Στὴν Καμπότζη μερικοὶ Χριστιανοὶ εἶχαν συγκεντρωθη σ' ἕνα ναὸ ὑποτυπώδη, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Δὲν πρόλαβαν καλὰ νὰ ἀρχίσουν καὶ ὃ ναὸς βρέθηκε περικυκλωμένος ἀπὸ στρατιῶτες. Προχώρησαν μέσα. Ξεκρέμασαν ἀπὸ τὸν τοῖχο μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. τὴν πέταξαν μὲ περιφρόνηση κάπου ἐκεῖ στὴν εἴσοδο. Μία δυνατὴ φωνὴ ἀντήχησε στὸν ἱερὸ ἐκεῖνο χῶρο ποὺ σκόρπιζε τὸν τρόμο: 'Ὅποιος θέλει νὰ βγεῖ ζωντανὸς ἀπὸ ἐδῶ μέσα μόνο ἕνας τρόπος ὑπάρχει: Νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ φτύσει τὴν εἰκόνα Του....Τὸ δίλημμα εἶναι τρομερὸ καὶ περιθώρια ἐπιλογῆς δὲν ὑπάρχουν. Καὶ ἢ ἄθεη ἐξουσία δὲν ἀστειεύεται. Συχνὰ ἔχει δείξει τὸ ἀποτρόπαιο προσωπό της. Ἄλλα καὶ ὃ συμβιβασμὸς εἶναι πάντα ἑλκυστικὸς καὶ ὃ πειρασμὸς μεγάλος.
Τί θὰ κάνουν τώρα; Θὰ ὁμολογήσουν ἡ θὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό; Ὃ ἕνας εἶναι ἀρραβωνιασμένος καὶ σὲ λίγες ἡμέρες πρόκειται νὰ παντρευτεῖ. Ἀξίζει νὰ θυσιασθεῖ καὶ νὰ σβήσουν τὰ ὄνειρά του, οἱ ὄμορφες προσδοκίες του; Ὃ δεύτερος σκέπτεται τὸ...
Ὃ τρίτος. ,ὁ τέταρτος, ὁ πέμπτος, ὅλοι κάτι καὶ κάποιον ἔχουν νὰ σκεφθοῦν ...
Κέρινες καρδιὲς ποὺ ἄρχισαν κιόλας νὰ λιώνουν μέσα στὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας τὰ λόγια του Κυρίου «ὃ φιλῶν ... ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστι μου ἄξιος» εἶχαν κιόλας ἀτονήσει μέσα τους.
Ἔτσι, ἕνας, ἕνας, προχωράει τώρα μὲ σκυμμένο κεφάλι καὶ πιὸ πολὺ μὲ σκυμμένη καὶ ντροπιασμένη ψυχή. Δὲν εἶναι πορεία μελλοθανάτων. Εἴναι νεκρικὴ πομπὴ ἀρνητῶν ποὺ πορεύεται μὲ στιγματισμένο μέτωπο, γιὰ νὰ θάψει τὴ νεκρή της πίστη. Φθάνουν στὴν εἴκονά του Χριστοῦ, τὴ φτύνουν καὶ βγαίνουν ἔξω ζωντανοί.
Ζωντανοί, ἄλλα νεκροί. «Ὄνομα ἔχουν ὅτι ζοῦν καὶ νεκροὶ εἶναι» κατὰ τὸ θεόπνευστο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Γιατί ποιὰ ζωὴ μπορεῖ νὰ ζήση ὃ ἀρνητὴς καὶ ὃ προδότης;
Ἄλλα νά, ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς καὶ ἢ μία. Ἢ ἀσυμβίβαστη, ἢ ἀλύγιστη, ἢ φλογερή. Στὴ νεανικὴ αὐτὴ ψυχὴ ἔχει ἀνάψει μία ἄλλη φωτιά. Ἢ φωτιὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ποὺ καίει τὰ φρύγανα τῆς δειλίας. Παρὰ τὰ δεκαέξι της χρόνια ἢ πίστη της δὲν γνωρίζει δισταγμούς. Ὃ Χριστὸς καὶ ἢ ἀγάπη Τοῦ εἶναι γι' αὐτὴν τὸ πᾶν. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν χωρίσει. Μέσα τῆς ἀντηχεῖ τὸ σάλπισμα τῆς γενναιότατος τοῦ θείου Παύλου, τοῦ ἀτρόμητου Ἀποστόλου ποῦ, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θυσίαζε τὰ πάντα: «Τὶς ἠμας χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἡ στενοχωρία ἡ διωγμὸς ἡ λιμὸς ἡ γυμνότης ἡ κίνδυνος ἡ μάχαιρα;» (Ρώμ. ἡ' 35). Τίποτε ἀπολύτως. Προχωρεῖ τελευταία. Οἱ στρατιῶτες δὲν ἔχουν καμιὰ ἀμφιβολία. Καὶ αὐτὴ τὸ ἴδιο θὰ κάνη, σκέπτονται .. Λύγισαν οἱ μεγάλοι, δὲν θὰ λυγίσει ἢ μικρὴ ; Ὅλοι τὴν κοιτάζουν προσεκτικά, τὸ κορίτσι ὅμως αὐτὸ ἔχει κάτι ἄλλο. Εἶναι κάτι ἄλλο. Βαδίζει σταθερά. Στὸ ἐφηβικό της πρόσωπο ἀντικατοπτρίζεται ἡ γενναία ψυχή της. Ἢ ματιὰ τῆς πετάει φλόγες, ἐνῶ, στὰ χείλη τῆς ἀνθίζει ἕνα οὐράνιο χαμόγελο. Τὸ βλέμμα τῆς ἀστραφτερὸ μοιάζει μὲ ἀρχαγγελικὴ ρομφαία ποῦ, καρφώνει τοὺς δημίους στὴ θέση τους.
Τὴν παρατηροῦν ἔκπληκτοι. Οἱ θύτες ξαφνιάζονται ἀπὸ τὸ θύμα τους.
Ἀτάραχη ἐκείνη πλησιάζει τὴν εἴκονα. τὰ μάτια τῆς βουρκώνουν, ὅταν ἀτενίζει τὸν Ἀρχηγὸ τῆς πίστεώς της μὲ τὰ φτυσίματα τῆς προδοσίας τῶν δειλῶν. Γονατίζει.
Παίρνει τὴν εἴκονα στὰ χέρια της. τὴν σκουπίζει. τὴν ἀσπάζεται εὐλαβικά, ἐνῶ τὰ χείλη τῆς ψιθυρίζουν:Δὲν θὰ Σ' ἄρνηθω, Χριστέ μου. Οἱ στρατιῶτες προτάσσουν τὰ ὄπλα.
Ἀτάραχη ἐκείνη. Μία ὁμοβροντία ἔρχεται νὰ αἱματοκυλίσει τὸ γενναῖο κορίτσι καὶ νὰ τὸ προσθέσει στὴ χορεία τῶν μαρτύρων.
Στολισμένη τώρα πιὰ μὲ τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου προβάλλει ἐνώπιόν μας.
Θὰ κάναμε τὸ ἴδιο;