Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

Ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος, σχετικά μέ τό παρακάτω κείμενο, τό ὁποῖο περιέχει ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἅγιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο (Βλ. Κεφάλαια Θεολογικά καί Πρακτικά, ρ΄, SC 51) καί λόγια δικά του, παρακάλεσε: «Νά τό γράψετε μέ ὡραῖα, εὐανάγνωστα γράμματα, νά τό βάλετε σέ κορνίζα καί νά τό κρεμάσετε στό κελλί μου. Νά βγάλετε πολλά φωτοαντίγραφα καί νά τό δίνετε στόν κόσμο ὅλο, πρός ὠφέλειαν». Πράγματι, γιά πολλά χρόνια τό συγκεκριμένο κείμενο κοσμοῦσε τό κελλί τοῦ Γέροντα, ἐνῶ πλῆθος χριστιανῶν ὠφελήθηκε ἀπό τή μελέτη του μετά τή διανομή τῆς φωτοτύπησής του. 
Εἴχαμε τήν εὐκαιρία μάλιστα ἐσχάτως νά ἐπιβεβαιώσουμε τά λόγια τοῦ ὁσίου γιά τό ἀπόσπασμα, καθώς ἀδελφή μοναχή πού μονάζει στήν Κρήτη καί δεκαετίες ἦταν κοντά στόν ὅσιο, μᾶς εἶπε μέ δισταγμό μετά ἀπό «πίεσή» μας: «Σέ ἐμένα ἀπευθύνθηκε ὁ Γέροντας, γιατί ἤμουν καλλιγράφος, καί ἐγώ ἔγραψα τό ἀπόσπασμα αὐτό. Ὄντως τό τοποθετήσαμε στό κελλί του, ἐνῶ βγάζαμε διαρκῶς πολλά ἀντίγραφα προκειμένου νά τό μοιράζουμε σέ ὅλους τούς προσκυνητές». 
«“Ὅλους τούς πιστούς ὀφείλομε νά τούς βλέπομε σάν ἕνα καί νά σκεπτόμαστε ὅτι στόν καθένα ἀπό αὐτούς εἶναι ὁ Χριστός. Καί νά ἔχομε γιά τόν καθένα τέτοια ἀγάπη, ὥστε νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά θυσιάσομε γιά χάρη του καί τή ζωή μας. Γιατί ὀφείλομε νά μή λέμε, οὔτε νά θεωροῦμε κανένα ἄνθρωπο κακό, ἀλλά ὅλους νά τούς βλέπομε ὡς καλούς. Κι ἄν δεῖς ἕναν ἀδελφό νά ἐνοχλεῖται ἀπό πάθη, νά μήν τόν μισήσεις αὐτόν· μίσησε τά πάθη πού τόν πολεμοῦν. Κι ἄν τόν δεῖς νά τυραννεῖται ἀπό ἐπιθυμίες καί συνήθειες προηγουμένων ἁμαρτιῶν, περισσότερο σπλαγχνίσου τον, μήν τυχόν δοκιμάσεις καί σύ πειρασμό, ἀφοῦ εἶσαι ἀπό ὑλικό πού εὔκολα γυρίζει ἀπό τό καλό στό κακό”. Ἡ ἀγάπη  πρός τόν ἀδελφό  σέ προετοιμάζει ν’ ἀγαπήσεις περισσότερο τόν Θεό. Τό μυστικό, λοιπόν, τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό. Γιατί, ἄν δέν ἀγαπάεις τόν ἀδελφό σου πού τόν βλέπεις, πῶς εἶναι δυνατόν ν’ ἀγαπάεις τόν Θεό πού δέν Τόν βλέπεις; “Ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;” (Α΄ Ἰωάν. 4,20)».
1. Γιατί ἡ ἐπιμονή τοῦ ὁσίου Πορφυρίου γιά τό συγκεκριμένο κείμενο;
Ὁ ὅσιος Γέροντας, μολονότι «ἀγράμματος», ἀφοῦ εἶχε πάει μέχρι τή Δευτέρα Δημοτικοῦ, εἶχε ἔλθει σέ ἐπαφή μέ πολλά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἁγιογραφικά, πατερικά καί λειτουργικά – δέν μιλᾶμε γιά ἄλλα, καί ἐπιστημονικά, πού διάβαζε γιά ποιμαντικούς σκοπούς. Καθημερινά μελετοῦσε ὁ ἴδιος ἀπό τή νεανική του ἡλικία πού πῆγε καλόγερος, ἐνῶ κυριολεκτικά γιά δεκαετίες ὁλόκληρες ἐμβαπτιζόταν ψυχῇ τε καί σώματι κυρίως στά λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Εἴτε προσωπικά ὁ ἴδιος εἴτε ὅταν ἔχασε τό φῶς του ἀκούγοντας πνευματικά του παιδιά νά τοῦ διαβάζουν ἐρχόταν σέ ἐπαφή μέ τήν Παρακλητική, τά Μηναῖα, τό Τριώδιο, τό Πεντηκοστάριο, ὅλα τά βιβλία πού ἀκούγονται στούς ἱερούς ναούς κατά τή διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν. Ἔλεγε μάλιστα σέ πιστό πού τοῦ εἶχε θέσει τόν προβληματισμό του γιά τίς θεολογικές σπουδές ὅτι ἐάν κανείς μελετᾶ μέ προσοχή ἰδίως τήν Παρακλητική τῆς Ἐκκλησίας, πολύ σύντομα θά ἀποκτήσει ἐκείνη τή θεολογική γνώση πού ἀπαιτεῖ σπουδή χρόνων στίς Θεολογικές Σχολές.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος λοιπόν εἶχε τελικῶς μεγάλη γνώση τῶν θεολογικῶν κειμένων, ὅπως καί τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό τήν προσωπική του σπουδή ἀλλά προπάντων μέ τόν φωτισμό πού δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός στόν σχολάζοντα στή θεωρία Αὐτοῦ. Ὅ,τι σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι «δεῖ σχολάσαι καί γνῶναι Θεόν», αὐτό χαρακτήριζε καί τήν ἐμπειρία τοῦ μεγάλου συγχρόνου ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ὅμως! Ἀπό ὅλα τά κείμενα καί τά βιβλία, τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἐπέλεξε ὁ ὅσιος νά τό ἀφήσει ὡς παρακαταθήκη καί διαρκή προτροπή στούς χριστιανούς. Γιατί; Διότι, ὅπως ἀμέσως κατανοεῖ ὁ κάθε πιστός, τό κείμενο τοῦ ἁγίου Συμεών, ἀλλά καί ἡ προσθήκη ἡ δική του, παραπέμπει σ’ ἐκεῖνα τά λόγια τοῦ Κυρίου, τά ὁποῖα συνιστοῦν τόν πυρήνα τοῦ ὅλου εὐαγγελικοῦ λόγου: «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». 
Ἡ κεντρική αὐτή ἐντολή τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἐκείνη πού συμπυκνώνει κατά μοναδικό τρόπο ὅ,τι ὁ Θεός ἔδωσε ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὡς βασική κατεύθυνση ζωῆς στόν ἄνθρωπο προκειμένου αὐτός νά βρίσκεται σέ κοινωνία μαζί Του; «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». «Ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς ὅλος ὁ Νόμος κρέμαται»! Κι ἀκόμη: τό ἀπόσπασμα αὐτό παραπέμπει καί στή διευκρίνιση τοῦ Κυρίου ὅτι ὁ ἄλλος, ὁ συνάνθρωπος πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι διευρύνει τοῦ ἀνθρώπου τήν ὕπαρξη, («ὡς σεαυτόν»), τόν φέρνει σέ ἐπαφή μέ ἕναν ἄλλον τρόπο τῆς δικῆς Του παρουσίας: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε». Ἡ ἀγάπη ἑπομένως ἀποτελεῖ τή σύνοψη ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνο πού χωρίς αὐτό δέν ὑφίσταται ἡ χριστιανική πίστη. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». 
Γι’ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ νεώτερος μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο κυρίως παραπέμπει, ἀκόμη δέ πιό συγκεκριμένα στά κεφάλαιά του  14, 15, 16 καί 17, ὡς τόν πυρήνα ὅλου τοῦ εὐαγγελίου. Ὁ ἅγιος Πορφύριος λοιπόν μέ ἐπίγνωση προσέφερε στούς πιστούς αὐτό ἀπό τό ὁποῖο «ἐξασφαλιζόταν» ἡ χριστιανικότητα κάποιου: ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο.
2. «Ὅλους τούς πιστούς ὀφείλουμε νά τούς βλέπουμε σάν ἕνα…».
Ὁ πιστός λοιπόν κατά τήν ὅραση πού ἔχει δώσει ὁ Κύριος πρέπει νά βλέπει τούς ἄλλους πιστούς ὡς τόν ἴδιο τόν Κύριο, συνεπῶς ὅλους νά τούς βλέπει ὡς ἕνα. Δέν πρόκειται γιά διαστρέβλωση τῆς πραγματικότητας. Διότι ἡ πραγματικότητα εἶναι βεβαίως αὐτή πού ἐπισημαίνουν οἱ σωματικές μας αἰσθήσεις, ἀλλά εἶναι καί αὐτή πού ἐπισημαίνουν οἱ πνευματικές αἰσθήσεις. Ὁ ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔχει πέραν τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων καί «τήν νοεράν αἴσθησιν», ἡ ὁποία ὅμως ἐξαρτᾶται πρός ἐνέργειά της ἀπό τόν τρόπο ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἄνθρωπος πού ἀγωνίζεται τόν ἀγώνα τῆς πίστεως ὄντως «βλέπει» φανερούμενη τήν αἴσθηση αὐτή, ἡ ὁποία τοῦ ἀνοίγει τά μάτια γιά νά ἔχει θέα τοῦ βάθους τῆς πραγματικότητας. 
Εἶναι, μέ ἄλλη διατύπωση, ἡ χάρη πού μεταγγίζει ὁ Κύριος στόν πιστό, (ἤ καί στόν ἁπλά καλοπροαίρετο ἄνθρωπο μερικές φορές), ἡ ὁποία τοῦ μετασκευάζει τούς ὀφθαλμούς, ὥστε νά ἐπισημαίνει τίς πνευματικές πραγματικότητες πού ἀλλιῶς θά παρέμεναν ἐσαεί κλειστές καί ἀπρόσιτες. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται», λέει γιά παράδειγμα ὁ Κύριος. «Ἤκουσαν οἱ ποιμένες τῶν ἀγγέλων ὑμνούντων τήν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν», ὑμνολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας ἐκφράζοντας τό ἄκουσμα τῶν ἀγγέλων ἀπό τούς βοσκούς τῆς Βηθλεέμ κατά τή Γέννηση τοῦ Κυρίου. «Γεύσασθε καί ἴδετε, ὅτι Χριστός ὁ Κύριος», ἀποκαλύπτεται ἀλλοῦ. Ὅραση, ἄκουσμα, γεύση καί ὄσφρηση, πέραν τῶν γνωστῶν σωματικῶν αἰσθήσεων. Συνεπῶς ὁ πιστός βλέπει καί γενικά αἰσθάνεται «διπλά»: καί σωματικά καί πνευματικά.
«Διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι’ εἴδους», λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐνῶ εἶναι αὐτός πού ὁρίζει τήν πίστη ἀκριβῶς καί ὡς ὅραση «πραγμάτων οὐ βλεπομένων». «Πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος, (ὅραση δηλαδή), οὐ βλεπομένων». Ἀκόμη πιό ἔντονα ἐπισημαίνει ὅτι οἱ πιστοί «οὐ σκοποῦμεν τά βλεπόμενα, ἀλλά τά μή βλεπόμενα. Τά γάρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δέ μή βλεπόμενα αἰώνια». Ὅ,τι λοιπόν ἐπισημαίνουν οἱ σωματικές μας αἰσθήσεις δέν εἶναι καί τό ἅπαν τῆς πραγματικότητας, ἐνῶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, καί μιλᾶμε γιά ἁγίους πιά, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον εἶχαν τήν ὅραση τῆς πίστεως μονίμως ἐνεργούσα στή ζωή τους, ἀλλά καί μ’ ἕναν τρόπο τόσο ξεκάθαρο πού ὑπερέβαινε θά λέγαμε τή θόλωση καί τήν αἰνιγματικότητα πού προκαλεῖ ἡ σαρκικότητα τοῦ ἀνθρώπου. 
Νά ὑπενθυμίσουμε ἐν προκειμένῳ τόν ἅγιο τῆς ἐποχῆς μας, τόν Γέροντα Ἰάκωβο τῆς Εὐβοίας, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλυψε κάποια στιγμή σέ πνευματικό του τέκνο, νῦν μητροπολίτη, ὅτι ὁ ἴδιος δέν πρόκειται νά λάβει τόν μισθό τῆς πίστεως, διότι ὁ Θεός τοῦ δίνει τή δυνατότητα νά βλέπει μέ μεγάλη ἐνάργεια τό τί συμβαίνει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, χωρίς νά χρειάζεται ἡ λειτουργία τῆς ἁπλῆς  ὅρασης τῆς πίστεως.
Λοιπόν, ἐπανερχόμαστε: ὁ πιστός βλέπει στό πρόσωπο τῶν συνανθρώπων του, καί ἰδίως τῶν πιστῶν, τόν ἴδιο τόν Χριστό, διότι Ἐκεῖνος φανέρωσε, ὅπως σημειώσαμε, ὅτι «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε». Ὁ ἄλλος, ὁ συνάνθρωπος, δέν εἶναι μόνον αὐτό πού φαίνεται, ἀλλά καί κάτι πολύ ἀνώτερο καί σπουδαιότερο, μία παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, τό μέλος Ἐκείνου, ἄν εἶναι βαπτισμένος, συνεπῶς μπροστά σ’ ἕναν τέτοιον  ἄνθρωπο «δι’ ὅν Χριστός ἀπέθανε» ὁ πιστός πού «βλέπει» στέκεται μέ δέος καί ἱερότητα, στέκεται προσευχητικά. 
Ἀκόμη καί στήν περίπτωση ἑνός μή χριστιανοῦ, ἀβαπτίστου ἤ καί ἀλλόθρησκου ἀνθρώπου, ὁ χριστιανός ἔχει τά «μάτια» προκειμένου νά βλέπει τήν ὑπάρχουσα χάρη: τό φῶς τοῦ ἴδιου τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, διότι μέ τή θέληση Ἐκείνου ἔρχεται στόν κόσμο αὐτόν, ἁπλῶς δέν ἔχει ἐκεῖνο τό φῶς πού νά τοῦ δίνει τή δυνατότητα σωτηρίας ὡς ζωντανῆς σχέσεως μαζί Του. Αὐτό ἀποκτᾶται καί δωρίζεται ἄνωθεν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποδεχθεῖ ἐλεύθερα καί ἐν πίστει τόν Κύριο, ὁπότε παίρνει καί τήν ἐξουσία «γενέσθαι τέκνον Θεοῦ».
Δέν παραξενεύει λοιπόν ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Συμεών πού λέει ὅτι πρέπει καί τή ζωή του ὁ πιστός νά δώσει πρός χάρη τοῦ συνανθρώπου του. Πρόκειται γιά ἐπακριβή μεταφορά τῶν ἴδιων τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐπιτάσσει νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας μέχρι βαθμοῦ θυσίας, δηλαδή ὅπως μᾶς ἀγάπησε Ἐκεῖνος. «Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Ὁ χριστιανός: ἡ «παράδοξη» ὕπαρξη πού καθιστᾶ ἐνεργή καί παρούσα τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καλύτερα: διαιωνίζει «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» τόν ἴδιο τόν Χριστό.   
3. «Μήν τόν μισήσεις αὐτόν· μίσησε τά πάθη πού τόν πολεμοῦν».
Τό ἐρώτημα βεβαίως πού τίθεται μέ τά παραπάνω εἶναι κλασικό καί χιλιοειπωμένο: πῶς μπορῶ νά ἀγαπῶ τόν ἄλλον, ἔστω καί τόν χριστιανό ἀδελφό, ὅταν βλέπω πάνω του νά παίζει ὁ διάβολος, ὅταν βλέπω τά ἐπαίσχυντα πάθη νά ἁλωνίζουν στήν ὕπαρξή του; Καί ἡ ἀπάντηση βεβαίως πού δίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἀναπαράγουν ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἐξίσου κλασική καί χιλιοειπωμένη, ἀλλά σπανίως ἐφαρμοζομένη: πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι τό νά ἐπισημαίνει κανείς τά πάθη στόν ἄλλον ἄνθρωπο σημαίνει ὅτι τά ἔχει καί ὁ ἴδιος – βλέπουμε στόν ἄλλον ὅ,τι ἐμεῖς ἔχουμε μέσα μας,  (τό ὑπονοεῖ καί ὁ ἅγιος Συμεών λέγοντας ὅτι εἴμαστε ὅλοι «τό ἴδιο ὑλικό») – καλούμαστε νά κάνουμε τή διάκριση μεταξύ τοῦ πάθους ἑνός ἀνθρώπου καί τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου στήν καλή καί φυσική του κατάσταση· μεταξύ τῆς κακίας του καί τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα του. 
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στή γυναίκα πού συνελήφθη ἐπ’ αὐτοφώρω μοιχευομένη, ἀλλά τή γλίτωσε ἀπό τόν λιθοβολισμό τῶν συμπατριωτῶν της μέ τήν ὑπενθύμιση «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος τόν λίθον βαλέτω», εἶπε ὅτι «οὐδέ ἐγώ σέ κατακρίνω, ἀλλ’ ὕπαγε καί ἀπό τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε». Δέν τήν κατέκρινε ὡς ἄνθρωπο, ὡς πρόσωπο, ἀλλά κατεδίκασε τήν πράξη της λέγοντας ὅτι αὐτό πού κάνει εἶναι ἁμαρτία. Τό ἴδιο καλεῖται νά κάνει καί ὁ κάθε πιστός, ὅπως μᾶς τό λέει καί ὁ ἅγιος στό ὑπόψη κείμενο: «μή μισήσεις αὐτόν πού ἐνοχλεῖται ἀπό τά πάθη· μίσησε τά πάθη πού τόν πολεμοῦν»· ὅπως τό λέει παρομοίως καί γιά τόν αἱρετικό ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «μή μισήσεις τόν αἱρετικό, ἀλλά τήν αἵρεσή του».   
4. «Τό μυστικό τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό…».
Ὁ ὅσιος Πορφύριος συμπληρώνει αὐτό πού ἔχει τονίσει καί ἀλλοῦ βεβαίως ὁ ἅγιος Συμεών καί ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί πού τονίζει ἔντονα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ποιό; Δέν μπορεῖς νά λές ὅτι ἀγαπᾶς τόν Θεό ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. «Ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» Ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης δηλαδή πρός Ἐκεῖνον εἶναι ἡ ἀγάπη πρός αὐτόν πού εἶναι ἴδιος μ’ ἐσένα. Ἡ ἀγάπη ἔτσι εἶναι μία ἀλλά μέ διπλή ταυτόχρονη κατεύθυνση: πρός τόν Θεό καί τόν ἄλλον ἄνθρωπο. 
Ἡ μία ἀπό τίς δύο ἄν δέν ὑφίσταται, δέν ὑφίσταται βεβαίως καί ἡ ἄλλη. Καί μάλιστα προτεραιότητα ἔχει ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο. Γιατί; Διότι τόν βλέπεις καί μέ τά σωματικά σου μάτια. Ἡ παρουσία του κοντά σου εἶναι πιό ἰσχυρή ἀπ’ ὅ,τι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τόν ἕναν, τόν ἄνθρωπο, μπορεῖς νά τόν ψηλαφήσεις, νά τόν παρατηρήσεις, νά τόν δεῖς καί νά τόν ἀκούσεις· τόν ἄλλον, τόν ἴδιο τόν Θεό, ἐνῶ ὑφίσταται καί ἀποτελεῖ τήν ὑπόθεση τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἐνῶ εἶναι ὁ Δημιουργός σου, ὁ Προνοητής σου καί ὁ Κυβερνήτης σου, ὁ ἴδιος ὁ Κριτής σου, δέν τόν βλέπεις παρά μόνο μέ τά μάτια τῆς πίστεως.  Ὁπότε μετρᾶμε τήν πρός τόν Θεό ἀγάπη μας ὄχι ἀπό τά λόγια πού λέμε γι’ Αὐτόν, ὄχι πιθανόν ἀπό τίς προσευχές πού Τοῦ ἀπευθύνουμε, ἀλλά ἀπό τό ποσόν καί τό ποιόν τῆς ἀγάπης μας πρός τόν συνάνθρωπό μας. Εἶναι ἡ ἀγάπη μας αὐτή, κατά τόν ὅσιο Γέροντα μάλιστα, «ἡ προετοιμασία μας γιά νά ἀγαπήσουμε περισσότερο τόν Θεό». Σάν τό ἐφαλτήριο πού πατάει κανείς γιά νά ἐκτοξευτεῖ ψηλά. Πατᾶς καί πετᾶς. Τό ἴδιο καί μέ τόν Θεό: ἀγαπᾶς τόν συνάνθρωπο, ὁδηγεῖσαι πρός τόν Θεό.
Ἀτόφιος ἁγιογραφικός λόγος χωρίς περιστροφές. Τό πεντόσταγμα πού λένε τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ ὅσιος Πορφύριος ζοῦσε τή διπλή ἀγάπη, ἀπ’ αὐτήν ἅγιασε, αὐτήν μᾶς ὑπενθυμίζει καί μᾶς προσφέρει.
Πηγή:  Εκδόσεις Χρυσοπηγή