Τά ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχουν τόσο μεγάλη σημασία γιά τήν πίστη μας καί γιά τήν πνευματική μας ζωή πού εἶναι ἀπαραίτητο νά τά μελετᾶμε συνεχῶς.
Ἐπιγραμματικά λέμε, ὅτι ἕνας ἀπό τούς πιό βαθεῖς νεώτερους μελετητές ὁλοκλήρου τοῦ Εὐαγγελίου τό ὁποῖο ἔχει ἑρμηνεύσει βαθυστόχαστα, εὐλαβέστατος ἄνθρωπος(1) λέει: «Τό πιό μεγάλο πρᾶγμα στόν κόσμο εἶναι ὁ Χριστός καί στό Χριστό τό πιό μεγάλο εἶναι τά Πάθη Του».
Ὅταν τό σκεφθῆ κανείς αὐτό, καταλαβαίνει πόσο πρέπει νά κάνει ἀντικείμενο μελέτης του, τά Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἀρχίζομε τή Μεγάλη Ἑβδομάδα τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τό βράδυ, ψάλλομε ἕνα ὡραῖο τροπάριο πού λέγει:
«Τά πάθη τά σεπτά ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά ἀνατέλλει τῷ κόσμω». Δηλαδή τά Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι φῶτα σωστικά γιά τόν κόσμο. Καί ἡ ἔναρξή τους, καί ἡ ἔναρξη τοῦ ἑορτασμοῦ τους πρέπει νά παραλληλίζεται μέ ἀνατολή ἡλίου. Ὅπως ὁ ἥλιος ἀνατέλλει, φωτίζει καί ζωογονεῖ ἔτσι καί ἡ ἀνάμνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ φωτίζει καί ζωογονεῖ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.
Πηγή : Ζωηφόρος
Στά Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νά κάνουμε διάκριση δύο πραγμάτων:
Τῶν σωματικῶν Του παθῶν καί τῶν ψυχικῶν Του παθῶν.
Καί τά μέν σωματικά πάθη τά παρακολουθοῦμε ἀπό τή στιγμή κατά τήν ὁποίαν συνελήφθη, ἐδέθη, ἐδικάσθη καί ἄρχισε τό φραγγέλωμα, ἡ τιμωρία καί ὁ σταυρός.
Τά ψυχικά Του πάθη, καί τό τονίζομε αὐτό γιατί φυσικά ὁ ἄνθρωπος εἶναι σῶμα καί ψυχή καί ἔχει σωματικά καί ψυχικά πάθη, τά πρακολουθοῦμε βέβαια σέ ὅλη τήν πορεία, τῶν ἀχράντων παθῶν, ἀλλά σάν σέ μιά περίληψη, κάπως συνοπτικά καί πιό ἐποπτικά τά βλέπομε στήν προσευχή πού ἔκανε στήν Γεθσημανῆ.
Μᾶς λέγει λοιπόν τό ἅγιο Εὐαγγέλιο σ᾿ αὐτή τήν προσευχή τῆς Γεθσημανῆ, τήν ὁποία θά ἐπιμείνομε νά ἀναλύσομε κάπως σήμερα γιά νά δοῦμε τόν πόνο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισε τά Πάθη Του καί γιατί τά ἀντιμετώπισε ἔτσι.
Τό ἅγιο Εὐαγγέλιο μᾶς λέγει, ὅτι ἀφοῦ ἐτέλεσε ὁ Κύριος τό Μυστικό Δεῖπνο, πῆρε τούς μαθητάς Του καί πῆγε εἰς τόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ κῆπος τῆς Γεθσημανῆ ἦταν ἕνα χωράφι πού εἶχε ἐλιές, ἕνας ἐλαιώνας. Δέν ξέρομε σέ ποιόν ἀνῆκε, τί σχέση εἶχε, τί ἰδιαίτερο τοῦ εὕρισκε ὁ Κύριος. Ἀλλά ἔχομε τή σαφή πληροφορία, ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Κύριος ἀγαποῦσε πάρα πολύ αὐτό τό χωράφι καί πήγαινε συχνά ὅταν βρισκόταν στήν Ἱερουσαλήμ ἐκεῖ γιά νά προσευχηθῆ.
Τό ὅτι ὁ Κύριος μας πού ἦταν Θεός καί συνεπῶς ὑπέρτερος, ὑπεράνω τῶν παθῶν, ἀγαποῦσε ἕνα χωράφι μέ ὡρισμένες πέτρες καί ὁρισμένα δένδρα κάπως διαφορετικά καί ἤθελε νά πηγαίνει ἐκεῖ καί ὄχι καί κάπου ἀλλοῦ γιά νά προσεύχεται, ὅταν εἶχε τή δυνατότητα, αὐτό μᾶς δείχνει πώς κάθε προτίμηση δέν εἶναι ἁμαρτωλή. Ὑπάρχουν μερικές προτιμήσεις πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἴτε σέ πρόσωπα εἴτε σέ πράγματα οἱ ὁποῖες εἶναι ἀπολύτως σωστές, φυσιολογικές στόν ἐνάρετο ἄνθρωπο τό νικητή τῶν παθῶν καί ἡγιασμένο.
Μέ αὐτό τόν τρόπο καί ὁ Κύριος μας ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τήν ἄχραντη Μητέρα Του, Ὑπεραγία Θεοτόκο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν ἅγιο πανεύφημο ἀπόστολο Πέτρο, τούς ὁποίους ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα καί περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἄλλους μαθητάς Του. Ὄχι σέ ποσό ἀγάπης ἀλλά σέ ποιόν ἀγάπης. Δηλαδή μέ λίγο περισσότερη ἀνθρώπινη ζεστασιά. Μέ λίγο περισσότερο συναισθηματισμό.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο λοιπόν ὁ Κύριος ἀγαποῦσε ἔτσι ἰδιαιτέρως καί τόν κῆπο αὐτό τῆς Γεθσημανῆ.
Ἀφοῦ λοιπόν ἔφθασε εἰς τόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ εἶπε σ᾿ ὅλους τούς μαθητάς Του: «Κάτσετε ἐδῶ, μέχρι πού νά πάω νά προσευχηθῶ». Συνηθισμένα πράγματα γιά τούς μαθητές· τό ἀπεδέχθησαν καί ἐκάθησαν. Παρέλαβε μαζί Του τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη. Τούς τρεῖς μαθητές τούς ὁποίους καί ἀγαποῦσε περισσότερο καί εἶχαν περισσότερες καί μεγαλύτερες πνευματικές ἀρετές. Καί τούς λέει: «Καθεῖστε ἐδῶ καί μείνετε ἄγρυπνοι. Μή κοιμηθῆτε. Γρηγορεῖτε. Μήν ἀφῆστε τόν ἑαυτό σας νά ἀποκοιμηθεῖ». Ἦταν ἤδη πολύ βαθειά νύχτα. «Μέχρι πού νά πάω παραπέρα νά προσευχηθῶ».
Λέγοντας τους αὐτά τά λόγια ὁ Κύριος λέγει τό ἅγιον Εὐαγγέλιο «ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καί ἀδημονεῖν». Δέν τούς τά εἶπε οὔτε μέ γαλήνη, οὔτε μέ εἰρήνη. Ἡ λέξη «ἐκθαμβεῖσθαι» σημαίνει εἶχε τήν αἴσθηση, εἶχε τήν ἔκφραση, ἑνός ἀνθρώπου πού αἰσθάνεται σάν νά τἄχει χαμένα. Σάν νά τοῦ ἦρθε κατάπληξη. Σάν νά παρουσιάστηκε μπροστά του κάτι τόσο τρομερό πού τόν ἔκανε νά τά χάσει ἐντελῶς. Ἔπαψε τό μυαλό του θά λέγαμε νά λειτουργεῖ. Ἔπαψε νά μπορεῖ νά σκέπτεται. Κάτι τέτοιο σημαίνει ἡ λέξη «ἐκθαμβεῖσθαι». Καί τό «ἀδημονεῖν» σημαίνει αὐτό πού λέμε ἐμεῖς «τόν ἐκυρίευσε ἄγχος». Αἰσθανόταν ψυχικά πάρα πολύ δύσκολα.
Αὐτά τά πράγματα διαβάστε τά· εἶναι πάρα πολύ ἁπλά καί δικαιολογημένα. Νά αἰσθανθοῦμε καί ἐμεῖς ἄγχος, νά ἐκθαμβηθοῦμε, νά καταπλαγοῦμε, νά τά χάσομε. Νά μείνομε ἀποσβολωμένοι καί ἀπολιθωμένοι ἀπό κάτι πού εἴδαμε καί νά μᾶς πιάσει τό τρομερό ἄγχος καί ἀγωνία. Εἶναι πάρα πολύ φυσιολογικό γιά μᾶς. Καί πολύ κατανοητό. Γιά τό Κύριο μας ὅμως εἶναι κάτι τό πολύ ἀπαράδεκτο. Γιατί; Γιατί εἶναι Θεός. Καί Θεός τί σημαίνει; Κύριος. Τί ἀκόμα σημαίνει; Φωτισμένος. Καθαρός. Δυνατός. Καί σ᾿ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο δημιουργεῖται τό ἐρώτημα:
-Καλά, πῶς ὁ Θεός, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός φθάνει στό σημεῖο νά ἐκθαμβεῖται καί νά ἀδημονεῖ; Γι᾿ αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἡ περικοπή αὐτή τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου ἀλλά καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς πρέπει καί ἐμεῖς νά τή μελετήσουμε γιά νά ἰδοῦμε πῶς ὁ Κύριός μας ἀντιμετώπισε τό πάθος.
«Περίλυπος ἐστίν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».
Ὅταν τό λέει ἕνας ἄνθρωπος, «περίλυπος ἐστίν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» συνήθως μεγαλοποιεῖ τόν πόνο του. Κάθε ἄνθρωπος συνηθίζει τό δικό του πόνο νά τόν βλέπει βουνό καί τῶν ἄλλων ἀανθρώπων τόν πόνο νά τόν βλέπει κουνούπι, μυρμήγκι. Γιατί; Γιατί τό δικό του πόνο κάθε στιγμή τόν αἰσθάνεται καί πονᾶ. Τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τόν πόνο δέν τόν αἰσθάνεται, δέν τόν καταλαβαίνει, ἔστω καί ἄν ἀκόμα ἔχει περάσει ἀνάλογο πόνο. Ὁ ἄνθρωπος πάντοτε πιέζει τόν ἑαυτό του γιά νά αἰσθανθεῖ γιά τόν ἄλλο συμπόνια.
Ὁ Κύριος ὅμως, ἐπειδή ἀκριβῶς ἦταν Θεός καί ὅποιος μελετήσει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο βλέπει ὅτι πουθενά δέν τά ἔλεγε τά λόγια Του παραπανιστά ἀλλά μετά πάσης ἀκριβείας. Ὅταν λοιπόν λέγει «περίλυπος ἐστίν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» ἐκφράζει τήν ἀλήθεια καί θέλει νά μᾶς εἰπεῖ ὅτι αὐτή τή στιγμή, ἡ λύπη μου, ὁ ἐσωτερικός μου ψυχικός πόνος εἶναι τόσο μεγάλος ὥστε θά ἔπρεπε κανονικά σάν ἄνθρωπος -ἄν ἤμουνα ἄνθρωπος ἁπλός- καί αἰσθανόμουνα αὐτή τή λύπη πού αἰσθάνομαι τώρα, θά ἔπρεπε νά παγώσω, νά ξεψυχήσω, νά πεθάνω, μόνο ἀπό αὐτή τή λύπη.
Καί ἀφοῦ εἶπε αὐτά τά λόγια ὁ Κύριος πῆγε παραπέρα σέ μιά ἀπόσταση ἀπό τούς τρεῖς μαθητές Του καί λέγει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο «ἔπιπτεν ἐπί τῆς γῆς». Τό «ἔπιπτεν ἐπί τῆς γῆς» πού χρησιμοποιεῖ χρόνο παρατατικό δηλαδή χρόνο τῆς συνέχειας -ὄχι μιά φορά ἔπεσε καί ἐστάθη- ἀλλά ἔπιπτε συνεχῶς, σημαίνει πώς ὁ Χριστός ἔκανε ἐκεῖνα πού μερικές φορές μερικοί ἔξυπνοι χριστιανοί κοροϊδεύουν: Ἔκανε μετάνοιες.
Καί τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρσιτός στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ σ᾿ αὐτή τήν πνευματική κατάσταση, σ᾿ αὐτή τήν πνευματική κατάσταση ἔκανε στρωτές μετάνοιες, δείχνει, πόσο μεγάλη σημασία ἔχουν γιά τήν πνευματική ζωή, τοῦ ἀνθρώπου οἱ στρωτές μετάνοιες. Καί καλό εἶναι σάν ταπεινοί δοῦλοι Του καί ὀπαδοί Του καί ἐμεῖς ὅταν βρισκόμαστε σέ ὁποιαδήποτε δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς μας πνευματική καί κυρίως ὅταν βρισκόμαστε σέ κατάσταση θλίψεως καί πόνου, νά μή ζητᾶμε τή δύναμη καί τήν παρηγοριά σέ ἄλλα μέσα τά ὁποῖα εἶναι χωρίς ἀποτέλεσμα καί χωρίς δύναμη, «λάκκοι συντετριμμένοι» ἀλλά στό μέσον καί τό ὅπλο πού χρησιμοποίησε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καί τό ὁποῖο ἀκριβῶς γιά νά τό χρησιμοποιήσει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός σημαίνει πώς εἶναι τό καλύτερο καί τό δραστικότερο φάρμακο.
Καί προσηύχετο κάνοντας λοιπόν μετάνοιες ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, προσηύχετο καί ἔλεγε: «Πάτερ, πάντα δυνατά Σοι». Πατέρα μου ὅλα γιά σένα εἶναι δυνατά. «Παρένεγκε τό ποτήριον τοῦτο ἀπ᾿ ἐμοῦ». Πάρ᾿ το αὐτό τό ποτήρι ἀπό ἐμένα. «Ἀλλά οὐ τι ἐγώ θέλω ἀλλ’ εἰ τι Σύ». Ὅμως ὄχι τί θέλω ἐγώ ἀλλά τί θέλεις Σύ. Νά μή γίνει αὐτό πού θέλω ἐγώ, ἀλλά νά γίνει αὐτό πού θέλεις Ἐσύ.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶχε ἔρθει στόν κόσμο γιά νά σώσει τόν κόσμο. Καί σάν Θεός πού ἦταν ἤξερε ποῖο ἦταν τό σχέδιο Του. Τό σχέδιο τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν τό ἔμαθε ἐκείνη τή στιγμή. Τό ἤξερε. Τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι τό πρόσωπο τό δικό μας, πού ἀρχίζει ἀπό τήν πλήρη ἄγνοια, μωρό. Πού ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό λέμε «μωρό» ἐπειδή εἶναι τελείως μωρό. Δέν ξέρει τίποτα δηλαδή καί σιγά-σιγά μαθαίνει, μορφώνεται, συνετίζεται, σοφίζεται.
Ἀλλά ὁ Κύριος ἤξερε τά πάντα, ὄχι ἀπό τή στιγμή τῆς γεννήσεώς του ἀλλά πρό αἰώνων. Γιατί ὑπῆρχε πάντοτε μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί συνεπῶς καί τό ὅτι ἀφοῦ θά ἐρχόταν στή γῆ θά ὑπέφερε σάν ἄνθρωπος, ὅλα ὅσα ὑπέφερε γιά τήν σωτηρία μας, τά ἤξερε πάρα πολύ καλά. Καί τά ἤξερε μέχρι τίς λεπτομέρειες καί μέ ἀκρίβεια.
Τί σημαίνει τώρα αὐτή ἡ προσευχή «Πάτερ εἰ δυνατόν;» ὅλα εἶναι γιά σένα δυνατά; Δηλαδή ἀφοῦ τώρα τοῦ ἔλεγε ὅλα εἶναι δυνατά, δέν εἶναι τάχα δυνατό νά ἀλλάξει καί ἕνα σχέδιο καί τελικά νά σώσουμε αὐτόν τόν ταλαίπωρο τόν κόσμο, κάπως διαφορετικά; Πρέπει ὁπωσδήποτε νά συμβεῖ καί αὐτό. «Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ».
Αὐτά τά λόγια, μένουν γιά τούς ἀνθρώπους μυστήριο κλειδωμένο μέ πολλά κλειδιά ἐάν δέν προσέξουν τό ἑξῆς, πού εἶναι καί ἕνα ἀπό τά βασικώτερα σημεῖα τῆς διδασκαλίας τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας δηλαδή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος. Τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Ἡ θεία φύση εἶναι ὁλόκληρη καί ἐξ᾿ αἰτίας τοῦ ὅτι ἑνώθηκε μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση οὔτε ἐμειώθη, οὔτε ἐστένεψε, οὔτε ἐκενώθη, οὔτε ἄδειασε, οὔτε μίκρυνε, οὔτε τίποτε. Καί ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμα Του δηλαδή καί ἡ ψυχή Του, ἀπό τό ὅτι ἑνώθηκε μέ τήν θεία φύση, δέν ἄλλαξε ἀπολύτως τίποτε. Ἦταν σῶμα καί ἔμεινε σῶμα. Μέ τίς ἴδιες ἀπολύτως δυνατότητες. Καί ἡ ἀνθρωπίνη ψυχή τοῦ Χριστοῦ ἦταν μία καθαρά ἀνθρωπίνη ψυχή, μέ ὅλα ἀνεξαιρέτως τά ἀνθρώπινα πάθη ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὅλα ἀνεξαιρέτως τά ἀνθρώπινα πάθη. Καί οἱ Πατέρες ἐτόνιζαν πάντοτε ὅτι στά ἀνθρώπινα πάθη ὑπάγονται ὁ φόβος, ἡ δειλία καί ἡ ἀγωνία. Ὁ φόβος, ἡ δειλία καί ἡ ἀγωνία δέν εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἁμαρτίες. Ἀλλά εἶναι ἁπλῶς ψυχικά, ἀδιάβλητα, δηλαδή ἀναμάρτητα πάθη.
Αὐτά τά ψυχικά, ἀδιάβλητα, ἀναμάρτητα πάθη ἐνήργησαν μέσα στό Χριστό ἐκείνη τή στιγμή μέ τόν πιό δυνατό τρόπο καί τόν ἔκαναν νά αἰσθανθῆ ὅλη τή βαθειά ταραχή, πού εἴπαμε προηγουμένως. Αἰσθάνθηκε αὐτή τήν ταραχή ὁ Κύριος, γιατί σάν Θεός γνώριζε ὅλα ὅσα θά συνέβαιναν. Σάν ἀνθρωπίνη «ψυχικά», ἡ ψυχή Του αἰσθάνόταν τήν ἐντελῶς φυσική γιά τόν ἄνθρωπο ἀπέχθεια γιά τόν πόνο. Αἰσθανόταν τή δειλία τοῦ θανάτου. Καί αἰσθανόταν γιά ὅλα αὐτά ἀγωνία.
Γιά νά τό καταλάβομε αὐτό, ἄς θυμηθοῦμε, ὅτι γιά τόν ἄνθρωπο τό πιό γλυκό πρᾶγμα εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς ζωῆς. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐλπίζει ὅτι ἔχει μπροστά του ζωή καί ὅτι ἀπό κάποια ἀρρώστια κάτι κακό πού τοῦ συνέβη ὑπάρχει ἐλπίδα νά θεραπευθῆ καί νά γίνει καλά, αἰσθάνεται μία ἄνεση καί ἀνακούφιση. Ἀπό τή στιγμή πού θά τοῦ φύγει τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐλπίδα, ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ ζωή του γίνεται τόσο πικρή καί τόσο μαύρη ἀπό τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὥστε δέν ὑπάρχει χειρότερη δυστυχία καί ταλαιπωρία. Μπορεῖ νά τό καταλάβει ἕνας ἄνθρωπος μόνο ἄν ἔτυχε νά γνωρίσει ἄνθρωπο πού εἶχε βεβαιότητα στήν ἀρρώστια του ὅτι βαδίζει μέ μαθηματική ἀκρίβεια πρός τόν θάνατο. Τότε καταλαβαίνει κανείς τί πικρό πρᾶγμα πού εἶναι νά φύγει ἡ ἐλπίδα.
Ὁ Κύριος ὅμως δέν εἶχε ἁπλῶς βεβαιότητα ὅτι βαδίζει πρός τόν θάνατο ἀλλά καί βεβαιότητα γιά τί μορφῆς θά ἦταν ὁ θάνατος αὐτός. Καί τί βασανιστήρια ψυχικά καί σωματικά θά περνοῦσε. Μέσα σ᾿ αὐτή λοιπόν τήν κατάσταση ὁ Κύριός μας αἰσθανόμενος αὐτή τήν ἀγωνία ἔλεγε: «Πάτερ παρένεγκε τό ποτήριον τοῦτο ἀλλά νά γίνει ὄχι ὅ,τι θέλω ἐγώ, ἀλλά ὅ,τι σύ». Αὐτό τό γεγονός, μᾶς δείχνει πώς πρέπει καί ἐμεῖς νά σκεφτόμαστε.
Εἶναι ἀπολύτως φυσικό καί ἀπολύτως διακαιολογημένο νά ζητᾶμε νά παρέλθει κάθε εἴδους πειρασμός. Ἀλλά πρέπει πάντοτε, αὐτό νά τό ζητᾶμε ὄχι ἐπειδή τό θέλομε ἐμεῖς, «οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ». Γιατί; Τί θέλει νά μᾶς πεῖ μέ αὐτό ὁ Κύριος. Ὑπεράνω ὅλων στόν ἄνθρωπο, μᾶς λέγει, δέν εἶναι ἡ ζωή, ὁ πόνος, ἡ χαρά, ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀλλά ἡ ταύτιση τοῦ θελήματός μας μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σάν ἄνθρωπος εἶχε δικό του θέλημα καί τό ἐξέφρασε. «Πάτερ πάντα δυνατά Σοι». Ἄν εἶναι δυνατόν ἄλλαξε σχέδιο. Κάνε καί σέ Μένα ἕνα χατῆρι. «Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ᾿ ὡς Σύ». Ὅμως γιά μένα ὑπέρτατο δέν εἶναι ἐκεῖνο πού θέλω ἐγώ. Ἀλλά εἶναι ἡ ταύτιση μέ τό θέλημά Σου.
Ἐκεῖνο πού θέλουμε ἐμεῖς εἶναι ἀνθρώπινο καί ἐπίγειο. Θά μᾶς προσθέσει λίγη χαρά καί λίγη εὐτυχία ἐπίγεια, προσωρινή. Γιά πόσο χρονικό διάστημα; Κανείς δέν ξέρει. Γιατί κάθε τι τό ἐπίγειο μπορεῖ νά εἶναι καί διαρκείας ὡρισμένων ἐτῶν, ἀλλά μπορεῖ νά περιοριστεῖ καί σέ μία μικρή στιγμή. Ἡ ταύτιση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τοῦ δίνει κάτι τό αἰώνιο. Γιατί; Γιατί τόν κάνει ὅμοιο μέ τόν Θεό. «Γίνεσθε τέλειοι ὅτι ὁ Πατήρ ὑμῶν τέλειος ἐστίν». «Γίνεσθε ἅγιοι καθώς καί ὀ Πατήρ ὑμῶν ἅγιος ἐστιν». Καί «γίνεσθε οἰκτίρμονες καθώς καί ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ ἐπουράνιος οἰκτίρμων ἐστίν». Πρέπει νά γίνομε κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα τό ὁποῖο γίνεται μέ ἕνα καί μοναδικό τρόπο. Μέ τήν ταύτιση τοῦ θελήματός μας μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ.
Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, εἶναι καλό νά πεῖ κανείς καί τήν ἑξῆς παρατήρηση.
Πολλοί ἄνθρωποι καί σήμερα καί κάθε ἐποχή ζητοῦν νά γίνει ἡ ἐπίγεια ζωή «βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Δηλαδή τί νά γίνει; Νά γίνει συνεχής χαρά καί ἀπόλαυση καί διασκέδαση ἡ ἐπίγεια ζωή τους. Ἡ ζωή τους ἐπάνω στή γῆ. Καί ἐν ὀνόματι τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς μεταβολῆς, μετατροπῆς τῆς ἐπίγειας ζωῆς σέ βασιλεία οὐρανῶν, σέ βασιλεία Θεοῦ περιφρονοῦν τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν δηλαδή τήν ταύτιση τοῦ θελήματός τους μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι μία ἀπό τίς χειρότερες πλάνες στήν ὁποία μπορεῖ νά περιπέσει ἕνας ἄνθρωπος.
Ἀφοῦ προσευχήθηκε ὁ Κύριος μας ἀρκετή ὥρα, «ἔρχεται πρός τούς μαθητάς Του καί εὑρίσκει αὐτούς καθεύδοντας». Τούς εἶπε προηγουμένως «Γρηγορεῖτε», μείνετε ἄγρυπνοι. Γιατί; Ἤθελε νά αἰσθάνεται, ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν ἄνθρωπος, πώς κάποιος εἶναι κοντά Του. Θυμηθεῖτε τί εἴμαστε ἐμεῖς ὅταν εἴμαστε ἄρρωστοι. Στή σκέψη ὅτι κάποιος ἀγρυπνεῖ καί ὅταν βήξομε ἤ ἀναστενάξομε λέει: Τί ἔχεις; Τί θέλεις; Μᾶς δίνει πολύ μεγάλη παρηγοριά. Καί ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀπό τόν ἴδιο ἀκριβῶς λόγο καί γιά τόν ἴδιο σκοπό, παρεκάλεσε τούς τρεῖς μαθητές του νά μείνουνε ἄγρυπνοι κοντά Του. Γιά νά βρεῖ τή στιγμή πού θά τό αἰσθανόταν, κοντά τους, λίγη παρηγοριά.
Καί πραγματικά μᾶς λέγει τό Εὐαγγέλιο προσεύχεται, προσεύχεται, προσεύχεται κάνοντας μετάνοιες μέ τό δραστικό ὅπλο καί τήν πιό δυνατή προσευχή πού εἶναι οἱ μετάνοιες καί δέ βρίσκει καμμιά παρηγοριά. Στήν προσευχή δέ βρίσκει γαλήνη γιατί τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἐσωτερική του ταραχή ἀπό ἐκεῖνα πού θά ἤρχοντο. Καί πηγαίνει πρός τούς μαθητές γιά νά βρεῖ σ᾿ αὐτούς λίγη παρηγοριά καί εὑρίσκει αὐτούς καθεύδοντας.
Ἡ πρώτη ἀπογοήτευση, γιά τήν ὁποία στό ὡραῖο βιβλίο «Ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ» ὁ Τζοβάνι Παπίνι λέγει: «Δέν ἔφτανε τό Χριστό ὅλη ἡ θλίψη τῶν παθῶν, εἶχε καί τόν ὕπνο τῶν μαθητῶν Του καί τήν ἀπογοήτευση ὄχι ἀπό τούς ἀνθρώπους πού πῆγε νά σώσει, ἀλλά ἀπό τούς φίλους Του. Ὄχι ἀπό τούς Ἰουδαίους καί τούς εἰδωλολάτρες καί τούς ἁμαρτωλούς, πού πῆγε νά σώσει ἀλλά ἀπό τούς πιό ἐπιστηθίους φίλους Του Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη».
Καί συνήθως, ἡ ἀπογοήτευση ἀπό τούς φίλους εἶναι πιό πικρή ἀπό κάθε πόνο. Καί λέγει στόν Πέτρο, στόν πρῶτο, τόν ἀρχηγό τῶν μαθητῶν τόν πιό ζηλωτή καί τόν πιό δυναμικό καί τόν πιό θερμό στήν πίστη: «Σίμων καθεύδεις; Οὐκ ἴσχυσας μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ᾿ ἐμοῦ;» Κοιμᾶσαι παιδί μου, οὔτε μιά ὥρα δέν ἄντεξες νά ἀγρυπνήσεις μαζί μου;
Ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, πῶς κάθε φορά πού ὑπάρχει ἀγωνία γιά τήν σωτηρία ἑνός ἀνθρώπου ὁ Χριστός ἀγωνιᾶ, ὅπως ἀγωνιοῦσε στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Καί σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση πρέπει μερικοί νά γρηγοροῦν καί νά προσεύχονται. Ξέρετε τί θλίψη καί τί ἀπογοήτευση εἶναι (ἡ ἀδιαφορία ἑνός ἀνθρώπου στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ;) Πρέπει νά γρηγοροῦμε γιά τόν Χριστό. Καί νά προσευχόμεθα γιά τήν σωτηρία κάποιου ἀδελφοῦ μας. Καί ἐμεῖς καί τό περιβάλλον μας. Ἐπιτρέπεται νά «μήν ἰσχύομεν οὔτε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι» καί νά περιορίζομε τήν προσευχή μας, ἐμεῖς πού ἀξιωθήκαμε νά ἔχομε φωτισμό Θεοῦ; Ὅπως λέγει τό ἅγιον Εὐαγγέλιο σέ ὅποιον ἐδόθη πολύ, πολύ καί ζητηθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. Γιατί ὅλα τά δῶρα τοῦ Θεοῦ ἔχουν καί εὐθύνη. Καί ὁ φωτισμός τοῦ Θεοῦ ἔχει εὐθύνη. Πρέπει λοιπόν νά «ἰσχύωμεν» καί νά προσευχόμεθα γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί σέ εἴμαστε σέ ἀγωνία γι' αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη τήν προσευχή μας γιά τή σωτηρία τους.
«Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν».
Καί μή φαντάζεσθε λέει ὁ Κύριος πώς ἡ προσευχή σας εἶναι μόνο γιά τούς ἄλλους. Σύμφωνα μέ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὁ χειρότερος πειρασμός ξέρετε ποιός εἶναι; Ἤ μᾶλλον ἕνας καί μοναδικός εἶναι ὁ πειρασμός στόν ἄνθρωπο. Ὅταν βρίσκεται σέ δίλλημα μεταξύ θελήματος Θεοῦ καί θελήματος δικοῦ του καί δέν λέγει στόν Πατέρα τόν ἐπουράνιο: «Πάντα δυνατά σοι. Εἰ δυνατόν παρένεγκε τό ποτήριον τοῦτο. Ἀλλά ὄχι ὅ,τι θέλω ἐγώ ἀλλά ὅ,τι Σύ». Ἀλλά χωρίς νά λέει τίποτε παίρνει τή δική του ἀπόφαση, μόνος του, ὅπως τήν πῆρε ἡ Εὔα στόν Παράδεισο, πού δέν ἐρώτησε καθόλου τό Θεό οὔτε μέ προσευχή οὔτε μέ κανένα ἄλλο τρόπο γιά τό πιό εἶναι τό θέλημά Του.
Πειρασμός λοιπόν εἶναι ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προτιμάει τήν ἁμαρτία ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Προτιμάει κάτι τό διαφορετικό ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ προτίμηση ὅμως γίνεται ἐπειδή μέσα του ὁ ἄνθρωπος ὑφίσταται ἕνα τρομακτικό σεισμό πού ἄν δέν γκρεμίζει ἐντελῶς τουλάχιστον προκαλεῖ φοβερές ρωγμές τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεώς του.
Γρηγορεῖτε, λοιπόν, λέγει ὁ Κύριος καί προσεύχεσθε, ἄν θέλετε νά μείνετε πιστοί. Μή φαντάζεσθε ὅτι βρεθήκατε πιστοί καί θά μείνετε ἔστω καί ἄν εἴσαστε σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία τήν γεροντική. Πάντοτε ὑπάρχει δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νά ξεφύγει ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν, τό μέν πνεῦμα πρόθυμον ἡ δέ σάρξ ἀσθενής».
Ἄν ὁ Κύριος σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, αἰσθάνθηκε τόσο πολύ τήν πίεση τῶν ἐξωτερικῶν παραγόντων πού θά τόν ὁδηγοῦσαν στά πάθη Του, τόσο δυνατή, ὥστε νά πεῖ: «Πάτερ πάντα δυνατά σοι. Πάτερ ὅλα εἶναι γιά Σένα δυνατά». Ἔ, λοιπόν, ἄν εἶναι δυνατόν διόρθωσε καί κάτι.… Ἄν ἔτσι εἶπε ὁ παντοδύναμος Χριστός, γιά φαντασθεῖτε, σέ τί κλύδωνα μπορεῖ νά βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος. Καί ἄν ὁ Χριστός σ᾿αὐτή τήν κατάσταση, ἔκανε μετάνοιες, ὄχι ἁπλά γονάτισε καί εἶπε λίγα λόγια, ἀλλά «ἔπιπτεν ἐπί τῆς γῆς», καί πάλι δέν εὕρισκε ἡσυχία καί πῆγε στούς μαθητές νά τόν παρηγορήσουν, φαντασθεῖτε πόσο ἕνας ἄνθρωπος ἀδύνατος ἔχει ἀνάγκη τήν προσευχή. Καί ἔχει ἀκόμη ἀνάγκη τί νά κάνει;
Νά διδάσκεται ἀπό τήν μελέτη τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, ὅτι πρέπει νά μήν ἀποκάμνει καί νά μήν κουράζεται ὅταν ἡ προσευχή του δέν τοῦ δίνει οὔτε παρηγοριά, οὔτε τοῦ διορθώνει τήν κατάσταση καί οὔτε φαίνεται ὁ Θεός νά δίνει καμμιά σημασία στήν προσευχή του καί νά τήν ἀκούει.
Ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε αὐτά τά λόγια «ἀπελθών προσηύξατο τόν αὐτόν λόγον εἰπών». Καί πῆγε πάλι καί συνέχισε τίς μετάνοιες. Εἶπε τά ἴδια λόγια καί μετά «πάλιν ἐλθών» δεύτερη φορά ὁ Χριστός δέ βρῆκε παρηγοριά στήν προσευχή καί γύρισε πάλι στούς μαθητές Του νά βρῆ παρηγοριά. Ἀλλά τούς ξαναβρῆκε νά κοιμοῦνται. «Ἦσαν γάρ οἱ ὀφθαλμοί αὐτῶν βεβαρημένοι». Καί ὅταν οἱ μαθητές τόν εἶδαν πάλι μπροστά τους, τούς ξύπνησε δηλαδή, ξύπνησαν λέγει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο «οὐκ οἴδεισαν τί ἀποκριθῶσιν αὐτῷ». Αἰσθάνθησαν τόση ντροπή πού δέν ἤξεραν πιά τί νά ἀποκριθοῦν, τί νά ἀπαντήσουν.
Μπροστά στόν πόνο Του, αἰσθανόντουσταν οἱ μαθητές ἁπλῶς ὅτι σάν ἄνθρωποι δέν μποροῦν οὔτε νά συμμετάσχουν, ἀλλά οὔτε καί νά τοῦ προσφέρουν καμμιά ψυχική ὠφέλεια. Ἐκείνη ἡ συνηθισμένη καί σέ μᾶς κατάσταση. Πού βλέπομε τόν ἄλλο, μᾶς διηγεῖται τόν πόνο του καί προσπαθοῦμε μέ τά πιό κρύα λόγια νά τοῦ ποῦμε κάτι.
Μετά ἀπό αὐτό, ὁ Κύριος ξαναγύρισε καί συνέχισε τήν προσευχή Του.
Ἡ τρίτη προσευχή γιά τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό ἦταν πιό δύσκολη. Τόση προσευχή στήν ἀρχή καί ὁ Κύριος δέν εὑρῆκε παρηγοριά. Γύρισε στούς μαθητές Του καί δέν εὑρῆκε παρηγοριά καί ξαναγύρισε στήν προσευχή καί λέγει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο «ἐγένετο ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπί τῆς γῆς».
Ἐρώτημα: Κάναμε καμμιά φορά προσευχή καί ἱδρώσαμε; Ἀστεῖα λέμε. Αἰσθανθήκαμε ποτέ ἀγωνία καί ἱδρώσαμε; Πάλι ἀστεῖα λέμε.
Ἄν λοιπόν οὔτε σέ προσευχή αἰσθανθήκαμε νά ἱδρώσομε, οὔτε ἀπό ἀγωνία ἱδρώσαμε ποτέ, πρέπει ποτέ νά ἔχομε θάρρος καί τόλμη νά ποῦμε ὅτι βρεθήκαμε σέ ἀληθινή θλίψη; Σέ τόση θλίψη ὥστε νά μή μποροῦμε νά τήν ξεπεράσομε; Καί σέ τέτοια ἀγωνία, πού νά δικαιολογούμεθα ὅτι δέν ἀνταποκριθήκαμε, καί δέν τήν περάσαμε νικηφόρα. «Ἐγένετο», λέει τό Εὐαγγέλιο, ὁ ἱδρώς τοῦ Κυρίου «ὡσεί θρόμβοι αἵματος». Ὅταν λέγει θρόμβοι αἵματος, τό λέει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, γιατί ὁ ἱδρώς βγαίνει καί ἔ... τό πολύ-πολύ εἶναι σάν δροσιά ἐπάνω στόν ἄνθρωπο, τό πολύ-πολύ νά γίνει σταγόνες. Οἱ θρόμβοι τοῦ αἵματος βγαίνουν ἀπό πηγή καί εἶναι ἐκεῖνο πού πετάγεται ἀπότομα.
Καί τώρα τό ἐρώτημα: Σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο, νά γίνει καί ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἄνθρωπος καί δέν ἔχει δύναμη καί εὑρέθηκε κάτι μπροστά του πού τόν ἔκανε νά λυπηθεῖ, νά ὑποστεῖ ἀγωνία, νά τά χάση νά ταραχθῆ, εἶναι λογικό. Ἀλλά ὁ Κύριος, τό εἴπαμε καί τό ξανατονίζουμε, εἶναι ὁ παντοδύναμος Θεός.
Γιά φαντασθεῖτε, νά ἔρχεται σέ ἕνα ἰσοζύγιο ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως . Νά κρατάει ὁ Θεός ὁ ἴδιος. Καί πάλι νά μή κρατιέται. Φαντασθεῖτε πόσο μεγάλος πρέπει νά ἦταν ὁ πόνος καί ἡ ἀγωνία πού ἔκανε τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό νά φτάσει στήν κατάσταση νά γίνει «ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος». Καί σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση, «ὤφθη αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐνισχύων αὐτόν». Ἦρθε νά ἀναπληρώσει τίς ἐλλείψεις τῶν ἀνθρώπων ὁ ἄγγελος καί νά τόν ἐνισχύσει ψυχικά σάν ἄνθρωπο. Νά τόν ἐνισχύσει νά αἰσθανθεῖ τήν παρηγοριά κάποιου ἀπό τά πλάσματά Του τήν ὁποία ζητοῦσε.
Ὅταν κανείς σκεφθεῖ ποιός ἦταν ὁ Χριστός καί ἀπό ποῦ ἔπαιρνε ἐνίσχυση, κυριολεκτικά τά χάνει. Γιατί ὁ Θεός, ὁ Χριστός, παρηγορεῖται ἀπό τόν ἄγγελο. Συνέβη δηλαδή ἁπλούστατα ἐκεῖνο πού συμβαίνει καί σ᾿ ἐμᾶς: Ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος πεπειραμένος, δυνατός μέ γνώσεις, σοφία, σέ μία δύσκολη στιγμή του, πού εἶναι πικραμένος, ἀπό ποιόν ἐνισχύεται; Ἀπό ἕνα μωρό παιδάκι πού πηγαίνει δίπλα του καί τόν χαϊδεύει καί τοῦ λέει: «Μπαμπά τί ἔχεις; Ἐγώ σέ ἀγαπάω».
Τί μᾶς δείχνει καί αὐτό; Μᾶς δείχνει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, πόσο τέλεια ἦταν ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἀκόμα μᾶς δείχνει πόσο ἀπαραίτητη εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἡ στοργή καί ἡ ἀγάπη. Καί πόσο ἀπαραίτητη εἶναι καί γιά τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό -ἦταν καί εἶναι- ἡ στοργή καί ἡ ἀγάπη. Γιατί λέμε ἦταν καί εἶναι; Γιατί ὁ Χριστός δέν ἔπαυσε νά εἶναι καί ἄνθρωπος. Ὅπως εἶχε τότε ψυχή ἔτσι ἔχει καί τώρα. Καί τό μόνο πού ἔχει ἀλλάξει στήν ψυχή τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό ὅτι δέν εἶναι πιά δεσμευμένη, ὅπως ὅλες οἱ ψυχές τῶν ἁγίων καί σέ τελειότερο βαθμό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπό τά ἐπίγεια, ὅπως ἦταν τότε.
Ἀλλά ἐξακολουθεῖ νά ἔχει συναισθήματα. Τί ζητοῦσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός; Ζητοῦσε τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καί χάριν τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων ἔλεγε: «οὐχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ᾿ ὡς σύ». Νίκησε ὅλες τίς ἐπιταγές καί τίς ἀξιώσεις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Καί τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Οὔτε τούς πόνους πού θά δοκίμαζε καί τό θάνατο ὑπολόγιζε, οὔτε τόν πόνο, τήν ἀδημονία, τήν ἀγωνία τῆς ψυχῆς ὑπολόγιζε. Ὅσο δυνατοί καί ἄν ἦταν οἱ πόνοι, τόσο δυνατοί πού ἦταν. Ἀλλά τί ἔλεγε; «Πάτερ, ὅλα γιά Σένα εἶναι δυνατά, ἄν εἶναι δυνατόν ἄλλαξε σχέδιο νά τόν σώσουμε τόν κόσμο μέ κάπως διαφορετικό τρόπο, ἀλλά ὄχι ἐκεῖνο πού θέλω ἐγώ ἐκεῖνο πού θέλεις Ἐσύ».
Τί τοῦ ἔλεγε τοῦ Πατέρα; Ἅμα θέλεις Θεέ μου λές μιά κουβέντα. Νά καταργηθῆ ἡ ἔννοια ἁμαρτία. Νά καταργηθεῖ ἡ κόλαση. Νά καταργηθεῖ ὁτιδήποτε ἄλλο καί νά ὁδηγηθεῖ ὁ κόσμος ὅλος στήν Βασιλεία τήν ἐπουράνιο. Ἀνεξάρτητα ἀπό τίς πράξεις του. Ἤ νά βροῦμε κάποιον ἄλλο τρόπο νά φωτισθεῖ. Ἄν εἶναι δυνατόν. Ἀλλά ὄχι ἐκεῖνο πού θέλω ἐγώ. Ἐκεῖνο πού θέλεις Ἐσύ. Ὄχι τό εὐκολώτερο, ἀλλά τό καλύτερο. Ὅλα δυνατά ἀλλά ὄχι τό εὐκολώτερο, τό καλύτερο.
Τό καλύτερο ἦταν ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐκφράζει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Ὄxι ὅ,τι θέλω Ἐγώ, ἀλλά ὅ,τι θέλεις Ἐσύ». Ἡ ταύτιση τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πού τήν ταύτιση τοῦ θελήματός του, τοῦ δικοῦ του θελήματος μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ, τήν κάνει σέ τέλειο βαθμό, γίνεται τέλειος καί ἅγιος. Ὅσο πιό πολύ, τόσο πιό μεγάλος ἅγιος καί τόσο πιό πολύ φῶς τοῦ κόσμου. Πρῶτο φῶς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Δεύτερα φῶτα ἐκεῖνοι πού ταυτίζουν τό θέλημα τους μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐλεοῦνται καί σώζονται.
Καί κατά τό μέτρο πού ἀποχωρίζονται ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι πάρα πολύ φυσικό νά λέμε: «Ἀφοῦ δέν τόν θέλεις τόν Θεό καί δέν θέλεις νά ταυτίσεις τό θέλημά σου μέ τό θέλημά Του τό τόσο ἅγιο, τί καλό περιμένεις;». Μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ἁγιότερο πρᾶγμα στόν κόσμο ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἀγάπη, θυσία, ταπείνωση, καθαρότης, ἁγνότης; Μπορεῖ; Ἀφοῦ λοιπόν ἐσύ δέν θέλεις, γιατί ἔχεις παράπονο ἄν ὁ Θεός δέν σέ θέλει; Καί τελικά δέν εἶναι εὐεργεσία, τό ὅτι στό λέει ὁ Θεός ὅτι δέν σέ θέλει, γιατί σέ φέρνει στήν ἀνάγκη νά διαλέξεις τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπό τό δικό σου, τό διεστραμμένο καί ἁμαρτωλό;
Καί ἀφοῦ λοιπόν ἔγιναν αὐτά, ὁ Ἰησοῦς ἦλθε γιά τρίτη φορά καί τούς βρῆκε πάλι τούς μαθητές κοιμισμένους, καί τίς τρεῖς φορές κοιμόντουσαν καί τούς λέγει: «Καθεύδετε τό λοιπόν καί ἀναπαύεσθε· ἀπέχει ἐλήλυθεν ἡ ὥρα καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται». Σέ δυό λεπτά ἔφτασε ὁ Ἰούδας μαζί μέ τούς στρατιῶτες καί τόν συνέλαβαν γιά νά ἀρχίσουν τά ἄχραντα πάθη.
Κάποια φορά εἶχαν πάει σ᾿ ἕνα μεγάλο ἀσκητή πού λεγόταν Στέφανος τρεῖς καλόγηροι νά τόν ρωτήσουν γιά διάφορα πνευματικά θέματα. Ἀλλά ξεκίνησαν ρωτώντας γιά τήν γιά θέματα πού δέν εἶχαν νά κάνουν μέ τήν πνευματική ζωή. Ὁ ἅγιος Στέφανος καθόταν ἀπέναντί τους σιωπηλός. Κάποια στιγμή τοῦ λένε:
-Δέν μᾶς δίνεις πάτερ μιά συμβουλή τί πρέπει νά κάνομε γιά νά σωθοῦμε;
Τούς λέει ὁ ἅγιος Στέφανος:
-Μέ συγχωρεῖτε. Δέν σᾶς ἀπαντοῦσα γιατί μέχρι τώρα δέν ἄκουσα τίποτα.
Πολλά τοῦ λέγανε ὅπως εἴπαμε καί λίγα τούς ἀπαντοῦσε καί τούς εἶπε δέν ἄκουσα τίποτα. Ἐπειδή ὅλα τους τά ἄλλα λόγια, ἦταν «περί ἀνέμων καί ὑδάτων». Ἦταν συνηθισμένη κουβέντα, ἁβροσφροσύνη.
-Μέ συγχωρεῖτε, δέν ἄκουσα τίποτε μέχρι τώρα. Τώρα ὅμως «πού μέ ρωτήσατε» νά σᾶς πῶ. Ἐγώ ὅλη μου τή ζωή μελετῶ τό Σταυρό καί τά πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Καί ἀφοῦ εἶπε αὐτά τά λόγια, ξανάκλεισε τό στόμα του καί δέν τό ξανάνοιξε καθόλου. Δέν τούς εἶπε οὔτε μιά λέξη.
Καταλαβαίνομε τί θέλει νά πεῖ;
-Ἐγώ σέ ὅλη μου τή ζωή μελετῶ τό Σταυρό καί τά πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τί ἦταν αὐτός; Καλόγηρος. Τί ἔκανε σέ ὅλη του του τή ζωή;
Προσευχόταν καί σέ ὅλη του τή ζωή ἔκανε αὐτοέλεγχο. Ἐξέταζε πράξεις, σκέψεις καί συναισθήματα. Γιά νά βλέπει, ἄν ταυτίζονται καθόλου μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί τί λέει: «Μελετῶ σέ ὅλη μου τή ζωή τό Σταυρό καί τά πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Σχολεῖο πνευματικῆς ζωῆς, σχολεῖο ὀρθοφροσύνης γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ. Θά προσθέσομε, καί γιά τόν ἅγιο ἄνθρωπο, ἀλλά καί γιά τόν ἁμαρτωλό.
Γιά τόν πιστό ἁγιωσύνης καί γιά τόν ἄπιστο ἀνθρωπιᾶς τό μεγαλύτερο σχολεῖο εἶναι ἡ μελέτη τοῦ Σταυροῦ καί τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνοι πού δέν μελετοῦν τά πάθη καί τό Σταυρό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν ὑστεροῦν ἁπλά σέ πίστη ἀλλά καί ζημιώνονται πολύ.
Σάν ἀστεῖο ἄς ποῦμε τό ἑξῆς: Ἐμεῖς εἴμαστε Ρωμηοί. Καί οἱ Εὐρωπαῖοι εἶναι Φράγκοι. Οἱ Ρωμηοί μαζί μέ τούς Ἑβραίους σταύρωσαν τό Χριστό τότε. Ρωμαῖοι καί Ἑβραῖοι.
Κάποια φορά λοιπόν ἕνας ἅγιος πραγματικά ἐπίσκοπος στά μέρη τῆς Φραγκιᾶς, ἔκανε κήρυγμα μπροστά σ᾿ ἕνα βασιλέα τῶν Φράγκων καί σέ πολύ λαό καί στρατό. Ἦταν ἀκόμα εἰδωλολάτρες. Τούς ἐξιστοροῦσε τά πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά μιά στιγμή πετάχτηκε ὁ βασιλιᾶς τῶν Φράγκων ἐπάνω καί λέει.
- Ἄν ἤμουνα ἐγώ ἐκεῖ δέν θά τούς ἄφηνα ποτέ, νά κάνουν τέτοια πράγματα στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Τό ἴδιο εἶχε εἰπεῖ καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ὅταν ὁ Χριστός προέλεγε ὅτι βαδίζει πρός τά πάθη ὁ Πέτρος ἔπεσε ἐπάνω του καί τοῦ ἔλεγε:
- Κύριέ μου, ποτέ τέτοιο πρᾶγμα δέν ἐπιτρέπεται.
Καί ὅταν πῆγαν νά τόν δέσουν, τό Χριστό, ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔβγαλε τό χατζάρι του καί ἔκανε χρήση. Σάν ἅγιος ἄνθρωπος πού ἦταν δέν ἔκανε καμιά τρομερή χρήση. Δέν κατόρθωσε νά κόψη τίποτα περισσότερο, οὔτε σβέρκο ἔκοψε, οὔτε λαιμό. Ἕνα αὐτί ἔκοψε. Γιατί δέν τό κράταγε ἡ καρδιά του νά κόψη τίποτε περισσότερο. Μόνο ἕνα αὐτί ἔκοψε.
Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου πού θυμώνει καί προσπαθεῖ νά ξεσπάσει στό ἀνωδυνότερο. Γιατί δέν τό ἀντέχει ἡ καρδιά του, νά ξεσπάσει στό βαρύ. Καί τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι γεμᾶτος ἀπό κακία καί ὅταν τόν καταλάβει ἡ κακία του δέν σταματάει καί δέν δένεται μέ τίποτα.
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔκοψε τό αὐτί, ὁ Χριστός εἶπε:
Βάλτο αὐτό ἐκεῖ στή θήκη του καί κάτσε φρόνιμα. Γιατί ἐγώ δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό τή προστασία σου. Ἤ νομίζεις ὅτι δέν μποροῦσα νά παρακαλέσω τόν Πατέρα καί νά κατεβάσει δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων γιά νά μέ ὑπερασπίσουν; Ἀλλά τά παθαίνω, θά τά ὑπομείνω ὅλα αὐτά κατά ὑπακοή πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Συνεπῶς δέν ἦταν θέμα ἄν μποροῦσε ὁ Κύριος νά ἀλλάξει σχέδιο. Ἄν ἐπρόκειτο νά ἀλλάξει νά μήν ὑποστεῖ τό πάθος θά ἄκουγε ὁ Πατέρας του ὁ ἐπουράνιος, στόν ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός «πάντα σοί δυνατά, ὅλα εἶναι γιά Σένα δυνατά, ἐάν θέλεις ἄλλαξε τό σχέδιο. Βρές ἄλλο τρόπο σωτηρίας». Ἀφοῦ λοιπόν, γιά τόν Κύριο ἦταν ἀπαραίτητο τό Πάθος «δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τή ἡμετέραν σωτηρίαν», ἄς μή ξεχνᾶμε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητα «δι᾿ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν» καί ἐκείνα πού συμβαίνουν στή ζωή μας. Τά δικά μας πάθη, ὁ δικός μας πόνος, οἱ δικές μας τρικυμίες. Καί πρέπει νά περνᾶνε ὄχι μέ ἀνθρώπινο τρόπο, ἀλλά μέ θεοπρεπῆ τρόπο δηλαδή μέ προσευχή ὅπως ἔκανε ὁ Χριστός καί μέ μετάνοια.
Καί μέ τήν παράκληση, τά λόγια δηλαδή πού ἔλεγε ὁ Χριστός: «ὅλα γιά Σένα εἶναι δυνατά, ἀλλά ὑπεράνω ὅλων προέχει ὄχι τό πόσο γρήγορα θά ἀπαλλαγῶ ἐγώ ἀπό τό κακό πού μέ βρῆκε, ἀλλά τό πῶς καί σέ τί μέτρο, πόσο θά κατορθώσω νά ταυτίσω τό θέλημά μου μέ τό θέλημα τοῦ ἐπουρανίου Πατρός».
Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τονίζεται καί ἑορτάζεται μέ τόση μεγαλοπρέπεια, γιά νά εἶναι γιά ὅλους μας σχολεῖο. Σχολεῖο πού ἔζησε ὁ Χριστός, μαθήτευσαν τόσοι ἅγιοι καί μαζί μέ τούς ἄλλους μοναχούς καί ὁ ἅγιος Στέφανος.
Ἄς γίνει καί γιά μᾶς «μεγάλο σχολεῖο» ὁ ἑορτασμός τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος γιά νά γίνει καί πιό λαμπρός ὁ ἑορτασμός τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως. Ἀμήν.-
Υποσημείωσεις:
1. ὁ περίφημος Γάλλος ἱεροκήρυξ Σουετώ
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία. Ἔγινε στή Φιλιππιάδα στίς 13/4/1981