της Στέλλας Αναγνώστου Δάλλα
Κοιτάζω τα πράσινα φύλλα που μόλις πρόβαλλαν τώρα στα
δένδρα. Μικρά, ανοιχτόχρωμα, τρυφερά,
γεμάτα ζωή, υποσχέσεις και ελπίδα.
Κοιτάζω τα φύλλα και σκέπτομαι πως κάπως έτσι είναι κι εμένα η πίστη
μου. Τώρα που ήρθε πια φανερά η Άνοιξη,
που είναι στα σίγουρα πίσω ο Χειμώνας, που θ’ αργήσει να ξανάρθει και το ξέρω,
τώρα ξεμυτίζει κι αυτή. Βέβαια. Τώρα μου είναι εύκολο να πιστέψω τον Χριστό
που μου είπε: « από δε της συκής μάθετε
την παραβολήν. Όταν ήδη ο κλάδος αυτής γένηται απαλός και τα φύλλα εκφύη, γιγνώσκετε
ότι εγγύς το θέρος…» (Ματθ.24,32).
Βέβαια, για άλλον λόγο το είπε αυτό ο Χριστός, αλλά δεν υπάρχει τίποτε
στις παραβολές του Χριστού που να μην ισχύει παντού.
Σκέφτηκα λοιπόν κι εγώ, ότι τώρα που τα δύσκολα είναι πίσω,
και το καλοκαίρι μπροστά, είναι εύκολο ν’ ανθίσει και η πίστη. Να ξεφυτρώσει δειλά- δειλά, απαλή και εύθραυστη
στην αρχή, ανοιχτόχρωμη, λίγο σαν ξεπλυμένη.
Όσο ζεσταίνει ο καιρός, τόσο θα μεγαλώνει, θα φουντώνει, θα βαθαίνει το
χρώμα της. Θα πλαταίνει και θα
σκληραίνει σαν τα φύλλα του πλατάνου.
Και μετά το Φθινόπωρο; Όταν θ’ αρχίσει να βλέπει τα δύσκολα μπροστά της,
τι θα κάνει πάλι; Θα κιτρινίσει, θα
χάσει τους χυμούς της, θα φοβηθεί και θα ζαρώσει. Και τελικά, στα πρώτα κρύα, θα πέσουν τα
φύλλα της πίστης, κι όλον τον Χειμώνα, θα σφυρίζει πάλι ο Βορηάς ανάμεσα στα
γυμνά κλαδιά, σαν χέρια σηκωμένα προς τον ουρανό σε βουβή ικεσία.
«Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει, και μέλλεις θορυβείσθαι»
μας είπε ο Μέγας Κανών, που ψάλλαμε πριν λίγες ημέρες. Όμως εγώ θέλω να θυμάμαι, ότι και «μέλλεις
παρακληθήναι». Θέλω να θυμάμαι, ακόμη
και τον Χειμώνα, ότι αν ο Χριστός κρατάει τη ρίζα μου ζωντανή, τότε τα κλαδιά
μπορούν ν’ ανθίσουν ξανά και ξανά. Ότι
ακόμη κι όταν δεν φαίνεται, ο λόγος του Θεού είναι «πιστός», δηλαδή αξιόπιστος,
και πανηγυρίζω που σε λίγες μέρες θ’ ακούσω πάλι αυτήν την υπέροχη διαβεβαίωση
που έδωσε ο Χριστός, : «…Βασιλεύει, αλλ’
ουκ αιωνίζει, Άδης του γένους των βροτών…», και το άλλο: «…αναστήσονται οι
νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις, και πάντες οι εν τη γή
αγαλλιάσονται…». Αμήν, γένοιτο.