(Μτθ. ι΄, 32-33, 37-38 – ιθ΄, 27-30)
Τή σημερινή ἡμέρα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστή, «τήν τῶν ἁπανταχοῦ τῆς Οἰκουμένης ἐν Ἀσίᾳ, Λιβύῃ καί Εὐρώπῃ, Βορρᾶ τέ καί Νότῳ, Ἁγίων Πάντων ἑορτήν ἑορτάζομεν».
Ἡ Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἡ τελευταία Κυριακή του Πεντηκοσταρίου. Μέ αὐτήν τελειώνει ὁ κινητός κύκλος τῶν ἑορτῶν πού ἄρχισε ἀπό τήν Κυριακή του Τελώνη καί Φαρισαίου. Ἡ Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἡ σφραγίδα καί τό τέλος τῆς μεγάλης ἑορταστικῆς αὐτῆς περιόδου καί μᾶς παρουσιάζει τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς Ἁγίους Πάντες, τούς «τήν γῆν οὐρανώσαντας», πού ἔκαναν τή γῆ οὐρανό, πού πραγματοποίησαν ἤρεμα τό αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς», ἀψηφώντας ἀπειλές, χωρίς νά παρασύρονται ἀπό ὑποσχέσεις, προκαλώντας τό θαυμασμό, πολλές φορές, στούς διῶκτες καί δημίους τους. Εἶναι ἡ ἰσχυρή ἀπόδειξη τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας καί παρουσιάζει «ὅσα ἀγαθοδότως ἡγίασε τό πνεῦμα τό ἅγιον» στόν κόσμο.
Ἡ Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἡ τελευταία Κυριακή του Πεντηκοσταρίου. Μέ αὐτήν τελειώνει ὁ κινητός κύκλος τῶν ἑορτῶν πού ἄρχισε ἀπό τήν Κυριακή του Τελώνη καί Φαρισαίου. Ἡ Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἡ σφραγίδα καί τό τέλος τῆς μεγάλης ἑορταστικῆς αὐτῆς περιόδου καί μᾶς παρουσιάζει τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς Ἁγίους Πάντες, τούς «τήν γῆν οὐρανώσαντας», πού ἔκαναν τή γῆ οὐρανό, πού πραγματοποίησαν ἤρεμα τό αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς», ἀψηφώντας ἀπειλές, χωρίς νά παρασύρονται ἀπό ὑποσχέσεις, προκαλώντας τό θαυμασμό, πολλές φορές, στούς διῶκτες καί δημίους τους. Εἶναι ἡ ἰσχυρή ἀπόδειξη τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας καί παρουσιάζει «ὅσα ἀγαθοδότως ἡγίασε τό πνεῦμα τό ἅγιον» στόν κόσμο.
Πηγή;Συνοδοιπορία
Ἡ Ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων τους πρώτους αἰῶνες ἦταν γιορτή μόνο τῶν Μαρτύρων. Ἔτσι ἔχουμε ὁμιλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, τόν 4ο αἰώνα, γιά τήν ἑορτή αὐτή. Τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν δέκατο αἰώνα προβλέπει σύναξη καί παννυχίδα στό ναό τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἡ ἑορτή τιτλοφορεῖται «τῶν Ἁγίων Πάντων», ἀλλά τό συναξάρι τῆς ἡμέρας ἐπισημαίνει ὅτι κατ’ αὐτήν ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη «τῶν ἁγίων καί καλλινίκων μαρτύρων τῶν ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ κατά διαφόρους καιρούς μαρτυρησάντων ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἔστω κι ἄν ἡ ἑορτή ξεκίνησε γιά τούς Ἁγίους Μάρτυρες καί ἐπεκτάθηκε στή συνέχεια γιά Πάντες τούς Ἁγίους, ὡστόσο οἱ Ἅγιοι Πατέρες θέσπισαν τή συλλογική αὐτή ἑορτή γιά τούς ἑξῆς λόγους:
Ἡ κοινή μνήμη ἀφορᾶ τήν κοινή μαρτυρία γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, χωρίς τήν ὁποία ἡ πίστη μας εἶναι μάταιη. Ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ μεγάλη πραγματικότητα στόν κόσμο, εἶναι θεμελιωμένη πάνω στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄθληση τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί ἡ ἄσκηση τῶν Ὁσίων Ἀσκητῶν, καί ἡ προσδοκία τῶν λαῶν, ὅλα στηρίζονται καί ὅλα δικαιώνονται στήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δίνουν ἄλλο νόημα καί στή ζωή καί στό θάνατο.
Ζωή σημαίνει κοινωνία μέ τό Θεό. Δέν εἶναι πιά θάνατος τό τέλος τῆς παρούσας ζωῆς ἀλλά ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν εἶναι θάνατος ἀλλά προσωρινός ὕπνος. Γιά νά μᾶς δείξουν ὅτι κατεβαίνει στή γῆ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Θεός, καί ἀνεβαίνει στόν οὐρανό ὁ χοϊκός ἄνθρωπος. Οἱ πρίν ἀποξενωμένοι ἀπό τό Θεό γίνονται φίλοι του καί «ἕνα» μέ αὐτόν, ἔχουν τή δυνατότητα νά γίνουν «Ἅγιοι». Σ’ αὐτούς «τό Πνεῦμα τό Ἅγιον σκηνώσαν, ἡγίασεν». Καί ἔτσι ἀναπληρώσαμε τό πεπτωκός ἐκεῖνο τάγμα τῶν Ἀγγέλων.
Πολλοί ἅγιοι εἶναι γνωστοί καί τιμῶνται μέ ἑορτές καί πανηγύρεις καί λιτανεῖες. Ὅμως ὑπάρχουν καί πολλοί ἄγνωστοι καί ἀφανεῖς ἅγιοι, γνωστοί στό Θεό, «νέφος μαρτύρων». Αὐτούς τούς ἀγνώστους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία, ὅσοι «κατά Χριστόν ἐπολιτεύσαντο ἐν Ἰνδοῖς καί Αἰγυπτίοις καί Ἄραψι καί Μεσοποταμία τέ καί Φρυγία καί τοῖς ἄνωθέν του Εὐξείνου. Ἔτι δέ καί ἐν πάση τή Ἑσπερία ἄχρι καί αὐτῶν τῶν Βρεττανικῶν νήσων, ἁπλῶς εἰπεῖν ἐν Ἀνατολή καί Δύσει». Ἡ Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι τό μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού τιμῶνται χωριστά ὁ καθένας, εἶναι ἐπιβεβλημένο νά συναθροισθοῦν σέ μία κοινή ἑορτή γιά νά ὑπογραμμισθεῖ μ’ αὐτόν τόν τρόπο ὅτι ὅλοι μαζί ἀγωνίσθηκαν γιά ἕνα Χριστό, σέ ἕνα κοινό στάδιο τῆς ἀρετῆς, ὅτι ὑπό ἑνός Θεοῦ στεφανώθηκαν καί συνέστησαν τήν «μίαν Ἐκκλησίαν», προτρέποντας καί ἐμᾶς νά ἀγωνιζόμαστε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις «τόν καλόν ἀγώνα» μέ αὐτούς στό πλάι μας, ὥστε ὅταν ὁ Ἀγωνοθέτης Χριστός μᾶς καλέσει στήν ἐν οὐρανοῖς πανήγυρη τῶν πρωτοτόκων, νά μπορέσουμε νά συναριθμηθοῦμε μετά τῶν Ἁγίων του. Γιά νά ζητοῦμε τή βοήθειά τους στίς πτώσεις μας καί τήν ἐνίσχυση στίς ἀδυναμίες καί τούς φόβους μας, πού κλείνουν τίς ὑπάρξεις μας στήν ἰδιοτέλεια, νά ἐμπνεόμαστε ἀπό τήν τόλμη, τή θυσιαστική διάθεση καί προσφορά τους, ὑπερβαίνοντες τή φίλαυτη ὀργάνωση τῶν κοινωνιῶν μας. Γιά τούς ἐπιγενησομένους ἁγίους, (πού θά γίνουν δηλαδή ἅγιοι), γιά ὅσους «πρότερον καί ὕστατον» θά συγκαταριθμηθοῦν μέ τούς Ἁγίους.
Ἔχει μία καταπληκτική δυναμική ἡ παροῦσα ἑορτή. Εἶναι προληπτικά καί «δική μας» ἑορτή. Ὁ καθένας ξεχωριστά ἔχει τό δικαίωμα νά εἶναι παρών καί ὅλοι μαζί, δυνητικά θά λέγαμε χωρίς νά ὑπερβάλλουμε, ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη ἐντάσσεται στή σημερινή ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων. Μποροῦμε ἔτσι νά δοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὄχι ὡς ἀπειλή, ἀλλά ὡς παιδιά τοῦ Θεοῦ μέ χαρά καί ἀγάπη καί μ’ αὐτή τή θέαση νά χτίσουμε «ἐν μετανοίᾳ» τόν κοινό οἰκουμενικό πολιτισμό καί νά περπατήσουμε «ἐν καινότητι ζωῆς».
Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καί Ἅγιοι δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνοι πού θυσίασαν τή ζωή τους, πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μάρτυρες εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀγωνίσθηκαν καί ἀγωνίζονται τόν ἀγώνα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ μέσα στό «κανονικό» πλαίσιο τῆς ἁγιοπατερικῆς σωτηριολογίας, δηλαδή τῆς Ἐνορίας, τῆς Ἐπισκοπῆς, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», μέ ἀκρίβεια καί συνέπεια. Εἶναι «μαρτύριο πνεύματος» ἡ καθημερινή βίωση τοῦ λόγου τοῦ Σταυροῦ, ἡ Σταύρωση τῶν παθῶν, τῆς ἰδιοτέλειας καί τῆς κακίας μας.
Οἱ Ἅγιοι Πάντες εἶναι ὁ ἀνεκτίμητος θησαυρός τοῦ κόσμου, τό στόλισμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει τό Ἀπολυτίκιό τους: «Τῶν ἐν ὄλω τῷ κόσμω Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καί βύσσον τά αἵματα, ἡ Ἐκκλησία σου στολισαμένη, δί’ αὐτῶν βοᾶ σοί, Χριστέ ὁ Θεός. Τῷ λαῷ σου τούς οἰκτιρμούς σου καταπέμψον, εἰρήνην τή πολιτεία σου δώρησαι, καί ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος». Τήν εὐχή καί τή συνηγορία τους νά ἔχουμε. Ἀμήν
http://www.imsk.gr/?p=594
Ἡ Ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων τους πρώτους αἰῶνες ἦταν γιορτή μόνο τῶν Μαρτύρων. Ἔτσι ἔχουμε ὁμιλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, τόν 4ο αἰώνα, γιά τήν ἑορτή αὐτή. Τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν δέκατο αἰώνα προβλέπει σύναξη καί παννυχίδα στό ναό τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἡ ἑορτή τιτλοφορεῖται «τῶν Ἁγίων Πάντων», ἀλλά τό συναξάρι τῆς ἡμέρας ἐπισημαίνει ὅτι κατ’ αὐτήν ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη «τῶν ἁγίων καί καλλινίκων μαρτύρων τῶν ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ κατά διαφόρους καιρούς μαρτυρησάντων ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἔστω κι ἄν ἡ ἑορτή ξεκίνησε γιά τούς Ἁγίους Μάρτυρες καί ἐπεκτάθηκε στή συνέχεια γιά Πάντες τούς Ἁγίους, ὡστόσο οἱ Ἅγιοι Πατέρες θέσπισαν τή συλλογική αὐτή ἑορτή γιά τούς ἑξῆς λόγους:
Ἡ κοινή μνήμη ἀφορᾶ τήν κοινή μαρτυρία γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, χωρίς τήν ὁποία ἡ πίστη μας εἶναι μάταιη. Ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ μεγάλη πραγματικότητα στόν κόσμο, εἶναι θεμελιωμένη πάνω στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄθληση τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί ἡ ἄσκηση τῶν Ὁσίων Ἀσκητῶν, καί ἡ προσδοκία τῶν λαῶν, ὅλα στηρίζονται καί ὅλα δικαιώνονται στήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δίνουν ἄλλο νόημα καί στή ζωή καί στό θάνατο.
Ζωή σημαίνει κοινωνία μέ τό Θεό. Δέν εἶναι πιά θάνατος τό τέλος τῆς παρούσας ζωῆς ἀλλά ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν εἶναι θάνατος ἀλλά προσωρινός ὕπνος. Γιά νά μᾶς δείξουν ὅτι κατεβαίνει στή γῆ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Θεός, καί ἀνεβαίνει στόν οὐρανό ὁ χοϊκός ἄνθρωπος. Οἱ πρίν ἀποξενωμένοι ἀπό τό Θεό γίνονται φίλοι του καί «ἕνα» μέ αὐτόν, ἔχουν τή δυνατότητα νά γίνουν «Ἅγιοι». Σ’ αὐτούς «τό Πνεῦμα τό Ἅγιον σκηνώσαν, ἡγίασεν». Καί ἔτσι ἀναπληρώσαμε τό πεπτωκός ἐκεῖνο τάγμα τῶν Ἀγγέλων.
Πολλοί ἅγιοι εἶναι γνωστοί καί τιμῶνται μέ ἑορτές καί πανηγύρεις καί λιτανεῖες. Ὅμως ὑπάρχουν καί πολλοί ἄγνωστοι καί ἀφανεῖς ἅγιοι, γνωστοί στό Θεό, «νέφος μαρτύρων». Αὐτούς τούς ἀγνώστους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία, ὅσοι «κατά Χριστόν ἐπολιτεύσαντο ἐν Ἰνδοῖς καί Αἰγυπτίοις καί Ἄραψι καί Μεσοποταμία τέ καί Φρυγία καί τοῖς ἄνωθέν του Εὐξείνου. Ἔτι δέ καί ἐν πάση τή Ἑσπερία ἄχρι καί αὐτῶν τῶν Βρεττανικῶν νήσων, ἁπλῶς εἰπεῖν ἐν Ἀνατολή καί Δύσει». Ἡ Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι τό μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού τιμῶνται χωριστά ὁ καθένας, εἶναι ἐπιβεβλημένο νά συναθροισθοῦν σέ μία κοινή ἑορτή γιά νά ὑπογραμμισθεῖ μ’ αὐτόν τόν τρόπο ὅτι ὅλοι μαζί ἀγωνίσθηκαν γιά ἕνα Χριστό, σέ ἕνα κοινό στάδιο τῆς ἀρετῆς, ὅτι ὑπό ἑνός Θεοῦ στεφανώθηκαν καί συνέστησαν τήν «μίαν Ἐκκλησίαν», προτρέποντας καί ἐμᾶς νά ἀγωνιζόμαστε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις «τόν καλόν ἀγώνα» μέ αὐτούς στό πλάι μας, ὥστε ὅταν ὁ Ἀγωνοθέτης Χριστός μᾶς καλέσει στήν ἐν οὐρανοῖς πανήγυρη τῶν πρωτοτόκων, νά μπορέσουμε νά συναριθμηθοῦμε μετά τῶν Ἁγίων του. Γιά νά ζητοῦμε τή βοήθειά τους στίς πτώσεις μας καί τήν ἐνίσχυση στίς ἀδυναμίες καί τούς φόβους μας, πού κλείνουν τίς ὑπάρξεις μας στήν ἰδιοτέλεια, νά ἐμπνεόμαστε ἀπό τήν τόλμη, τή θυσιαστική διάθεση καί προσφορά τους, ὑπερβαίνοντες τή φίλαυτη ὀργάνωση τῶν κοινωνιῶν μας. Γιά τούς ἐπιγενησομένους ἁγίους, (πού θά γίνουν δηλαδή ἅγιοι), γιά ὅσους «πρότερον καί ὕστατον» θά συγκαταριθμηθοῦν μέ τούς Ἁγίους.
Ἔχει μία καταπληκτική δυναμική ἡ παροῦσα ἑορτή. Εἶναι προληπτικά καί «δική μας» ἑορτή. Ὁ καθένας ξεχωριστά ἔχει τό δικαίωμα νά εἶναι παρών καί ὅλοι μαζί, δυνητικά θά λέγαμε χωρίς νά ὑπερβάλλουμε, ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη ἐντάσσεται στή σημερινή ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων. Μποροῦμε ἔτσι νά δοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὄχι ὡς ἀπειλή, ἀλλά ὡς παιδιά τοῦ Θεοῦ μέ χαρά καί ἀγάπη καί μ’ αὐτή τή θέαση νά χτίσουμε «ἐν μετανοίᾳ» τόν κοινό οἰκουμενικό πολιτισμό καί νά περπατήσουμε «ἐν καινότητι ζωῆς».
Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καί Ἅγιοι δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνοι πού θυσίασαν τή ζωή τους, πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μάρτυρες εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀγωνίσθηκαν καί ἀγωνίζονται τόν ἀγώνα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ μέσα στό «κανονικό» πλαίσιο τῆς ἁγιοπατερικῆς σωτηριολογίας, δηλαδή τῆς Ἐνορίας, τῆς Ἐπισκοπῆς, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», μέ ἀκρίβεια καί συνέπεια. Εἶναι «μαρτύριο πνεύματος» ἡ καθημερινή βίωση τοῦ λόγου τοῦ Σταυροῦ, ἡ Σταύρωση τῶν παθῶν, τῆς ἰδιοτέλειας καί τῆς κακίας μας.
Οἱ Ἅγιοι Πάντες εἶναι ὁ ἀνεκτίμητος θησαυρός τοῦ κόσμου, τό στόλισμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει τό Ἀπολυτίκιό τους: «Τῶν ἐν ὄλω τῷ κόσμω Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καί βύσσον τά αἵματα, ἡ Ἐκκλησία σου στολισαμένη, δί’ αὐτῶν βοᾶ σοί, Χριστέ ὁ Θεός. Τῷ λαῷ σου τούς οἰκτιρμούς σου καταπέμψον, εἰρήνην τή πολιτεία σου δώρησαι, καί ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος». Τήν εὐχή καί τή συνηγορία τους νά ἔχουμε. Ἀμήν
http://www.imsk.gr/?p=594