Ο ᾿Επίσκοπος Νικόλαος μὲ ἔκδηλη στην μορφή του τὴν ταλαιπωρία καὶ κόπωσι, μετὰ τὴν ἑπτάμηνη παραμονή του (1944-1945) στὸ φοβερὸ Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως Νταχάου στὴν Γερμανία, στὸ ὁποῖο τὸν ἐνέκλεισαν οἱ Ναζισταὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀπαραμίλλου ἐκκλησιαστικῆς του δράσεως στὴν πατρίδα του Σερβία, κατὰ τὴν περίοδο τῆς κατοχῆς. ᾿Εκεῖ ὑπέμεινε φρικτὰ βασανιστήρια, τὰ στίγματα των ὁποίων ἀποτυπώθηκαν στὸ μαρτυρικό τουσῶμα μέχρι τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του (1956), καὶ ἐσώθη τότε διὰ θαύματος. Καὶ ὄχι μόνον δὲν παρεπονεῖτο γιὰ τὴν συμφορά του αὐτή, ἀλλὰ πάντοτε ἐνεθυμεῖτο μὲ νοσταλγία τις ἡμέρες στὸ κολαστήριο τοῦ Νταχάου, διότι ἐκεῖ αἰσθανόταν μὲ τρόπο ἀνείπωτο τὴν ζωντανὴ καὶ ἄμεση παρουσία τοῦ Θεοῦ!...
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! ᾿Ακόμη καὶ ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.......
Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ὁδηγήσει μέσα στὴν ἀγκάλη Σου περισσότερο,
ἀπὸ ὅ,τι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μὲ ἔχουν προσδέσει στὴν γῆ, ἐνῶ οἱ ἐχθροὶ
μὲ ἔχουν λύσει ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἔχουν συντρίψει ὅλες τὶς φιλοδοξίες μου
στὸν κόσμο.
Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἀποξένωσαν ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καὶ μὲ
ἔκαναν ἕναν ξένο καὶ ἄσχετο κάτοικο τοῦ κόσμου. ῞Οπως ἀκριβῶς ἕνα
κυνηγημένο ζῶο βρίσκει ἀσφαλέστερο καταφύγιο ἀπὸ ἕνα μὴ κυνηγημέ-
νο, ἔτσι καὶ ἐγώ, καταδιωγμένος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔχω εὕρει τὸ
ἀσφαλέστατο καταφύγιο, προφυλασσόμενος ὑπὸ τὸ σκήνωμά Σου, ὅπου
οὔτε φίλοι οὔτε ἐχθροὶ μποροῦν νὰ ἀπωλέσουν τὴν ψυχή μου.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! ᾿Ακόμη καὶ ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ
καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
Αὐτοὶ μᾶλλον, παρὰ ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τὶς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον
τοῦ κόσμου.
Αὐτοὶ μὲ ἔχουν μαστιγώσει, κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα διστάσει νὰ μα-
στιγωθῶ.
Μὲ ἔχουν βασανίσει, κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα προσπαθήσει νὰ ἀποφύγω
τὰ βάσανα.
Αὐτοὶ μὲ ἔχουν ἐπιπλήξει, κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα κολακεύσει τὸν ἑαυτό
μου.
Αὐτοὶ μὲ ἔχουν κτυπήσει, κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα παραφουσκώσει μὲ
ἀλαζονεία.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! ᾿Ακόμη καὶ ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ
καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου σοφό, αὐτοὶ μὲ ἀποκάλεσαν
ἀνόητο.
Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου δυνατό, αὐτοὶ μὲ περιγέλασαν
σὰν νὰ ἤμουν νάνος.
Κάθε φορὰ ποὺ θέλησα νὰ καθοδηγήσω ἄλλους, αὐτοὶ μὲ ἔσπρωξαν στὸ
περιθώριο.
Κάθε φορὰ ποὺ ἔσπευδα νὰ πλουτίσω, αὐτοὶ μὲ ἐμπόδισαν μὲ σιδηρᾶ
χεῖρα.
Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα σκεφθῆ ὅτι θὰ κοιμόμουν εἰρηνικά, αὐτοὶ μὲ ξύπνησαν ἀπὸ τὸν ὕπνο.
Κάθε φορὰ ποὺ προσπάθησα νὰ κτίσω σπίτι γιὰ μία μακρὰ καὶ ἤρεμη
ζωή, αὐτοὶ τὸ κατεδάφισαν καὶ μὲ ἔβγαλαν ἔξω.
Στ᾿ ἀλήθεια, οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια μου στὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! ᾿Ακόμη καὶ ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ
καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
Εὐλόγησέ τους καὶ πλήθυνέ τους! Πλήθυνέ τους καὶ κάνε τους ἀκόμη πιὸ
σκληροὺς ἐναντίον μου!
῞Ωστε ἡ καταφυγή μου σὲ Σένα νὰ μὴ ἔχη ἐπιστροφή·
ὥστε κάθε ἐλπίδα μου στοὺς ἀνθρώπους νὰ διαλυθῆ ὡς ἱστὸς ἀράχνης·
ὥστε ἀπόλυτη γαλήνη νὰ ἀρχίση νὰ βασιλεύη στὴν ψυχή μου·
ὥστε ἡ καρδιά μου νὰ γίνη ὁ τάφος τῶν δύο κακῶν διδύμων μου ἀδελ-
φῶν: τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ θυμοῦ·
ὥστε νὰ μπορέσω νὰ ἀποθηκεύσω ὅλους τοὺς θησαυρούς μου ἐν οὐρανοῖς·
ἄ! ὥστε νὰ μπορέσω γιὰ πάντα νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, ἡ
ὁποία μὲ περιέπλεξε στὸ θανατηφόρο δίκτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.
Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἐδίδαξαν νὰ μάθω - αὐτὸ ποὺ δύσκολα μαθαίνει κανείς - ὅτι
ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐχθροὺς στὸν κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του!...
Μισεῖ κάποιος τοὺς ἐχθρούς του μόνον ὅταν ἀποτυγχάνη νὰ ἀναγνωρίση ὅτι δὲν εἶναι ἐχθροί,
ἀλλὰ σκληροὶ καὶ ἄσπλαγχνοι φίλοι!...
Εἶναι πράγματι δύσκολο γιὰ μένα νὰ πῶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότεροκαλὸ καὶ ποιὸς μοῦ ἔκανε
περισσότερο κακὸ στὸν κόσμο: οἱ ἐχθροὶ ἢ οἱ φίλοι.
Γι᾿ αὐτό, εὐλόγησε, ὦ Κύριε, καὶ τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ἐχθρούς
μου...