Έχει κόσμο και χαζεύω. Δίπλα μου ο κυρ Μανώλης, ο γείτονας. Συνταξιούχος εμποροϋπάλληλος, 75άρης.
Την τελευταία τριετία,η σύνταξή του έχει κατρακυλήσει στα 634,80 ευρώ το μήνα.
Έχει έναν γιό. Ανειδίκευτο. Εργάτη. Άνεργο. Χωρισμένο. Μένουν μαζί πατέρας και γιός, για να μοιράζονται τα έξοδα.
Τα βασικά ε; Ενοίκιο για το δυάρι, θέρμανση, λογαριασμούς, τη διατροφή για το εγγόνι, κάτι να φάνε. Και τα φάρμακα του παππού
Ο γέροντας στέκεται με μάτια χαμηλωμένα και σιγοψυθιρίζει με τη Μαρία, τη φαρμακοποιό. Κάτι πιάνει το αυτί μου – ξέρω, δεν είναι σωστό αυτό που κάνω. «Έχω χάσει 4 ραντεβού απο την απεργία στον ΕΟΠΥΥ, παιδί μου. Έληξαν οι τρίμηνες για τα φάρμακα της καρδιάς, ξέμεινα. Πες μου πόσο κάνουν, να δώ αν μπορώ να τα αγοράσω».
Η Μαρία στοιβάζει κουτάκια στον πάγκο. Ένα για τη στεφανιαία νόσο. 4 ευρώ. Το βασικό της χοληστερίνης. 54 ευρώ. Το αντιθρομβωτικό. 4 ευρώ. Το αντιυπερτασικό. 16 ευρώ. Η ασπιρίνη. 2 ευρώ. «80 ευρώ, κυρ Μανώλη, τόσο βγαίνει».
Ανοίγει το πορτοφόλι του. Πάλι κρυφοκοιτάζω. Ο μήνας έχει 16 και το πορτοφόλι 20 ευρώ.
«Έβαλα και λίγο πετρέλαιο, Μαρία. Κρυώναμε αυτή την εβδομάδα. Δώσε μου μόνο τα φτηνά. Την ασπιρίνη και τα άλλα δύο. Για τα άλλα έχει ο Θεός. Τί θα πάθω; Δεν παθαίνω τίποτα. Είμαι γερό σκαρί». Κοιτάζει κατάματα, με χαμόγελο και μια υποψία αληθινής αξιοπρέπειας την φαρμακοποιό.
Έχουμε μείνει οι 3 μας. Για 10 δευτερόλεπτα δεν μιλάει κανείς. Σιωπή. Ξαφνικά, η Μαρία ανοίγει ένα σακουλάκι και πετάει όλα τα κουτιά μέσα.
- «Πάρτα κυρ Μανώλη. Κι όταν στα γράψουν, έλα να μου δώσεις τη συνταγή».
– «Μα… θα αργήσω.. έτσι όπως πάει.. Απο Γενάρη πιά… άστα, Μαρία, άστα. Δώσε μου τα φτηνά»
– «Είμαστε εντάξει ,κυρ Μανώλη. Στο καλό να πάς. Καλημέρα.»
– «Ευχαριστώ. Την ευχή μου, παιδί μου…»
Πηγή: agathan.wordpress.com