Γιά τοὺς περισσότερους ἀπὸ μας τοὺς Ἕλληνες, ἡ λέξη Ῥωμιοὶ ἔχει συνδεθεῖ μὲ ὅλους τοὺς ἑλληνόφωνους Ὀρθόδοξους Χριστιανούς πού ζούσαν κατὰ τὸ διάστημα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας πού ὀνομαζόταν Ῥωμανία καὶ οἱ κάτοικοί τῆς Ῥωμιοί. Τὸ ἴδιο ὄνομα εἴχαμε ὅταν ἤμασταν κάτω ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κυριαρχία, δεδομένου ὅτι μας ἀποκαλοῦσαν καὶ μας χαρακτήριζαν οἱ Μουσουλμάνοι Ὀθωμανοὶ κατακτητὲς μας ὡς "Ῥωμιούς". Ἡ λέξη Ῥωμιοὶ γιά τὸν Ἑλληνικὸ λαὸ ἔχει γίνει συνώνυμη μὲ τή λέξη Ἕλληνες. Ὅμως, ὅταν οἱ Ὀθωμανοὶ ἐφάρμοσαν τὸ ὄνομα "Ῥωμιοί", γι' αὐτοὺς ὅπως καὶ γιά τοὺς Βυζαντινούς, ἡ λέξη δέν εἶχε ἐθνικὴ ἔννοια, ἀλλὰ θρησκευτική, καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο περιλαμβάνονταν ὡς Ῥωμιοὶ καὶ ὅλοι οἱ λαοί πού ἀνήκαν στήν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδόξῃ Ἐκκλησία, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ τοὺς προέλευση, ἢ τή μητρικῇ τοὺς γλῶσσα. Ἔτσι, ὅλα τὰ ἄτομά πού βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καὶ ἀνήκαν στήν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδόξῃ Ἐκκλησία ὀνομάζονταν Ῥωμιοί, καὶ ὄχι μόνο οἱ Ἕλληνες ὅπως οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ψευδῶς πιστεύομε. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο, ὅλα τὰ ἄτομά πού μιλοὺν ἀραβικὰ καί πού ἀνήκουν στήν Ἑλληνορθόδοξη Ἐκκλησία εἲναι ἐπίσης Ῥωμιοὶ καὶ αὐτοαποκαλοῦνται ὡς Ῥωμιοὶ μέχρι...
Πηγή:Ορθόδοξο Ρωμέικο
Ἡ Συρία, πρὶν ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων καὶ τὴν ἑξάπλωση τοῦ Ἰσλάμ, ἤταν μία Βυζαντινὴ ἐπαρχία μὲ ἕνα ἑλληνοποιημένο ἢ Ἑλληνικὸ καὶ ἑλληνόφωνο πληθυσμό, ποὺ ἀνῆκε στήν Ἑλληνικὴ Βυζαντινὴ Ἐκκλησία. Ἡ Δαμασκὸς ἤταν μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες Ἑλληνικὲς Βυζαντινὲς πόλεις τῆς περιφέρειας καὶ ἤταν μία πόλη ὑψηλοῦ κοσμικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ βίου, Ἑλληνικῆς παιδείας, καὶ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ Βυζαντινὸς Χριστιανισμὸς ἀνθισε στή Συρία, καὶ ἑπομένως, δέν ἀποτελεῖ ἔκπληξῃ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους πού ἀνήκουν στήν Ὀρθοδόξῃ Ἐκκλησία, εἲναι παιδιὰ αὐτῆς τῆς χώρας.
Μὲ τὸν ἐρχομὸ τῶν Ἀράβων καὶ τὴν ἑξάπλωση τοῦ Ἰσλάμ, ἡ Συρία ὅπως καὶ ἄλλες χῶρες τῆς περιοχῆς, κατακτήθηκε καὶ ἀποκόπηκε ἀπὸ τή Βυζαντινῇ Αὐτοκρατορία. Ὁ τοπικὸς πληθυσμὸς εἴτε μὲ τή βία, εἴτε τή θέλησή του, ἀσπάστηκε τὸ Ἰσλὰμ καὶ ἔγινε ἀραβόφωνος. Ἂν καὶ σχεδὸν ὅλος ὁ πληθυσμὸς τῆς Συρίας υἱοθέτησε σταδιακὰ τὴν ἀραβικὴ γλῶσσα, δέν ἔγιναν ὅμως ὅλοι Μουσουλμάνοι. Ἀρκετοὶ παρέμειναν Χριστιανοὶ καὶ μέλῃ τῆς Βυζαντινῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξῃς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ οἱ ἀραβόφωνοι Ἑλληνορθόδοξοι Χριστιανοί, ὀνομάζονταν ὡς Ῥούμ (Ῥωμιοὶ) ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους Ἄραβες, χρησιμοποιώντας τὸν ἴδιο ὄρο πού χρησιμοποιούσαν καὶ γιά τοὺς ἑλληνόφωνους Βυζαντινοὺς Ἕλληνες. Ὅταν οἱ Ὀθωμανοὶ Τούρκοι κατέκτησαν τή Συρίᾳ, κράτησαν τὸν ἐν λόγῳ ὄρο, καὶ ἀποκαλοῦσαν ὅλους τοὺς Ἑλληνορθόδοξους Χριστιανοὺς ὡς Ῥωμιοὺς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐθνικότητα τούς.
Σήμερα στή Συρία, ὑπάρχουν πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἀραβόφωνοι Ἑλληνορθόδοξοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἑξακολουθοὺν νά εἲναι γνωστοὶ ὡς Ῥούμ (Ῥωμιοὶ) καὶ αὐτοχαρακτηρίζονται καὶ οἱ ἴδιοι ἔτσι. Οἱ Ἑλληνορθόδοξοι Ῥωμιοὶ στή Συρία διατηροῦν ζωντανὸ τὸ Βυζαντινὸ Ἑλληνικὸ παρελθὸν τῆς χώρας, καθὼς καὶ τὴν Ὀρθοδόξῃ πίστη ἀνάμεσα σὲ Μουσουλμάνους. Οἱ Ἑλληνορθόδοξες ἐκκλησίες καὶ Μοναστήρια εἲναι κατάσπαρτα σὲ ὅλη τή χώρᾳ, καὶ ἡ παρουσία τοὺς στή Δαμασκὸ εἲναι πολὺ ἐμφανές. Ἂν καὶ οἱ ἀραβόφωνοι Ἑλληνορθόδοξοι Ῥωμιοὶ τῆς Συρίας κρατοῦν ζωντανὸ τὸν Ἑλληνικὸ πολιτισμό, ἀκόμη καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα κατὰ τὶς ἀκολουθίες τοὺς στην ἐκκλησία, ἐμεὶς οἱ Ἕλληνες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἁγνοοῦμε τὴν ὕπαρξῃ τούς, καὶ δεν γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία ὄχι μόνο ὑπάρχει ἀλλὰ καὶ ὅτι εἲναι πολὺ ζωντανὴ στῇ χώρα. Ὅπως καὶ παντοῦ ἀλλοῦ, οἱ θεματοφύλακες τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ εἲναι τὰ Ἑλληνορθόδοξα Μοναστήριά πού βρίσκονται ἐκεῖ. Ἕνα τέτοιο μοναστῆρι (γυναικεῖο) εἲναι αὐτὸ τῆς Παναγίας τῆς Σεντνάγια, ποὺ εἲναι ἀφιερωμένο στά γενέθλια τῆς Θεοτόκου- τῆς μητέρα τοῦ Θεοῦ. Η ἱστορία τοῦ εἶναι ἡ ἀκόλουθῃ:
Ἡ ἱστορία τῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας τῆς Σεντνάγια στῇ Συρία πού χτίστηκε πάνω σὲ ἕνα ψηλὸ βουνὸ μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα, χρονολογείται στό 547 μ.Χ. Λέγεται ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς Ἰ, Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου, ἐνῶ διέσχιζε ἀπὸ τή Συρία μὲ τις δυνάμεις του εἴτε για τὸ δρόμο του πρὸς τοὺς Ἁγίους Τόπους εἴτε γιά μία ἐκστρατεία κατὰ τῶν Περσών, ἔφθασε σὲ αὐτὴ τὴν ἔρημο, ὅπου στρατοπέδευσε ὁ στρατὸς του καὶ σύντομα ὑπέστησαν ἀπὸ δίψα ἀφοῦ ὑπῆρχε ἔλλειψη νερού. Ἐνῶ ἀπελπίστηκαν, ὁ αὐτοκράτορας εἶδε μία ὄμορφη γαζέλα σὲ μακρινὴ ἀπόστασῃ. Τὴν ἀκολούθησε μὲ σθένος , κυνηγώντας τὸ ζῶο μέχρι πού αὐτὸ κουράστηκε καὶ σταμάτησε σὲ ἕνα βραχῶδες ὕψωμα καὶ πλησίασε μία πηγὴ γλυκοὺ νερού, ἀλλὰ χωρὶς νά δώσει στόν αὐτοκράτορα τὴν εὐκαιρία νά τὴν σκοτώσει.
Ξαφνικά, μετατράπηκε σὲ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἔλαμπε μὲ ἕνα λαμπρὸ φῶς. Ἕνα λευκὸ χέρι τεντώθηκε πρὸς τὸ μέρος του καὶ μία φωνὴ εἶπε: "Ὄχι, μὴν μὲ σκοτώσεις, Ἰουστινιανέ, ἀλλὰ κτίσε μία ἐκκλησία στό ὄνομά μου, ἐδῶ σὲ αὐτὸ τὸ λόφο."Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, τὸ παραξενο οὐράνιο φῶς καὶ ἡ ὑπερφυσικὴ εἰκόνα ἑξαφανίστηκαν. Ἐπιστρέφοντας, ὁ Ἰουστινιανὸς διηγήθηκε αὐτό πού εἶχε δεῖ στούς ὑφιστάμενους του καὶ τοὺς διέταξε ἀμέσως νά ἐκπονήσουν ἕνα σχέδιο γιά τὴν ὑπὸ ἀνέγερση ἐκκλησία. Ἀφοῦ πέρασε ἀρκετὸς καιρὸς καὶ οἱ ἀρχιτέκτονες δέν ἤταν σὲ θέση νά ἐπιλύσουν τὰ προβλήματα τοῦ σχεδίου, ἡ Παναγιὰ - ἡ γαζέλα - ἐπανεμφανίστηκε στόν Ἰουστινιανὸ σὲ ἕνα ὄνειρο καὶ τοῦ φανέρωσε ἔναν ὑπέροχο σχέδιο γιά ἕνα Μοναστῆρι, τοῦ ὁποίου θὰ ἤταν ἡ προστάτιδα. Λέγεται ὅτι ἡ βασικὴ δομὴ τοῦ Μοναστηριοῦ ἀκολουθεῖ αὐτὸ τὸ σχέδιο μέχρι σήμερα.
Στά τέλη τοῦ 8 οὐ αἰῶνα, κάποια σεβάσμια μὲ τὸ ὄνομα Μαρίνα ἤταν ἡγουμένη τοῦ Μοναστηριοῦ, καὶ ἐκτιμάτο εὐρέως για τὴν εὐσέβειά που ἔχει στο Θεὸ καὶ στους ἀνθρώπους καὶ για τὸν ἅγιο βίο τῆς. Συνέβη ὅτι ἔνας μοναχὸς ἐρημίτης, ἔνας Ἕλληνας προσκυνητὴς ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο μὲ ὄνομα Θεοδωρος, σταμάτησε στο Μοναστῆρι στο δρόμο τοῦ για στους Ἁγίους Τόπους. Ὅταν ἤταν να φύγει, ἡ ἡγουμένη Μαρίνα τοῦ ζήτησε να ἀγοράσει ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ μία πολυτιμὴ καὶ ὡραία εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἐνῶ ἤταν στην Ἱερουσαλήμ, ξεχασε ἐντελῶς τὴν ἀποστολή που τοῦ ἔχει ἀνατεθεῖ καὶ ξεκίνησε για τὸ ταξίδι ἐπιστροφῆς. Ὡστόσο, καθὼς πήγαινε καὶ δεν εἶχε προχωρήσει πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν σταμάτησε μία ἄγνωστη φωνή: "Μήπως ἔχεις ξεχάσει κάτι στην Ἱερουσαλήμ; Τὶ ἔκανες σὲ σχέση μὲ τὴν ἀποστολὴ ποῦ σου ἔθεσε ἡ ἡγουμένη Μαρίνα; "Ὁ Μοναχὸς Θεοδωρος ἐπέστρεψε ἀμέσως στην Ἱερουσαλὴμ καὶ βρῆκε μία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Κατὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς τὸ Μοναστῆρι, ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὰ θαύματά που πραγματοποίησε ἡ εἰκόνα. Αὐτὸς καὶ ὅλο τοῦ τὸ καραβάνι περικυκλώθηκαν ἀπὸ ληστὲς καὶ στῇ συνέχεια ἔτυχαν ἐπιθεσης ἀπὸ ἄγρια θηρία. Μέσα σὲ αὐτοὺς τοὺς κινδύνους, ὁ ἐρημίτης ζητοῦσε πάντα τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας, κρατώντας τὴν εἰκόνα τῆς, καὶ ὁ ἴδιος καὶ ὅλο τὸ καραβάνι τοῦ σώθηκαν ἀπὸ κάθε κίνδυνο. Ὅταν ὁ Θεοδωρος ἐπέστρεψε στο Μοναστῆρι, αὐτὰ τὰ γεγονότα τὸν ἔβαλαν σὲ πειρασμὸ να κρατήσει τὴν πολυτιμὴ εἰκόνα για τὸν ἑαυτὸ τοῦ, καὶ ἀποφάσισε να παρακάμψει τῇ Σεντνάγια καὶ να πλεύσει πίσω στην Αἴγυπτο. Ὡστόσο, τὸ πλοῖο δεν ἤταν σὲ θέση να βάλει πλώρη, γιατὶ προέκυψε μία σφοδρὴ καταιγίδα καὶ φαινόταν ἀναπόφευκτο ὅτι τὸ πλοῖο θὰ βουλιαζε. Ἡ συνείδηση τοῦ τὸν κέντρισε, καὶ γρήγορα ἐγκατέλειψε τὸ πλοῖο καὶ ἐπέστρεψε πίσω στῇ Σεντνάγια. Ἀφοῦ πέρασε τέσσερις μέρες στο Μοναστῆρι, τὸν συνέπαιρνε πάλι μία ἀκατανίκητη ἐπιθυμία να κάνει τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου δικὴ τοῦ. Ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τὴν ἡγουμένη, καὶ προσποιεῖται ὅτι δεν μπόρεσε να ἀγοράσει τῇ ἀπαιτούμενῃ εἰκόνα, καὶ στῇ συνέχεια, ἀποφάσισε να ἐγκαταλείψει κρυφὰ τὸ Μοναστῆρι. Τὸ ἐπόμενο πρωί, καθὼς ἤταν ἕτοιμος να ξεκινήσει τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς στῇ χώρα τοῦ καὶ πλησίασε τὴν πύλη τοῦ Μοναστηριοῦ, ἔμεινε ἔκπληκτος ὅταν βρῆκε μία ἀόρατη δύναμη να ἐμποδίζει τὸν δρόμο τοῦ, καὶ ἤταν σὰν ἕνα πέτρινο τοῖχος, να εἶχε σταθεῖ μπροστὰ στην πύλη. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς μάταιες ἀποπειρες, ἀναγκάστηκε να δώσει τὴν εἰκόνα στην ἡγουμένη, ἐξομολογώντας τὴν προθεση τοῦ. Ἡ ἡγουμένη, μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης δόξασε τὸ Θεὸ καὶ τὴν Παρθένα Μητέρα Τοῦ. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἡ Ἁγία εἰκόνα παρέμεινε στο Μοναστῆρι καὶ τυγχάνει μεγάλου σεβασμού.
Μία ἐνδιαφέρουσα ἱστορία που συνέβη ὅταν ὁ Σαλαντὶν πολεμοῦσε τοὺς Σταυροφόρους τὸ δωδέκατο αἰῶνα μ.Χ. Τὰ πεινασμένα τοῦ στρατεύματα εἰσέβαλαν στο Μοναστῆρι τῆς Σεντνάγια καὶ πήραν στην κατοχὴ τοὺς ὅλα τὰ ἀποθέματα τροφίμων καὶ ἐφόδιά που βρέθηκαν ἐκεῖ. Ὡστόσο, κατὰ τὴν φόρτωση τῶν ἐφοδίων πάνω στῇ πλάτη τῶν ἀλόγων καὶ καμήλων, τὰ ἄλογα καὶ οἱ καμῆλες ἀρνήθηκαν να κινηθοὺν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ πόσο σκληρὰ προσπάθησε ὁ Σαλαντίν. Τελικά, ἀναγκάστηκε να ξεφορτώσει ὅλα τὰ ἀποθέματα τροφίμων καὶ να τὰ ἐπιστρέψει στους νόμιμους κατόχους προτοῦ να μπορέσει να προχωρήσει.
Σήμερα ἡ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Σεντνάγια στῇ Συρία εἲναι τὸ δεύτερο πιὸ σημαντικὸ Χριστιανικὸ προσκύνημα στῇ Μέση Ἀνατολὴ μετὰ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐπισκεπτῶν. Ἡ αὔξησῃ τῆς σημασίας καὶ τῆς δημοτικότητας τοῦ Μοναστηριοῦ ὀφείλεται στα πλῆθος καὶ ἀπεριόριστα θαύματά πού συμβαίνουν μὲ τῇ μεσολάβηση τῆς Θεοτόκου. Ἡ Μονὴ τῆς Σεντνάγια περιέχει μία εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὸ βρέφος της τὸν Ἰησοῦ ζωγραφισμένη ἀπὸ τὸν Ἀποστολο Λουκᾶ τὸν Εὐαγγελιστῇ τὸν 1 ὁ αἰῶνα μ.Χ. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ὀνομάζεται "Σιαγκούρα" πού σημαίνει "Ἡ ξακουστή". Ἡ εἰκόνα αὐτὴ φυλάσσεται σὲ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο στό πάνω μέρος τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ πρέπει κάποιος νά βγάλει τὰ παπούτσια τοῦ γιά νά εἰσέλθει. Πολλὲς γυναῖκες, τόσο Χριστιανὲς ὄσο καὶ Μουσουλμάνες διανυκτερεύουν σὲ αὐτὸ τὸ δωμάτιο καὶ ὅλη νύχτα προσεύχονται στην Παναγία νά τοὺς στείλει ἕνα παιδί.