Είδα τον Θεό αλλά όχι μέσα από τα μάτια τα δικά μου
Ο Κένυας Μακάριος
Δεν καταγράφονται οι ιστορίες από την πορεία της ιεραποστολής στην Αφρική για να δημιουργούνται εντυπώσεις και να αυτοπροβάλλεται αυτός που κάνει τις περιγραφές αυτές αλλά για αφύπνιση του πνεύματος και του μεγαλείου της παρουσίας δηλ. του Θεανθρώπου Ιησού μέσα στη ζωή των ανθρώπων.
Δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής ή οποιασδήποτε άλλης πρόθεσης. Τα γεγονότα παρουσιάζονται έτσι όπως εξελίσσονται ακριβώς για να μπορεί ο αναγνώστης να σχηματίζει τη σωστή και αληθινή εικόνα της σημερινής πορείας της κατ’ εξοχήν ιεραποστολικής πραγματικότητας.
πηγή : Ρομφαία
Η μαυρόασπρη φωτογραφία είναι του Γέροντα Σωφρονίου του Έσσεξ, μαζί με τον τότε φοιτητή Μουσικής Ανδρέα Τηλλυρίδη, νυν Μητροπολίτη Κένυας (1966).
Τα πιο σημαντικά γεγονότα αναφέρονται και επικεντρώνονται, συνήθως, στη σημασία του προσώπου.
Πόσο εύκολα, στ’ αλήθεια, εμείς οι άνθρωποι με τις δικές μας αδυναμίες πολλές φορές παρ’ όλο που βαπτιστήκαμε και φέρουμε το όνομα «Χριστιανός Ορθόδοξος» με τις σκέψεις, τις ενέργειες και τις πράξεις μας – το λέω συχνά και το επαναλαμβάνω ακόμα μια φορά σήμερα- ζούμε την προ Χριστού εποχή με ασυνήθιστες επιπτώσεις πάνω στην επανένωσή μας με τον Κύριο.
Πάθη, μίση, με τον πιο απαίσιο τρόπο καταδικάζουμε χωρίς πολλή περίσκεψη όχι μόνο τον διπλανό μας, τον γείτονά μας, τον αδελφό μας πόσο μάλλον τον αλλόθρησκο, ο οποίος φυσικά είναι κι αυτός το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού.
Κάνουμε την πίστη μας έτσι ώστε να βαδίζουμε με τα δικά μας μέτρα και σταθμά.
Αφορμή στις σκέψεις αυτές μου έδωσε το άρθρο του αγαπητού αδελφού και φίλου Γιώργο Κυπριανού, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Έκφραση» του Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίας Τριάδος – Μετοχίου της Ιεράς Μονής Μαχαιρά, με υπεύθυνο τον επίσης καλό φίλο π. Ανδρέα Αγαθοκλέους, Ιουλίου – Αυγούστου 2015, σσ. 6-7 που φέρει τον τίτλο «Είδα τον Θεό με άλλη ματιά». Σύντομο το άρθρο.
Περιεκτικό, μια περίληψη όλης της ορθόδοξης και χριστιανικής αντίληψης, της σωστής, της αυθεντικής, έτσι όπως εκφράζεται στο Ευαγγέλιο, στη διδασκαλία των Αγίων Αποστόλων και μαθητών του Κυρίου μας, των επίσης μεγάλων οικουμενικών διδασκάλων και φωτιστών, ερημιτών και μαρτύρων. Είμαι βέβαιος ότι η τελευταία φράση του άρθρου
«Είδα τον Θεό αλλά όχι μέσα από τα μάτια τα δικά μου» σημειώνει ακριβώς εκείνο το αληθινό νόημα της αγαπητικής πρόθεσης που πρέπει να έχουμε για τον καθένα που φέρει την καταγωγή του από τον ίδιο Δημιουργό.
Σταματώ εδώ και φέρνω στο νου μου τον Γέροντά μου και πνευματικό μου πατέρα Σωφρόνιο του Έσσεξ πως ο ίδιος ζούσε αυτή την υπερβατική και υπερκόσμια πρακτική μέσα στη ζωή του που ήταν οπωσδήποτε επηρεασμένος από το Ευαγγέλιο του Χριστού και του Αγίου Πατρός Σιλουανού του Αθωνίτη.
Εμείς τα μικρά «ανθρωπάκια» του κόσμου τούτου σχηματίζουμε δικές μας ανθρώπινες τοποθετήσεις, βάζοντας στο περιθώριο την αξία των αιωνίων αληθειών της πίστης μας και του Ευαγγελίου.
Γι’ αυτό και συνεχώς είμαστε παραπονούμενοι και ταλαιπωρούμε τον νου μας, ώστε να καταντούμε, στο τέλος, δυστυχείς και περίλυποι.
Δεν αφήνουμε ή καλύτερα δεν επιτρέπουμε στο πνεύμα του Θεού να έλθει και να κατοικήσει μέσα μας, ώστε να εστιάσει το σημαντικό μήνυμα της αγάπης και της αποδοχής του κάθε προσώπου που είναι εικόνα και πλάσμα – δημιούργημα του ίδιου του Θεού.
Ο Θεός δεν ήλθε αποκλειστικά για μας αλλά θυσιάστηκε και αναστήθηκε για τη σωτηρία ολόκληρου του ανθρώπινου γένους.
Γι’ αυτό η Εκκλησία μας έχει αυτή την οικουμενική – πανανθρώπινη διάσταση. Χρειάζεται να είναι κανείς πολύ προσεκτικός και διακριτικός για να μην πέσει στην παγίδα της αίρεσης, οικειοποιώντας το Ευαγγέλιο και το μήνυμα του, αποκλειστικά για μας.
Το άρθρο του φίλου θεολόγου Γιώργου βάζει μια σωστή, τεκμηριωμένη και αγιοπατερική τοποθέτηση και ερμηνεία, βάζοντας το ανθρώπινο πρόσωπο στην υψηλότερη θέση, έτσι όπως ο ίδιος ο Θεός το θέλει γι’ αυτό το ξεχωριστό δημιούργημά Του.
Ο γέροντας Σωφρόνιος ζούσε σ’ ένα κόσμο υπερκόσμιο ενόσω ήταν στη ζωή. Έδινε στον συνομιλητή του αυτή την αίσθηση και την προοπτική της οικουμενικότητας του προσώπου, ανεξάρτητα από καταγωγή, φυλή, γλώσσα, θρησκεία κ.τ.λ.
Έτσι δημιουργείτο αυτή η αμεσότητα επικοινωνίας με το θείο, το υπερφυσικό, το απλησίαστο και απέραντο, εκείνο που δεν χωράει η ανθρώπινη σχέση με το θείο και το υπερφυσικό. Τότε η ένωση αυτή μας θεοποιεί και μας αγιάζει αιώνια.
Ταξίδευα λοιπόν στην καθιερωμένη μου περιοδεία στα ενδότερα της Κένυας. Εκεί που ο νους του ανθρώπου σταματά, δεν μπορεί να συλλάβει το μεγαλείο της Δημιουργίας Του.
Φύση πανέμορφη. Χαιρόμουνα με όλη τη δύναμη της ψυχής τα πράσινα δάπεδα που δεν είχαν τελειωμό, τα δέντρα, τα ποτάμια, τα βουνά, τη λίμνη Βικτώρια και απέναντι μια σειρά από μικρά νησάκια με τα πανύψηλα βουνά τους, τα καΐκια που έκαναν το καθιερωμένο δρομολόγιό τους, από και προς το κέντρο της περιοχής, τους ψαράδες με τα δίκτυά τους και τον κόσμο που πωλούσε και αγόραζε φρέσκα ψάρια της λίμνης.
Όλα αυτά με σαγήνεψαν κυριολεκτικά. Και είπα μέσα μου το ψαλμικό «ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».
Και ενώ μουρμούριζα μόνος μου βλέπω μια ομάδα νέων να με καλούν και χωρίς καθυστέρηση να με πλησιάζουν.
Η αθωότητά τους ήταν εκφραστική. Τίποτε δεν μπορούσε να τους υποβιβάσει. Είχαν ό,τι καλύτερο, αυθεντικό, γνήσιο, σεμνό, αποκαλυπτικό.
Νόμιζα ότι βρέθηκα μπροστά στη λίμνη της Γαλιλαίας και έφερα στη μνήμη μου εκείνη την εξαίρετη εικόνα, όταν ο Κύριός μας συνάντησε τους αγράμματους ψαράδες, την ώρα της καθιερωμένης εργασίας τους.
Όπως είπα, πιο πάνω, οι ψαράδες, όπως και οι μαθητές, τότε, του Κυρίου, ζούσαν με τον τίμιο ιδρώτα, παλεύοντας και με κίνδυνο, ακόμα, της ζωής τους, να ρίχνουν τα δίχτυα τους, στα ανοιχτά της λίμνης Γαλιλαίας, ενώ οι δικοί μας, εδώ, τα ρίχνουν στην περίφημη λίμνη της Βικτώριας.
Μια εργασία δύσκολη, κουραστική, πολύμοχθη – γιατί όχι – και επικίνδυνη. Η πάλη τους η καθημερινή ήταν αυτή. Αυτός είναι ο τρόπος για να αποκτήσουν τα προς το ζην, για να στηρίξουν τους εαυτούς τους αλλά και τις οικογένειές τους.
«Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» σκέφτηκα και μουρμούρισα, όταν αντίκριζα τα πρόσωπα των παιδιών των ψαράδων.
Σκηνή που με προβλημάτισε και μ’ έβαλε σε βαθιές σκέψεις και με αποκαλυπτικό τρόπο «τα μωρά του κόσμου» θα αποτελούσαν τη ζύμη για να αρχίσει μια νέα πορεία ζωής γι’ αυτούς τους μη έχοντας πού να πορευθούν και πώς να γνωρίσουν το θέλημα του Κυρίου και της Βασιλείας Του.
Δεν ρώτησε ο Κύριος την καταγωγή τους ούτε αν ήταν κάτοχοι σπουδαίων πτυχίων της εποχής, ούτε την οικογενειακή και κοινωνική τους κατάσταση.
Τους έβλεπε σαν τους μέλλοντες πρεσβευτές του και συνοδοιπόρους στο κήρυγμα των ανθρώπων που έμελλαν και αναζητούσαν την αλήθεια και την κληρονομιά της Βασιλείας του Θεού.
Αυτά τα παιδιά, έτσι όπως στέκονταν δίπλα εκεί στη λίμνη, πίσω από το προστατευτικό κιγκλίδωμα, αποτύπωναν αυτή την εικόνα.
Με τη βοήθειά τους, δοκίμασα να περάσω στην άλλη πλευρά του οικοπέδου, για να είμαι πιο κοντά τους και να με δουν κι αυτοί, όταν αντιλήφθηκα ότι είχαν αυτή την περιέργεια, επειδή ήμουν βέβαιος ότι δεν ξαναείδαν τα μάτια τους αυτό το φαινόμενο, έτσι όπως ήμουν, με τη μακριά γενειάδα και το αντερί (εξώρασο).
Χωρίς να ζητήσω λεπτομέρειες για τη ζωή τους, θέλησα να τους καλέσω να προσευχηθούν. Κι επειδή γνώριζα από τις συχνές επισκέψεις μου στα σχολεία, είδα ότι κατείχαν μέσα τους αυτή τη μυστηριακή – κρυφή επικοινωνία με τον Θεό.
Έκλεισαν τα μάτια τους, έβαλαν τα χέρια τους μπροστά στα προσωπάκια τους … Κατάλαβα ότι είχαν ανάγκη αυτή την ώρα την προσευχή, τους έλειπε, καρτερούσαν την ώρα της, γιατί, στα πρόσωπά τους έβλεπε, κανείς, την ίδια την εικόνα του Θεού.
Ήλθε εκείνη τη στιγμή ο ίδιος ο Θεός, για να παρηγορήσει, να ελεήσει και να συντροφεύσει την εικόνα Του, τον άνθρωπο κάθε φυλής και γλώσσας, καταγωγής και προέλευσης, ακόμα και θέσης μέσα στην κοινωνία. Μια εικόνα συνάντησης με τους φίλους του ίδιου του Θεού.
Θυμήθηκα, ξαφνικά, τα λόγια του Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου «ουκ έστιν άλλως σωθήναι ει μη διά του πλησίον». Και ο πλησίον είναι ο ίδιος ο Θεός στα πρόσωπα των οποιωνδήποτε ανθρώπων, μικρών ή μεγάλων.
Αυτός τον οποίον θεωρούμε εμείς πλανεμένο ή χαμένο, γιατί δεν άκουσε ακόμα ότι, απ’ αυτό τον πλανήτη που ζούμε, πέρασε κάποιος με το όνομα Ιησούς ή ακόμα ανήκει σε οποιανδήποτε άλλη κατηγορία θρησκείας ή πίστης.
Ακόμα παραμένει να φέρει εκείνο το στίγμα ότι είναι εικόνα του ζώντος Θεού τον οποίο εμείς πιστέψαμε και γνωρίσαμε ότι ήλθε με μόνη αποστολή να σώσει όλη την ανθρωπότητα, όλο τον κόσμο.
Αυτά τα παιδιά αναζητούσαν σ’ αυτή την απόμακρη περιοχή να βρουν το κλειδί που θα το έπαιρναν από την καρδιά κάποιου άλλου, για να τους ανοίξει την πόρτα τη μεγάλη που θα βρουν εκεί τον αναμενόμενο, Εκείνον που τους έπλασε και έδωσε σοφία και σύνεση.
Στερήθηκαν της χάριτος και του ελέους Του, γιατί δεν βρέθηκε κάποιος να τους αγγίξει μ’ αυτή την αγάπη που ξεπερνά κάθε όριο.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα και η εκπλήρωση μιας αποστολής που φέρνει στον άνθρωπο τον Θεό της αγάπης και της αποδοχής.
Γι’ αυτό πρέπει να δίνουμε ένα καλό λόγο, μια ευκαιρία στον άγνωστο πλησίον μας, που, επαναλαμβάνω, είναι ο ίδιος ο πλαστουργός μας.
Πόνος και στέρηση, θλίψη και στεναγμός, δάκρυα και λύπες μαζί, ψυχική αναστάτωση. Εμφανίστηκε γυμνός, διψασμένος και πεινασμένος, άρρωστος, στη φυλακή, χωρίς καμιά βοήθεια ή συμπόνια από κανένα. Με άλλα λόγια δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίνε» (Ματθ. Η΄ 20).
Ο Γέροντας Σωφρόνιος έγραψε ότι «ο Χριστός είναι για μένα το παν, το υπερκόσμιο Είναι». Είναι αυτό που αισθάνθηκα, όταν συνάντησα, στο ακρογιάλι της λίμνης Βικτώριας, τα παιδιά των ψαράδων. Ο Χριστός δεν ήλθε για μια συγκεκριμένη φυλή ή έθνος.
Είναι γι’ αυτό υπερκόσμιος, για όλο τον κόσμο, τον οποιονδήποτε, για τις αδυναμίες, τις αμαρτίες, τις ατέλειες. Γι’ αυτό είναι υπερεθνικός, σταυρώθηκε για τους πιστούς και τους μη. Σ’ όλους αυτούς, τους άγνωστους και ξεχασμένους.
Αυτό τον ρόλο μπορεί, σήμερα, να διαδραματίσει μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία, δίνοντας αυτό το μήνυμα της αγάπης, της ελπίδας και της δικαιοσύνης. Ανοίγει τις αγκάλες της και μαζεύει γύρω της και μέσα της όλα τα παιδιά της, όλων των χρωμάτων και των γλωσσών.
Γι’ αυτό γίνεται οικουμενική, πανανθρώπινη, ξεδιψά τον κουρασμένο άνθρωπο από τις μάταιες και ανούσιες ενασχολήσεις του.
Είναι το «ύδωρ το ζων» (Ιωάν. 4/11). Παρόλο που τα παιδιά των ψαράδων προσευχήθηκαν με τον δικό τους τρόπο, η παρουσία του Θεού ήταν έντονη και δυναμική. Έγινε τώρα η αρχή. Αισθάνθηκα κι εγώ, με την ευκαιρία αυτή, ότι «είδα τον Θεό αλλά όχι μέσα από τα μάτια τα δικά μου …».
Συγκλονισμένος από το γεγονός αυτό και προβληματισμένος γι’ αυτά που έζησα, μέσα σε λίγα λεπτά, σε μια άγνωστη, απομακρυσμένη περιοχή, κυριολεκτικά στο πουθενά, έφυγα με την ελπίδα ότι στις καρδιές των αθώων αυτών παιδιών, είμαι βέβαιος, ότι μίλησε ο ίδιος ο Θεός, με τον δικό Του τον τρόπο και ότι αυτοί τον δέχθηκαν έτσι όπως τους επέτρεπε ο τόπος εκείνος και οι συνήθειες, μέσα στις οποίες γεννήθηκαν, ζούσαν και μεγάλωναν.
Επανέρχομαι στην όμορφη εικόνα των ψαράδων, μια τάξη ανθρώπων που ίσως να θεωρείται κάπως υποτιμητική.
Πράγματι οι άνθρωποι αυτοί ζουν μια ζωή με στερήσεις πολλές και δυσκολίες, για να βγάλουν το ψωμί τους, το καθημερινό, με όλη τη σημασία της λέξης. Κανείς δεν γνωρίζει τον πόνο, την αγωνία και τη στέρησή τους.
Τους πλησίασα για να σχηματίσω έτσι μια προσωπική ιδέα. Θα ήταν δύσκολο να μπει κανείς στην ψυχολογία τους και να διαβάσει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς.
Κοιτάζω γύρω μου. Βλέπω μια λίμνη τόσο απέραντη όμορφη με φυσικές και ουράνιες καλλονές.
Ο Κύριος, σκέφτηκα, στη δική Του εποχή, όταν συνάντησε τους ψαράδες στις λίμνες και στις θάλασσες, πιστεύω ότι εντυπωσιάστηκε πρώτα από το μεγαλείο και την ομορφιά της Γαλιλαίας, της Τιβεριάδας, της Γεννησαρέτ κι έτσι με την παρουσία και το πέρασμά Του από εκεί τις έκανε γνωστές και περιώνυμες, οικουμενικές.
Εκείνο όμως που περισσότερο συγκλόνισε και σηματοδότησε τη μετέπειτα πορεία Του ήταν η γνωριμία και η συναναστροφή μαζί με τους αγράμματους, αθώους ψαράδες των λιμνών και θαλασσών.
Σ’ αυτούς ανέθεσε το μεγάλο έργο της επί γης αποστολής Του. Σ’ αυτούς έδωσε το δικαίωμα να μεταφέρουν το κοσμοσωτήριο μήνυμά Του, στα χέρια τους που δούλευαν σκληρά, με ιδρώτα, για να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν και να μην πεινάσουν.
Δεν ήταν άγνωστοι και άπειροι στον τομέα της δουλειάς, σκληρής και επίπονης, γι’ αυτό τους διάλεξε επειδή ήξερε ότι η αποστολή που θα αναλάμβαναν είχε ανάγκη γερών χεριών και μεγάλης κράσης, για να αντιμετωπίσουν όλο το μέγεθος και το ύψος της πορείας τους μέσα στον κόσμο για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της δικαιοσύνης και της καταλλαγής.
Στάθηκα εκστατικός! Τους πλησίασα και θαύμασα τον κόπο και τον μόχθο τους. Πτωχοί και κουρελιασμένοι από το ξενύχτι, κουρασμένοι, επιστρέφουν για να κάνουν απολογισμό της εσοδείας τους. Άσημοι και περιφρονημένοι.
Έτσι, για μια στιγμή, φαντάστηκα ότι ήταν εκεί, εκείνη την ώρα, ο Ιησούς, συνομιλώντας μαζί τους και προσκαλώντας τους, λέγοντάς τους, «ελάτε πίσω μου, μαζί μου, θα σας κάνω τώρα αλιείς ανθρώπων όχι των ψαριών…».
Οι άνθρωποι αυτοί ταπεινοί αχθοφόροι ενός επαγγέλματος τόσον μηδαμινού και άσημου, συγκέντρωναν όλες τις αρετές της τιμιότητας, της ανιδιοτέλειας, της αφάνειας και της αθλιότητας, γιατί όχι και της πείνας.
Κι όμως είχαν ένα πλούσιο εσωτερικό κόσμο, γιατί με τον τίμιο ιδρώτα τους, με το βάρος της σκληρής δουλειάς τους, γίνονταν πιο συμπαθείς και ευγενικοί, γιατί είχαν μια ειλικρίνεια, αθωότητα παιδική. Κάθισα για λίγο μαζί τους.
Ήξερα ότι όλο το βράδυ ήταν μέσα στα βάθη της λίμνης, ρίχνοντας τα δίκτυά τους και τώρα έφθαναν για να καταμετρήσουν το όφελος της υπομονής, των προσπαθειών και της επιμονής τους.
Η λίμνη λοιπόν αυτή παραδίδει μαθήματα ανθρωπιάς, πολιτισμού και αξιοπρέπειας, απλότητας.
Ιδού, λοιπόν, η λίμνη δίνει στον άνθρωπο με την ομορφιά της να θαυμάσει ακόμα περισσότερο και να εμβαθύνει στο μεγαλείο και το θαύμα του Δημιουργού Θεού που, μέσα από τη σοφία Του, έπλασε τον κόσμο τόσο όμορφο και ωραίο!!!
Δεν θέλω να φύγω. Με τραβά ακόμα η ιδέα και η σκέψη του Ναζωραίου που είχε αυτή την ιδέα ν’ αρχίζει το μέγα εκείνο έργο Του και τη δημόσια δραστηριότητά Του, το κήρυγμά Του, εκλέγει και μαζεύει από εκεί τους μαθητές Του, τους συνεργάτες Του, τους βοηθούς Του.
Πόσο πραγματικά εμείς, με το ανθρώπινό μας μυαλό, τους καταφρονούμε και γιατί όχι τους καταδικάζουμε.
Βλέπετε ο Κύριος διάλεξε αυτούς τους άσημους ψαράδες για να εγκαθιδρύσει τη Βασιλεία των ουρανών επί της γης, για να γεννηθεί ο νέος κόσμος της άκρας αγάπης και ταπείνωσης, ένας κόσμος ειρηνικός, γαλήνιος, ιδανικός, που απλώνεται παντού για τη σωτηρία του ανθρώπου.
«Είμαι γέρων», λέει ο Αγ. Σιλουανός, «είμαι πλησίον του θανάτου. Γράφω την αλήθεια από αγάπη προς τους ανθρώπους, για τους οποίους η καρδιά μου πονεί. Αν μπορούσα να βοηθήσω, ώστε να βρει τη σωτηρία έστω κι ένας άνθρωπος, θα ήμουν ευγνώμων προς τον Θεό. Η ψυχή μου όμως πονεί για ολόκληρο τον κόσμο, προσεύχομαι και κλαίω για όλους τους ανθρώπους, ώστε να μετανοήσουν και να αναγνωρίσουν τον Θεό».
Πόση, λοιπόν, ταπείνωση χρειάζεται για να μπορέσει ο άνθρωπος να αποκτήσει εκείνο το πνεύμα της αγάπης του Θεού προς τον κάθε άνθρωπο. Γκρεμίζονται τα σύνορα και οι φραγμοί, γίνεται ένα υπερκόσμιο συγκέρασμα, ακριβώς για να καταλάβουμε ότι ο Χριστός είναι και παραμένει η πηγή της αγάπης, του πλούτου που σκορπάει με τη χάρη Του σ’ όλα τα δημιουργήματά Του, που, όπως λέει ένας άλλος Άγιος και Γέροντας, πνευματικός πατέρας κι αυτός στα φοιτητικά μου χρόνια, ο Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης «Η χαρά η πασίχαρη, που ξεπερνά κάθε χαρά. Ο Χριστός θέλει κι ευχαριστείται να σκορπάει τη χαρά, να πλουτίζει τους πιστούς Του με χαρά. Εύχομαι “ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη” (Ιωάννη 1, 4)».
Ο Κένυας Μακάριος
Η μαυρόασπρη φωτογραφία είναι του Γέροντα Σωφρονίου του Έσσεξ, μαζί με τον τότε φοιτητή Μουσικής Ανδρέα Τηλλυρίδη, νυν Μητροπολίτη Κένυας (1966).