Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Ο απόστολος Παύλος, στην προς Εβραίους επιστολή του, παραθέτει μία κατηγορία ανθρώπων που έζησαν κατά τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι έδωσαν ολόκληρη τη ζωή τους ως ανταπόδοση στη δωρεά της αγιότητας. Αφού περιγράψει τα μαρτύρια και τις κακουχίες, θα τονίσει –μεταξύ άλλων-και το εξής: «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος» (Εβρ. 11, 38). Θα επισημάνει ότι ο κόσμος δεν ήταν άξιος να έχει τέτοιους ανθρώπους στους κόλπους του. Ο λόγος αυτός έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την εκκοσμικευμένη νοοτροπία, όχι μόνο τότε, αλλά και σήμερα. Όποιος αρνείται την δωρεά της αγιότητας και με τη ζωή του ψάχνει υποκατάστατα, θα ισχυριζόταν ακριβώς το αντίθετο με τον απόστολο. Οι άγιοι δεν έχουν καμία σχέση με τον κόσμο, τα πρότυπα και τη χαρά που δίνει. Οι άγιοι δεν αξίζει να ζούνε στον κόσμο, διότι απορρίπτουν τον κόσμο. Μήπως, λοιπόν, προσπαθώντας να μιμηθούμε τη ζωή των αγίων, στην πράξη γινόμαστε απόκοσμοι και αρνητές κάθε νοήματος που ο κόσμος και παλαιότερα και σήμερα θεωρεί ως σπουδαίο; Μήπως τελικά ο άγιος αποτελεί μία μορφή που ανήκει στο παρελθόν ή που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα του κόσμου και της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να ζει στον δικό του κόσμο; Μήπως τελικά ο κάθε χριστιανός που θέλει να ζει αληθινά την χριστιανική ζωή ζει στον κόσμο του;
Ας δούμε τι εννοεί ο Παύλος αρχικά, για να μπορέσουμε να απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα.
Ο κόσμος δεν αξίζει να έχει τέτοιους ανθρώπους στους κόλπους του, διότι οι άγιοι δεν παραδέχονται τον κόσμο ως την αρχή, το τέλος, το σκοπό, το νόημα της ζωής τους, αλλά έχουν την αναφορά τους στο Θεό και στη σχέση μαζί Του. Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνούνται την εν τω κόσμω ζωή. Θέλουν όμως να έχουν ως κέντρο της ζωής τους το Χριστό, ο Οποίος ήρθε στον κόσμο, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, για να την οδηγήσει στην αληθινή δόξα της κοινωνίας με το Θεό. Κάθε τι που συμβαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο, κάθε έγνοια και μέριμνα, δεν αποτελεί για τους αγίους αυτόνομη πραγματικότητα, αλλά την κρίνουν, την ερμηνεύουν και την αντιμετωπίζουν στην προοπτική της πίστης και της σχέσης με το Χριστό. Έτσι, αντέχουν κάθε δοκιμασία. Γίνονται πρόθυμοι να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους για Εκείνον στον οποίο πιστεύουν. Δεν φοβούνται να συγκρουστούν με τον κόσμο και τη νοοτροπία του. Και δεν απελπίζονται, οτιδήποτε δύσκολο κι αν τους συμβεί στη ζωή τους. Γνωρίζουν ότι μέσα από τις θλίψεις, ακόμη και τον θάνατο μπορεί κανείς να αναγεννηθεί πνευματικά.
Ο κόσμος δεν αξίζει να έχει τέτοιους ανθρώπους στους κόλπους του, διότι ανατρέπουν τις αξίες του και την καθεστηκυία τάξη. Στην προσκόλληση στα υλικά αγαθά, στην κτητικότητα και στην ταύτιση της ευτυχίας με την έννοια «δικό μου», οι άγιοι αντιτάσσουν το θέλημα του Θεού. Οι άγιοι νιώθουν διαχειριστές της ζωής, την οποία ο Θεός τους εμπιστεύθηκε. Χωρίς να αρνούνται την πάλη μέσα στην Ιστορία, γνωρίζουν ότι ο κόσμος πορεύεται εσχατολογικά, δηλαδή το τελικό νόημα βρίσκεται όχι στο πόσα έχει κανείς, αλλά στο πόσο αναστημένος είναι. Γι’ αυτό και οι άγιοι δεν αρνήθηκαν ό,τι τους δόθηκε από το Θεό και τους ανθρώπους, ακόμη και τα υλικά αγαθά και την εξουσία, αλλά δεν ταυτίστηκαν μ’ αυτά. Τα σκόρπισα, τα έδωσαν στους φτωχούς και γράφτηκε το όνομά τους στον αιώνα. Και φτωχοί δεν είναι μόνο εκείνοι οι οποίοι στερούνται των υλικών αγαθών. Φτωχοί είναι και όλοι εκείνοι που περιορίζουν τη ζωή τους στον παρόντα χρόνο και κόσμο και που ζούνε σα να μην πρόκειται να πεθάνουν ποτέ. Οι άγιοι, χωρίς να αρνούνται τη ζωή και τη χαρά της, πορεύονται έχοντας συνεχώς στην σκέψη τους και στην καρδιά τους την μνήμη του θανάτου, αλλά και την βεβαιότητα της αναστάσεως. Και γι’ αυτό τίποτε δεν μπορεί να τους χωρίσει από την αγάπη του Χριστού. Και αυτό για τον κόσμο είναι ακατανόητο. Πώς ήταν και είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν την νεότητά τους, την κοινωνική τους θέση, να αφήσουν ανεκμετάλλευτη την μόρφωση, την εξουσία, την ύλη, τα κοσμικά ιδανικά, για να μείνουν κατά Θεόν αναστημένοι.
Ο κόσμος δεν αξίζει να έχει τέτοιους ανθρώπους στους κόλπους του, διότι οι άγιοι δεν λειτουργούν μόνο στην προοπτική της προσωπικής τους ομοίωσης με το Θεό, αλλά έχουν στη σκέψη και την καρδιά τους ως βάση της πορείας τους την Εκκλησία. Φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα μοιράζονται τη χαρά της πίστης, αλλά και το κάλλος της ψυχής τους με τους άλλους ανθρώπους, καλλιεργώντας ένα ήθος συλλογικό, κοινοτικό, ανοιχτό στους ανθρώπους και όχι λειτουργώντας ως κάστα μυημένων, καθαρών, σεσωσμένων. Γι’ αυτό γνωρίζονται από την επιείκειά τους και όχι από την κατάκριση εις βάρος των άλλων. Γι’ αυτό και προσεύχονται κατά πάντα και δια πάντα. Γι’ αυτό, χωρίς να στερούνται την γνώση και τον προβληματισμό για τον κόσμο και τους ανθρώπους, αγαπούν και πρεσβεύουν την Αλήθεια που είναι ο Χριστός και ζητούν μέσα στην Εκκλησία την ένταξη των πάντων. Γι’ αυτό και αρνούνται να είναι μόνοι τους στον Παράδεισο της πίστης και θέλουν και άλλοι να μοιραστούν τη χαρά που οι ίδιοι βιώνουν μέσα από τη σχέση τους με το Χριστό. Αυτή η στάση ζωής έρχεται σε πλήρη ρήξη με το ήθος του ατομοκεντρισμού, του εγκλωβισμού στο εγώ και της πρόταξής του κατά πάντα, το οποίο καλλιεργεί κάθε ανθρωποκεντρικός πολιτισμός και ιδίως ο σημερινός, καθιστώντας ως μέτρο πάντων χρημάτων όχι την κοινωνία, αλλά το «εγώ».
Για την εκκοσμικευμένη νοοτροπία λοιπόν οι Άγιοι αποτελούν σκάνδαλο. Και ο κόσμος καλεί τον άνθρωπο να απομακρυνθεί από αυτούς, διότι δεν ζούνε ουσιαστικά εντός του, αλλά έχουν επιλέξει μιαν άλλη ζωή. Και για να τους απορρίψουν, τους ταυτίζουν με εκείνους που είναι σκυθρωποί, που δεν ξέρουν να εκτιμήσουν τίποτε από αυτόν τον κόσμο, που ζούνε μόνο για τα έσχατα, που αρνούνται κάθε χαρά της ζωής. Επειδή ο κόσμος λειτουργεί στην προοπτική της αμαρτίας που γεννά φαυλότητα και σκοτάδι, μισεί όλους εκείνους που αγαπούν το Φως και το δείχνουν με τα έργα και την πίστη τους. Όμως ο χριστιανός, λειτουργώντας σ’ αυτή την τριπλή προοπτική, της αναφοράς στο Θεό, της διαχείρισης της ζωής και της μνήμης θανάτου και αναστάσεως, αλλά και της εκκλησιαστικότητας, γνωρίζει ότι νοστιμίζει αληθινά τον κόσμο και αποκτά την δωρεά και την χάρη να μνημονεύεται αιώνια τόσο από το Θεό όσο και από τους ανθρώπους.
Πού είναι όλοι εκείνοι που αρνήθηκαν την πίστη και περιφρόνησαν την αγιότητα; Τους κατάπιε το σκοτάδι της ακοινωνησίας με το Θεό και το συνάνθρωπο. Οι άγιοι όμως ζούνε στον αιώνα και αποτελούν παράδειγμα για όσους θέλουν να πορευθούν στη δική τους προοπτική. Και τελικά εκεί που ο κόσμος δεν αξίζει να έχει στους κόλπους του τέτοιους ανθρώπους, οι ίδιοι με την αγάπη, την προσευχή και την προσφορά τους δίνουν στον κόσμο την ευλογία να τους έχει επάνω όρους κειμένους για να λάμπουν και να τον στολίζουν. Γιατί οι άγιοι και όχι τα άλλα ανθρώπινα επιτεύγματα αποτελούν το πολυτιμότερο στολίδι που ομορφαίνει τον κόσμο και τη ζωή. Και το ωραιότερο είναι πως κι εμείς, ο καθένας μας, μπορεί να τους μοιάσει, να πορευθεί προς το Θεό και να στολίσει με τη σειρά του τον ανάξιο από το κακό, την αμαρτία και τον πονηρό, κόσμο μας.
Την τελευταία Κυριακή του Πεντηκοσταρίου η Εκκλησία μας εορτάζει όλους τους Αγίους της. Μας θυμίζει έτσι ότι η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές, που συντελέσθηκε στην Πεντηκοστή, δεν έμεινε χωρίς καρπούς. Το Ευαγγέλιο και η σχέση του ανθρώπου με το Χριστό γεννούν έναν νέο άνθρωπο, αυτόν που περικλείεται στο όνομα «χριστιανός» και ο οποίος έχει ως σκοπό και νόημα της ζωής του την αγιότητα. Αμέτρητοι οι άγιοι στην Ιστορία. Η αγιότητα είναι η δωρεά του Τριαδικού Θεού στον άνθρωπο κατά το Βάπτισμα και την Είσοδό του στην Εκκλησία και δίδεται σ’ αυτόν μόνο από αγάπη και για να πορευθεί στην ομοίωση προς Εκείνον. «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α’ Πέτρ. 1,16), λέει ο Θεός στους ανθρώπους. Η αγιότητα αποτελεί όμως και την ενεργό απάντηση του ανθρώπου σ’ αυτό που του έδωσε ο Θεός. Γιατί αν το δώρο το οποίο λάβαμε, το κρατήσουμε φυλαγμένο στο σεντούκι της ύπαρξής μας και αναζητήσουμε αλλού το νόημα και το σκοπό της ζωής μας, τότε η αγιότητα θα αποτελεί έναν λησμονημένο δρόμο και η όλη πορεία μας θα είναι μία προσπάθεια να βρούμε υποκατάστατα, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι και γιατί μας δόθηκε.
Πηγή:Συνοδοιπορία
Ο απόστολος Παύλος, στην προς Εβραίους επιστολή του, παραθέτει μία κατηγορία ανθρώπων που έζησαν κατά τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι έδωσαν ολόκληρη τη ζωή τους ως ανταπόδοση στη δωρεά της αγιότητας. Αφού περιγράψει τα μαρτύρια και τις κακουχίες, θα τονίσει –μεταξύ άλλων-και το εξής: «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος» (Εβρ. 11, 38). Θα επισημάνει ότι ο κόσμος δεν ήταν άξιος να έχει τέτοιους ανθρώπους στους κόλπους του. Ο λόγος αυτός έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την εκκοσμικευμένη νοοτροπία, όχι μόνο τότε, αλλά και σήμερα. Όποιος αρνείται την δωρεά της αγιότητας και με τη ζωή του ψάχνει υποκατάστατα, θα ισχυριζόταν ακριβώς το αντίθετο με τον απόστολο. Οι άγιοι δεν έχουν καμία σχέση με τον κόσμο, τα πρότυπα και τη χαρά που δίνει. Οι άγιοι δεν αξίζει να ζούνε στον κόσμο, διότι απορρίπτουν τον κόσμο. Μήπως, λοιπόν, προσπαθώντας να μιμηθούμε τη ζωή των αγίων, στην πράξη γινόμαστε απόκοσμοι και αρνητές κάθε νοήματος που ο κόσμος και παλαιότερα και σήμερα θεωρεί ως σπουδαίο; Μήπως τελικά ο άγιος αποτελεί μία μορφή που ανήκει στο παρελθόν ή που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα του κόσμου και της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να ζει στον δικό του κόσμο; Μήπως τελικά ο κάθε χριστιανός που θέλει να ζει αληθινά την χριστιανική ζωή ζει στον κόσμο του;
Ας δούμε τι εννοεί ο Παύλος αρχικά, για να μπορέσουμε να απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα.
Ο κόσμος δεν αξίζει να έχει τέτοιους ανθρώπους στους κόλπους του, διότι οι άγιοι δεν παραδέχονται τον κόσμο ως την αρχή, το τέλος, το σκοπό, το νόημα της ζωής τους, αλλά έχουν την αναφορά τους στο Θεό και στη σχέση μαζί Του. Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνούνται την εν τω κόσμω ζωή. Θέλουν όμως να έχουν ως κέντρο της ζωής τους το Χριστό, ο Οποίος ήρθε στον κόσμο, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, για να την οδηγήσει στην αληθινή δόξα της κοινωνίας με το Θεό. Κάθε τι που συμβαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο, κάθε έγνοια και μέριμνα, δεν αποτελεί για τους αγίους αυτόνομη πραγματικότητα, αλλά την κρίνουν, την ερμηνεύουν και την αντιμετωπίζουν στην προοπτική της πίστης και της σχέσης με το Χριστό. Έτσι, αντέχουν κάθε δοκιμασία. Γίνονται πρόθυμοι να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους για Εκείνον στον οποίο πιστεύουν. Δεν φοβούνται να συγκρουστούν με τον κόσμο και τη νοοτροπία του. Και δεν απελπίζονται, οτιδήποτε δύσκολο κι αν τους συμβεί στη ζωή τους. Γνωρίζουν ότι μέσα από τις θλίψεις, ακόμη και τον θάνατο μπορεί κανείς να αναγεννηθεί πνευματικά.
Ο κόσμος δεν αξίζει να έχει τέτοιους ανθρώπους στους κόλπους του, διότι ανατρέπουν τις αξίες του και την καθεστηκυία τάξη. Στην προσκόλληση στα υλικά αγαθά, στην κτητικότητα και στην ταύτιση της ευτυχίας με την έννοια «δικό μου», οι άγιοι αντιτάσσουν το θέλημα του Θεού. Οι άγιοι νιώθουν διαχειριστές της ζωής, την οποία ο Θεός τους εμπιστεύθηκε. Χωρίς να αρνούνται την πάλη μέσα στην Ιστορία, γνωρίζουν ότι ο κόσμος πορεύεται εσχατολογικά, δηλαδή το τελικό νόημα βρίσκεται όχι στο πόσα έχει κανείς, αλλά στο πόσο αναστημένος είναι. Γι’ αυτό και οι άγιοι δεν αρνήθηκαν ό,τι τους δόθηκε από το Θεό και τους ανθρώπους, ακόμη και τα υλικά αγαθά και την εξουσία, αλλά δεν ταυτίστηκαν μ’ αυτά. Τα σκόρπισα, τα έδωσαν στους φτωχούς και γράφτηκε το όνομά τους στον αιώνα. Και φτωχοί δεν είναι μόνο εκείνοι οι οποίοι στερούνται των υλικών αγαθών. Φτωχοί είναι και όλοι εκείνοι που περιορίζουν τη ζωή τους στον παρόντα χρόνο και κόσμο και που ζούνε σα να μην πρόκειται να πεθάνουν ποτέ. Οι άγιοι, χωρίς να αρνούνται τη ζωή και τη χαρά της, πορεύονται έχοντας συνεχώς στην σκέψη τους και στην καρδιά τους την μνήμη του θανάτου, αλλά και την βεβαιότητα της αναστάσεως. Και γι’ αυτό τίποτε δεν μπορεί να τους χωρίσει από την αγάπη του Χριστού. Και αυτό για τον κόσμο είναι ακατανόητο. Πώς ήταν και είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν την νεότητά τους, την κοινωνική τους θέση, να αφήσουν ανεκμετάλλευτη την μόρφωση, την εξουσία, την ύλη, τα κοσμικά ιδανικά, για να μείνουν κατά Θεόν αναστημένοι.
Ο κόσμος δεν αξίζει να έχει τέτοιους ανθρώπους στους κόλπους του, διότι οι άγιοι δεν λειτουργούν μόνο στην προοπτική της προσωπικής τους ομοίωσης με το Θεό, αλλά έχουν στη σκέψη και την καρδιά τους ως βάση της πορείας τους την Εκκλησία. Φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα μοιράζονται τη χαρά της πίστης, αλλά και το κάλλος της ψυχής τους με τους άλλους ανθρώπους, καλλιεργώντας ένα ήθος συλλογικό, κοινοτικό, ανοιχτό στους ανθρώπους και όχι λειτουργώντας ως κάστα μυημένων, καθαρών, σεσωσμένων. Γι’ αυτό γνωρίζονται από την επιείκειά τους και όχι από την κατάκριση εις βάρος των άλλων. Γι’ αυτό και προσεύχονται κατά πάντα και δια πάντα. Γι’ αυτό, χωρίς να στερούνται την γνώση και τον προβληματισμό για τον κόσμο και τους ανθρώπους, αγαπούν και πρεσβεύουν την Αλήθεια που είναι ο Χριστός και ζητούν μέσα στην Εκκλησία την ένταξη των πάντων. Γι’ αυτό και αρνούνται να είναι μόνοι τους στον Παράδεισο της πίστης και θέλουν και άλλοι να μοιραστούν τη χαρά που οι ίδιοι βιώνουν μέσα από τη σχέση τους με το Χριστό. Αυτή η στάση ζωής έρχεται σε πλήρη ρήξη με το ήθος του ατομοκεντρισμού, του εγκλωβισμού στο εγώ και της πρόταξής του κατά πάντα, το οποίο καλλιεργεί κάθε ανθρωποκεντρικός πολιτισμός και ιδίως ο σημερινός, καθιστώντας ως μέτρο πάντων χρημάτων όχι την κοινωνία, αλλά το «εγώ».
Για την εκκοσμικευμένη νοοτροπία λοιπόν οι Άγιοι αποτελούν σκάνδαλο. Και ο κόσμος καλεί τον άνθρωπο να απομακρυνθεί από αυτούς, διότι δεν ζούνε ουσιαστικά εντός του, αλλά έχουν επιλέξει μιαν άλλη ζωή. Και για να τους απορρίψουν, τους ταυτίζουν με εκείνους που είναι σκυθρωποί, που δεν ξέρουν να εκτιμήσουν τίποτε από αυτόν τον κόσμο, που ζούνε μόνο για τα έσχατα, που αρνούνται κάθε χαρά της ζωής. Επειδή ο κόσμος λειτουργεί στην προοπτική της αμαρτίας που γεννά φαυλότητα και σκοτάδι, μισεί όλους εκείνους που αγαπούν το Φως και το δείχνουν με τα έργα και την πίστη τους. Όμως ο χριστιανός, λειτουργώντας σ’ αυτή την τριπλή προοπτική, της αναφοράς στο Θεό, της διαχείρισης της ζωής και της μνήμης θανάτου και αναστάσεως, αλλά και της εκκλησιαστικότητας, γνωρίζει ότι νοστιμίζει αληθινά τον κόσμο και αποκτά την δωρεά και την χάρη να μνημονεύεται αιώνια τόσο από το Θεό όσο και από τους ανθρώπους.
Πού είναι όλοι εκείνοι που αρνήθηκαν την πίστη και περιφρόνησαν την αγιότητα; Τους κατάπιε το σκοτάδι της ακοινωνησίας με το Θεό και το συνάνθρωπο. Οι άγιοι όμως ζούνε στον αιώνα και αποτελούν παράδειγμα για όσους θέλουν να πορευθούν στη δική τους προοπτική. Και τελικά εκεί που ο κόσμος δεν αξίζει να έχει στους κόλπους του τέτοιους ανθρώπους, οι ίδιοι με την αγάπη, την προσευχή και την προσφορά τους δίνουν στον κόσμο την ευλογία να τους έχει επάνω όρους κειμένους για να λάμπουν και να τον στολίζουν. Γιατί οι άγιοι και όχι τα άλλα ανθρώπινα επιτεύγματα αποτελούν το πολυτιμότερο στολίδι που ομορφαίνει τον κόσμο και τη ζωή. Και το ωραιότερο είναι πως κι εμείς, ο καθένας μας, μπορεί να τους μοιάσει, να πορευθεί προς το Θεό και να στολίσει με τη σειρά του τον ανάξιο από το κακό, την αμαρτία και τον πονηρό, κόσμο μας.
Αναρτήθηκε από Συνοδοιπορία