Καππαδοκία! Χώρα αγίων. Χαρακτηριστικός ο τρόπος που χορεύουν οι κάτοικοί της, κάνοντας με τα δάκτυλα το σχήμα του σταυρού. Το θρησκευτικό συναίσθημα διαφαίνεται σε κάθε φάση της καθημερινής τους ζωής. Για να ριζώσει ο χριστιανισμός στις ψυχές τών Καππαδοκών έπρεπε να εκτοπίσει τη λατρεία των ανατολικών θεοτήτων καθώς και της ελληνικής μυθολογίας.
Πολλοί εξελληνισμένοι Ιουδαίοι, που κατοικούσαν στην Καππαδοκία, ήταν φορείς της νέας θρησκείας. Οπως λέγεται, αυτοί βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ την ημέρα της Πεντηκοστής και είδαν, με τα ίδια τους το μάτιο, τα γεγονότα της συγκλονιστικής αυτής ημέρας.
πηγή Πεμπτουσία
Σε κάποιες από αυτές τις εξελληνισμένες κοινότητες πρωτοσπάρθηκε ο λόγος του Ευαγγελίου από τόν ίδιο τόν Απόστολο Πέτρο περίπου το 50 μ.Χ.. Στους κατοίκους αυτών των περιοχών απευθυνόταν η πρώτη του επιστολή, συμβουλεύοντάς τους να υπομένουν με θάρρος τις κακουχίες για να δοξαστεί έτσι ο αληθινός Θεός. Τον θείο λόγο κήρυξε στην Καππαδοκία και ο Απόστολος Ανδρέας, αδελφός του Πέτρου, ίσως και ο Απόστολος Παύλος. Πρώτος επίσκοπος της Εκκλησίας τής Καππαδοκίας έγινε, σύμφωνα με την παράδοση, ο εκατόνταρχος Λογγίνος, που ανεφώνησε κατά το πάθυς του Κυρίου. “Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος”.
Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια άρχισαν οι διωγμοί κατά τών Χριστιανών. Παρόλα αυτά, η πίστη τους μεταλαμπαδευόταν καθημερινά σε νέες ψυχές. Έτσι, μόλις τον 2ον μ.Χ. αιώνα, καταγράφονται δύο μεγάλες επισκοπικές έδρες, της Καισαρείας και της Μελητινής. Η Καππαδοκία έπαψε να είναι η απομακρυσμένη χώρα της Ανατολής. Μεταμορφώθηκε σε κέντρο κατάρτισης σημαντικών πνευματικών ανδρών, που με πάθος μετέδιδαν τη βαθύτερη θεολογική τους σκέψη πολύ μακρύτερα από τα όριά της. Έγινε στόχος υών ειδωλολατρών αυτοκρατόρων της Ρώμης που αγωνίστηκαν, χωρίς αποτέλεσμα βέβαια, να σβήσουν τη φλογερή πίστη τών Καππαδοκών. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες αναδείχθηκαν μεγάλες θεολογικές μορφές και πλήθος μαρτύρων της Χριστιανοσύνης.
Είναι αδύνατο να απαριθμήσουμε όλο το πλήθος των αγίων, που είτε ήσαν Καππαδόκες και μαρτύρησαν στην πατρίδα τους είτε κατάγονταν από αλλού και υπέστησαν το μαρτύριο στην Καππαδοκία.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τούς Δώδεκα Μάρτυρες του διωγμού επί Διοκλητιανού (290 μ.Χ. στην Καισαρεία), τούς Σαράντα Μάρτυρες του διωγμού επί Λικινίου (320 μ.Χ. στη Σεβάστεια), τούς οσιομάρτυρες Αγαθόδωρο (από τα Τύανα), Αδριανό (από τήν Καισαρεία), Αθηνογένη (από τη Σεβάστεια), Ακάκιο (τον επονομαζόμενο Καππαδόκη), Αγαπητό (επίσκοπο Σινασσού), τους ιεράρχες Γρηγόριο (Νεοκαισαρείας) και Φιρμιλιανό (Καισαρείας), τόν Μάμαντα (από την Καισαρεία η τη Γάγγρα) “τόν περιβόητον του Χριστού μάρτυρα” τον οποίο εγκωμίασαν ο μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο θεολόγος, τήν Ιουλίττα για τήν οποία ο μέγας Βασίλειος ομιλεί με θαυμασμό, τον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, τόν οποίο ο θρύλος θέλει να έχει σκοτώσει το δράκο στο όρος Αργαίο, νότια του Ζιζίνδερε.
Δύο είναι οι μεγάλες εκκλησίες στην Καππαδοκία που χάραξαν την πορεία του Χριστιανισμού στην περιοχή. Πρώτα η εκκλησία της Καισαρείας. Πλήθος πληροφοριών παρατίθενται για την ιστορική πορεία της, κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, με αποκορύφωμα την εμφάνιση του Αρειανισμού, τις ενέργειες του Ιουλιανού του Παραβάτη και τον ρόλο των τοπικών επισκόπων στα εκκλησιαστικά και κοινωνικά δρώμενά της. «Έσχε πάντα τα δικαιώματα Πατριάρχου…». Η άλλη μεγάλη μητρόπολη της Καππαδοκίας ήταν αυτή του Ικονίου, που είχε δύο έδρες: του Ικονίου και της Νίγδης. Πρώτος επίσκοπος της είναι ο Σωσίπατρος, μαθητής του Αποστόλου Παύλου.
Κατά την πρωτοχριστιανική εποχή πολλοί Ιεράρχες διακρίθηκαν για το έργο τους, όπως ο Αλέξανδρος (επίσκοπος Καισαρείας), που θεωρείται ο εισηγητής στην Καππαδοκία των εκκλησιαστικών σπουδών, που καλλιεργούσε η σχολή της Αλεξανδρείας. Ο Φιρμιλιανός (επίσκοπος Νεοκαισάρειας), εχθρός τών αιρέσεων της εποχής, και υπερασπιστής και θεμελιωτής τών ορθοδόξων δογμάτων, της διοικήσεως και των θεσμών της Εκκλησίας μέσα από το φιλελεύθερο πνεύμα της Μ. Ασίας. Κι έτσι οδεύει το πνεύμα της Καππαδοκίας προς την εποχή τών Τριών Ιεραρχών, τών Καππαδοκών Πατέρων της Εκκλησίας.
Αναντίρρητα, τόν 4ο μ.Χ. αιώνα η Καππαδοκία γνώρισε τη μεγαλύτερη πνευματική της άνθιση και αναγορεύθηκε σε προπύργιο ολόκληρου του Χριστιανισμού, με τη δράση του Μεγάλου Βασιλείου (επισκόπου Καισαρείας), του Γρηγορίου Θεολόγου (επισκόπου Σασίμων) και του αδελφού του Γρηγορίου (επισκόπου Νύσσης). Οι Καππαδόκες πατέρες διατύπωσαν το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος, προτείνοντας για πρώτη φορά ότι ο Θεός είναι “ουσία εν τρισίν υποστάσεσιν. Πρόβαλαν έτσι μια στερεή και καταληπτή χριστολογία. που αποτέλεσε τελικά τη βάση του Συμβόλου της Πίστεως.
Παράλληλα, την περίοδο αυτή αλλά και μεταγενέστερα βρήκαν καταφύγιο στα σκληροτράχηλα εδάφη της Καππαδοκίας οι πρώτοι αναχωρητές. Λαξεύοντας σπηλιές σε πορώδεις βράχους, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για καταλύματα. Με το πέρασμα των χρόνων οι χαράδρες, οι βράχοι, οι κρημνοί της γέμισαν από λιπόσαρκες μορφές. Με τη λιτή διατροφή τους, την προσευχή, την ψαλμωδία, τη μελέτη και την ενδοσκόπηση ποθούσαν να προσκολληθούν στην ουράνια ζωή, προσφέροντας ταυτόχρονα πολύτιμα “διαμάντια” στον βυζαντινό πολιτισμό και ανεπανάληπτα παραδείγματα αγιότητας. Τον 5ον αιώνα μ.Χ. ο μοναχικός βίος ήταν πιά πολύ καλά οργανωμένος. Σε υπερμεγέθεις βράχους λαξεύτηκαν ολόκληρα μοναστηριακά συγκροτήματα και περίτεχνοι ναοί, που προκαλούν τόν θαυμασμό ακόμη και σήμερα.
Το πάνθεο των Αγίων της Καππαδοκίας ολοκληρώνεται με τον τελευταίο τοπικό Άγιο Αρσένιο, τον ονομαζόμενο Καππαδόκη. Πρόσφυγας κι αυτός, ακολούθησε τις τύχες των συμπατριωτών του. Μεταφύτευσε στη μητροπολιτική Ελλάδα και μάλιστα στη Μακεδόνικη γή τη βαθειά ευσέβεια των κατοίκων της Καππαδοκίας. Τιμήθηκε άπ’ όλους ως ένας από τους λαοφιλέστερους νεοφανείς Αγίους. Η τιμή του διατήρησε άσβεστη τη μνήμη των αλησμόνητων πατρίδων.
Σε ολόκληρο το διάβα της ιστορίας, η Καππαδοκία ανέδειξε, όπως και τόσες άλλες ελληνικές περιοχές, τη σύντηξη του Ελληνισμού με τήν Ορθοδοξία. Πρόκειται για μια κοινή πορεία πολλών αιώνων, που δημιούργησε ακατάλυτους δεσμούς. Την κοινή αυτή πορεία μπορεί να δει κανείς μέσα από τους λόγους του μεγάλου Καππαδόκου Θεολόγου Γρηγορίου αλλά και μέσα από τις διαπιστώσεις των νεότερων ιστορικών: Σ’ αγαπώ Ελλάδα… είσαι δική μου, μα σ’ αγαπώ, γιατί πρόθυμα προχώρησες προς τον Χριστό (Τατάκης).
αρχιμ. Γεωργίου Χρυσοστόμου πρωτοσύγκελλου I.Μ. Βέροιας
Πηγή: Περιοδικόν «Παράκληση», Έτος 4ο, Τεύχος 18ο, Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού, Μάϊος–Ιούνιος 2004