Αρχή και τέλος εν τω παρόντι αιώνι
Ό Γέροντας Χερουβείμ ξεκίνησε την πορεία του με το δράμα της δημιουργίας μιας κοινοβιακής Μονής, μικρό αντίγραφο του Αγ. Όρους, εκτός Άγιου Όρους. Από τότε πού αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από τον πολυαγαπημένο του Άθωνα, λόγω των συγκυριών τής κατοχής, και να παραμείνει μονίμως πλέον στον κόσμο, δεν έπαυσε να ζει και να αναπνέει το Άγιον Όρος. Το έφερε ολόκληρο μέσα του, με την χιλιόχρονη ασκητική παράδοση του, το ήθος του και τις αλησμόνητες σύγχρονες αγιορείτικες μορφές. «Βγήκα -μας έλεγε συχνά- ένα παιδί 22 ετών από το Αγιον Όρος. Έπάλαιψα σκληρά με ορατούς και αοράτους εχθρούς και το μόνο πού προσπάθησα ήταν να κρατήσω, σαν μια μεγάλη παρακαταθήκη τα όσα με δίδαξαν οι Γεροντάδες μου». Γι αυτό ακατάπαυστη και αδιάλειπτη ήταν ή αναφορά του σ' αυτούς και πυκνές οι επισκέψεις του στον Όρος, πότε μόνος και πότε μαζί με μας.
Αναδημοσίευσξ από τα "Απαντα Ορθοδοξίας"
Έτσι, αξιώθηκε να θεμελίωση την νέα Μονή του Παρακλήτου το 1963, σε χώρο αγορασμένο με πολλές θυσίες, στην θέση Μετόχι Σκάλας Ωρωπού.
Εκεί εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι μοναχοί και άρχισαν οι μοναχικοί αγώνες και τα παλαίσματα, ωραΐζοντας πνευματικά τον τόπο. Πρώτοι κοινοβίασαν οι δύο πατέρες Δοσίθεος και Έφραίμ. Ύστερα προστέθηκαν και άλλοι. Γύρω στον 1977 προσήλθε και ή μικρά τότε (5-6) συνοδεία του π. Κυρίλλου Μάνθου (τώρα εγκατεστημένη στον Μπουραζέρη Αγιορείτικες. Όρους) και ενσωματώθηκε ήρεμα και φυσικά στον υπόλοιπο μοναχικό σώμα. Έτσι, ό αριθμός των μοναχών έφθασε τούς 25-30.
Τον 'ίδιο χρόνο αναγνωρίζεται ή Μονή, ως «Κοινοβιακή και Κτητορική» και εκλέγεται ό π. Χερουβείμ, ως πρώτος ηγούμενος αυτής. Μέσα στον ίδιο έτος λαμβάνει χώρα και ή ενθρόνισης του. Το γεγονός αυτό πλήρωσε χαράς, όχι μόνον τους αδελφούς αλλά και όλους τους γνωστούς και φίλους της. Ήταν ένα δώρο του Θεού, υστέρα από πολλές δυσκολίες και εμπόδια, από τα όποια ή Συνοδεία ταλαιπωρήθηκε πολύ.
«Ήταν αυτό μια πράξις δικαιοσύνης» ομολόγησε ό παρευρεθείς στην τελετή της ενθρονίσεως, μαζί και με άλλους αδελφούς της Ί. Μονής της Χρυσοπηγής, ηγούμενος αυτής, Αρχιμανδρίτης τότε Καλλίνικος Καρούσος, νύν δε Μητροπολίτης Πειραιώς.
Την ακολουθία της ενθρονίσεως τέλεσε ό μακαριστός Μητροπολίτης Αττικής Δωρόθεος, παρίστατο δε και ό πρ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιάκωβος. Ένα πλήθος κόσμου παρακολουθούσε την ενθρόνιση και έχαιρε και δόξαζε τον Κύριο. Ό Γέρων Χερουβείμ εξεφώνησε εμπνευσμένο ένθρονιστήριο λόγο, τονίσας, μεταξύ άλλων, την άξια πού έχει ή ίδρυσης μιας νέας Μονής με το αγιορείτικο τυπικό, «ου μακράν από τής πρωτευούσης», ώστε και ό σύγχρονος άνθρωπος να μπορεί να γεύεται τούς καρπούς τής αγιορείτικης μοναχικής παραδόσεως... Λόγω του αβάτου δεν επετράπη μεν ή είσοδος στις γυναίκες, μετά όμως την ενθρόνιση, ό Ηγούμενος εξήλθε στην Πύλη τής Μονής, όπου τον περίμενε ένα πλήθος ευλαβών γυναικών, πνευματικών του τέκνων, για να λάβουν την ευλογία του. Ό Γέροντας τούς ευλόγησε και τούς τόνισε την αξία πού έχει στην ζωή μας ή μεγάλη αρετή τής υπομονής!...
Ό Γέρων Χερουβείμ, αναγκάστηκε και ταλαιπωρούμενος από τα προβλήματα τής υγείας του, κρατούσε καλά το τιμόνι τής ηγουμενίας. Υπήρξε ό πρώτος και αναντικατάστατος ηγούμενος, με όραμα και ένθεο ζήλο να οδηγήσει το σκάφος αυτό στον μεγάλο του προορισμό. Πίστευε πολύ στην μεγάλη άξια τής κοινοβιακής ζωής. «Ό Θεός μας χάρισε ένα μεγάλο δώρο! Μας έδωσε το Μοναστήρι! Μας αξίωσε να διαβάζουμε τούς Πατέρας! Μας αξίωσε πολλές φορές το 24ωρο να δοξολογούμε το Πανάγιο Όνομα Του! Μας αξίωσε να ζούμε -να θέλουμε να ζούμε- την ζωή των Πατέρων! Μας έδωσε όλα τα μέσα για μια ολοκληρωμένη πνευματική και αφιερωμένη ζωή!».
Αυτά μας έλεγε συχνά, ευχαριστώντας τον Κύριο! Σκυφτός καθημερινά πάνω σε κάθε ψυχή και κρατώντας την σμίλη στον χέρι, προσπαθούσε με απέραντη αγάπη και πόνο να την κατεργαστεί και να την φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». (Έφεσ. 4, 13). Κατά το υπόδειγμα των παλαιών αγιορειτών Γερόντων και δη του αυστηρότατου Γέροντος του Γρηγορίου, είχε την χάρι να συνδυάζει άριστα την αυστηρότητα με την επιείκεια και συγκατάβαση. Αυστηρός στην κατ' εξακολούθηση πτώση του αδελφού, εξ αιτίας της αμέλειας και ραθυμίας του- επιεικής και συμπαραστάτης στον αδύνατο και μετανοούντα αγωνιστή. Παρέδωσε στην Αδελφότητα από την αρχή το ήθος και το ύφος των γνησίων αγιορειτών μοναχών, πού είναι σκυμμένοι επάνω στον εαυτό τους, και στον διακόνημά τους, αποφεύγοντας τις «συντυχίες» και «αδολεσχίες» με τούς άλλους και δη τούς κοσμικούς. «Ό μοναχός -μας έλεγε- είναι σαν το ιερό σκεύος της θ. λειτουργίας το αφιερωμένο στην λατρεία του Θεού. Και όπως δεν μπορεί κανείς να πάρει το άγιο Ποτήριο και να το χρησιμοποίηση για κοινή χρήση, έτσι και τον εαυτό του ό μοναχός δεν μπορεί να τον χρησιμοποιεί για την αμαρτία και τις κοσμικές ενασχολήσεις».
Αγωνιζόταν πολύ για να κρατά σε αυτό το φρόνημα όλους τούς αδελφούς. Δεν ήθελε τις παρεκκλίσεις και τις ιδιορρυθμίες. Τις φοβόταν πολύ! Γιατί -όπως έλεγε- διασπούν την εν Χριστώ ενότητα της Συνοδείας και οδηγούν στην πλάνη την ψυχή. Γι αυτό και όταν παρουσιαζόταν κάτι τέτοιο το κτυπούσε «άμα την γενέσει του», για να μη συνεχιστή και γίνει καθεστώς. Εάν καμιά φορά κάποιος αδελφός αμελούσε να πάει στην ακολουθία, ή έλειπε από την Τράπεζα, χωρίς ευλογία, έλεγε: «αυτό δεν πρέπει να ξαναγίνει». Έδινε απόλυτη άξια στους τρεις άξονας της κοινοβιακής ζωής: τον Ναό, την Τράπεζα και την έξαγόρευσι των λογισμών στον Γέροντα. Επεδίωκε το «ομοθυμαδόν» των πρώτων χριστιανών (Πράξ. 5, 12) σε όλη την εσωτερική και εξωτερική ζωή της Μονής.
Όμως δεν περιφρονούσε την ίδιοπροσωπία και ιδιαιτερότητα του καθενός αδελφού. Τουναντίον, αντιμετώπιζε τα πρόσωπα με απόλυτο σεβασμό τής ελευθερίας τους, ακόμη και τής αδυναμίας τους. Οικονομούσε με τόση σοφία και διάκριση πατερική τα πράγματα, ώστε και ή αυστηρή γραμμή της συνοδείας να διατηρείται, αλλά και άνετα ό καθένας να αισθάνεται. Όταν στις συνάξεις καθόριζε τον γενικό προσανατολισμό της Μονής στα ίχνη των Πατέρων, ήταν σχεδόν απόλυτος, γιατί -όπως έλεγε- αυτά τα δοκιμασμένα θεμέλια έπρεπε να στηριχτεί το παρόν αλλά και το μέλλον της. Όταν όμως αντιμετώπιζε τα προσωπικά προβλήματα και τις δυσκολίες του κάθε μονάχου, παρουσίαζε θαυμαστή ευκαμψία και κατανόηση, πράγμα πού βλέπει κανείς στους μεγάλους Γεροντάδες.
Όταν π.χ. έβλεπε ότι κάποιος μοναχός παρουσίαζε σοβαρή δυσκολία να ξεπεράσει τα όριά του δεν ασκούσε πίεση πάνω του. Τον άφηνε να το θέληση μόνος του, χρησιμοποιώντας το φιλότιμο. Αυτός τον βοηθούσε διασπούν' άλλης οδού... Ήταν διεισδυτικός στα γεγονότα και προπαντός στις ψυχές. Είχε το χάρισμα να σε αντιλαμβάνεται. αμέσους. Έτσι, δεν μπορούσε κανείς να του κρύψει τίποτε. Με μια ματιά καταλάβαινε τον εσωτερικό σου κόσμο. Όταν κανείς τον πλησίαζε έχοντας κάποιο λογισμό εις βάρος του, αυτός τον κοίταζε κατευθείαν στα μάτια και του έδινε να καταλάβει ότι... τα γνωρίζει όλα!! Γι αυτό και πολύ αναπαυόταν κανείς κοντά του. Τον είλκυε με την αγάπη και με το ήρεμό του βλέμμα. Αυτή την ηρεμία δεν την έχανε και όταν σε μάλωνε. Γι αυτό και σύ τον κοίταζες ήρεμα και συμφωνούσες μαζί του για το... μάλωμα.
Ήταν γεννημένος ηγέτης. Από μικρός διακρινόταν ανάμεσα στους πολλούς. Είχε την σοβαρότητα του μεγάλου. Όταν βρισκόταν μεταξύ άλλων, αυθόρμητα προκαλούσε την προσοχή και τον σεβασμό. Έπεβάλλετο από την πρώτη στιγμή. Ή γνώμη του είχε βαρύτητα. Ό λόγος του έπειθε. "Άγγιζε την καρδιά. Σε έβαζε σε σκέψεις, γιατί πάντα είχε να πει κάτι βαθύτερο. Στις Συνάξεις της Συνοδείας ήταν διδακτικότατος. Έβαζε μέσα σου θεμέλια γερά «ως σοφός αρχιτέκτων» (Α' Κορ. 3,10) και κατόπιν πετρούλα-πετρούλα έκτιζε τον καινό άνθρωπο. Ήταν γενναίος! Δεν τον φόβιζαν οι δυσκολίες, τα προβλήματα και οι επιθέσεις ορατών και αοράτων έχθρων. Στητός στον πηδάλιο της «νοητής όλκάδος» της Αδελφότητος, αντιμετώπιζε με ανδρεία και θάρρος τις θύελλες και τις φουρτούνες. Σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις συνήθιζε να συμβουλεύεται και τούς μεγαλύτερους των αδελφών ή και ολόκληρη την Αδελφότητα, ώστε ή αντιμετωπίσει να γίνεται «ενσωματώθηκε πολλή βουλή».
Ήταν πολύ άνετος στην συνεργασία με τούς άλλους. Δεν αισθανόταν καμιά δυσκολία να συμφωνήσει μαζί τους, αναθεωρούντος ακόμη και την δική του θέση. Εκεί πού ήταν «άτεγκτος» ήταν οι αρχές της μοναχικής ζωής, όπως τις παρέλαβε από τούς Γεροντάδες του, τις όποιες θεωρούσε απαραβίαστες. «Πρέπει -έλεγε- όλοι μας να καταλάβουμε ότι για να σταθεί ή Μονή στα πόδια της και να φέρει τούς καρπούς της, δηλ. να καλλιεργηθούν οι αδελφοί και μετά από την ζωή αύτη να δώσουν το «παρών» ενώπιον του Θεού, πρέπει να εργαστούν όλοι, από τον Ηγούμενο μέχρι τον μικρότερο.
Κάθε ένα, ο όποιος δεν εργάζεται για την πνευματική ανάπτυξη της Μονής, ή αντιθέτως, με τον τρόπο του, την συμπεριφορά του, την στάση του, παρεμβάλλει εμπόδια στον σκοπό αυτό, το κρίμα και ή αμαρτία της πράξεως και στάσεως αυτής θα τον συνοδεύει και στην άλλη ζωή». Υπήρχαν όμως και προβλήματα πού τα αντιμετώπιζε εντελώς μόνος, γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Έτυχαν φορές πού έπεφτε μόνος του στον πέλαγος (ήξερε να κολυμπά χωρίς να πνίγεται) και πάλευε με τα αφρισμένα κύματα, προκειμένου να σώσει κάποιον αδελφός. Πολλές φορές ξαγρύπνησε, έκλαψε, ικέτεψε, ταπεινώθηκε μπροστά στον άλλον «πλένοντας τα πόδια του», όπως ό Κύριος (Ίω. 13,4-5). Στις ώρες αυτές τον βλέπαμε να υποφέρει, να αναστενάζει αλλά και να υπομονή. Πολλές φορές έλεγε σε μένα πού ήμουν μακριά, λόγω τής θέσεώς μου: «έλα κάτω να σε δούμε... να γελάσει λίγο το χειλάκι μας»!...
Και όταν ήλθε, «κρίμασιν οίς οίδε Κύριος», ή ώρα να πιει το κατάπικρο ποτήρι τής συκοφαντίας, το ήπιε «παλικαρίσια» μέχρι τρυγός, ευχαριστώντας τον Θεό. Δεν αποποιήθηκε το «αναλογούν μερίδιον» τής ευθύνης. Ούτε θέλησε να το άντιπροσφέρη σε άλλους. Το θεώρησε ευκαιρία για αυτοκριτική και αναθεώρηση πολλών πραγμάτων! Υπήρξε και εδώ αξιοθαύμαστος! Ωστόσο οι δοκιμασίες, οι θλίψεις και οι κόποι, καθώς προχωρούσαν τα χρόνια, επιδείνωσαν την κατάσταση τής καρδιάς του. Το νευρικό του σύστημα είχε κλονιστεί σοβαρά και το υψηλό ζάχαρο, πού δεν ήθελε να κατέβει, τον ταλαιπωρούσε. Μερικές φορές παρέμενε στον κρεβάτι απέχοντας κάπου-κάπου από το πρόγραμμα της Μονής.
Τότε το κελλάκι του γινόταν ό τόπος τής συγκεντρώσεως και. του αναβαπτισμού των αδελφών. Όσο ανήμπορος και αναγκάστηκε ένοιωθε, δεν αρνιόταν την πνευματική βοήθειά του σε κανένα. Όταν ένοιωθε καλύτερα έπαιρνε το μπαστουνάκι του και επισκεπτόταν τον κάθε μοναχό στον διακόνημά του. Εκεί δινόταν ή ευκαιρία στον αδελφός να συζήτηση διάφορα θέματα, να ρωτήσει, να έξαγορεύση τούς λογισμούς του και να δεχθή πατρικές νουθεσίες για την πνευματική του κατάρτιση ή και για το διακόνημά του.
Ό Γέροντας εκτός των πολλών πνευματικών γνώσεών του, είχε και γνώσεις πρακτικές, πολύ χρήσιμες στον καθένα. Στον μάγειρο π.χ. υποδείκνυε πώς να μαγειρεύση το φαγητό και με έναν άλλο, καλύτερο τρόπο. Στον κηπουρό εφιστούσε την προσοχή πώς να φυτεύει, να ποτίζει, ή να κλαδεύει τα δένδρα. Σε όλους κάτι είχε να πει. Όλα όμως τα χαιρόταν, βλέποντας την φιλότιμη προσπάθεια του καθενός, χωρίς να παραλείπει να την ενθαρρύνει και με τον πατρικό του έπαινο.
Έτσι κύλησαν τα τελευταία χρόνια τής ζωής του, πού ήταν τα πιο μεστά, αλλά και τα πιο ευεργετικά για όλη την Αδελφότητα. Ή Ιερά Συνοδεία τής Μονής, με την δυναμική και άοκνη επιστασία του, είχε φθάσει σε μια ωριμότητα πολύ ικανοποιητική και όλοι δοξάζαμε τον Κύριο.
Όμως ή μεγάλη καρδιά του Γέροντος, πού κράτησε επάνω της όλο το βάρος τής Συνοδείας, αλλά και του καθενός αδελφού χωριστά, είχε πια κουρασθεί τόσο, πού, αναγκάστηκε δεν ζητείτο ή βοήθεια τής επιστήμης, δεν θα μπορούσε άλλο να ανθέξη. Γι αυτό αποφασίστηκε, κατόπιν και των υποδείξεων των ιατρών, να μεταβεί στην Αγγλία και να υποβληθεί σε εγχείρηση, πού κατά τις προβλέψεις θα μπορούσε, αναγκάστηκε επετύγχανε, να του χαρίσει, συν θεώ, πολλά χρόνια ζωής!
ΒΙΒΛ. ΟΣΑ ΔΕΝ ΠΗΡΕ Ο ΑΝΕΜΟΣ. ΑΡΧΙΜ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΤΖΑΝΗ.