Ο Φαρισαίος και ο τελώνης
Το πρωί στην εκκλησία η ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε ήταν παραβολή. Την έφτιαξε δηλαδή ο Κύριος. Δεν μας αναφέρει ένα γεγονός, αλλά ο Κύριος κάνοντας αυτήν την παραβολή παρουσιάζει σαν γεγονός τη μετάβαση του τελώνου και του Φαρισαίου στον ναό, για να προσευχηθούν. Και μιλήσαμε το πρωί παίρνοντας αφορμή από τα λίγα λόγια που έβαλε ο ίδιος ο Κύριος στο στόμα του τελώνου. «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τίποτε άλλο ο τελώνης, αυτός ο μεγάλος αμαρτωλός, τίποτε άλλο δεν κάνει παρά κάθεται σε μια γωνιά του ναού και λέει αυτές τις λέξεις.
Ενώ ο Φαρισαίος προχωρεί, πηγαίνει μπροστά μπροστά, σε καλή θέση και, κομπορρημονεί και μεγαλαυχεί. Ο Φαρισαίος, ας πούμε, σκέφτεται φαρισαϊκά, εκδηλώνεται φαρισαϊκά, προσεύχεται φαρισαϊκά, υποτιμάει και τον τελώνη: «Δεν είμαι ούτε σαν αυτόν εδώ τον τελώνη». Τον οποίο βλέπει κάπου εκεί σε μια γωνιά.
Ο τελώνης, όπως είπα και το πρωί, ούτε και με τον Φαρισαίο τα βάζει. Θα ήθελα να το προσέξουμε αυτό. Είναι μερικοί που λένε: «Αυτός ο Φαρισαίος- αυτοί που κάνουν τους μεγάλους σταυρούς και τις μεγάλες μετάνοιες». Αυτοί που μιλούν έτσι τάχα για Φαρισαίους σημερινούς, αν ήταν εκεί στο ναό και έβλεπαν τον τελώνη να κάνει αυτά που έκαμνε, φοβούμαι ότι θα τον έλεγαν Φαρισαίο. «Για κοίταξέ τον πώς...».
Γιατί ο τελώνης κάθισε εκεί κάπου, κτυπούσε, λέει, και το στήθος, ούτε τα μάτια του δεν σήκωνε ψηλά και έλεγε: «Ο Θεός, Ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Αν ήταν κανένας από τους σημερινούς μη Φαρισαίους, θα τον έλεγε Φαρισαίο. Ο τελώνης λοιπόν ούτε με τον Φαρισαίο δεν τα βάζει, μολονότι ο Φαρισαίος τον κατηγόρησε και -πως να πούμε;-πολύ τον περιφρόνησε. Τίποτε. Ίσως ούτε καν θα τον πρόσεξε ο τελώνης, δεν θα κατάλαβε καλά, δεν θα έδωσε καν σημασία. Ξέρει μόνο αυτό: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». «Θεέ μου, γίνε ίλεως. Σπλαγχνίσου με, ελέησέ με τον αμαρτωλό».
Η δικαίωση του τελώνου
Ο τελώνης, όπως τον παρουσιάζει ο Κύριος, σαν να τα συγκεντρώνει όλα σ' αυτές τις λίγες λέξεις, σ' αυτήν την μικρή προσευχή που κάνει. Αλλά, όπως λέγαμε και το πρωί, μέσα σ' αυτές τις λίγες λέξεις είναι και όλα τ' άλλα. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι ο τελώνης εκείνη την ώρα απλώς λέει αυτά τα λόγια. Ο τελώνης εκείνη την ώρα είναι ταπεινός, είναι μετανοημένος, έχει φόβο Θεού μέσα του, έχει κατάνυξη μέσα στη ψυχή του, πενθεί, αν δεν έχει δάκρυα εξωτερικά, οπωσδήποτε έχει μέσα του δάκρυα, και συγχρόνως θεωρεί τον εαυτό του ως τον τελευταίο των ανθρώπων.
Έχει συναίσθηση της αμαρτωλότητός του, δεν έχει διάθεση να διασκεδάσει, να φάει και να κάνει φαγοπότια και τέτοια, αλλά συγχρόνως έχει ελπίδα στον Θεό, έχει πίστη στον Θεό. Αλλιώς, δεν θα πήγαινε εκεί. Έχει ένα κάτι μέσα του που τον έσπρωξε να πάει ως εκεί είναι πιασμένος απ' αύτήν την ελπίδα και περιμένει το έλεος του Θεού. Ο τελώνης λοιπόν είναι αυτός ο οποίος δικαιώνεται, είναι αυτός τον οποίο άκουσε ο Θεός, ελέησε ο Θεός, πρόσεξε την προσευχή του ο Θεός και τον δικαίωσε με την έννοια ότι τον έκανε δίκαιο, δηλαδή ενάρετο. Σήμερα όταν λέμε τον δικαίωσε, αλλιώς το εννοούμε.
Ενώ ο τελώνης δεν είχε καμιά αρετή, δεν έχει να πει τίποτε, ο Φαρίσαίος λέει τόσα· έκανα τούτο, έκανα εκείνο. Και κατεβαίνει ο Φαρισαίος όχι δικαιωμένος, δηλαδή γυμνός από την Χάρη του Θεού. Δεν έχει τίποτε ο Φαρισαίος, ενώ ο τελώνης είναι αυτός που τα έχει όλα τώρα· του τα 'δωσε ο Θεός. Διότι ο Θεός δέχεται τη μετάνοιά του, ακούει την προσευχή του, τον περιβάλλει με το έλεός του, γεμίζει την καρδιά του με την Χάρη του, συγχωρεί τις αμαρτίες του, τον καθαρίζει, τον αγιάζει, τον κάνει δικό του και αισθάνεται ο τελώνης -όχι απλώς του το λέει ο Θεός, αλλά και το αισθάνεται κιόλας- ότι είναι παιδί, του Θεού. «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα». Δηλαδή πάει εκείνη η μέχρι τότε ζωή.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τόν αμαρτωλό
Όπως ο Κύριος παρουσιάζει τον τελώνη σ' αυτήν την παραβολή, ο τελώνης δεν κάνει τίποτε άλλο παρά αυτό το μικροπραγματάκι: λέει τη σύντομη προσευχή «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», μέσα όμως στην οποία είναι όλα τα άλλα και δικαιώνεται, με την έννοια που είπαμε. Παίρνοντας λοιπόν αφορμή απ' αυτό -το λέγαμε και το πρωί, το λέμε και τώρα- τουλάχιστον αυτό να κρατήσουμε όλη αυτήν την περίοδο, και νομίζω κανένας δεν μπορεί να παρουσιασθεί και να πει «εγώ δεν μπορώ να το κάνω». Δεν υπάρχει κανείς που δεν μπορεί να το κάνει αυτό: Και οι δυνατότεροι και οι λιγότερο δυνατοί και οι μεγάλοι και οι μικροί και οι μεν και οι δε, οι πάντες μπορούμε να λέμε «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», που ελεγε ο τελώνης ή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν»- τη γνωστή αυτή προσευχή, την οποία μπορεί κανείς να λέει παντού και πάντοτε, αλλά να τη λέει όμως μ' αυτήν τη συναίσθηση του τελώνου.
Δεν μπορεί δηλαδή να λες την ευχή και από την άλλη πλευρά να κακολογείς τους άλλους, να περιφρονείς τους άλλους, να κατακρίνεις τους άλλους, να μελετάς πως θα τους αδικήσεις, να μελετάς πως θα τους ξεπεράσεις. Ή, δεν μπορείς να λες την ευχή αυτήν και να υπερηφανεύεσαι, να λες την ευχή αυτήν και να είναι η ψυχή σου πέτρα, να λες την ευχή αυτήν και να αυθαδιάζεις ενώπιον του Θεού, να λες την ευχή αυτήν και να μην ανέχεσαι τους άλλους, να τα βάζεις έστω και με τους αμαρτωλούς κλπ. και να τους λες Φαρισαίους. Δεν συμβιβάζονται αυτά. Ή να λες την ευχή και να τσακώνεσαι με τη σύζυγό σου, επειδή δεν σου έκανε φαγητό ή επειδή έκανε νηστήσιμο φαγητό... Κατά τα άλλα λες την ευχή. Δεν γίνεται.
Θυμάμαι, κάποιον ο οποίος έλεγε την ευχή, μάλιστα κλεινόταν στο δωμάτιό του και για πολλή ώρα έλεγε την προσευχή, ενώ η γυναίκα του από την άλλη πλευρά μαράζωνε, καθώς αυτός δεν έδινε σημασία, σαν να μην ήταν παντρεμένος. «Ευλογημένε, παντρεμένος είσαι, έχεις τη γυναίκα σου- θα πρέπει να την περιβάλλεις με αγάπη, θα πρέπει να την περιβάλλεις με στοργή, θα πρέπει να δεις τι κάνει, πως πηγαίνει, να της πεις έναν γλυκό λόγο, να την παρηγορήσεις, να τη στηρίξεις, να σε αισθανθεί ότι είσαι ο άνδρας της». Γίνονται αυτά τα πράγματα; Εκείνος λοιπόν που λέει την ευχή, οπωσδήποτε έχει και τα άλλα. Δεν μπορεί να μην τα έχει τα άλλα· διότι αλλιώς δεν θα λέει σωστά την ευχή, θα την λέει εντελώς τυπικά την ευχή, δηλαδή αυτήν την προσευχή.
Ένα αίτημα
Ωστόσο όμως παρακαλώ, και επιτρέψτε μου να πω ότι το ζητώ από όλους: Αυτήν τη φετινή περίοδο του Τριωδίου από σήμερα κιόλας, όπως είπαμε στην αρχή, όλοι να ενθυμούμαστε κάθε μέρα ότι είναι περίοδος Τριωδίου και ότι καλούμαστε σε πνευματικό αγώνα. Αυτό θα μας το θυμίζει η προσευχή αυτή.
Ξύπνησες τό πρωί. Όπως κι αν έχει το πράγμα, μπαίνοντας - βγαίνοντας θα προλάβεις να πεις μερικές φορές την ευχή. Δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να σταθεί κανείς σε στάση προσευχής, για να πει αυτήν τη σύντομη προσευχή. Μπορεί κανείς, φορώντας τα παπούτσια του και καθώς πλύνεται και καθώς ξυρίζεται, να λέει την ευχή, αντί να λέει άλλα πράγματα. Και ωσότου πάει στη δουλειά και ωσότου γυρίσει, από τη δουλειά και καθώς πιέζεται στη δουλειά και δεν ξέρει τι να κάνει και ξεφυσάει και στενοχωριέται και του 'ρχεται να πει και καμιά κακή κουβέντα, τι τον πειράζει να θυμηθεί την ευχή;
Πρώτον· κάνει προσευχή ενώπιον του Θεού. Δεύτερον ξεχνάει την κακία του. Τρίτον αφού κάνεις προσευχή, ο Θεός το έχει υποσχεθεί: πριν τον καλέσουμε, έρχεται κιόλας. Πριν του το ζητήσουμε, ο Κύριος επεμβαίνει και μας βοηθάει.
Να κρατήσουμε λοιπόν αυτό. Πως, ας πούμε, έχει κανείς το δαχτυλίδι στο χέρι και θυμάται ότι είναι παντρεμένος. Όπως κι αν έχει το πράγμα, δεν μπορεί να το ξεχάσει Το δαχτυλίδι του το θυμίζει. Έχει κανείς κάτι άλλο και αυτό τον κάνει να θυμάται κάτι άλλο που θέλει να θυμάται. Να λέμε λοιπόν την ευχή, την προσευχή αυτή, οπουδήποτε και οποτεδήποτε και να αξιοποιούμε όλα τα κενά που έχουμε μέσα στο εικοσιτετράωρο. Η ευχή αυτή έχει, να προσπαθούμε να έχει, όλα αυτά: τη μετάνοια, την ταπείνωση, την επιστροφή στον Θεό, τη ζήτηση, τον πόθο για τον Θεό. «Θεέ μου, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Λένε μερικοί «δεν μπορώ να την πω». Ή, πώς θα την πεις; Δεν είναι εδώ μαγνητόφωνο, ας πούμε, να το βάλεις να την πει. Λαχταράει η ψυχή σου το έλεος, ακριβώς διότι αισθάνεσαι πολύ αμαρτωλός, πολύ αδύνατος, διότι αισθάνεσαι να πιέζεσαι, να είναι βαριά η ψυχή σου από τις πτώσεις σου, διότι αισθάνεσαι την κακία των ανθρώπων γύρω σου, διότι αισθάνεσαι ότι έχεις ανάγκη από τον Θεό. Όταν τα αισθάνεσαι αυτά, μπορείς να μην τη λές; Και να σε εμποδίζουν, εσύ θα τη λες. Κραυγάζεις, δηλαδή φωνάζεις και λές «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Λέγοντας λοιπόν την ευχή, και θα ενθυμούμαστε ότι είμαστε μέσα στην περίοδο αυτή του Τριωδίου και θα προσευχόμαστε. Και καθώς θα προσευχόμαστε, μέσα σ' αυτήν την προσευχή θα έχουμε και όλα τ' άλλα. Ή, καθώς θα ενθυμούμαστε ότι είμαστε στην περίοδο του Τριωδίου, θα προσπαθούμε να έχουμε και όλα τα άλλα, τα οποία βρίσκουμε με κάθε λεπτομέρεια, θα έλεγε κανείς, μέσα στα βιβλία της Εκκλησίας και μάλιστα στο βιβλίο αυτό που λέγεται, όπως είπαμε, Τριώδιο.
Ο πόθος: αυτό που προσέχει ο θεός
Σας είχα πει την περασμένη φορά ότι υπάρχουν και βιβλία κατάλληλα για την περίοδο αυτή. Ένα βιβλίο γραμμένο από τον π. Σμέμαν για τη Μ. Τεσσαρακοστή, που είναι πορεία προς το Πάσχα. Ο μακαρίτης ο Φραγκόπουλος έχει γράψει με κάθε λεπτομέρεια για όλα αυτά τα θέματα. Για τις τρεις πρώτες εβδομάδες το βιβλίο το τιτλοφορεί «Η θύρα της μετανοίας». Το δεύτερο βιβλίο που αναφέρεται στις εβδομάδες της κυρίως Σαρακοστής το τιτλοφορεί «Το στάδιο των αρετών». Αλλά και άλλα βιβλία.
Γενικά το βιβλίο του Σμέμαν είναι πολύ καλό. Αρχίζει από την Κυριακή που αναγινώσκεται η ευαγγελική περικοπή η οποία αναφέρεται στο περιστατικό του Ζακχαίου. Λέει ο Σμέμαν ότι ο Ζακχαίος επιθυμεί να δει τον Κύριο. Και αυτή η επιθυμία τον κάνει να ξεπεράσει τις δυσκολίες που έχει και κυρίως το ότι ήταν κοντός· ξεπερνάει δηλαδή τον εαυτό του. Εάν δεν επιθυμούσε τόσο πολύ να δει τον Κύριο, θα έλεγε «δεν μπορώ, δεν γίνεται, είναι τόσος κόσμος» κλπ. Επειδή λοιπόν επιθυμούσε τον Κύριο, μηχανεύτηκε η μάλλον η επιθυμία αυτή τον έκανε να μηχανευθεί, να βρει έναν τρόπο. Ανέβηκε στη συκομορέα και είδε τον Κύριο και ο Κύριος αμέσως ανταποκρίθηκε. Ο Κύριος ως Θεός είδε την επιθυμία που υπήρχε μέσα στην καρδιά του Ζακχαίου και δεν τον άφησε έτσι.
Θα λέγαμε, ο Θεός προσέχει πάρα πολύ αυτό: την επιθυμία. Αν δηλαδή κανείς έχει πόθο μέσα του, αν έχει επιθυμία μέσα του, αν έχει λαχτάρα, αν αγαπά τον Θεό. Βέβαια, είναι δώρο του Θεού αυτό, αλλά είναι κάτι που είναι και από τον άνθρωπο. Βλέπετε, όταν κι εμείς κάτι το λαχταρούμε, το ποθούμε πολύ, όλοι να τα βάλουν μαζί μας, όλοι να παρεμβάλουν εμπόδια, εμείς θα βρούμε τρόπο να φθάσουμε σ' αυτό το οποίο θέλουμε. Αρχίζει λοιπόν ο πατήρ Σμέμαν την πορεία προς το Πάσχα από τον πόθο. Η πορεία αυτή δεν είναι απλώς να γιορτάσουμε το Πάσχα, αλλά είναι να έλθει το Πάσχα στην ψυχή μας. Δηλαδή σκοπός είναι να αναστηθεί η ψυχή. Γι' αυτό αναστήθηκε ο Χριστός. Ανασταινόμενος ο Χριστός ανασταίνει εμάς· όχι για μας, αλλά ανασταίνει εμάς.
Ένας που ποθεί τον Χριστό, αγαπά τον Χριστό, ενώνεται με τον Χριστό, είναι αδύνατο να μη σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό και να μην αναστηθεί με τον Χριστό. Μερικοί όταν συναντήσουν δυσκολίες στη ζωή και ζορισθούν, στενοχωριούνται, αποθαρρύνονται, τρομοκρατούνται και το βάζουν στα πόδια. Δεν ποθείς τον Χριστό; Δεν επιθυμείς τον Χριστό; Δεν λαχταράει η ψυχή σου τον Χριστό; Ε, αφού αυτό υπάρχει μέσα στην καρδιά σου, αυτό σημαίνει πώς ό,τι έγινε με τον Χριστό, θα γίνει και με σένα. Καθώς είσαι μαζί με τον Χριστό, είναι αδύνατο να μην περάσεις από τον σταυρό που πέρασε εκείνος, είναι αδύνατο να μη συσταυρωθείς με τον Χριστό, για να συναναστηθείς με τον Χριστό.
Προετοιμασία για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή
Επίσης κάτι που τονίζει ο π. Σμέμαν και χρειάζεται νομίζω να το σημειώσουμε αυτήν την ώρα είναι ότι η Εκκλησία δεν μας βάζει κατευθείαν μέσα στη Μ. Τεσσαρακοστή. Ας πούμε, χωρίς να παρεμβάλλονται οι τρεις εβδομάδες προετοιμασίας, την Κυριακή, που λέγεται σήμερα Κυριακή της Τυρινής, να μας έλεγε ότι από την άλλη μέρα, από αύριο Δευτέρα, μπαίνουμε στην Τεσσαρακοστή.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί απότομα από τη μιά κατάσταση στην άλλη, και η Εκκλησία, που γνωρίζει καλά τη φύση του ανθρώπου, την ψυχολογία του ανθρώπου, τον προετοιμάζει. Ας πούμε, αρχίζει από σήμερα το Τριώδιο, Κυριακή τελώνου και Φαρισαίου -είπαμε, με το περιστατικό του Ζακχαίου μας τονίζει την επιθυμία- και μας τονίζει την ταπείνωση, μας τονίζει την προσευχή που γίνεται με ταπείνωση. Μας τονίζει τη μετάνοια, την επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό με την παραβολή του ασώτου υιού που θα ακούσουμε την άλλη Κυριακή.
Έχετε ακούσει και εγώ πρέπει να έχω ξαναπεί αυτό που λέγεται, ότι εάν δεν είχε διασωθεί τίποτε από τα Ευαγγέλια και είχε διασωθεί μόνο η παραβολή του ασώτου υιού, μας έφθανε, για να καταλάβουμε ποιος ήταν αυτός ο Χριστός που ήλθε στη γη, τι είναι ο Θεός μας, πόσο αγαπά ο Θεός τον άνθρωπο, πόσο περιμένει τον άνθρωπο να γυρίσει, να επιστρέψει, να του δώσει τα αγαθά εκείνα που έχασε, να τον συγχωρήσει. Περιμένει ο Θεός και είναι έτοιμος να συγχωρήσει τον άνθρωπο και είναι έτοιμος να του δώσει «τον μόσχον τον σιτευτόν», που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και μόνο η παραβολή αυτή να είχε διασωθεί, μας έφτανε· θα ξέραμε τι είναι Ευαγγέλιο.
Η Εκκλησία λοιπόν μας προετοιμάζει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή με την παραβολή του τελώνου και Φαρισαίου, με την παραβολή του ασώτου υιού, όπου τονίζεται η επιστροφή στον Θεό, με την παραβολή της Κρίσεως -παραβολή είναι η περικοπή που αναγινώσκεται την Κυριακή της Απόκρεω- οπότε στήνεται το τελικό δικαστήριο και ο Χριστός κρίνει τους ανθρώπους με βάση την αγάπη. Δηλαδή ο άνθρωπος επιθυμεί, ποθεί, ταπεινώνεται, μετανοεί, επιστρέφει στον Θεό -«ελθών εις εαυτόν» ο άσωτος, κατάλαβε τι έγινε και γυρίζει στον Θεό, επιστρέφει στον Θεό- και φθάνει στην αγάπη.
Όπως λέει ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής καί όπως τονίζουν όλοι οι Πατέρες, το τέλος της αρετής, η τελειότητα της αρετής, η ατέλεστος τελειότης είναι η αγάπη. Ξεκινάει κανείς με τη μετάνοια, με την κάθαρση, με τον φωτισμό και φθάνει στην αγάπη. Αγαπά κανείς τον Χριστό, αγαπά την Αγία Τριάδα, αγαπά τον άνθρωπο, αλλά αγαπά όπως λέει ο Κύριος: «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με». «Εγώ, εγώ». Ο Χριστός πείνασε, ο Χριστός δίψασε, ο Χριστός ήταν στη φυλακή. Αυτό σημαίνει ότι δεν φθάνει ν' αγαπήσεις τον άλλο, απλώς για να τον εξυπηρετήσεις. Όχι. Πρέπει να ανακαλύψεις μέσα στον άλλο αυτό, που αξίζει όσο δεν αξίζει όλος ο κόσμος· να ανακαλύψεις αυτό το ιδιαίτερο που έχει ο καθένας στη ψυχή του, αλλά και η ψυχή του καθενός είναι κάτι το ιδιαίτερο. Όχι απλώς βοήθησα τον Γιώργο, βοήθησα τον Γιάννη, εξυπηρέτησα τον Βασίλη ή προσφέρθηκα και βοήθησα την Άννα και τη Βασιλική ή μια ομάδα ανθρώπων κλπ. Αυτός ο άνθρωπος είναι πρόσωπο· δεν είναι απλώς άτομο.
Αν δούμε τον Χριστό μέσα στον καθένα...
Σήμερα όλος ο κόσμος είναι άτομα. Όλοι είναι ατομιστές. Ο καθένας όμως είναι πρόσωπο. Και ο άνθρωπος γίνεται πρόσωπο, όταν είναι μέσα του ο Χριστός. Χωρίς τον Χριστό δεν μπορεί ο άνθρωπος να γίνει πρόσωπο. Γι' αυτό λέει «επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν». Δηλαδή ο Χριστός δεν είναι μέσα στον κάθε άνθρωπο, δυνάμει όμως είναι μέσα, διότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος για όλους, απέθανε για όλους και από κάποια πλευρά είναι μέσα στη ψυχή του καθενός. Αν δούμε τον Χριστό μέσα στον καθένα, τότε βλέπουμε αληθινά τον άνθρωπο, τότε βλέπουμε αυτόν τον αληθινό άνθρωπο που πεινάει. Πεινάει, γιατί ακόμη δεν ένιωσε ότι δυνάμει μέσα του είναι ο Χριστός, δεν βρήκε ακόμη τον Χριστό· πεινάει, διψάει, είναι γυμνός, είναι φυλακισμένος. Και αρχίζει ο άνθρωπος να αγαπά, να αγαπά αληθινά.
Αγαπά και τον εαυτό του. «Αγαπήσεις τον πλησίον σον ως σεαυτόν». Δεν εξαιρείται ο εαυτός μας. Ν' αγαπήσεις τον αληθινό εαυτό σου. Να τον αγαπήσεις πραγματικά τον εαυτό σου όχι κατά φίλαυτο τρόπο. Οπότε βρίσκεις και τον άλλο και τον αγαπάς. Τον αγαπάς ως πρόσωπο, ως συγκεκριμένο πρόσωπο, όχι σαν μάζα. Η αγάπη δεν είναι θέμα κοινωνικό, η αγάπη δεν είναι θέμα κομματικό, η αγάπη δεν είναι θέμα απλώς να τακτοποιηθούν ορισμένα προβλήματα των ανθρώπων.
Ναι! Πόσοι, πόσοι διψούν! Μπορεί η ίδια σου η γυναίκα να διψάει αγάπη, αληθινή αγάπη, και δεν της την έδωσες ακόμη. Ο άνδρας σου να θέλει αυτήν την αγάπη την αληθινή και ακόμη δεν ένιωσε ότι τον αγάπησες ως πρόσωπο συγκεκριμένο, αλλά σαν τον άνθρωπο ο οποίος σε εξυπηρετεί, ο οποίος σου έδωσε ένα όνομα, ο οποίος σε στεγάζει κάτω από ένα σπίτι, ο οποίος φέρνει τα προς το ζην κλπ., για να περνάτε όμορφα και ωραία. Αλλά ακόμη δεν ένιωσε ότι ανακάλυψες αυτό το βαθύτερο είναι του. Δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος, νομίζω, που, όταν δούμε αυτό το βαθύτερο που είναι ο καθένας και τον αγαπήσουμε, δεν θα το νιώσει αυτό και δεν θα συνεπαρθεί απ' αυτό και δεν θα πάρει διαφορετικότερη στάση απέναντί μας.
Έτσι λοιπόν με το να μας τονίζει η Εκκλησία την επιθυμία, την ταπείνωση, την επιστροφή, τη μετάνοια, την προσευχή την απλή, μας οδηγεί στην αγάπη. Στην αγάπη, με βάση την οποία θά κριθούμε· στην αγάπη, μ' αυτήν την έννοια. Και έτσι μας προετοιμάζει.
Πριν προσευχηθείς...
Επανέρχομαι πάλι. Αυτό είναι που τονίζει ο π. Σμέμαν, ότι μας προετοιμάζει η Εκκλησία, για να μπούμε στη Σαρακοστή· δεν μας βάζει απότομα. Και θέλω εδώ να τονίσω αυτό που είπαμε σε άλλη περίπτωση: οτιδήποτε κι αν κάνεις, πρέπει να προετοιμάζεσαι. Πας στην εκκλησία το πρωί. Μην πας απλώς. Χρειάζεται μια προετοιμασία και στο σπίτι και καθ' οδόν. Προετοιμάσου λιγάκι, ώστε να μπεις κάπως έτοιμος μέσα στον ναό. Αλλιώς θα τον δεις τον άλλο, αλλιώς θα τον νιώσεις, αλλιώς θα αισθανθείς το όλο μυστήριο που γίνεται εκεί.
Λέγαμε, αν ενθυμείσθε μερικοί, ότι πας να προσευχηθείς το βράδυ ή το πρωί. Στάσου λίγο πρώτα- μην αρχίζεις αμέσως. Λίγα δευτερόλεπτα να σταθείς και να σκεφθείς ότι «θα κάνω προσευχή· εμφανίζομαι ενώπιον του Θεού. Εγώ είμαι σκουλήκι, ο τελευταίος από τους αμαρτωλούς, ο ανάξιος». Αυτά όλα μπορείς να τα σκεφθείς μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα· ούτε δέκα δευτερόλεπτα. Αυτό όμως θα σε βοηθήσει να πεις μετά «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού...». Εάν δεν κάνεις αυτήν την προετοιμασία, εάν δεν σταθείς λιγάκι να σκεφθείς κάπως έτσι, η προσευχή σου θα χωλαίνει.
Έναν καιρό που καίγαμε μαζούτ, χρειαζόταν η προθέρμανση· δεν γινόταν αλλιώς. Χωρίς την προθέρμανση, όσο μαζούτ κι αν είχε η δεξαμενή, όσο καλός και αν ήταν ο καυστήρας, δεν γινόταν δουλειά. Χρειαζόταν εκείνο το κουτάκι που γινόταν η προθέρμανση του μαζούτ. Έτσι λοιπόν χρειάζεται μια προετοιμασία. Όταν γίνει, λές «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού...», λες «"Αγιος ο Θεός...» και αλλιώς τη -νιώθεις την προσευχή. Όταν δεν γίνει, αρχίζεις και συνεχίζεις την προσευχή σαν σιδηρόδρομος «Άγιος ο Θεός...» Δηλαδή η ίδια η προσευχή σου όχι μόνο δεν είναι προσευχή, αλλά ούτε καν προετοιμασία για προσευχή δεν είναι.
Είναι πολύ σπουδαία αυτή η παρατήρηση που κάνει ο π. Σμέμαν ότι γενικότερα ο άνθρωπος έχει ανάγκη από προετοιμασία, και η Εκκλησία, ας πούμε, τον προετοιμάζει, για να μπει στη Μ. Τεσσαρακοστή. Είναι σπουδαία η παρατήρηση, και ας την εφαρμόσουμε λοιπόν αυτήν την αλήθεια. Μπορεί να κάνεις μόνο ένα λεπτό προσευχή. Όμως, αν πρώτα πέντε δευτερόλεπτα συμμαζευτείς λιγάκι, θα δεις ότι θα κάνεις ένα λεπτό προσευχή και θα θέλεις να κάνεις ακόμη ενα και ακόμη άλλο ένα κλπ., αλλά θα είναι και σωστότερη η προσευχή σου.
Κάτι για τη νηστεία
Αυτήν την εβδομάδα, όπως ίσως θα ξέρετε, που είναι η πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, έχει κατάλυση εις πάντα και την Τετάρτη και την Παρασκευή. Είπαμε κι άλλη φορά ότι παλαιότερα υπήρχε λόγος που είχε κατάλυση· τώρα δεν υπάρχει, κανείς λόγος, αλλά οι χριστιανοί κάτι τέτοια τα θεωρούν ως κεκτημένα δικαιώματα και δεν τα χάνουν εύκολα.
Παλιά, όπως λέει ο άγιος Νικόδημος, όχι παντού αλλά σα κάποια περιοχή όπου ζούσαν και αιρετικοί Αρμένιοι, οι οποίοι είχαν αυστηρή νηστεία αυτήν την εβδομάδα, η Εκκλησία, ακριβώς για να μην παρασυρθούν οι ορθόδοξοι από τους αιρετικούς, είπε ότι όλη αυτήν την εβδομάδα οι χριστιανοί δεν θα νηστεύουν καθόλου. Και ενώ αυτό είχε τοπικό και καιρικό χαρακτήρα, τελικά επικράτησε σ' όλη την Εκκλησία να μην έχει νηστεία την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου. Εν πάση περιπτώσει και τα επίσημα βιβλία της Εκκλησίας, το Ημερολόγιο που κάθε χρόνο εκδίδει η Ιερά Σύνοδος γράφει ότι έχει κατάλυση εις πάντα. Επομένως, μπορείτε να φάτε ελεύθερα Τετάρτη και Παρασκευή την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου. Εφόσον είναι γενικό, ο Θεός θα μας το συγχωρήσει. Αν κανείς θέλει να νηστεύσει, μπορεί να νηστεύσει.
Για το θέμα της νηστείας θα μιλήσουμε πάλι, αλλά από τώρα λέω ν' αφήσουμε κατά μέρος αυτά που λέμε «δεν μπορώ και δεν γίνεται». Όλοι μπορούμε να νηστεύσουμε, εκτός από ελάχιστες, πολύ ελάχιστες εξαιρέσεις. Όλοι οι άλλοι μπορούμε να νηστεύσουμε και μάλιστα θα χαρούμε και την υγεία μας. Είμαστε άρρωστοι, επειδή δεν νηστεύουμε, όχι επειδή νηστεύουμε.