“Χαλασμός έξω! Αν όμως κατορθώσει να βγει μ΄αναμμένη τη λαμπάδα της Αναστάσεως, θα σβήσει το κακό! Έτσι είχε ακουστά από γιαγιάδες του παλιού καιρού”.
****
Μπάααμ!… Κράαατς!!!!Πετάγεται όρθια άπ’ τό γλυκό καλοκαιριάτικο ύπνο πού τήν νανούριζε.
Αλαφιασμένη παρατηρεί τήν κληματαριά του μπαλκονιού της νά δέρνεται άλύπητα κατά κύματα, έτοιμη νά σωριασθεί μαζί μέ τίς ξύλινες πέργκολες πού τή συγκρατούν στα κάγκελα.Ή μεταλλική τέντα προδίδει σποραδικό χαλάζι. Βροχή οριζόντια, λες, στην πτώση της εισχωρεί παντού. Χαλασμός!…
Πηγή : Αντέχουμε
Κολλάει τη μύτη της στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Πέρα άπ’ τό μπαλκόνι της δεν ξεχωρίζει τίποτε… Όρατότης μηδέν! «Θεέ μου, λυπήσου μας!», ψιθυρίζει. Στρέφεται στις άγιες εικόνες. Ακοίμητο καντήλι τίς φωτίζει ήσυχα στό ασυνήθιστο ήμίφωτο που καλύπτει την πλάση. Καί τώρα, τί κάνουμε; Ποιος μπορεί νά σταματήσει το κακό;
“Θεέ μου, λυπήσου μας, τους ανθρώπους!…».
Σταυρώνει με έκδηληαγωνία τα χέρια ή Δέσποινα, Ξαφνικά αναπηδάει. Όρμάει στην ντουλάπα. “Τη λαμπάδα! … Τη λαμπάδα της Αναστάσεως!…”, μονολογεί καθώς ψαχουλεύει τα ράφια. Αρπάζει τοκηροπήγιο με το μισοκαμμένο μελισσοκέρι. Του δίνει φως από το καντηλάκι. Κοντοστέκεται. Η φλόγα ιλαρή φουντώνει στη δακρυσμένη λαμπάδα. Και η καταιγίδα έξω μαίεται… Παίρνει βαθειά νάσα η κοπέλα. Προχωρεί προς τη μπαλκονόπορτα. Πώς να ξεμυτίσει στο μπαλκόνι; Αδύνατον! Χαλασμός έξω! Αν όμως κατορθώσει να βγει μ΄αναμμένη τη λαμπάδα της Αναστάσεως, θα σβήσει το κακό! Έτσι είχε ακουστά από γιαγιάδες του παλιού καιρού.
.
Άλλα πώς ν’ αναμετρηθεί μιά φλογίτσα μέ τό σίφουνα πού σαρώνει τά πάντα έξω; «Θεέ μου, λυπήσου μας!», ψιθυρίζει.
Πρέπει νά βγει! Αγκαλιάζει μέ τήν αριστερή παλάμη τή φλόγα. Δοκιμάζει νά βγει. «’Άααχ, άχαχάχ!, Θεέ μου! Παναγίτσα μου, μή σβήσει!!». Δυσκολεύεται πολύ! Περνούν δευτερόλεπτα. Κολλάει σε μιά μεταλλική ντουλάπα πού αναχαιτίζει κάπως τόν άνεμο. Ή φλόγα γέρνει προς όλες τίς κατευθύνσεις ακανόνιστα. Κλαίει μέ μαύρο δάκρυ τό κερί. Κι ή Δέσποινα αργά, σταθερά, προσεκτικά κινεί τή λαμπάδα καί σχηματίζει σταυρό μεγάλο στον αέρα. «Ιησούς Χριστός νικάει, κι όλα τά κακά σκορπάει!», λέει δυνατά. Ξανά καί ξανά. Ξεθαρρεύει λίγο. Σταυρώνει όλα τά σημεία του ορίζοντα. Ή φλόγα σιγά-σιγά ήρεμε! «Χριστόος άνέεστηη έεκ νεεκρώω-ων!…», ψάλλει τώρα μέ μάτια βουρκωμένα. Νιώθει πώς κάτι γίνεται γύρω. «Χριστόος ά-νέεστηη..!». Ή ορατότητα βελτιώνεται αισθητά. Κι ή Δέσποινα, πίσω άπ’ τήν κληματαριά, αθέατη, διασχίζει τή βεράντα σταυρώνοντας τόν ορίζοντα μέ τήν αναστάσιμη λαμπάδα της.
Τό χαλάζι πέρασε ξυστά κι έφυγε. Ό άνεμος έσβησε! Σάν ν’ απλώθηκε πάνω άπ’ τή γειτονιά της μιά τεράστια ομπρέλα πού προστάτευε τό χώρο, μέ κέντρο τό… μπαλκόνι της! Ναι, ξανακοίταξε γιά νά τό επιβεβαιώσει: γύρω άπ’ τή γειτονιά της εξακολουθεί χαλασμός…
********
Ακούμπησε σεβαστικά τό κηροπήγιο δίπλα στή μεταλλική ντουλάπα, καί μπήκε σιωπηλή μέσα. Στάθηκε λίγα λεπτά μπροστά στίς εικόνες, ρίχνοντας ματιές στή λαμπάδα, πού άναβε ήσυχη λικνίζοντας ελαφρά τή φλόγα της μέσα στον απόηχο μιας πλούσιας δυνατής βροχής πλέον… «Θεέ μου, λυπήσου όλους τους ανθρώπους!», ψιθύριζε.
Μετά μιά-δυό ώρες άκουγε τόν απέναντι γείτονα πού διεκτραγωδούσε δυνατά τί μετέδιδε σε έκτακτο δελτίο μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι γιά τήν καταστροφή πού έπληξε τή μικρή τους πόλη. «Ευτυχώς, εμάς εδώ δεν μας έκανε τίποτε! Παρακάτω όμως…!», έλεγε ό άνθρωπος.Μά ή Δέσποινα ήξερε. Καί κράτησε τό μυστικό μέσα της: πώς μιά αναστάσιμη λαμπάδα, αναμμένη μέ πίστη, ώς όπλο ακαταμάχητο, εΐχε λυτρώσει τή μικρή τους γιιτονιά άπό μεγάλη συμφορά,
Δωρόθεος
.
από το περιοδικό Προς τη Νίκη, Απρίλιος 2015
για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”