Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου
(Κυριότερα αποσπάσματα)
(...)
Εξέβην που την Εκκλησιάν με την συναπαρτιάν του
τζαι Τουρκ' ευτύς του Σαραγιού επλάστησαν μπροστά του.
(....)Λαλεί τους: "Ποιος σας έπεψεν πωρνόν πωρνόν κοντά μου;
Πέτε μου το συντ΄σιετε (...) εν πέτρα η καρδκιά μου"
(....)
"Ήρταμεν να σε πκιάσομεν, είμαστον προσταμένοι
από τον Μουσελλίμαγαν, τον άρκονταν της Χώρας."
Λαλεί τους: "Με καλόν γάλαν αν είστε βυζασμένοι,
σταθείτε, καρτεράτε με πέντε λεφτά της ώρας"
(...)Εξέβην πάνω βιαστικός τζι ενέην στον νοτάν του
τζι άψεν λαμπάδιν τζι έκρουσεν κάτι χαριά γραμμένα
τζι ύστερα 'στράφην τζι είπεν τους: "Ελάτ', αντρειωμένοι,
τώρα πόχω τα πράματα, σγοιαν θέλω, τελειωμένα,
επάρτε με να πάμεντ, σγοιαν είστε προσταμένοι.
(....)
"Πίσκοπε, 'γιω την γνώμην μου ποττέ εν την αλλάσσω
τζι όσα τζι αν πεις μεν θαρευτείς πως εν να σου πιστέψω.
Έχω στον νουν μου, Πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω,
τζι αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Κύπρον να παστρέψω,
τζι ακόμα, αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω,
εθεννά σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν να μεν αφήσω!"
"Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένανς εν ευρέθηκεν για να την ηξηλείψει,
κανένας! γιατί σσιέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει! Σφάξε μας ούλλους τζι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν
κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά 'ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν,
τριγύρου του πετάσσονται τρακόσσια παραπούλλια.
Το νιν, αντάν να τρω' την γην, τρωει την γην θαρκέται,
μα πάντα τζείνον τρώεται τζαι τζείνον καταλυέται.
(....)
Το γαίμαν εκολύμπησεν τζαμαί στην γην, τζι εππέσαν
τζι ελαχταρούσαν τα κορμιά τζι οι τζεφαλάδεςμέσα.
(....)
(...) Επίασην δκυο μπροεστοί τζαι τέσσερις παπάδες
τζι είπαν του Μουσελλιμαγά: "Δωσ' μας τους Δεσποτάδες
Τζαι τον Δημήτρην για θαφκιόν να μεν μείνουν, τζι εν κρίμαν"
Τζι είπεν με κάμποσους θυμούς τζαι κάμποσες φοβέρες:
"Φύετε τζι έν σας δκιω τωρά κανέναν για το μνήμαν.
Θέλω να μείνουν τζει χαμαί άθαφτοι τρεις ημέρες"