65 χρόνια πίσω, σε μία άλλη Ελλάδα, ας μεταφερθούμε με την πέννα του μακαριστού Γέροντος Γαβριήλ, Ηγουμένου της Ι. Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους.
Τότε που θεωρούσαν τιμή τους να προσφέρουν στο κρατος ακόμη και την ζωή τους και όχι να λαμβάνουν όπως οι μετέπειτα κομματικοί στρατοί, αποτελματώνοντας ανεπιστρεπτί την ένδοξη χώρα μας. τις πλουσιοπάροχες πρόωρες συντάξεις, τους παχυλούς μισθούς, εφάπαξ, κ.α (Επιλείψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος περί κομπινών, ρεμουλών, λαμογιών, υπογείων διαδρομών, μιζών κ.λ.π.)
«Τέλη του Ιουλίου του 1950, η ταχεία Θεσσαλονίκης – Αθήνα έτοιμος προς αναχώρησιν.Εις το αυτό διαμέρισμα της τρίτης θέσεως έτερα πέντε άτομα με χωρικάς πενθίμους ενδυμασίας...
Με την εκκίνησιν του τραίνου ηρώτησα με πατρικόν ενδιαφέρον τους χαροκαμένους γονείς από που έρχονται και τι τους συνέβη.
«Ερχόμεθα, πάτερ, από την Δράμα και γυρίζουμε στο χωριό μας. Είχα το παιδί μου δάσκαλο εδώ σε ένα χωριό της Κατερίνης, το πήραν στρατιώτη, πολέμησε, ανδραγάθησε και τώρα προχθές, έφεδρος υπολοχαγός, σκοτώθηκε από νάρκη στιις εξερευνήσεις των βουνών της Δράμας.
Μας ειδοποίησε ο Διοικητής και πήγαμε στην κηδεία του στη Δράμα. Παιδεύτηκα, Πάτερ, τον μεγάλωσα χριστιανικά, τον σπούδασα, αλλά δεν μου τον χάρισε ο Παντοδύναμος μας, δοξασμένο τ’όνομά Του, παρηγοριέμαι μόνον, πρόσθεσε, βλέπων προς τα έξω, ίνα συγκρατήσει τα δάκρυά του, ότι δεν με ντρόπιασε ούτε ως άνθρωπος, ούτε ως δάσκαλος , ούτε ως στρατιώτης, ήταν σε όλα παλληκάρι...
Αλλ’οποία έκπληξις, όταν από το στόμα της απλοϊκής εκείνης Ελληνίδος μητέρας ήκουσα:
«Δεν λυπάμαι Παππούλη για το χαμό του, ο καημός μου είναι που δεν σκοτώθηκε στην μάχη σαν παλληκάρι , αλλά πήγε από νάρκη.»
Λόγια αρχαίας Σπαρτιάτιδος, λόγια αντάξια μητέρας ήρωος.
...ενώ ευρισκόμεθα πέραν του Πλαταμώνος, έλαβε μέρος εις την ομιλίαν μας και ο παρακαθήμενος γενειοφόρος γέρων χωρικός.
«Μην λυπάσαι πατριώτη, είμαστε πολλοί σαν και σένα. Να και γω με την γριά μου πάγω να ξεθάψω τον γιό μου στην Κόνιτσα. Σκοτώθηκε εκεί Λοχίας, και δεν ξέρω που πέφτει αυτή η μαύρη η Κόνιτσα. Μού’παν να κατέβω στην Λάρισα και απο κεί στην Κοζάνη και πέρα, πάμε να τον ξεσταυρώσουμε, να κάνωμε κι’ένα μνημόσυνο και να γυρίσωμε στα έρμα τα καλύβια...»
Απέτεινα και προς αυτούς λόγους παρηγορητικούς και μεταξύ άλλων ότι το κράτος θα φροντίσει να τους δώσει σύνταξη προ παρηγορίαν του γήρατός των.
Εις το άκουσμα της συντάξεως ο τραχύς γέρων κατεξανεστη:
«Το θεωρώ ντροπή μου, Παππούλη, να πάρω χρήματα για το παιδί μου που σκοτώθηκε για την Πατρίδα, αυτό είναι χρέος μας, άλλοι σκοτώθηκαν πρωτύτερα να λευτερώσουν εμάς. Μου τόπαν αυτό και στο 1913 όταν λαβώθηκα βαρειά στο Λαχανά και τους είπα: «Εγώ δίνω, δεν παίρνω από το Κράτος, ας είναι καλά η Πατρίδα, αυτό με φθάνει εμένα...».
Κατέβηκαν μαζί οι δύο οικογένειες των αγνώστων ηρώων, βαστάζοντες τα ταγάρια των και βαδίζοντες προς εύρεσιν στέγης. Τις οίδε εις ποίον ταπεινόν χάνι ή και υπόστεγον, αυτοί οι άξιοι πάσης περιποιήσεως κρατικής και κονωνικής και τότε ήλθεν εεις την μνήμην μου η θαυμαστή έκφρασις: «οίαι γυναίκες παρά χριστιανοίς εισί;»...
(ΛΟΓΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΡΧΙΜ.ΓΑΒΡΙΗΛ -2013 -Άγιον Όρος Ι.Μ. Αγ.Διονυσίου .σελ.233-237 )
Επιμέλεια: π.Διονύσιος Ταμπάκης
Πηγή: Vimaorthodoxias