Με πολύ σαφή τρόπο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύει τις σχετικές περικοπές των ευαγγελίων και αποδεικνύει ότι η Πα-ναγία είναι πρώτη και στη θέα του Αναστάντος Χριστού, γιατί ήταν η καθαρωτέρα και αγιωτέρα όλων. Λέγει λοιπόν:
«Τον Χριστό, όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς», κανένας από τους ανθρώπους δεν τον είδε, αφού δεν ήταν παρών κανένας. Μετά όμως την Ανάσταση τον είδε η Μαρία η Μαγδαληνή, σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Μάρκο που λέγει: «Αναστάς ο Ιησούς πρωί πρώτη σαββάτου, εφάνη πρώτον Μαρία τη Μαγδαληνή».
Δεν είναι όμως έτσι, γιατί πιο πάνω ο ίδιος Ευαγγελιστής, λέγει πως η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε και προηγουμένως στον τάφο με άλλες Μυροφόρες και τον βρήκαν αδειανό και έφυγαν. Ώστε ο Κύριος αναστήθηκε πολύ πριν από το πρωί εκείνο, που τον είδε η Μαρία. Επισημαίνοντας δε και την ώρα εκείνη που πήγε για πρώτη φορά. λέγει «λίαν πρωί», ο δε Ιωάννης λέγει «σκοτίας έτι ούσης».
Και σύμφωνα πάλιν με τον Ιωάννη, δεν ήλθε απλώς στο μνήμα η Μαρία, αλλά και έφυγε, χωρίς να δει τον Κύριο ακόμη. Τρέχει μάλιστα και έρχεται στον Πέτρο και τον Ιωάννη και τους αναγγέλλει, όχι πως ανέστη ο Κύριος, αλλά ότι τον σήκωσαν από τον Τάφο και δεν ξέρουμε που τον έβαλαν. Ώστε ακόμη δεν είχε δει τον Αναστάντα. Επομένως ο Κύριος εμφανίστηκε στη Μαρία με τον πλήρη ερχομό της ημέρας. Υπάρχει λοιπόν κάτι, που αναφέρεται συνεσκιασμένο από τους Ευαγγελιστές, το οποίο εγώ θα σας φανερώσω.
Πραγματικά το χαρμόσυνο μήνυμα για την Ανάσταση του Κυρίου, πρώτη από όλους τους ανθρώπους, όπως ήταν σωστό και δίκαιο, το δέχτηκε από τον ίδιο τον Κύριο η Θεοτόκος και αυτή πρώτη τον είδε Αναστημένο και πρώτη απόλαυσε τη θεία Του λαλιά. Και δεν τον είδε μόνο με τα μάτια της και τον άκουσε με τα αυτιά της, αλλά και με τα χέρια της τον άγγιξε πρώτη, τα δε άχραντα πόδια Του, μόνη αυτή τα άγγιξε. Έστω και αν οι Ευαγγελιστές, όλα αυτά δεν τα λένε καθαρά, επειδή δεν θέλουν να φέρουν τη Μητέρα Του ως μάρτυρα της Αναστάσεως, για να μη δώσουν καμμιά υποψία σε κείνους που δεν πίστευαν στην Ανά-σταση. Επειδή όμως τώρα απευθυνόμαστε σε πιστούς, θα το φα-νερώσουμε και αυτό.
πηγή πεμπτουσία
Όταν ενταφίασαν τον Χριστό κι’ έβαλαν μεγάλη πέτρα στη θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν εκεί κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, «καθήμεναι απέναντι του τάφου». Με τη φράση «η άλλη Μαρία», εννοεί ο Ευαγγελιστής τη Θεομήτορα. Σύμφωνα πάλιν με τον Ευαγγελιστή, τα χαράματα της Κυριακής ήλθαν στον τάφο η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία.
Όπως εγώ συμπεραίνω, σύμφωνα και με όσα είπα προηγουμένως, πρώτη από όλες τις Μυροφόρες ήλθε η Θεοτόκος στον Τάφο του Υιού και Θεού της και έφερε μαζί της και τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Η Θεομήτωρ ήταν η «άλλη Μαρία». Στη συνέχεια έγινε σεισμός μεγάλος. Διότι Άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε από τον ουρανό, απεκύλισε την πέτρα από τη θύρα του μνημείου.
Όλες οι άλλες γυναίκες ήλθαν μετά τον σεισμό και βρήκαν τον τάφο ανοικτό και την πέτρα αποκυλισμένη. Η Παρθενομήτωρ όμως έφθασε, ενώ γινόταν ο σεισμός. Και ενώ οι φύλακες έφυγαν από τον φόβο, η Θεοτόκος εντρυφούσε (εσωτερικά) στη θέα. Εγώ πάντως νομίζω ότι γι’ αυτή πρώτα ανοίχθηκε ο τάφος (γιατί γι’ αυτή πρώτη και διά μέσου αυτής ανοίχθηκαν όλα σ’ εμάς, όσα είναι πάνω στον ουρανό και κάτω στη γη). Ακόμη, χάριν αυτής άστραπτε τόσο πολύ ο Άγγελος ώστε, ενώ ακόμη ήταν σκοτάδι, με το πλούσιο φως του Αγγέλου.
Αυτή, όχι μόνο είδε τον τάφο αδειανό, αλλά και τα εντάφια (τα σινδόνια που ήταν τυλιγμένος) τακτοποιημένα να μαρτυρούν την Ανάσταση.
Ο άγγελος δε αυτός ήταν ο Γαβριήλ. Μόλις δηλαδή την είδε να σπεύδει προς τον τάφο, αυτός που στον Ευαγγελισμό της είπε «μη φοβάσαι, Μαρία, διότι βρήκες χάρη από τον Θεό», σπεύδει και τώρα και κατεβαίνει να της αναγγείλει τα καλά νέα, την εκ νεκρών Ανάσταση Αυτού που γεννήθηκε ασπόρως απ’ Αυτή και να σηκώσει την πέτρα και να δείξει τον τάφο αδειανό και έτσι να επιβεβαιώσει το χαρμόσυνο μήνυμα.
Η Παναγία απέκτησε τη μεγάλη χαρά της Αναστάσεως (ενώ οι άλλες Μυροφόρες ακόμη εφοβούντο, γιατί δεν αντιλήφθηκαν το μεγάλο μυστήριο) και έγινε ολόκληρη Φως, γιατί έφθασε στην άκρα καθαρότητα και καρπώθηκε από τη θεία Χάρη και γνώρισε την Αλήθεια και πίστεψε στον Αρχάγγελο.
Πώς λοιπόν τώρα, που ήταν και παρούσα, να μη καταλάβαινε αυτά που έγιναν, δηλαδή τον μεγάλο σεισμό, τον άγγελο που κατέβαινε από τον ουρανό και μάλιστα να αστράφτει, τη μετάθεση της πέτρας, τον αδειανό τάφο, τα εντάφια που έμειναν άθικτα και συγκρατημένα με σμύρνα και αλόη και συγχρόνως εφαίνοντο αδειανά από το σώμα;
Όταν βγήκαν από το μνήμα, μετά το χαρμόσυνο μήνυμα του Αγγέλου, η μεν Μαρία η Μαγδαληνή, σαν να μην άκουσε καν τον άγγελο, διαπιστώνει μόνο το άδειασμα του τάφου, χωρίς να αναφέρει καθόλου τα εντάφια και τρέχει στον Πέτρο και στον Ιωάννη και τους είπε απλώς ότι «πήραν τον Κύριο από τον τάφο και δεν ξέρουμε που τον έβαλαν». Πώς δε, αν τον έβλεπε και τον άγγιζε με τα χέρια της και τον άκουε να μιλά, δεν θα το έλεγε στους Μαθητές;
Επομένως πρώτη από όλες τις γυναίκες συνάντησε τον Αναστάντα, τον αναγνώρισε και προσπίπτοντας, μόνη αυτή άγγιξε τα πόδια Του. Η Μαρία μετά, όταν πρωτοσυνάντησε τον ’Ιησού, της είπε «μη μου άπτου», δηλαδή μη με αγγίξεις. Πώς λοιπόν ήταν δυνατό, όταν Λέγει ο Ευαγγελιστής «εκράτησαν Αυτού τους πόδας», να εννοεί και τη Μαρία τη Μαγδαληνή, αφού ο Κύριος δεν την άφησε να τον αγγίξει, όταν της φανερώθηκε;
Επομένως μόνο στην Παναγία ο Χριστός επέτρεψε να του «κρατήσει τους πόδας». Απλώς αποφεύγει ο Ευαγγελιστής να μιλήσει καθαρά για την Παναγία, για να μη φανεί ότι η Ανάσταση είναι είδηση που κυκλοφόρησε από τη μητέρα του.
(Παύλου Μουκταρούδη, «Διήρχετο διά των σπορίμων», εκδ. Ι. Μητροπ. Λεμεσού 2008, σ. 41-44)