Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο όσιος Ονούφριος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ασκητές της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Καταγόταν από την Περσία και έζησε ασκητικά σε μια από τις αιγυπτιακές ερήμους. Σε νεαρή ηλικία εγκαταβίωσε σε Κοινόβιο Μοναστήρι, όπου παρέμεινε για αρκετά χρόνια στην άσκηση και την υπακοή. Αργότερα με την ευλογία του Γέροντός του αποσύρθηκε στην έρημο. Εκεί συνάντησε τον ερημίτη Ερμία, ο οποίος, μετά από θεία αποκάλυψη, τον περίμενε και τον οδήγησε σε μια καλύβη κάτω από έναν πελώριο φοίνικα κοντά στον οποίο υπήρχε πηγή καθαρού νερού. Εκεί στην ησυχία επεδόθη σε μεγαλύτερα πνευματικά γυμνάσματα και προσευχόταν αδιαλείπτως για όλη την οικουμένη. Με την εν χάριτι άσκηση καθάρισε την ψυχή του από τα πάθη και έφθασε στον φωτισμό και την θέωση. Η άκτιστη Χάρη του Θεού πλημμύρισε όλη του την ύπαρξη, την ψυχή και το σώμα του, και γι’ αυτό το σκήνωμά του μετά την οσιακή του κοίμηση ευωδίαζε. «Όποιος έχει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και στην ψυχή και στο σώμα, έχει την τέλεια αγάπη. Και αν κανείς διαφυλάξει αυτήν την χάρη, θα αγιάσουν τα λείψανά του, όπως των αγίων μαρτύρων, των προφητών η των άλλων μεγάλων αγίων» (άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης).
_________________
ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΡΙΟΣ
Κάποτε, επισκέφθηκε τον όσιο Ονούφριο ο Αββάς Παφνούτιος. Οι δύο ασκητές χάρηκαν ο ένας την παρουσία του άλλου, αντήλλαξαν τις εμπειρίες τους και ενισχύθηκαν πνευματικά. Ο Θεός όμως οικονόμησε έτσι τα πράγματα ούτως ώστε η συνάντηση αυτή να συμπέση με την ώρα της «εξόδου» του οσίου Ονουφρίου και έτσι το σώμα του ενταφιάσθηκε από τον αββά Παφνούτιο κάτω από τον μεγάλο φοίνικα, η δε ψυχή του «συναγάλλεται εν ουρανοίς μετά πάντων των αγίων».
Ο βίος και η πολιτεία του οσίου Ονουφρίου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Πρώτον. Συνήθως, όταν ακούη κανείς για άσκηση και ασκητές πάει ο νους του στους μοναχούς και κυρίως στους ερημίτες και γι’ αυτό θα πρέπη να τονισθή ότι ο ασκητικός τρόπος ζωής που διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι, κατ’ αναλογίαν, ο ίδιος για όλους τους πιστούς. Άσκηση είναι ο αγώνας του ανθρώπου να ζήση σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, είναι η προσπάθεια να μεταμορφώση τα πάθη του και να αποκτήση υπαρξιακή κοινωνία με τον Θεό. Ονομάζεται δε και πρακτική ζωή η πράξη και αποτελεί «επίβασιν της θεωρίας». Αυτό σημαίνει ότι για να φθάση κανείς στην θεωρία, ήτοι στην υπαρξιακή κοινωνία με τον Θεό, πρέπει να καθαρθή από τα πάθη. Όταν γίνεται αυτό τότε κατασκηνώνει μέσα στον άνθρωπο η Χάρη του Αγίου Πνεύματος και δια της Χάριτος γνωρίζει τον Θεό, αποκτά την τέλεια αγάπη και δεν φοβάται τον θάνατο, επειδή τον νικά και τον υπερβαίνει στα όρια της προσωπικής του ζωής. Και θεωρεί όλα τα γήϊνα και πρόσκαιρα πράγματα, ήτοι χρήματα, κτήματα, ηδονή, δόξα κλ.π., «ως σκύβαλα». Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ο οποίος γεύθηκε την γλυκύτητα του «ουρανού», δηλαδή γνώρισε υπαρξιακά τον Θεό «εν Πνεύματι Αγίω», έλεγε ότι «η ψυχή μου πλήττει στη γη».
Δεύτερον. Οι Άγιοι είναι μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες ο,τι ακριβώς και οι οάσεις μέσα στην έρημο. Όσοι έχουν βρεθεί στην έρημο έστω και για λίγο αυτοί μπορούν να καταλάβουν καλύτερα. Ο δυνατός ήλιος της ερήμου προκαλεί κόπωση, ιδρώτα, δίψα και παράλυση των ψυχοσωματικών δυνάμεων. Και τότε σε αυτή την κατάσταση και μόνον η θέα της όασης, δηλαδή της σκιας των δένδρων και του δροσερού νερού, προκαλούν ανάπαυση και αγαλλίαση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τους Αγίους, οι οποίοι αποτελούν τις πνευματικές οάσεις μέσα στον καύσωνα των πειρασμών, των αμφιβολιών, της ανασφάλειας και του άγχους, μέσα στην έρημο των απρόσωπων ανθρωπίνων κοινωνιών, όπου αναζητά κανείς αληθινούς ανθρώπους με τον φανό του Διογένους. Αισθάνεται κανείς ενδυνάμωμα, ανακούφιση, παρηγοριά, πνευματική ανακαίνιση και ξεδίψασμα από το γάργαρο νερό των λόγων των Αγίων, που δεν είναι ευσεβείς σκέψεις και στοχασμοί ενός δυνατού μυαλού, αλλά απόσταγμα πνευματικής εμπειρίας μιας καρδιάς πλημμυρισμένης από την άκτιστη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και από την ανιδιοτελή αγάπη.
Έρημος όμως γίνεται και η καρδιά του ανθρώπου όταν απωλέση την θεία Χάρη. Εκείνοι οι οποίοι γεύθηκαν την γλυκύτητα της θείας Χάριστος, έστω και λίγο, και στην συνέχεια συνέβη να την χάσουν, αυτοί την αναζητούν όπως η μητέρα το μικρό παιδί της που το έχει χάσει μέσα σε κάποιο συνωστισμό και φωνάζει και τρέχει και το αναζητεί με δάκρυα και πόνο. Και όταν το βρη τότε χαίρει και αγάλλεται και το σφίγγει στην αγκαλιά της προσέχοντας να μη το ξαναχάση. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με εκείνον που γεύθηκε την θεία Χάρη και για κάποιο λόγο την απώλεσε. Αισθάνεται την καρδιά του έρημη και αδειανή, και κράζει, και φωνάζει, και προσεύχεται αδιαλείπτως. Και όταν μετά από μεγάλο αγώνα, αγωνία, αναζήτηση, πόνο και κλάμα την ξαναβρή, τότε χαίρει και αγάλλεται και φωνάζει μαζί με τον Προφήτη Ησαΐα, «ευφράνθητι έρημος διψώσα...».
Ο άγιος Σιλουανός ο Αθνωνίτης όταν αναφέρεται στον θρήνο του Αδάμ, μετά την παρακοή και την απώλεια του Παραδείσου, ουσιαστικά περιγράφει τον δικό του θρήνο όταν απώλεσε την Χάρη του Θεού και για αρκετά χρόνια την αναζητούσε με πόνο και δάκρυα. Και διδάσκει, από την εμπειρία του, ότι ο ασφαλέστερος δρόμος για την εύρεση και διαφύλαξη της θείας Χάριτος είναι εκείνος της ταπεινώσεως.
Ο ασκητικός αγώνας είναι ουσιαστικά το πέρασμα από την «στενήν και τεθλιμμένην οδόν», που όμως γλυκαίνει και νοηματοδοτεί την ύπαρξη. Αλλά και τροφοδοτεί τον πνευματικό οργανισμό με ισχυρά αντισώματα, για να είναι σε θέση να αντέχη στα δύσκολα, να αποδιώχνη την πίκρα των λυπηρών και να βιώνη την γλυκειά χαρμολύπη.