιά εννοείτε, Γέροντα, διέκοψα, θεωρητικά και πρακτικά ερείσματα της αποστασίας από τον Θεόν;
-
Εννοώ τις διάφορες θεωρίες και τα συστήματα, που δικαιολογούν όλες τις
μορφές της αμαρτίας σαν επιταγή βιολογική, σαν αξίωση της επιστήμης και
του πολιτισμού. Η πρακτική λοιπόν εφαρμογή ξέρετε που οδηγεί; Στην
εκτέλεση κάθε αμαρτίας με «ελαφρά» συνείδηση. Οπότε η διαστροφή της
συνειδήσεως συντελείτε χωρίς ανασταλτικότητα και επομένως γίνεται και ραγδαία και σταθερά οπότε παγιώνεται.
Οι παλαιοί χριστιανοί κι εμείς
Η
άποψη αυτή, Γέροντα, παρατήρησα, είναι πραγματικά σοφή. Αμάρταναν οι
παλαιοί χριστιανοί, αλλά επειδή στην εποχή τους δεν υπήρχαν διαβολικές
θεωρίες να δικαιώνουν επιστημονικά ή «θεολογικά» ή φιλοσοφικά τις
ποικιλόμορφες αμαρτίες, είχαν την συνείδηση της ενοχής. Αυτό, όπως
καταλαβαίνεται, δεν άφηνε την αμαρτία να ριζώσει στην ψυχή κι επομένως
δεν την διέστρεφε. Και έτσι, υπό τον έλεγχο της συνειδήσεως, μετανοούσε
εύκολα και γρήγορα ο χριστιανός. Μπορώ να ισχυρισθώ ότι οι χριστιανοί,
πριν «ανοίξουν τα μάτια τους» στην ψευδολάμψη
του δυτικού «πολιτισμού» ποτέ δεν έμεναν μόνιμα στην αμαρτία
οποιασδήποτε κατηγορίας, αλλά μετανοούσαν το ταχύτερο, αν και η
δυναστική βία των παθών δεν τους άφηνε για πολύ νικητές. Ενώ σήμερα;...
-
Σήμερα; αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας. Έχω θετικές πληροφορίες, αδελφέ
Θ., ότι όχι μόνο οι Θεσσαλονικείς δεν κατάλαβαν τίποτα από το μήνυμα του
Θεού, στην μέγιστη πλειονότητά τους, αλλά ούτε και ο υπόλοιπος
ελληνορθόδοξος χώρος για να μην αναφερθώ στον λοιπό κόσμο. Αν
εξαιρέσουμε τα όργανα της εκκλησίας, τους ιερωμένους –που κι αυτοί δειλιούν
να μιλήσουν καθαρά– και ελάχιστες χιλιάδες πιστών λαϊκών, ο μέγιστος
αριθμός των 700.000 κατοίκων της βυζαντινής μεγαλουπόλεως παραμένει στο
σκοτάδι της αγνοίας. Οι άνθρωποι δίνουν όλες τις ερμηνείες και, παρ’ ότι
είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, μόνο μεταφυσική ερμηνεία δεν δέχονται. Να
γιατί οι ιερείς μας κάνουν παρακλήσεις στον Θεόν,
αλλά αποφεύγουν να πουν σε ένα λαό έτοιμο, από την σκληροκαρδία του, να
βλασφημήσει, ότι οι σεισμοί του είδους αυτού είναι αφυπνιστικά
σήμαντρα, που κρούει ο Θεός.
-
Λοιπόν, Γέροντα, μήπως πρέπει να σιωπήσουμε για να μην προκαλέσουμε και
ν’ αφήσουμε τον σατανά στις διάφορες εκδόσεις του να αλωνίζει στις
ψυχές του αποπλανημένου λαού του Θεού; Εάν η Εκκλησία, οι ιερείς και οι
μοναχοί δεν προσπαθήσουν να πάρουν την πρωτοβουλία και την δράση από τον
εχθρό, που κάνει το παν για να κολάσει τα παιδιά του Θεού, τότε τί λόγο θα δώσουμε στον Κριτή και ποιά διέξοδο πρέπει να βρουν ο πόνος μας ο αδελφικός και η κατά Χριστόν αγάπη μας; Τί με συμβουλεύετε, είπα, οσιώτατε πάτερ μου;
-
Δεν διανοούμαι καν να αδρανήσουμε ή να δεχθούμε μοιρολατρικά, απάντησε ο
Γέροντας, την θλιβερή κατάσταση, που δημιούργησε ο σεισμός, στις ψυχές
των δυστυχών αδελφών μας εν Χριστώ. Αλλά θέλει θείο φωτισμό κανείς για
να βρει τον τρόπο να τους προσεγγίσει, κι αυτό, γιατί απωθούν βίαια οι
καρδιές τους ερμηνείες που αρχίζουν από τον Θεόν. Είπαμε ότι οι αδελφοί μας, στην μεγάλη πλειονότητά τους, χάλασαν τις ψυχές τους.
Η αμαρτία και οι σεισμοί
Θυμηθείτε,
αδελφέ Θ., συνέχισε ο Ησυχαστής, τι άμεση ανταπόκριση βρήκε, ο άγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στις ψυχές των πιστών, ύστερα από ένα
καταστροφικό σεισμό που έγινε στην Αντιόχεια, όταν ακόμα ήταν απλός
πρεσβύτερος. Ο σεισμός προκάλεσε έντονο φόβο. Κι επειδή οι χριστιανοί
είχαν πίστη στον Θεόν, απέδωσαν τον σεισμό στις αμαρτίες τους, μετενόησαν και ζήτησαν συγχώρηση από τον φιλάνθρωπο Κύριον. Σ’ αυτήν την ψυχική κατάσταση, ο Χρυσόστομος, εξεφώνησε τον γνωστό λόγο του «Μετά τον σεισμόν»
και τα λόγια του έπεφταν σαν δροσερή βροχή στην διψασμένη γη της
καρδιάς τους. Βέβαια υπήρχαν και τότε οι ακολουθούντες τα σατανικά
θελήματα. Αλλά αυτοί ήσαν ολίγοι. Οι πολλοί έκαναν ευχαριστήριες
αγρυπνίες στις εκκλησίες, έψαλλαν και ευχαριστούσαν τον Κύριον εν μετανοία, τόσον, ώστε ο άγιος Πατέρας να τους λέγει, ότι κι αυτοί καθαρίστηκαν και την πόλη εκαθάρισαν
με την ευωδία των προσευχών τους από τους σπίλους της αμαρτίας. Και στη
συνέχεια τους λέγει καθαρά κάτι που θα πρέπει όλοι μας να το
γνωρίζουμε: «Σας είπα και χθες ότι είναι μεγάλο το κέρδος από τους
σεισμούς. Είδατε φιλανθρωπία του Παντοδυνάμου, που σείει την πόλη και
στερεώνει το νου στην πίστη; Σαλεύει τα θεμέλιά της και σταθεροποιεί στο
αγαθό τα φρονήματα; Ερειπώνει την πόλη και δυναμώνει την προαίρεση στο
καλό; Καταλάβατε την φιλανθρωπία του Θεού΄ έσεισε λίγο (την πόλη) και
την στερέωσε για πάντα στην πίστη. Ο σεισμός κράτησε δυο ημέρες, αλλά η
ευλάβειά σας πρέπει να μένει σ’ όλη τη ζωή σας. Λυπηθήκατε λίγο, αλλά
ριζωθήκατε παντοτεινά στην ευσέβεια……».
Και
αφού ο θείος διδάσκαλος απαριθμεί τα καλά που προκάλεσε ο σεισμός με
την μετάνοια που έδειξαν οι χριστιανοί της Αντιόχειας, τους λέγει:
«Σταθεροποιήσατε την πόλη (από τους σεισμούς) για να σταματήσετε την
οργή του Θεού. Εγώ όμως χαίρομαι όχι γιατί στάθηκε η πόλη, αλλά γιατί
στάθηκε με τις προσευχές σας και οι ψαλμωδίες σας έγιναν θεμέλια της
πόλεως. Από πάνω ήλθε η οργή κι από κάτω ανέβαινε η ικεσία σας.
Ανοίχτηκαν οι ουρανοί και κατέβηκε βαρειά η απόφαση του Θεού και το σπαθί ήταν έτοιμο, ακονισμένο. Η πόλη θα κατεδαφίζετο,
γιατί η οργή ήταν αδυσώπητη. Αλλά είχαμε ανάγκη μονάχα από μετάνοια,
από δάκρυα και στεναγμούς κι έτσι οι απειλές του Θεού ανεστάλησαν. Ο
Θεός είχε αποφασίσει την καταστροφή, αλλά σεις με τις προσευχές και την
μετάνοιά σας δυσωπήσατε τον Θεόν. Γι’ αυτό δεν θα κάνει λάθος κανείς αν σας πει ότι είστε οι σωτήρες της πόλεως...».
Εσχατες ημέρες;
Αυτή
η τόσο εκτεταμένη αναισχυντία της αμαρτίας, με κάνει αδελφέ Θ.,
απάντησε ο Γέροντας να σκέφτομαι πολλές φορές μήπως βρισκόμαστε χρονικά
σ’ ένα πρόλογο των εσχάτων, μήπως περνάμε την κρίση που θα παρουσιάσουν
οι έσχατες ημέρες προ της Δευτέρας του Κυρίου Παρουσίας. Αλλά πάλι μου
αναστέλλουν την απαισιοδοξία πολλά φαινόμενα καλού, το «μικρόν ποίμνιον», οι αγαθές προαιρέσεις πολλών, η γρηγορούσα συνείδηση μέσα σ’ αυτά τα αντιπνευματικά
κυκλώματα της εποχής, η νικηφόρα αναμέτρηση με το σατανά από μεγάλο
αριθμό χριστιανών, η στρατευόμενη Εκκλησία, ο Μοναχισμός μας, οι
προσευχές, η καλή δραστηριότης, έστω και χωρίς συντονισμό και χωρίς την μαρτυρία των υψηλών επαγγελιών της Ορθοδοξίας.
Όλα
αυτά, συνέχισε ο Γέροντας, μετριάζουν τον πόνο μου και μου δίνουν
κάποιες ελπίδες μιας στροφής στις ορθόδοξες πήγες μας, για να ξαναβρούμε
σαν «έθνος άγιον και βασίλειον ιεράτευμα» την βυζαντινή φυσιογνωμία μας, να γιατρευτούμε από τη δυτική αρρώστεια
μας και να αναβιώσει μέσα στις ψυχές του λαού μας η παραδοσιακή εν
Χριστώ ζωή. Αλλά πάλι, αδελφέ, απελπίζομε όταν ησυχαστής εγώ, με
αδιάλειπτη σχεδόν κίνηση του νου και της καρδιάς προς τα ανέκφραστα και
αιώνια αγαθά, που περιμένουν όσους αγάπησαν τον Θεόν, βλέπω νοερώς
την τραγωδία του λαού μας, που δεν συνίσταται τόσο στη φρικαλέα
καταδυνάστευσή του από τον διάβολο και την αμαρτία, όσο από τις
σύγχρονες συνθήκες που καταδικάζουν την ψυχή σε μια αφόρητη δουλεία, δια
των αισθήσεων και από την θεσμοθέτηση, όπως ξαναείπα, της πολύσχημης αμαρτίας οπότε πώς μπορεί κανείς, να ελπίσει σε μετάνοια για κάτι που δεν θεωρείται κακό; Και πώς κανείς να λυτρωθεί από την καταδυναστεία
των συνθηκών, όταν η ψυχή κολυμπάει με ευχαρίστηση σ’ αυτές, που
αποτελούν το «απαραίτητο» περιβάλλον της, που εκμεταλλεύεται συνεχώς ο
σατανάς;
- Συμφωνώ απόλυτα με τις σοφές διαπιστώσεις σας, είπα. Βάσει λοιπόν αυτών, τί πρέπει και τί
μπορούμε να πούμε στους αδελφούς μας της Θεσσαλονίκης; Πώς πρέπει να
γράψω κάτι ωφέλιμο, υπακούοντας στους φίλους της σεισμόπληκτης πόλεως,
αλλά και στη θλίψη μας από την προσωπική μετοχή μας στην «δοκιμασία» του
λαού του Θεού;
- Αδελφέ Θ., ήδη ανέφερα ωρισμένες
δυσκολίες. Τώρα φρονώ, ότι η διαφορά καταστάσεων ψυχικών, ποικίλων
διαθέσεων και τοποθετήσεων, μεταξύ των σεισμοπαθών, δημιουργούν άλλες
δυσκολίες. Πώς θα πήτε πράγματα, που θα
είναι σωστά για κάποιους, αλλά δεν αρμόζουν σε άλλους; Πώς θα μιλήσετε
την ίδια γλώσσα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε τόσο ανόμοια πνευματικά
κλίματα;
-
Πραγματικά, σεβάσμιε πάτερ, είπα, βρίσκεται κανείς σ’ ένα τραγικό
αδιέξοδο, προκειμένου να μιλήσει σ’ ένα τόσο κακοποιημένο λαό του Θεού
και μάλιστα τόσο επηρεασμένο από υλιστικές θεωρίες. Αλλωστε
το δυστύχημα είναι ότι ο λαός μας δεν βρίσκεται στην παιδική εκείνη
απλότητα των παλαιών, αλλά η διανοητική καλλιέργεια, σε συνδυασμό με μια
αντιευαγγελική ζωή, τον έχουν φουσκώσει έτσι, ώστε να αποδέχεται άνετα τα σαθρά συμπεράσματα της ψευδεπιστήμης και να μη ακολουθεί την παναληθή
διδασκαλία της Εκκλησίας. Πώς λοιπόν θα πεισθεί, ότι οι σεισμοί,
αποτελούν έργο αγάπης του Θεού και όχι φαινόμενο της σεισμογένειας του
εδάφους, όταν διάσημοι σεισμολόγοι -παρά τις διαψεύσεις και τις
αντιφάσεις τους– τους διαβεβαιώνουν για την δεύτερη εκδοχή;
-
Ευλογημένε αδελφέ Θ., απάντησε τότε ο Γέροντας΄ το άριστο θα ήταν σ’
αυτές τις περιπτώσεις, να αντιμετωπίσει κανείς το μωσαϊκό των απόψεων,
που σήμερα επικρατούν, με ζωντανό προφορικό διάλογο. Αφού όμως αυτό δεν
είναι δυνατό, τότε γράψτε σχετικά με το θέμα με πατερική μεθοδολογία και
χρησιμοποιήστε όλα τα είδη του εκκλησιαστικού λόγου: κατηχητικού,
απολογητικού, θεολογικού, πνευματικού. Με άλλα λόγια «ποίησον έργον ευαγγελιστού».
Και προσευχηθείτε θερμά για να βρείτε ανταπόκριση. Το αποτέλεσμα
εμπιστευθείτε το στον φιλάνθρωπο Κύριό μας, που κι αυτός «εξήλθε του σπείραι τον σπόρον
αυτού», αλλά την καλλιέργειά του την άφησε σε μας. Και μη λησμονάτε,
ότι ο σπόρος δεν κάρπισε παντού. Αλλά εμείς οφείλουμε να σπέρνουμε.
Από
το σημείο αυτό ο σοφός Ησυχαστής άρχισε να μου μιλάει για το θέμα των
σεισμών σε συνάρτηση με την δημιουργία του κόσμου και των φυσικών
λεγομένων κακών, τονίζων την άπειρη αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους. Αφού η διδαχή του κράτησε περισσότερο από τρεις ώρες, μια διδαχή ορθοδοξότατη,
που απλώθηκε σε ψηλές θεωρίες, ευχαρίστησα τον Γέροντα και τους άλλους
δύο Ησυχαστές, που από πολύ σεβασμό στον μεγάλο Γέροντα σιωπούσαν
διακριτικά, ανεχώρησα από το ερημητήριο για
να επιστρέψω στη βάση μου και να συντάξω σε ένα ενιαίο κείμενο όσα
άκουσα. Όσα ακολουθούν λοιπόν, αποτελούν μια σύνθεση της σοφίας και της
εν Χριστώ πείρας ενός σεβάσμιου Ησυχαστού, του οποίου ο νους και η καρδιά είναι από την τρυφερή ηλικία του στραμμένα προς τον Θεόν, όπως το ηλιοτρόπιο ακολουθεί την πορεία του ηλίου...
Ο Θεός και ο κόσμος
Ότι
υπάρχει ο Θεός το γνωρίζουμε. Το πως είναι, τι είναι, μας είναι
ακατάληπτο και το μόνο καταληπτό του είναι η ακαταληψία του. Εάν η ουσία
του Θεού είναι άγνωστη, όμως είναι γνωστές οι ενέργειές του. Όλη η
δημιουργία των νοητών κόσμων και των αισθητών φανερώνει, αποκαλύπτει την
παντοδυναμία του Θεού, την σοφία του, την αγαθότητά του. Ο Θεός «κακόν
ουκ εποίησε». Όλη η δημιουργία των αϋλων
κόσμων ήταν αγαθή, δηλαδή τα αναρίθμητα τάγματα των Αγγέλων
δημιουργήθηκαν σαν φωτεινά και άγια πνεύματα. Πουθενά κακό. Αλλά οι
άγγελοι παρά την κατά χάρη αγαθότητά τους, είχαν ένα μέγιστο δώρο: την
αυτεξουσιότητα, δηλ. την δυνατότητα να στραφούν και στο κακό. Κακό στη
ουσία δεν υπάρχει, ούτε είναι δυνατό να υπάρξει. Κακό είναι στέρηση του
καλού. Στα πλαίσια της δυνατότητας να αρνηθούν οι Αγγελοι
το αγαθό, ένας λαμπρότατος Αρχάγγελος, ο Εωσφόρος, υπερηφανεύτηκε για
τη δόξα του κι αμέσως έγινε από φως σκοτάδι και παρέσυρε και πλήθος
μεγάλο Αγγέλων. Είναι πλέον ο σατανάς, ο διάβολος, ο δαίμονας με τους
ομοίους του. Έκτοτε ο Εωσφόρος είναι ο «αντικείμενος», ο εναντιούμενος στο αγαθό θέλημα του Θεού.
Όπως
ο Θεός από άπειρη αγάπη και αγαθότητα δημιούργησε τα αναρίθμητα
πνεύματα των Αγγέλων, έτσι θέλησε να κατασκευάσει και ένα αλλιώτικο όν, μια σύνθεση αϋλου και υλικού, τον άνθρωπο, για να τον καταστήσει «θείας φύσεως κοινωνό». Κι έτσι, πριν ο Θεός προβεί στην πλάση του ανθρώπου, εδημιούργησε τους ορατούς και αοράτους υλικούς κόσμους εκ του μηδενός με κέντρο, όπου θα ανεπτύσσετο η ζωή, τη γη.
Οι πρωτόπλαστοι και η πτώση
Αφού
ο Θεός δημιούργησε τη γη, τις θάλασσες, τους ουρανούς, το φυτικό και
ζωικό βασίλειο, έπλασε και τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν».
Δηλαδή τον έκαμε λογικό, ελεύθερο και αθάνατο κατά χάρη, όπως ο Θεός
κατά φύση και του έδωσε τη δυνατότητα να γίνει όμοιος, πάλι κατά χάρη,
στην αγαθότητα και την αγιότητα. Στην αρχή έπλασε τον Αδάμ και ύστερα
την Εύα. Αφού τους εγκατέστησε σε ένα πανέμορφο κι θειότατο
κήπο, στον Παράδεισο, όπου ζούσαν με άπειρη ειρήνη, χαρά και
μακαριότητα, με παιδική αθωότητα και με αδιάλειπτη μυστική επαφή με τον Θεόν,
τους έδωσε μια εντολή: να μετέχουν στην ευφροσύνη της ζωής του
Παραδείσου, τρώγοντας από τους καρπούς όλων των δένδρων πλην ενός΄ του
δένδρου της γνώσεως.
Ο
σατανάς όμως που φθονούσε τους πρωτοπλάστους, με την μορφή ενός φιδιού,
που το θεωρούσαν σαν το φρονιμότερο απ’ όλα τα ζώα του Παραδείσου, τους
απάτησε και έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό, με την υπόσχεση τάχα,
ότι θα εγίνοντο κι αυτοί σαν θεοί. Μόλις
έφαγαν, η ψυχή τους έχασε τη χάρη και νεκρώθηκε, αυτοί έγιναν θνητοί,
εμπαθείς και έχασαν την αδιάλειπτη επαφή με το Θεό, όπως τους είχε
προηγουμένως ειδοποιήσει αν παρέβαιναν την εντολή. Τραγωδία απερίγραπτη.
Οι πρωτόπλαστοι αρρώστησαν ψυχικά και πνευματικά, διεστράφη το «κατ’ εικόνα» και εδιώχτηκαν
από τον Παράδεισο. Η ζωή τους στην συνέχεια ήταν μια ατελείωτη θλιβερή
περιπέτεια, αφού ο Θεός τους καταράστηκε για την απείθειά τους.
Αλλά ο Θεός είναι αναλλοίωτα αγαθός, είναι αγάπη. Γι’ αυτό, όχι μόνο υποσχέθηκε στους δυστυχείς πεπτωκότες την επαναφορά τους στο «αρχαίο αξίωμα» ύστερα από πολλούς αιώνες, αλλά τους φρόντιζε και τους περιέθαλπε σαν αποστατήσαντα παιδιά του, των οποίων εσέβετο
την ελευθερία εκλογής, με την οποία τα στόλισε. Έτσι, ενώ με την
θεληματική απομάκρυνσή τους από την αγάπη του Θεού πέρασαν μέσα στο
κύκλωμα των σατανικών επιρροών, όμως ο Θεός κατά τρόπο ακατάληπτο, δεν
επέτρεπε στον σατανά να ενεργήσει όλη τη μισανθρωπία του, ενώ παράλληλα
δεν έθιγε την ελευθερία τους να κάνουν ότι θέλουν.
Ο παλαιός κόσμος
Η
ζωή των πρωτοπλάστων –μάλλον η ζωή μέσα στον πνευματικό τους θάνατο, θα
πρέπει να λέμε– ήταν βιολογική, με όλα τα γνωρίσματα της μεταβολής από
το «κατά φύση» στο «πάρα φύση». Γι’ αυτό, μαζύ με την αναπαραγωγή τους επλήθαινε
και η κακία των ανθρώπων με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις. Με εγκατεστημένη
την δαιμονική ενέργεια στις καρδιές τους και τη χάρη του Θεού σε αφασία,
δεν υπήρξε κακία που να μην την κάνουν, μέχρι φόνους και ειδωλολατρείες, δηλαδή τέλεια αγνωσία και διαστροφή.
Όταν πλέον έφτασε το κακό να γενικευθεί και οι άνθρωποι, ενώ είχαν πλασθεί «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν»,
κατάντησαν μονάχα σάρκες, δεν υπήρχε λόγος και να ζουν. Και ο Θεός
απεφάσισε από οίκτο να τους εξαφανίσει από τη γη, για να σταματήσουν να
αμαρτάνουν. Με το πρόσταγμα του παντοδυνάμου Θεού, άνοιξαν από τη γη οι
πηγές της αβύσσου και από τον ουρανό άνοιξαν οι καταρράκτες του. Τα
στοιχεία, που με τη θέληση του Θεού συνεκρατούντο
σε μια ισορροπία, με την παντοδύναμη βούλησή Του ανεστάλησαν.
Κατακλυσμός. Τα φυσικά στοιχεία υπάκουσαν στον δημιουργό του. Ολόκληρος ο
γνωστός τότε κόσμος πνίγηκε μέσα στο νερό και μόνο ο δίκαιος Νώε με την
7μελή οικογένειά του σώθηκε μέσα στην Κιβωτό του, όπως και όλα τα είδη
των ζώων για τη διαιώνιση του είδους των. Να ένας υδάτινος σεισμός, που
καταστρέφει όχι μόνο μία ή δύο πόλεις, αλλά ολόκληρο το ανθρώπινο και
ζωικό βασίλειο, με την αναστολή της λειτουργίας των φυσικών νόμων, που
αδιάλειπτα ρυθμίζει η θεία Πρόνοια.
Ο μέσος κόσμος
Η ζωή, υπό την άμεση εποπτεία και τη χάρη του Θεού, έβρισκε πάλι το φυσικό ρυθμό της. Οι άνθρωποι «ηυξάνοντο και επληθύνοντο»,
όπως και η άλογη κτίση. Πάλι όμως με την αύξηση των ανθρώπων αυξανόταν
και η κακία τους. Παρουσιάζεται ένα κρούσμα προκλητικότατης
υπερηφάνειας. Οι άνθρωποι αποφάσιζαν να χτίσουν ένα πύργο που να φτάνει
στον ουρανό. Ο Θεός μετά τον κατακλυσμό είχε υποσχεθεί να μην
καταστρέψει πλέον τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο και σε τόση έκταση.
Γι’ αυτό τους σύγχυσε τις γλώσσες, ώστε να μη μπορούν να συνεννοηθούν
μεταξύ τους, όπως γίνονταν προηγουμένως. Αλλος
σεισμός αυτός, σεισμός γλωσσικός, που προκλήθηκε από την άρση της χάρης
του Θεού. Σε μια στιγμή, όπως πέφτει μια πόλη από ένα σεισμό,
ανατρέπεται «φύσεως τάξις» με μόνη τη βούληση του Θεού και το σατανικό
επηρμένο έργο ματαιώνεται.
Ένα όχι πιο λίγο τρομακτικό παράδειγμα κολασμού της αμαρτίας είναι η αποτέφρωση μιας πολυανθρώπου μεγαλουπόλεως΄ των Σοδόμων. Ήταν τόση δε η σοδομική αποκληθείσα αμαρτία, ώστε όχι μονάχα δεν ευρίσκοντο στις χιλιάδες των κατοίκων της πέντε καθαροί άνθρωποι, αλλά και όταν δυο Αγγελοι του Θεού εφιλοξενούντο στο σπίτι του δικαίου Λώτ, οι Σοδομίτες «περιεκύκλωσαν την οικίαν
από νεανίσκου έως πρεσβυτέρου άπας ο λαός άμα» -ασύλληπτος οίστρος
ακολασίας!- και αξίωναν να τους παραδώσει τους αγίους Αγγέλους –οι
οποίοι ασφαλώς θα ήσαν πάγκαλοι- «ίνα συγγενώμεθα αυτοίς»!
Σε πρώτη φάση, ο Θεός ανέστειλε την άκτιστη ενέργειά του, δια της
οποίας χαρίζει την όραση και έτσι έμειναν οι Σοδομίτες τυφλοί με ανοιχτά
μάτια. Στην συνέχεια οι Αγγελοι πληροφορούν τον Λώτ,
ότι θα καταστρέψουν την πόλη και τις περιοχές της, και να φροντίσει να
ειδοποιήσει τους συγγενείς του. Ήταν όμως τόση η πώρωσή τους από τη
συμμετοχή τους ίσως στα ειδεχθή αμαρτήματα, ώστε, -όπως σχεδόν και πλήθη
ολόκληρα της Ορθοδόξου Ελλάδος- να μη υποπτεύονται ότι ήσαν ανάξιοι
πλέον να ζουν σαν σάρκες, που κατάντησαν. Μάταια προσπαθούσε ο δίκαιος Λώτ να τους πείσει, ότι ο Θεός θα κατέστρεφε με φωτιά την πόλη των. Η Αγία Γραφή λέγει, ότι «έδοξε γελοιάζειν εναντίον των γαμβρών αυτού». Ενόμιζαν ότι αστειευότανε ο πεθερός τους. Και ο Θεός έβρεξε από τον ουρανό φωτιά με θειάφι και έκαψε τις πόλεις Σόδομα και Γόμορα, τα περίχωρά τους και όλους τους κατοίκους. Σώθηκαν μονάχα ο Λωτ
με τη γυναίκα του και τις δυο κόρες του, αν και η γυναίκα του έγινε σαν
στήλη από αλάτι για την, από εμπάθεια ίσως, παρακοή της στους Αγγέλους,
να μη γυρίσει να δει τις καιόμενες πόλεις.
Κι
εδώ έχουμε μια άλλη μορφή «σεισμού». Καταστροφή με φωτιά ανθρώπων, που
δεν ήσαν πλέον παρά μονάχα σάρκες, οπότε δεν είχε κανένα νόημα η ζωή.
Βέβαια, αν σήμερα, με την τόση επιστημονική γνώση (!) που έχουμε,
συνέβαινε η βροχή αυτή από θειάφι και φωτιά, θα δίναμε όλες τις πιθανές
υλιστικές εξηγήσεις και μονάχα για την παρέμβαση του Θεού δεν θα
υποπτευόμαστε καθόλου, αφού για πνευματικές πραγματικότητες είμαστε
τυφλοί. Όσοι πηγαίνουν σήμερα στην Παλαιστίνη, βλέπουν στον τόπο της πενταπόλεως, που ήσαν οι πυρίκαυτες
πόλεις με τα περίχωρά τους, μια νεκρή θάλασσα, που δεν έχει στους
κόλπους της ίχνος ζωής. Αλλά και αυτό το τόσο απτό λείψανο του κολασμού
της αμαρτίας, γι’ αυτούς που είναι νεκροί στην ψυχή, είναι απλώς ένα
θέαμα θλιβερό.
Προευαγγελική περίοδος
Στο σημείο αυτό της αφηγήσεως του Γέροντα τον είχα διακόψει για να ερωτήσω γιατί κάνει αυτήν την αναδρομή σε τόσο μακρυνό παρελθόν, προκειμένου να πει τι φρονεί περί του φαινομένου των σεισμών της συγχρόνου εποχής;
-
Πάτερ Θ., μου απάντησε αυτό το κάνω για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί από
την περίοδο της δημιουργίας των κόσμων και της πλάσεως του ανθρώπου,
αποκαλύπτεται δια της Αγίας Γραφής η αγάπη του Θεού στη δημιουργία του
όλη και δεύτερον διδάσκεται ο πιστός τις σχέσεις του Θεού με τα πλάσματά
του, την φροντίδα του γι’ αυτά και τις παιδαγωγικές τιμωρίες του στους
αμαρτάνοντας ή δια των ανθρώπων ή δια φυσικών στοιχείων. Αλλωστε η προ της Καινής Διαθήκης περίοδος ήταν παιδαγωγική και κορυφώθηκε με τη νομοθεσία του Μωυσέως και τους Προφήτες. Γι’ αυτό λέει και ο Απόστολος Παύλος, ότι «ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστό» (Γαλ.
γ’, 24). Πρέπει δε να σημειωθεί, συνέχισε ο Γέροντας, ότι τόσο οι
άμεσες παιδαγωγικές ενέργειες του Θεού στον περιούσιο λαό του Ισραήλ,
όσο και τα κείμενα των Προφητών, τα σχετικά με τον κολασμό των
παραβάσεων και παρακοών, είναι πολύτιμες πηγές για το θέμα μας.
Βεβαιώνουν, ότι ο Θεός είναι αγάπη και από αγάπη χρησιμοποιούσε την
παιδευτική ράβδο του, που έπαιρνε πολλές φορές και χαρακτήρα τιμωρητικό.
Εάν
θέλαμε να επεκταθούμε στο θέμα της αγάπης του Θεού προς τον αγαπημένο
και εκλεκτό λαό του Ισραήλ και στις διάφορες φάσεις της οδυνηρής πολλές
φορές παιδαγωγίας του, θα βλέπαμε ότι και σήμερα ο από ανενόητη
σε μας αγάπη παιδαγωγών Θεός, τα ίδια μέσα χρησιμοποιεί όπως και τότε,
αν και κάπως προσαρμοσμένα μέσα στο χώρο της χάρης, ενώ τότε εδέσποζε το γράμμα του Μωσαϊκού νόμου.
Ύστερα
από τα στοιχεία αυτά, συνέχισε ο Ησυχαστής, γίνεται φανερή η αγάπη του
Θεού στα πλάσματά του, η στοργή του, η φροντίδα του, που εκφράζονται σε
τόσο τρυφερές διατυπώσεις με τη γλώσσα των Προφητών, όπως: «Και αν η
γυναίκα λησμονήσει τα τέκνα της, εγώ όμως δεν θα σας λησμονήσω ποτέ». Ή
εκείνο από την ωδή του Μωϋσή. «Σαν αετός -ο Θεός- σκεπάζει τη φωληά του και επόθησε να θερμάνει τα πουλάκια του. Ανοιξε τα φτερά του και τα πήρε επάνω του για να τα μεταφέρει».