῾Η ὑπομονή
῾Η ταπεινοφροσύνη κατά τούς Πατέρες δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό
τήν ὑπομονή. Γι᾽ αὐτό καί στήν συνέχεια τῆς εὐχῆς ὁ ὅσιος ᾽Εφραίμ τοποθετεῖ τήν
χάρη τῆς ἀρετῆς αὐτῆς. ῾Ο ὅσιος ᾽Ηλίας ὁ ἔκδικος ὡς ἑξῆς μᾶς δίνει τήν ἄρρηκτη
σχέση ταπεινοφροσύνης καί ὑπομονῆς. ῾Σπίτι τῆς ψυχῆς – γράφει – εἶναι ἡ ὑπομονή, ἐπειδή μέσα σ᾽ αὐτήν ζεῖ
ἐξασφαλισμένη. Περιουσία της εἶναι ἡ ταπείνωση, γιατί τρέφεται ἀπό αὐτήν᾽.
Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι ὅπως ἀπαραίτητη γιά τήν πνευματική προκοπή τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι ἡ ταπείνωση, ἔτσι ἀπαραίτητη εἶναι καί ἡ ὑπομονή. Εἶναι τόσο σημαντική
μάλιστα ἡ ἀρετή τῆς ὑπομονῆς, ὥστε χωρίς αὐτήν δέν ὑπάρχει σωτηρία. Τά λόγια τοῦ
Κυρίου μας ἰδίως δέν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφισβητήσεως. ῾῾Ο ὑπομείνας εἰς τέλος – εἶπε – οὗτος σωθήσεται᾽ (Ματθ. 10, 22). ῾Ο
ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός, μεγάλος νηπτικός συγγραφέας, γράφει κι αὐτός γιά τήν
σημασία τῆς ὑπομονῆς. ῾Κάθε ἄνθρωπος ἔχει
ἀνάγκη πρό πάντων ἀπό ὑπομονή, ὅπως ἡ γῆ ἀπό βροχή, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, γιά νά
βάλει πάνω σ᾽ αὐτήν τό θεμέλιο, πού λέει ὁ ἀπόστολος, δηλαδή τήν πίστη, καί πάνω
στήν πίστη κτίζει σιγά-σιγά ἡ διάκριση σάν ἔμπειρος οἰκοδόμος τό σπίτι τῆς
ψυχῆς᾽.
῾Η ὑπομονή λοιπόν εἶναι τό ἔδαφος, πάνω στό ὁποῖο μπορεῖ νά οἰκοδομηθεῖ
ὁποιαδήποτε ἀρετή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὑπομονή δέν εἶναι μία ἀπό τίς πολλές
ἀρετές, ἀλλά αὐτή πού συνοδεύει ὅλες καί στήν γένεσή τους, μά καί στήν διατήρηση
καί τήν τελείωσή τους. ῾Η κάθε ἀρετή δηλαδή εἶναι πράγματι ἀρετή, ὅταν εἶναι
καρπός ὑπομονῆς. Γι᾽ αὐτό καί οἱ Πατέρες τήν ἀρετή πού ἀποκτήθηκε χωρίς κόπο καί
ὑπομονή τήν θεωροῦν ἐπιφανειακή καί συνεπῶς εὔκολη νά χαθεῖ. ῾῾Η ὑπομονή εἶναι ἡ συγκρότηση ὅλων τῶν
ἀρετῶν. Γιατί καμμία ἀρετή δέν στέκεται χωρίς τήν ὑπομονή. Καθένας πού θά
στραφεῖ πίσω δέν εἶναι κατάλληλος γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. ᾽Αλλά καί ἄν
νομίζει κανείς ὅτι ἔχει ὅλες τίς ἀρετές, πάλι δέν εἶναι κατάλληλος, ἄν δέν
ὑπομείνει μέχρι τό τέλος, ὥστε ἀφοῦ σωθεῖ ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ, νά φτάσει
στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν᾽ (ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός).
῞Ωστε τίποτε δέν εἶναι περισσότερο ἀναγκαῖο στήν πνευματική ζωή καί τά
στάδιά της, ὅσο ἡ ὑπομονή. Αὐτή δίνει τήν δύναμη ἀντοχῆς ἰδιαιτέρως στίς θλίψεις
καί τούς πειρασμούς. ῎Αλλωστε τί νόημα θά εἶχε νά μιλᾶμε γιά ὑπομονή, ἄν δέν
ὑπῆρχα οἱ θλίψεις καί οἱ πειρασμοί; Εἶναι σημαντικό ὅμως ἐδῶ νά σημειώσουμε ὅτι
αὐτή ἡ ὑπομονή τῶν θλίψεων καί τῶν πειρασμῶν δέν γίνεται ἀπό μία μοιρολατρική ἤ
καί μαζοχιστική ἀκόμη διάθεση. Δέν εἶναι δηλαδή ἡ ὑπομονή τοῦ ῾ὑπομένω, γιατί
δέν μπορῶ νά κάνω ἀλλιῶς᾽. Μία τέτοια ὑπομονή συσσωρεύει ἀγανάκτηση καί διάθεση
ἐκδικήσεως, ὅταν βρεῖ δέ τήν κατάλληλη στιγμή, θά ἐκφραστεῖ ὡς βία καί
ἐπανάσταση. ῾Η ὑπομονή γιά τήν ὁποία μιλᾶμε ἐδῶ ἔχει νόημα καί περιεχόμενο.
Κατανοεῖται μέ τήν προοπτική τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ὑπάρχει ἡ πίστη
ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει - ὄχι δημιουργεῖ - τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς γιά νά
δοκιμαστεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου σ᾽ Αὐτόν καί νά ὁδηγηθεῖ ἔτσι στήν
ὁλοκλήρωσή του, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ὁμοίωσή του μέ τόν Δημιουργό
του.
Μέσα στήν διάσταση αὐτή οἱ θλίψεις καί οἱ πειρασμοί ὄχι μόνον δέν
ἀξιολογοῦνται ἀρνητικά, ἀλλά ἐντελῶς θετικά: θεωροῦνται μακαριότητα καί χαρά,
εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ στό πλάσμα του, ῾Μακάριος ἀνήρ ὅς ὑπομένει πειρασμόν, ὅτι
δόκιμος γενόμενος λήψεται τόν στέφανον τῆς ζωῆς, ὅν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς
ἀγαπῶσιν αὐτόν᾽ (᾽Ιακ. 1, 12). Καί: ῾Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν
πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, εἰδότες ὅτι τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως
κατεργάζεται ὑπομονήν, ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καί
ὁλόκληροι ἐν μηδενί λειπόμενοι᾽ (᾽Ιακ. 1, 2-4). ῾Ο ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός
καί πάλι σημειώνει: ῾Καλύτερο ἀπό ὅλα
εἶναι ἡ ὑπομονή στίς θλίψεις. ᾽Εκεῖνος πού ἀξιώθηκε νά ἔχει αὐτό τό μεγάλο
χάρισμα, ὀφείλει νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό, γιατί εὐεργετήθηκε περισσότερο ἀπό
ὅλους. ῎Εγινε μιμητής τοῦ Χριστοῦ καί
τῶν ἁγίων ἀποστόλων Του, τῶν μαρτύρων καί τῶν ὁσίων᾽.
῎Αμεσα κατανοοῦνται οἱ παραπάνω ἀλήθειες μέσα ἀπό ἕνα συγκεκριμένο
παράδειγμα πού μᾶς παρέχει ὁ ἅγιος ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος. Λέγει χαρακτηριστικά: ῾Εἶπε κάποιος ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες.
῾Υπῆρχε κάποτε κάποιος ἀναχωρητής, γέροντος τίμιος πρός τόν ὁποῖο πῆγα καί ἐγώ
μιά φορά, ὅταν βρισκόμουνα σέ λύπη τῶν πειρασμῶν. Αὐτός ὁ μακάριος ἦταν
ξαπλωμένος, γιατί ἦταν ἀσθενής. ᾽Αφοῦ τόν ἀσπάσθηκα καί κάθισα κοντά του, τοῦ
εἶπα: Νά εὔχεσαι, πάτερ, γιά μένα, γιατί πολύ θλίβομαι ἀπό τούς πειρασμούς τῶν
δαιμόνων. ᾽Εκεῖνος ἄνοιξε τά μάτια του, μέ κοίταξε καί εἶπε: Παιδί μου, εἶσαι
ἀκόμα νέος καί ὁ Θεός δέν ἀφήνει σέ σένα πειρασμούς. Κι ἐγώ εἶπα, ναί, καί νέος
εἶμαι, καί πειρασμούς ἔχω δυνατῶν ἀνθρώπων. Κι ἐκεῖνος πάλι εἶπε: Λοιπόν ὁ Θεός
θέλει νά σοῦ δώσει σοφία. ᾽Απάντησα: Καί πῶς θέλει νά μοῦ δώσει σοφία, ἐνῶ
καθημερινά κινδυνεύω τόν ψυχικό θάνατο; Κι ἐκεῖνος: Σιώπα, παιδί μου, ὁ Θεός σέ
ἀγαπᾶ. Μέλλει ὁ Θεός νά σοῦ δώσει τήν χάρη Του. Κι εἶπε στήν συνέχεια: Γνώριζε,
τέκνον, ὅτι τριάντα χρόνια πολέμησα μέ τούς δαίμονες, κι ἐνῶ πέρασε τό
25ο ἔτος, ἄρχισα νά βρίσκω κάποια μικρή ἀνάπαυση. Καθώς περνοῦσε ὁ
καιρός, αὔξανε καί ἡ ἀνάπαυσή μου. ᾽Αφοῦ πέρασε δέ τό 27ο κι ἔφθασε
τό 28ο ἔτος, αὐξήθηκε καί ἡ ἀνάπαυσή μου περισσότερο. ᾽Αφοῦ πέρασε δέ
καί τό 30ό κι ἔφθανα ἤδη στό τέλος, τόσο αἰσθάνθηκα τήν δύναμη τῆς
ἀναπαύσεως, ὥστε δέν γνώριζα σέ πόσο μέτρο ἔφθασε. Εἶπε δέ ἀκόμη καί τά ἑξῆς:
ὅτι ὅταν ἐγερθῶ στήν προσευχή μου, μιά μόνη δόξα προφθάνω νά πῶ. Στήν συνέχεια
καί τρεῖς μέρες νά σταθῶ, βρίσκομαι σέ ἔκπληξη μέ τόν Θεό, καί δέν αἰσθάνομαι
καθόλου τόν κόπο. ᾽Ιδού λοιπόν τό δι᾽ ὑπομονῆς ἔργον τοῦ πολλοῦ καιροῦ ποίαν
ἀνάπαυσιν προεξένησεν εἰς ἐμέ᾽.
᾽Από τά παραπάνω καταφαίνεται ὅτι ἡ ὑπομονή παρέχει τήν τάξη στόν
πνευματικό ἀγώνα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά πολεμᾶ τά πάθη του ὄχι ὅλα μαζί, ἀλλά
ἕνα-ἕνα. Γιατί διαφορετικά ὑπάρχει ὁ κίνδυνος ῾νά ἀποτύχει καί νά γυρίσει πίσω καί νά μή
βρεθεῖ κατάλληλος γιά τήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν᾽. ῾Η βιασύνη δηλαδή καί ἡ
ἀνυπομονησία στήν πνευματική ζωή ἀποτελοῦν τήν καταστροφή της. Εἶναι γνωστό
ἄλλωστε ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἀνυπομονησία, ἐκεῖ παρατηρεῖται ταραχή. Κι ὅπου ὑπάρχει
ταραχή, ἐκεῖ κι ἐλλείπει ἡ παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. ῎Εχουμε πολλά
παραδείγματα στό σημεῖο αὐτό νεαρῶν ἰδίως μοναχῶν, πέρα ἀπό τό παραπάνω πού
ἀναφέρει ὁ ἀββάς ᾽Ισαάκ, πού εὑρισκόμενοι ἀκόμη στήν ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς,
ταράσσονταν, γιατί ἀνυπομονοῦσαν νά γευτοῦν πλούσια τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, νά δοῦν
τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἔλεγχος καί ἡ νουθεσία τῶν ἐμπείρων γερόντων σ᾽
αὐτούς ἦταν ἄμεσος καί σκληρός πολλές φορές.
Εἶναι αὐτονόητο ἔτσι ὅτι ἡ ὑπομονή δημιουργεῖ τίς συνθῆκες νίκης κατά
τῶν ἐχθρῶν τῆς ψυχῆς. ῾᾽Οφείλει ἐκεῖνος
πού θέλει νά νικήσει τούς ἐχθρούς, νά ἔχει μεγάλη ὑπομονή...῎Αν κανείς δέν ἔχει
ὑπομονή καί πολλή ταπείνωση, θά πάθει ἐκεῖνα πού ἔπαθαν πολλοί καί χάθηκαν μέ
τήν ἀνοησία τους, γιατί πίστεψαν στά νοήματά τους καί νόμισαν ὅτι μποροῦν νά
βαδίσουν σωστά χωρίς ὁδηγό ἤ χωρίς τήν πείρα πού προξενεῖ ἡ ὑπομονή καί ἡ
ταπείνωση᾽ (Πέτρος Δαμασκηνός).
῾Η ὑπομονή λοιπόν ὡς μεγάλο χάρισμα τοῦ Θεοῦ καί ἰδιαίτερη εὐλογία Του,
στηρίζεται στήν πίστη σ᾽ Αὐτόν καί τρέφεται ἀπό τήν ἐλπίδα ᾽Εκείνου. ῾᾽Εκεῖνος πού δέν ὑπομένει, δέν εἶναι
πιστός᾽ (᾽Ηλίας ὁ ἔκδικος). ῾Ο δυναμικός σωτηριολογικός χαρακτήρας τῆς
ὑπομονῆς εἶναι φανερός.