Του κ. Αθανάσιου Αγγελόπουλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονικης
1. Οι αρχές της φιλοπατρίας, της εθνικής κληρονομιάς και της κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής είναι πάντοτε επίκαιρες. Και σήμερα πολύς ο λόγος για την εθνική, πατριωτική και κοινωνική συνοχή. Οι Αρχές αυτές συγκινούν ιδιαίτερα στις μέρες μας όλους τους Λαούς της Γης, είτε μεγάλους είτε μικρούς˙ κυρίως όμως συγκινούν τους μικρούς εμπερίστατους Λαούς. Αυτούς, που είναι: είτε χωρίς Πατρίδα ακόμη, είτε στην Πατρίδα τους μειονότητες, είτε πρόσφυγες και διωκόμενοι εκτός ή εντός της Πατρίδας τους˙ είτε απόδημοι και ομογενείς, είτε αυτόνομοι αλλ’ όχι ανεξάρτητοι, είτε και ανεξάρτητοι, αλλά με την αγωνία συνεχή απώλειας ή συρρικνώσεως των Αρχών της εθνικής και κοινωνικής συνοχής και ανεξαρτησίας.
Πηγή : Ρομφαία
Π.χ., αναφερόμαστε στους Αρμενίους, στους Κούρδους (αρχαίοι Καρδούχοι του Ξενοφώντος), στους Γεωργιανούς, στους Εβραίους, στους Ρωμιούς της καθ’ ημάς Ανατολής, στους Παλαιστινίους, στις Μειονότητες ή Ομάδες, θρησκευτικές ή εθνικές, της Χερσονήσου του Αίμου (των οθωμανικών Βαλκανίων), της Εγγύς και Μέσης Ανατολής και Β. Αφρικής, γύρω μας, περί τη Μεσόγειο. Για να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση στο δικό μας ευρύτερο περίγυρο γεωγραφικό.
Σ’ αυτόν τον ίδιο γεωγραφικό χώρο περίπου, δηλ. στην Ελληνική Χερσόνησο, στη Μ. Ασία, στην Καππαδοκία, στον Πόντο, στην Αρμενία, στη Γεωργία και στη Συρία ή γεννήθηκαν, ή σπούδασαν, ή έζησαν, ή έδρασαν ή και εξορίστηκαν οι Τρεις Ιεράρχες, στα πλαίσια της πολυεθνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του 4ου μ.Χ. αιώνα.
Τότε, το πρόβλημα των πατρίδων και των πολιτισμών και των παραδόσεων και των συναφών μ’ αυτά κοινωνικών δικαιωμάτων των επιμέρους Λαών είναι επίκαιρο˙ όπως και τώρα. Εγγίζει όχι μόνον τους πολιτικούς αλλά και τους πνευματικούς ταγούς. Ως εκ τούτων, έχει μεγάλη σημασία να ψηλαφίσουμε επικαίρως σήμερα: Πώς οι Τρεις Ιεράρχες, που είναι προστάτες των γραμμάτων και τους πνεύματος, και τότε και τώρα˙ που είναι ως ποιμενάρχες, ζυμωμένοι με την εκκλησιαστική και πολιτική και εθνική και κοινωνική επικαιρότητά τους˙ πώς, επαναλαμβάνω, αντιμετωπίζουν το πάντα καυτό αυτό πρόβλημα – γεγονός της εθνικής κληρονομιάς και ταυτότητας και της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης.
2. Για να αναλύσουμε σωστά τη σκέψη τους μέσα από τη βιωτή και τα γραπτά τους, μας χρειάζονται οι φιλοσοφικές και πολιτιστικές πρώτον και οι θεολογικές – εκκλησιαστικές – ιστορικές δεύτερον Αρχές – προϋποθέσεις. Με βάση αυτές, διατυπώνουν τη διδασκαλία τους για τις πραγματικότητες της Πατρίδος, του Έθνους και της Κοινωνίας.
i. Η καταγωγή, το περιβάλλον των σπουδών και η διαμορφωθείσα σκέψη τους ταυτίζονται με την ελληνική παράδοση και κληρονομιά παιδείας, φιλοσοφίας, πολιτισμού, δηλ. συνολικού τρόπου ζωής. Διαπνέονται από τον ελληνικό τρόπο σκέπτεσθαι και ενεργείν. Η ιδιαίτερη πατρίδα των δύο, Βασιλείου και Γρηγορίου, ήταν η Καππαδοκία˙ και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου η Συρία. Ήσαν ενταγμένες οι χώρες αυτές στο μεσογειακό πολιτισμό. Εδώ τον τόνο και την υπερέχουσα παρουσία τους έδιναν συνεχώς για τρεις χιλιάδες χρόνια οι Έλληνες. Στην Καππαδοκία, η διείσδυση ελληνικών θεσμών και ιδίως θεσμών πολιτισμού και κοινωνικού τρόπου ζωής είχε αρχίσει πολύ νωρίς. Η Καππαδοκία είχε βαθμιαία εξελληνισθεί. Επί δυναστείας Αριοβαρζάνου επιταχύνθηκε ο εξελληνισμός της περιοχής στην καρδιά της Μ. Ασίας με την προς την Ελλάδα και δη την Αθήνα επικοινωνία της, κυρίως με την αποστολή ταλαντούχων νέων για προχωρημένες ανώτατες σπουδές και για τις εμπορικές συναλλαγές.
Το Καππαδοκικό περιβάλλον, κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ήταν τόσο εξελληνισμένο, ώστε και αυτές οι πολύ κλειστές, γλωσσικά κι εθιμικά, εβραϊκές Κοινότητες της Καππαδοκίας, να μιλούν ελληνικά. Στους χριστιανούς Καππαδόκες τόσο είχε ριζωθεί η ελληνική συνείδηση, ώστε στην πλέον ζοφερή περίοδο της οθωμανικής τυραννίας να ξεχάσουν μεν την ελληνική γλώσσα, λόγω της μουσουλμανικής πολιτικής και γλωσσικής καταιγίδας, αλλ’ όχι και την ελληνική συνείδηση και τη χριστιανική ορθόδοξη κληρονομιά. Π.χ. οι Καραμανλήδες Έλληνες.
Κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, η μόνη ομιλούμενη στην Καππαδοκία γλώσσα ήταν η ελληνική. Γι’ αυτό, η ογκώδης επιστολογραφία των Τριών Ιεραρχών είναι γραμμένη στα ελληνικά. Έκτοτε, μόλις το 1922, με τη Μικρασιατική και Ποντική καταστροφή, σίγησε, σχεδόν πλήρως, εδώ και η τελευταία ελληνική φωνή διά πυρός και σιδήρου. Κάποια εναπομείναντα από τότε χνάρια πρωτοχριστιανικών Κοινοτήτων ορθοδόξων και μνημείων, πέρα του Πόντου και της Καππαδοκίας και της Μ.Ασίας, στο σημερινό Ιράκ και κύρια στη σημερινή Συρία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του παλαιφάτου Πατριαρχείου Αντιοχείας, ξεριζώθηκαν παντελώς στις μέρες μας από τους Σουνίτες του τζιχάντ. Ο χριστιανικός χάρτης της περιοχής υπέστη περαιτέρω αλλοίωση. Σουνίτες Νεότουρκοι οι καταστροφείς του 1922, Σουνίτες και οι καταστροφείς του σήμερα, υπό μία νεοοθωμανική αντίληψη και ιδεολογία.
Ας επανέλθουμε, λοιπόν, στον 4ο μ.Χ. αιώνα των παραπάνω γεωγραφικών περιοχών. Η ελληνική σκέψη και φιλοσοφία και νοοτροπία είναι ο πρώτος οδηγός των Τριών Ιεραρχών, που θα προσδιορίσει τις περί φιλοπατρίας, εθνικής κληρονομιάς και κοινωνικής δικαιοσύνης Αρχές και αντιλήψεις τους.
ii. Προσεγγίσαμε συνοπτικά τις ελληνικές ρίζες της σκέψεως και φιλοσοφίας των Τριών Ιεραρχών περί του ανθρώπου και της ζωής, της πατρίδας και της κοινωνίας του. Το γεγονός αυτό είναι ο πρώτος οδηγός τους. Ο δεύτερος οδηγός αλλ’ ο πρώτος συνειδησιακά και ιδεολογικά για τους Τρεις Ιεράρχες είναι η χριστιανική σκέψη, η θεολογική αντίληψή τους και ερμηνεία για τα θέματα πατρίδος, έθνους και κοινωνίας. Η δεύτερη αυτή σκέψη – διδασκαλία τους στηρίζεται στην Ιερά Βίβλο, δηλ. στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Τόσο η Π.Δ. όσο και η Κ.Δ. διδάσκουν την αγάπη και την αφοσίωση και τη θυσία προς την πατρίδα και για τον ψυχικό ανθρώπινο σύνδεσμο μεταξύ Πολιτείας και Πολιτών, Πατρίδος και Πατριωτών, Κοινωνίας συνοχής και δικαίου και κοινωνικών φορέων και συσσωματώσεων αλληλεγγύης.
Η Π.Δ. θεωρεί ιερή την πατρώα γη˙ περισώζει αρκετά παραδείγματα φιλοπατρίας. Ο λαός του Θεού, το Ισραήλ, αισθανόταν νοσταλγία και φλεγόταν από ιερό πάθος προς τη Γη της Επαγγελίας. Αυτήν δεν κατείχε μονίμως, λόγω των πολλών περιπετειών του. Και σήμερα, που την κατέχει, με πολλές δυσκολίες και πικρίες την προστατεύει˙ είτε αμυνόμενος, είτε επιτιθέμενος, και μάλιστα πολύ σκληρά, έναντι των συνοίκων ή ομόρων Παλαιστινίων.
Ο Ιωσήφ, ο υιός του Ιακώβ, όταν απέθνησκε στην Αίγυπτο, ζήτησε ως τελευταία επιθυμία του να μεταφερθούν τα οστά του και να ταφούν στην πατρίδα του την Συχέμ της Ιουδαίας και όχι στην ξένη χώρα. Καίτοι αυτή η ξένη χώρα, η Αίγυπτος, τον είχε αναδείξει και τον είχε τιμήσει με ανώτατα κρατικά αξιώματα. Τόσο βαθύ και εξουσιαστικό ήταν μέσα του το αίσθημα της φιλοπατρίας. Και έγινε, πράγματι, η ταφή των οστών του εκεί, σ’ έναν αγρό στη Συχέμ, που είχε αγοράσει ο πατέρας του, όταν ακόμη βρισκόταν στην πατρίδα. Η Συχέμ και σήμερα είναι ζωντανό σύμβολο φιλοπατρίας για τους Ισραηλίτες, πολίτες του κράτους του Ισραήλ και της Διασποράς.
Εξάλλου, εξαίρεται η πατριωτική στάση της ισραηλίτιδος ηρωίδος Ιουδήθ. Η οποία δε δίστασε να εκτεθεί σε σοβαρότατο κίνδυνο, προκειμένου να σώσει την κινδυνεύουσα πατρίδα της. Επαινείται, ωσαύτως, η φιλόπατρις ιουδαία Εσθήρ, η οποία διέσωσε τους συμπατριώτες της στην αιχμαλωσία.
Κατά την περίοδο των Μακκαβαίων, που διεξήγαγαν σκληρούς πατριωτικούς αγώνες προς υπεράσπιση των ιερών και των όσιων της φυλής τους, η πατρίδα θεωρείτο το προσφιλέστερο αγαθό του ανθρώπου.
Τέλος, η απώλεια της πατρίδος είναι μεγάλη συμφορά, κατά την Π.Δ. Και η μακράν της πατρίδος διαμονή -η προσφυγιά, δηλαδή- αποτελούσε πολύ δυσάρεστη κατάσταση. Η δε βίαιη απομάκρυνση από την πατρίδα ήταν επίσης βαρύς ζυγός. Διότι ήταν φοβερό να ζει κανείς σε χώρα, που δεν είχε γεννηθεί και δεν είχε ανδρωθεί, που όμως εξ ανάγκης γίνεται νέα πατρίδα. Για να θυμηθούμε εδώ το λαϊκό˙ «όπου γης, και πατρίς».
Και πάμε στην Κ.Δ. Η Κ.Δ., ως γνωστόν, δε διακρίνεται για πατριωτικό φανατισμό. Κηρύσσει την αγάπη προς όλους τους λαούς. Εν τούτοις, στην Κ.Δ. επ’ ουδενί αίρεται η ιδιαίτερη αγάπη προς την ίδια πατρίδα. Ο ίδιος ο Κύριος, ως άνθρωπος, αγάπησε έντονα την επί γης πατρίδα του και εκδήλωσε ιδιαίτερο γι’ αυτήν ενδιαφέρον. Τα αισθήματα στοργής κι ευσπλαχνίας του Κυρίου προς τους συμπατριώτες Του Ισραηλίτες ήσαν ανεξάντλητα. Όταν οι συμπολίτες Του στη Ναζαρέτ τον περιφρόνησαν πολύ, αναγκάσθηκε να πει το μνημειώδες εκείνο: «Ουδείς προφήτης άτιμος, ει μη εν τη πατρίδι αυτού και τη οικία αυτού».
Τα αυτά αισθήματα στοργής εκδήλωσε και προς τους συμπατριώτες Του των Ιεροσολύμων˙ που ήταν το εθνικό κέντρο της πατρίδος Του και μέχρι σήμερα είναι. Αυτούς, παρόλο που τον καταδίκασαν στον ατιμωτικότερο θάνατο, προσπάθησε «επισυναγαγείν ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας».
Ο Κύριος, σε κάποια περίπτωση, συγκινήθηκε πολύ, όταν αντίκρισε από ένα λόφο την πόλη των Ιεροσολύμων, και έκλαψε: «Και ως ήγγισε, ιδών την πόλιν έκλαυσε επ’ αυτή, λέγων, … ότι ήξουσιν ημέραι επί σε και περιβαλλούσιν οι εχθροί σου χαρακά σοι και περικυκλώσουσί σε…και εδαφιούσι σε και τα τέκνα σου εν σοι, και ουκ αφήσουσιν εν σοι λίθον επί λίθω» (Λουκ. 19, 41-44). Στον κλαυθμό αυτόν του Ιησού υπάρχει βαθύς πατριωτισμός, όπως παρατηρούν οι σχολιαστές του σχετικού χωρίου του Ευαγγελιστού Λουκά.
Μαρτυρούνται, βέβαια, στην Κ.Δ. και ρήσεις – φράσεις, στις οποίες πολύ λίγο εκτιμάται η επίγειος Πατρίδα εν σχέσει με την επουράνιο. Είναι χαρακτηριστικά τα χωρία ότι οι χριστιανοί «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Και ότι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» στον παρόντα κόσμο. Και ότι «ημών γαρ (των χριστιανών, δηλαδή) το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει».
Σύμφωνα με τη χριστιανική και πατερική διδασκαλία περί κόσμου, που στηρίζεται στη μόλις εκτεθείσα συνοπτική διδασκαλία της Κ.Δ., η Γη που κατοικούμε δεν είναι αυτοσκοπός, αλλ’ απλά και μόνο δημιούργημα του Θεού.
Μ.Βασίλειος: «Το πολίτευμα έχε εν ουρανοίς˙ αληθινή σοι πατρίς…η άνω Ιερουσαλήμ».
Γρηγόριος Θεολόγος: «πάσι μία τοις υψηλοίς πατρίς…η άνω Ιερουσαλήμ». «Αι δε κάτω πατρίδες αύται και τα γένη ταύτα της προσκαίρου ζωής και σκηνής ημών γέγονε παίγνια».
Ιωάννης Χρυσόστομος: «Ο Χριστιανός ουκ έχει γήινον επιτήδευμα, αλλ’ εις την άνω Πολιτείαν τελεί. Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει».
Γι’ αυτό, ο άνθρωπος είναι παρεπίδημος και ανέστιος και ανασφαλής στον Κόσμο αυτό. Δεν έχει την εστία του, την κατοικία του εδώ αλλά πλησίον του Θεού. Εδώ είναι γεννημένος «πρόσφυγας», όπως προσφυώς μας είπε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος στο φετινό Χριστουγεννιάτικο Μήνυμά του, με αφορμή την προσφυγική κρίση, που ζούμε, γύρω μας.
Η βιβλική και κατ’ επέκταση και η πατερική αυτή θέση έναντι της επιγείου πατρίδος έχει την ιστορική εξήγησή της. Προήλθε από την ανάγκη να αντιδράσουν οι άνθρωποι στις ανεπίτρεπτες τάσεις, που εκδηλώνονταν από μερικούς Λαούς, όπως, κυρίως, από τους Ρωμαίους. Αυτοί με την κοσμοκρατορική αντίληψή τους και πρακτική προκαλούσαν ολέθρια αποτελέσματα σε άλλους Λαούς, όπως στέρηση ελευθερίας, μύριες ταλαιπωρίες και εθνικές και κοινωνικές συμφορές. Ο πατριωτισμός των Ρωμαίων ως Λατίνων αποσκοπούσε στην κοσμοκρατορία της Ρώμης. Ήταν τότε η Ρώμη πλανητάρχης, όπως θα λέγαμε σήμερα, των περί τη Μεσόγειο και την ενδοχώρα της Λαών. Στη βάση του εγωισμού και του ιδιοτελούς συμφέροντος, επί ζημία της ανεξαρτησίας και ευημερίας άλλων Λαών. Και σήμερα μήπως δεν έχουμε παράλληλα παραδείγματα;
iii. Η προτίμηση από τους Τρεις Ιεράρχες της επουράνιας έναντι της επίγειας πατρίδος δε σημαίνει έλλειψη ενδιαφέροντος για την επί γης πατρίδα. Μα καθόλου δεν παραμερίζουν τις αρχές της φιλοπατρίας, της εθνικής κληρονομιάς και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Μερικά παραδείγματα κατά ενότητες σε θέματα: εθνικής άμυνας, χρηστής διοικήσεως και ισονομίας, κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης, και διαπροσωπικών σχέσεων στην ίδια πατρίδα, στην ίδια Πολιτεία, στο ίδιο Έθνος, στην ίδια Κοινότητα και Κοινωνία.
I. Εθνική Άμυνα: Ο Μ. Βασίλειος στην υπ’ αριθμό 106 επιστολή του απευθύνεται σε έναν στρατιωτικό υψηλόβαθμο, που την επιγράφει «Τω στρατιώτη». Από το περιεχόμενό της εξάγονται τα εξής: Την επικοινωνία του ως Ιεράρχου και ποιμενάρχου με τους τιμίους στρατιωτικούς θεωρεί «μεγίστην ευφροσύνην». Γράφει: «Μέγιστον αγαθόν εκρίναμεν την γνώσιν της σης τιμιότητος…Και τότε ουν μετά πάσης επιθυμίας συνετύχομέν σοι, και νυν, οσάκις αν εις μνήμην έλθωμεν, μεγίστης απολαύομεν ευφροσύνης». Γιατί; Διότι ο στρατιωτικός είναι αγωνιστής, όπως πρέπει να είναι και ο χριστιανός. Ο στρατιωτικός βίος θεωρείται από τον Βασίλειο υπόδειγμα για το χριστιανικό βίο. Η πειθαρχία και η συλλογικότητα, και όχι η ιδιογνωμία και η αταξία, είναι τα πλαίσια δράσεως αμφοτέρων, πολύ περισσότερο των κληρικών ή μοναχών μεταξύ των, υπό τον επίσκοπο, εις τύπον και τόπον Χριστού.
Με το σκεπτικό αυτό, η προς την πατρίδα αγάπη συνεπάγεται και συμβολή στους όποιους αγώνες υπέρ της πατρίδος, μη εξαιρουμένου και του πολέμου. Ο οποίος θεωρείται αναγκαίο κακό, διότι μέσω αυτού είναι δυνατή η ασφάλεια της χώρας, της πατρίδος. Πρέπει να γνωρίζει ο κάθε στρατευμένος πολίτης, που οδηγείται στον πόλεμο, ότι προσφέρει μέγιστη υπηρεσία στην πατρίδα και ότι οφείλει να εκτελεί το στρατιωτικό του καθήκον με αγωνιστικότητα και να αντιμετωπίζει τον εχθρό της πατρίδας με την απαιτούμενη αποτελεσματικότητα. Γράφει: «Ο στρατιώτης ανήρ φοβερός είναι οφείλων τοις πολεμίοις» Μόνον έτσι καθίσταται ευεργέτης και ήρωας υπέρ του Λαού.
Τις ίδιες απόψεις διατυπώνουν και ο Γρηγόριος και ο Χρυσόστομος. Αγαπούν σφόδρα την επί γης πατρίδα, εν προκειμένω την Καππαδοκία κα τη Συρία, και επαινούν τους πατριωτικούς αγώνες των επτά Μακκαβαίων παίδων της Π.Δ., που αγωνίσθηκαν και θυσιάστηκαν με τη μητέρα τους στο βωμό της πατρίδας. Ο Ιω.Χρυσόστομος τους αποκαλεί «μυρίων ηλίων λαμπροτέρους και των μεγάλων φωστήρων φαϊνοτέρους»˙ και ο Γρηγόριος λέγει γι’ αυτούς: «Εύγε, ω παίδες, προστάται του νόμου και της εμής πολιάς και της θρεψαμένης υμάς πόλεως». Έτσι, εξηγείται ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία εύχεται «υπέρ του φιλοχρίστου ημών στρατού». Υπάρχει, επομένως, ειδικός πνευματικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο γεγονότων, της Εκκλησίας και της Πατρίδος, ως Θεσμών κατά τόπους, διεθνούς και κανονικής αναγνωρίσεως και παραδοχής. Ο σύνδεσμος αυτός επιφέρει τον εξαγιασμό και τον εξευγενισμό των αρχών της φιλοπατρίας και του εθνικού ιδεώδους. Συγχρόνως, εξουδετερώνει τις ακρότητες του φυλετισμού, που είναι οι πνευματικές, εθνικές, οικογενειακές και προσωπικές έριδες. Αυτές αποσυνθέτουν και διαιρούν την κοινωνική συνοχή των πολιτών, και ως πιστών χριστιανών.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, και ειδικότερα οι Τρεις Ιεράρχες, εξισορροπούν τα πράγματα. Επιμένουν να καταρτίζονται οι Χριστιανοί, έτσι ώστε να αγαπούν μετά λόγου και πράξεως την Πατρίδα τους αλλά συγχρόνως να αίρονται και από τα υλικά και τα εγκόσμια στα πνευματικά και στα επουράνια. Για να μη λησμονούν και το θείο προορισμό τους, που είναι η άνω Πατρίδα, η άνω Ιερουσαλήμ.
II. Χρηστή διοίκηση και ισονομία: Οι Τρεις Ιεράρχες ομιλούν και για τις δημοκρατικές Αρχές και αρετές της χρηστής διοικήσεως και ισονομίας, στα πλαίσια της αξιοκρατίας, κατά δε της οικογενειοκρατίας και της ευνοιοκρατίας. Δύο, τρία παραδείγματα: Ο Μ. Βασίλειος, όταν, σε κάποια περίπτωση, πληροφορήθηκε ότι ένα τετραετές μόλις παιδί διορίστηκε μέλος της Βουλής της Καισαρείας, λόγω οικογενειοκρατικής ευνοιοκρατίας, αντίδρασε άμεσα για την ακύρωση της εκλογής και αποφάσεως αυτής. Απέστειλε θαυμάσια πειστική επιστολή στον ηγεμόνα της Καππαδοκίας.
Σε άλλη περίπτωση άδικης διοικητικής – γεωγραφικής μεταρρυθμίσεως, κατά την οποία η Καππαδοκία διχοτομείτο από τον αυτοκράτορα Ουάλεντα με ιδιοτελή – προσωπικά κι όχι εθνικά – κοινωνικά αντικειμενικά κριτήρια, ο Βασίλειος επενέβη δραστήρια προς ματαίωση της ψευδομεταρρυθμίσεως εκείνης.
«Διαιρούν», γράφει, «και πάλιν ξαναδιαιρούν την πατρίδα. Κάμνουν έτσι σαν τους απείρους χειρουργούς, που, εξ αιτίας της ανικανότητάς τους, επιδεινώνουν την κατάσταση των πληγών. Με το κομμάτιασμα, τη διχοτόμηση της Καππαδοκίας, νομίζουν ότι, αντί για μία, θα έχουν δύο επιτυχημένες και παραγωγικές Επαρχίες. Ενεργούν έτσι σαν εκείνον που έχει ένα άλογο ή ένα βόδι, το κόβει στη μέση και νομίζει πως από το ένα έχει τώρα δύο, ενώ κι αυτό που είχε το κατέστρεψε.» Ο ίδιος ο Βασίλειος αγωνιούσε, όπως γράφει επί λέξει: «υπέρ της πατρίδος πάσης». Οι επιστολές του προς επισήμους Άρχοντες καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση στην αλληλογραφία του ανδρός, που αριθμεί πάνω από 360 επιστολές. Μεγάλα ή μικρά ζητήματα, γενικά ή προσωπικά θέματα προβάλλει για λύση σε μερικούς διάσημους ηγέτες της εποχής του˙ πρωθυπουργούς, υπουργούς, διοικητές, κόμητες, στρατηγούς και στρατάρχες. Φυσικά, δε ζητούσε ποτέ κάτι για κείνον τον ίδιο. Ο Βασίλειος ήταν Μέγας όχι μόνο στα μεγάλα˙ αλλά Μέγας και στα μικρά. Ο Ύπαρχος Μόδεστος, ο Υπουργός Διοικήσεως Σωφρόνιος, ο Έπαρχος Ανδρόνικος, ο Στρατηγός Αβούργιος, οι Στρατάρχες Αρινθαίος, Βίκτωρ και Τραϊανός και οι Κόμιτες της Ελλάδος Ιοβίνος, Αρκάδιος και Μαγνινιανός είναι κάποιοι, με τους οποίους διατηρούσε αλληλογραφία για γενικά, διοικητικά και προσωπικά θέματα των συμπατριωτών του.
III. Κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη: Τους Τρεις Ιεράρχες ιδιαίτερα συγκινούσαν τα κοινωνικά ζητήματα των συμπατριωτών τους. Αναπτύσσουν δυναμικά, μετά λόγου και πράξεως, τις Κοινωνιολογικές Αρχές του Χριστιανισμού. Η εθνική συνοχή είναι συνάρτηση της πνευματικής και της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης. Οι Ιεράρχες μας υπεραμύνονται των λαϊκών τάξεων, ιδία έναντι των σκληρών εισπρακτόρων των φόρων και των άσπλαχνων διοικητικών Αρχών. Μεσιτεύουν υπέρ δούλων, υπέρ γεωργών, υπέρ επαγγελματιών και βιοτεχνών, των σημερινών, δηλ., μικρομεσαίων, υπέρ χηρών και ορφανών και πολυτέκνων, υπέρ χωριών και κωμοπόλεων και πόλεων δυσπροσίτων και παραμελημένων, υπέρ όλων των αδικουμένων. Αγωνίζονται υπέρ του καθορισμού νέων σχέσεων μεταξύ πτωχών και πλουσίων και μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων, για τη ανάπτυξη μεταξύ αυτών αδελφότητος και κατανοήσεως και εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης για προσέγγιση των αμοιβαίων συμφερόντων τους , γενικά περί του σεβασμού της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Ελκύει ιδιαίτερα την προσοχή τους το αιώνιο θέμα της φορολογίας, της ελαφρύνσεως από τα φορολογικά βάρη, σε σχέση και με την κακή πρακτική της φοροδιαφυγής, πολύ επίκαιρο και στις μέρες μας θέμα.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση, των εργατών στα μεταλλεία σιδήρου στον Ταύρο Καππαδοκίας. Μας θυμίζει τα σημερινά μεταλλεία χρυσού της Χαλκιδικής, κατ’ αναλογία. Μεγάλη αντιπροσωπία εργατών πήγε στο Επισκοπείο της Καισαρείας, για να συναντήσει το Μ. Βασίλειο, Επίσκοπο Καισαρείας.
Να πώς περιγράφεται η σκηνή της συναντήσεως στην 110 επιστολή Βασιλείου προς τον Ύπαρχο Μόδεστο: «Ένα πρωί του κτύπησαν την πόρτα εργάτες από την περιοχή του Όρους Ταύρου της Καππαδοκίας. Τους άνοιξε ο διάκος. Τους έβαλε να περιμένουν για πολύ λίγο, κι ύστερα πέρασαν στο φτωχικό Γραφείο του Μ. Βασιλείου. Ήξεραν, ή μάλλον είχαν ακούσει, πως ο σπουδαίος Αρχιεπίσκοπος ζούσε φτωχικά…Μα όχι κι έτσι…αυτό ήταν απίστευτο…Και τους έκαμε, μάλιστα, να είναι συνετότεροι σε ό,τι θα του ζητούσαν. Δεν ήταν μικρότερο και το ξάφνιασμα του Βασιλείου. Εργάτες από τον Ταύρο…Ναι, ήξερε, βέβαια, ότι εκεί δούλευαν μεταλλεία σιδήρου. Αλλά, τι ζητούσαν οι άνθρωποι με τα τίμια ροζιασμένα χέρια;». «Μας εγκατέλειψαν όλοι, άγιε πάτερ», του είπαν. «Εμείς δουλεύουμε για το σίδερο του Κράτους και το Κράτος κοιτάζει να μας ξεκάνει με βαρείς φόρους. Δεν μπορούμε…Θα εγκαταλείψουμε τα μεταλλεία μας –τα δούλευαν μόνοι τους- κι ας έλθουν άλλοι. Δεν ζητούμε πολλά, πάτερ, να λιγοστέψουν τον φόρο που βάζουνε στον σίδηρο που βγάζουμε». Ο Βασίλειος συγκινήθηκε πολύ, κι έγραψε την παραπάνω 110 επιστολή, από την οποία πληροφορούμαστε το γεγονός. Τον παρακαλεί και τον ικετεύει σχεδόν γονατιστός να βοηθήσει τους τίμιους εργάτες, που, τελικά, πέτυχαν το ζητούμενο. Το κύριο επιχείρημά του ο κίνδυνος μειώσεως και καταστροφής της παραγωγής υπό το βάρος της φορολογίας. Οπότε δε θα ζημιωθούν μόνος οι Πολίτες αλλά και η Πολιτεία, η οποία δε θα βρει ικανή φορολογήσιμη ύλη. Αυτά μας θυμίζουν λίγο – πολύ τους σημερινούς καιρούς μας.
Παρόμοιες συγκλονιστικές περιπτώσεις, απαντούν και στη δράση των άλλων δύο, Γρηγορίου Θεολόγου και κυρία Ιωάννου Χρυσοστόμου.
IV. Διαπροσωπικές σχέσεις: Δεν ενδιαφέρονται μόνο οι Τρεις για τα πολύ ή λίγο γενικά θέματα των πατρίδων τους. Στρέφουν την προσοχή τους και για τα πολύ – πολύ προσωπικά θέματα των συμπατριωτών τους. Αναλίσκονται για τους συμπατριώτες τους. Και αυτό τους δίνει χαρά. Και μαζί, βέβαια, και κύρος μεταξύ των ανθρώπων. Επιμένουμε στην περίπτωση των συμπατριωτών, που έχει άμεση συνάρτηση με το θέμα μας. Κάποια παραδείγματα:
Ο Μ. Βασίλειος στέλνει συστατική επιστολή για κάποιο συμπατριώτη του προς Ύπαρχο Μόδεστο και του γράφει: «τους εκ της πατρίδος ημών αφικομένους συνίστησί σοι αυτό το της πατρίδος δίκαιον…και τον εγχειρίζοντα τοίνυν την επιστολήν τη κοσμιότητί σου…δέξου και ως πατριώτην». Εξάλλου, επαινεί το Μάγιστρο Σωφρόνιο για το πολύ ενδιαφέρον του προς την ιδιαιτέρα πατρίδα του. Του γράφει: «Και τις ούτω φιλόπολις, ος την ενεγκούσαν και θρεψαμένην πατρίδα ίσα γονεύσι τιμών, ως αυτός συ…» Επίσης, πολλές και συχνές εξυπηρετήσεις για πολλά πρόσωπα ζητούσε ο Βασίλειος με συστατικά σημειώματα από το Στρατηγό Αβούργιο. Αυτός ήταν γεννημένος στην Καππαδοκία από πατέρα Γερμανό – Γότθο και μητέρα Ελληνίδα Καππαδόκισσα. Μία φορά του στέλνει το εξής χαρακτηριστικό συστατικό σημείωμα για κάποιο συμπατριώτη του: «Επειδή ουν έχων ήκει την επιστολήν παρ’ ημών, απέλθοι έχων α βούλεται παρά σου» «Επειδή, λοιπόν, έρχεται έχοντας επιστολή από μένα, ας φύγει έχοντας όσα θέλει από σένα».
Το αυτό πράττει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Σε κάποια επιστολή του στο Μάγιστρο Σωφρόνιο του ζητεί να προστατεύσει κάποιο συμπατριώτη. Με το επιχείρημα ότι η πατρίδα είναι η κοινή μητέρα όλων των πατριωτών – συνανθρώπων μας. Του γράφει: «Μητέρα τιμάν, των οσίων, μήτηρ δε άλλη μεν άλλου˙ κοινή δε πάντων, πατρίς». Από τη συνάφεια του κειμένου διαφαίνεται ότι θεωρεί το Σωφρόνιο τούτον ως «της πατρίδος προστάτην», ως προστατεύοντα και εξυπηρετούντα τους συμπατριώτες του, χωρίς να βλάπτει άλλους.
Στην ίδια γραμμή, και πιο πονεμένα, ο Ιωάννης Χρυσόστομος. Ως γνωστό, ένα μεγάλο μέρος της ζωής του πέρασε στην εξορία, στον Πόντο, στην Αρμενία και στη Γεωργία. Από τους τόπους της εξορίας του και των κακουχιών του έστελνε μηνύματα συμπαραστάσεως στους συμπολίτες του Αντιοχείς Συρίους. Μέσα από τα κείμενά του αυτά βλέπει ο προσεκτικός αναγνώστης τον πόνο για την έλλειψη της πατρίδος και των συμπατριωτών του. Τους καλοτύχιζε και τους υμνούσε, σε σύγκριση με τον ίδιο, που ήταν αναγκασμένος να ζει σε εξορία και σε φυγή και σε προσφυγιά. Που τη ζούμε και σήμερα στα δυστυχισμένα πρόσωπα άλλων συνανθρώπων μας, πάλι, κατά κακή συγκυρία, από την πατρίδα του Χρυσοστόμου, τη Συρία.
Μετά από όλα τα παραπάνω αναλυθέντα και περιγραφέντα, βάσει των πηγών, μπορούμε να κάμουμε κάποιες συμπερασματικές εκτιμήσεις.
1) Για την Ελληνική σκέψη και φιλοσοφία περί φιλοπατρίας και κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής, είτε την θύραθεν είτε και τη βιβλική, που απηχούσε και τις ιδέες των Τριών Ιεραρχών, όπως είδαμε, δεν υπάρχει γλυκύτερο και πολυτιμότερο αγαθό από την πατρίδα˙ ακόμη και η υγεία υποχωρεί στην περίπτωσή μας. Κατά τον Πλάτωνα «Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστί η πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά Θεοίς και παρ’ ανθρώποις τοις νουν έχουσιν». Και ο τραγικός Σοφοκλής: «Και μείζον όστις αντί της αυτού πάτρας φίλον νομίζει, τούτον ουδαμώς λέγων».
2) Οι Τρεις Ιεράρχες, επόμενοι των ανωτέρω Αρχών, εδίδασκαν και πρακτικοποιούσαν την προς την πατρίδα ιδιαίτερη αγάπη τους. Ενδιαφέρονται ποικιλοτρόπως γι’ αυτήν και τη συναφή μ’ αυτήν κληρονομιά και παράδοση. Μόνον χάρι της επουράνιας πατρίδος εθυσίαζαν αυτήν. Αυτού του είδους η φιλοπατρία, του ελληνοορθοδόξου ήθους και έθους, δεν οδηγεί σε εχθρότητα προς άλλους, και μάλιστα και γειτονικούς ή συνοίκους λαούς. Ο εθνοφυλετισμός και ο ρατσισμός είναι ξένος προς την ελληνοορθόδοξη αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια αλλά και προς την Ορθόδοξη Χριστιανική συνείδηση και διδασκαλία. Απόδειξη μεγάλη των ημερών μας η περίθαλψη προς τους συμπαθείς Συρίους και άλλους Πρόσφυγες στη Νησιωτική Ελλάδα, προς τα παράλια της Μ.Ασίας.
3) Αντίθετα, ο κίνδυνος υφίσταται από τον επιθετικό διεθνισμό – ιμπεριαλισμό και το νεοφανή ευρωπαϊκό φυλετισμό και τον ανατολικό μουσουλμανικό εξτρεμισμό, σουνιτικού, νεοοθωμανικού, κυρίως, Κλάδου. Οι «ισμοί» αυτοί συνιστούν άρνηση των καθαρών Αρχών της πατρίδος και της πολιτιστικής και της εθνικής κληρονομιάς της και της κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής, όπως μας τη δίδαξαν και εβίωσαν και μας την παρέδωσαν οι Τρεις Ιεράρχες μας, τιμώμενοι απόψε εδώ. Προστάτες των γραμμάτων και των πνευματικών και κοινωνικών επιτευγμάτων. Ύποπτες θεωρίες και πράξεις πάντα υφέρπουν. Αποβλέπουν στη διάσπαση των δεσμών της πατρίδος και της κοινωνίας μας προς το παρελθόν, προς το παρόν και προς το μέλλον. Και απεργάζονται ή προσδοκούν την αποκοπή από τις ρίζες μας, είτε έσωθεν, είτε έξωθεν. Το χειρότερο είναι το «έσωθεν», από κακία ή άγνοια ή τάχα «εξυπνάδα» και «προοδευτισμό».
4) Σήμερα, δημιουργούνται και αναπτύσσονται νέοι μεγάλοι συνασπισμοί κρατών και λαών και νέα διεθνή τάξη πραγμάτων κυοφορείται γύρω μας. Συγχρόνως, διασπώνται βίαια και αλληλοσπαράσσονται άλλοι μικρότεροι Λαοί και οι Πατρίδες και οι Κοινωνίες τους, πάλι γύρω μας. Γι’ αυτό, περισσότερο, παρά ποτέ και άλλοτε, μας χρειάζεται η εθνική – πατριωτική κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη, στη βάση της παραδόσεώς μας και της φιλοσοφίας μας. Που από τη φύση τους εμπεριέχουν τα σπέρματα και των συντηρητικών αλλά και των προοδευτικών Ιδεών και Αρχών, και ποτέ της οπισθοδρομήσεως. Άκριτα και επιπόλαια κάποιοι αρέσκονται να διχάζουν την πατρίδα και την κοινωνία, την πολιτεία και τους πολίτες˙ μεταξύ του «οπισθοδρομικού» για τους άλλους και του «προοδευτικού» για μας. Είναι μυωπάζοντες. Η παράδοση και η ζωή μας, η πατρίδα μας και η κοινωνία μας συνιστούν γόνιμη διάσταση εντός της νέας ευρωπαϊκής πραγματικότητος των Λαών, του πολιτισμού, της αλληλεγγύης και της συνοχής. Η ελληνική Οικουμένη, η χριστιανική Οικουμένη˙ αυτήν υπηρέτησαν οι Ιεράρχες μας και αυτή μας διδάσκουν, διαχρονικά.
Το παραπάνω είναι πραγματοποιηθείσα ομιλία από τον Καθηγητή κ. Αθανάσιο Αγγελόπουλο, στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Καστορίας προς τιμήν των εκπαιδευτικών της Επαρχίας Καστοριάς.