π. Δημητρίου Μπόκου
Τραντάχτηκαν συθέμελα τὰ ψηλὰ βουνὰ ἀπὸ τὸ ξαφνικὸ μπουμπουνητό. Σὰν ἀπὸ στόματα μυριάδων κανονιῶν ἡ τρομερὴ βροντὴ ξεχύθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ οὐρανοῦ, χτύπησε πάνω στὸ γυμνὸ καύκαλο τῆς ψηλότερης βουνοκορφῆς, κατρακύλησε σὰν ὕπουλο ἑρπετὸ στὴ σκιερὴ ρεματιά, κόχλασε ὑπόκωφα στὶς χαμηλὲς λοφοσειρές, σκαρφάλωσε σὰν αἴλουρος στὴν ἁπλωτὴ ράχη τῆς ὀροσειρᾶς, χύθηκε σὰν τὸ γεράκι στ’ ἀνοιχτὸ διάσελο, χαμήλωσε, ξεθύμανε, ἔσβησε…
Ὁ ἥλιος σκοτείνιασε ξαφνικά. Τὸ μαγιάτικο δειλινὸ χάθηκε αὐτοστιγμεί. Πυκνὰ μαῦρα σύννεφα σκέπασαν τὸ φωτεινὸ γαλάζιο τοῦ ἄπειρου, ἔριξαν στὴ γῆ τὴ βαρειά τους σκιά. Δυνατὸς ἀνεμοστρόβιλος, πρόδρομος καταιγίδας, σάρωσε κοιλάδες καὶ πλαγιές. Μιὰ δεύτερη βροντὴ ἀκολούθησε κατὰ πόδι τὴν πρώτη καὶ οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν στὸ λεπτό. Ἡ ξαφνικὴ νεροποντὴ συνεπῆρε τὰ πάντα. Ἄνθρωποι καὶ ζῶα, σκορπισμένοι στὸ ὕπαιθρο, ὥσπου νὰ στρέψουν ἀπορημένοι τὰ κεφάλια τους, βρέθηκαν ἐντελῶς ἀκάλυπτοι κάτω στὸ ἀνελέητο, ἀπρόσμενο μαστίγωμά της. Πῶς ξέσπασε ξαφνικὰ τέτοιο κακό;
Πηγή : Συνοδοιπορία
Ἦταν στὰ μέσα τοῦ Μάη κι ὁ κόσμος τοῦ μικροῦ χωριοῦ, ξωμάχοι ἄνθρωποι, βρίσκονταν ὅλοι στὰ χωράφια. Τὸ Πάσχα ἦρθε κι ἔφυγε μὲς στὴ χαρά, ἔσμιξαν ὅλοι ξανὰ καὶ γιόρτασαν μὲ τὰ ξενάκια τους, γέμισαν οἱ καρδιὲς ἀπ’ τὴν περίσσια εὐφροσύνη τῆς Λαμπρῆς. Τὸ ἔαρ τῶν ψυχῶν συνδυάστηκε τέλεια μὲ τὸ ἔαρ τῆς φύσης. Ἕνας θαυμάσιος καιρὸς συντρόφευε ὅλες τὶς μέρες τὴν ἀναστάσιμη χαρά τους. Ἐνθουσιασμένα ἰδιαίτερα τὰ παιδιὰ τίμησαν μὲ τὸ παραπάνω τὸν ὑπέροχο συνδυασμό.
Ἀλλὰ καὶ ἀπόλαμπρα ἡ καλοκαιρία ἐξακολούθησε στὸν ἴδιο ρυθμό. Στὸ ὀρεινὸ μικρὸ χωριὸ ὁ ἐρχομὸς τῆς ἄνοιξης θύμιζε παράδεισο. Ὅλοι ξεχύθηκαν μὲ κέφι στὶς δουλειές τους. Ἀναστημένη ἀπ’ τὴ βαρυχειμωνιὰ ἡ γῆ τους, γιόρταζε τὴ δική της πασχαλιά. Μικροὶ-μεγάλοι χαίρονταν τοὺς ἀνθοστόλιστους ἀγρούς, καταπιάνονταν μὲ ἀνοιξιάτικες σπορές, πάλευαν γεμάτοι ὄρεξη τὸν φτωχικό, μὰ ἀγαπημένο τόπο τους. Τὰ ζωντανά τους σκόρπισαν στὶς καταπράσινες νομές. Νύχτα καὶ μέρα τὰ λιγυρὰ κυπροκούδουνα, ἀνάκατα μὲ μουγκανητὰ καὶ βελάσματα, συνόδευαν μὲ τὴ γλυκόφωνη ἠχώ τους τὴν ἐργατιά. Ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ Μάη φάνταζε πραγματικὰ παραδεισένια. Ἦταν πανέμορφες οἱ μέρες του, ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ ἀπόγευμα μαγευτικό. Ποῦ φώλευε κρυμμένη τόση μανία καὶ καταστροφή;
Ἡ νεαρὴ φοιτήτρια, ξαφνιασμένη ἀπ’ τὴν ἀπότομη ἀνατροπή, στάθηκε μπρὸς στὸ παράθυρο ἐκστατική. Δὲν πρόλαβε οὔτε τὰ τζάμια νὰ κλείσει, τόσο ἀπρόσμενα ξέσπασε ἡ καταιγίδα. Τὸ ὑπερθέαμα τῆς καιρικῆς ἀλλαγῆς αἰχμαλώτισε τὸ βλέμμα της. Ἡ κεραυνοβόλα εἰσβολὴ τοῦ σαρωτικοῦ δρόλαπα τὴν καθήλωσε κατὰ κράτος. Ἕνα τρομακτικὰ μεγαλειῶδες μυστήριο ἀναδυόταν ἀπ’ τὸν ἐκκωφαντικὸ ὀρυμαγδὸ τῆς σφοδρῆς θύελλας. Διαμετρικὰ ἀντίθετο ἀπ’ τὴ σαγηνευτικὴ μαγεία τοῦ ἐδεμικοῦ δειλινοῦ ποὺ προηγήθηκε. Mysterium tremendum καὶ mysterium fascinans (τρομερὸ καὶ γοητευτικὸ μυστήριο), ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἀγαπημένος της φιλόσοφος Rundolf Otto. Πῶς γίνεται νὰ εἶναι τόσο ὄμορφα καὶ τὰ δυό; Ἡ ὀμορφιὰ νὰ δείχνει τόσο ἀντίθετες, ἀλληλοαναιρούμενες πλευρές; Νὰ συνυπάρχουν δυὸ ἀπόλυτα ἀντιφατικὲς ὄψεις στὸν ἴδιο κόσμο;
– Ἀνθή! Ἀνθούλα! Ποῦ εἶσαι;
Ἡ δυνατὴ λαχανιαστὴ φωνὴ τῆς γριᾶς ποὺ ἀνέβαινε κουτσαίνοντας ἀπὸ τὸ ὑπόγειο, τὴν ἔβγαλε ἀπ’ τὸν φιλοσοφικό της ρεμβασμό.
– Ἐδῶ, γιαγιά! εἶπε γυρίζοντας πρὸς τὸ μέρος της.
– Τ’ ἁγιοκέρι, παιδί μου! Γρήγορα!
– Τί εἶπες; ρώτησε ἀπορημένη.
– Τὸ κερὶ τῆς Λαμπρῆς, παιδί μου! Τρέξε, μὴν ἀργεῖς!
Ἡ ἐγγονὴ δὲν κουνήθηκε. Ἔμεινε νὰ κοιτάζει σὰν χαμένη τὴ γριά. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει ἀκόμα τί τῆς ἔλεγε. Μὰ ἡ γριὰ δὲν εἶχε ὑπομονή.
– Τί μὲ κοιτᾶς σὰν ἄγαλμα; Δὲν ἀκοῦς τί σοῦ λέω; Τρέξε φέρε τὴ λαμπάδα τῆς Ἀνάστασης! Ὁ κόσμος χάνεται, δὲν βλέπεις;
Χά! Τί θυμήθηκε τώρα ἡ γιαγιά της! Τὸ κερὶ τῆς Ἀνάστασης! Θὰ ξόρκιζε τέτοιο χαλασμὸ μ’ αὐτό! Πλάκα εἶχε πραγματικά!
Μὰ ἡ γριὰ δὲ χωράτευε.
– Καλά, χάζεψες γιὰ τὰ καλά; Κουνήσου, δὲν καταλαβαίνεις; Ὁ πατέρας σου, ἡ μάνα σου, τ’ ἀδέρφια σου, ὁ κόσμος ὅλος εἶναι ἐκεῖ ἔξω. Τί περιμένεις; Νὰ πνιγοῦν πρῶτα καὶ μετὰ νὰ κουνηθεῖς;
Θέλοντας καὶ μή, πῆγε νὰ ψάξει γιὰ τὸ κερί. Ποῦ νὰ βρισκόταν τώρα κι αὐτό; Οὔτε κὰν θυμόταν ποῦ τὸ εἶχε πετάξει τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης, ὅταν γύρισαν σπίτι. Μέσα της γέλαγε μὲ τὴν ἀφέλεια τῆς γιαγιᾶς της, μὰ δὲν μποροῦσε τώρα νὰ τῆς φέρει ἀντίρρηση. Ὄχι, δὲν συμφωνοῦσε μ’ αὐτὰ ἡ Ἀνθή. Εἶχε ἀποστασιοποιηθεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τὶς ἁπλοϊκὲς ἀντιλήψεις τοῦ ἀπαίδευτου λαοῦ. Σπούδαζε φιλοσοφία, δὲν ἦταν τὸ ἄβγαλτο κοριτσόπουλο τοῦ χωριοῦ. Οἱ ὑψηλὲς σπουδές της ἀναπροσδιόρισαν πολλὰ πράγματα μέσα της. Καὶ κυρίως πολλὲς ἀπ’ τὶς θρησκευτικές της ἀντιλήψεις.
Ἐξωτερικὰ βέβαια δὲν ἔδειχνε ἀλλαγή. Φρόντιζε ἡ συμπεριφορά της νὰ μὴν εἶναι διαφορετική. Δὲν εἶχε καὶ πολλὴ ὄρεξη νὰ καταπιάνεται σὲ ἀτέρμονες καὶ ἀνώφελες συζητήσεις μὲ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ἀναστατώνει ἄσκοπα. Ἀκολουθοῦσε καὶ ὅλες τὶς συνήθειες τους, ὄπως τὶς ἤξερε ἀπὸ μικρή, ἰδιαίτερα τὶς μεγάλες γιορτινὲς μέρες τοῦ χρόνου. Στὸ μικρὸ χωριό τους δὲν εἶχε καὶ μεγάλα περιθώρια νὰ διαφοροποιεῖ τὸ πρόγραμμά της. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὅμως τῆς ἄρεσαν καὶ αὐτηνῆς τὰ γιορτινὰ ἔθιμα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Μὰ τὰ ἔβλεπε σὰν ἔθιμα ἀκριβῶς. Καλὰ γιὰ νὰ ἀλλάζουν τὴν καθημερινὴ ρουτίνα τοῦ καταπονημένου ἀνθρώπου, ἀλλὰ τίποτε παραπάνω. Ὁ φιλοσοφικὸς θεός της δὲν εἶχε καὶ πολλὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τὸν φτωχὸ Ἰησοῦ τῆς παιδικῆς της ἡλικίας.
Τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης κρατοῦσε κι αὐτὴ τὴ λαμπάδα της σὰν ὅλο τὸν κόσμο. Μὰ δὲν ἔβλεπε μπροστά της τὸν Θεὸ ποὺ ἔπασχε, φορώντας ἀνθρώπινη φύση καὶ κουβαλώντας στὴν πλάτη του τὸν πόνο τοῦ κόσμου. Ὅλα αὐτὰ ἦταν γι’ αὐτὴν μία εἰλικρινής, βέβαια, ἀλλὰ οὐτοπικὴ καὶ ρομαντικὴ προσπάθεια ἑνὸς εὐγενικοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς μοίρας τοῦ κόσμου. Τὸ ἐξωπραγματικὸ ὄνειρο ἑνὸς ἁγνοῦ ἀγωνιστῆ, μὲ προδιαγεγραμμένη ὅμως τὴν ἀποτυχία του. Κάθε ὑπερφυσικὸ στοιχεῖο στὴ μορφή του, γέννημα ἁπλοϊκῆς εὐπιστίας καὶ ὄχι ὀρθῆς λογικῆς, εἶχε ἐξοβελισθεῖ ἀπὸ τὴ σκέψη της.
Μπροστά της ἔβλεπε τὸν γνήσιο, ἀληθινὸ ἄνθρωπο, ποὺ ρίχτηκε ἀπὸ τὴ μοίρα του βορὰ στὰ φοβερὰ γρανάζια τῆς παντοδύναμης ἐξουσίας καὶ ἦταν τόσο φυσικὸ νὰ ἔχει τὸ τέλος ποὺ εἶχε. Τοῦ ἐπιφυλάχτηκε ὁ ρόλος τοῦ συμπαθέστερου ἴσως θύματος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Μὰ ἡ νεαρὴ φοιτήτρια δὲν μποροῦσε τώρα πιὰ νὰ δεῖ κανένα ἀναστημένο Θεὸ πίσω ἀπ’ τὴ θλιβερὴ εἰκόνα τοῦ σταυρωμένου ἀνθρώπου Ἰησοῦ. Ἡ παιδική της πίστη εἶχε νικηθεῖ. Ὁ νέος της θεός, ἀξιοπρεπής, χαλκευμένος στὰ τελειότερα διανοητικὰ ἐργαστήρια τῆς σκεπτόμενης ἀνθρωπότητας, ὑπερβατικός, ἄγνωστος, absconditus, μακρινὸς γιὰ τὸν κόσμο, ἀπροσπέλαστος στὸ κλειστό του ὑπερπέραν, ἂν ὑπῆρχε, δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ἀδύναμη, πάσχουσα δουλικὴ μορφὴ τοῦ ταπεινοῦ Ναζωραίου.
Κι ἀκόμα, ἂν καὶ τὴν ἐνέπνεε τὸ συμπαθητικὸ μὰ ἄτυχο μεγάλο ἐκεῖνο θύμα, ὁ Ἰησοῦς, τὴν ἐξόργιζαν πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ λέγονταν πιστοὶ κι ἀκόλουθοί του. Καὶ περισσότερο κάποιες ἐνέργειες πολλῶν του ἐκπροσώπων. Ὅπως καὶ τὸ βράδυ τῆς φετινῆς Ἀνάστασης. Δὲν τῆς ἔφτανε ὁ δικός της σκεπτικισμός, ἦρθε καὶ μιὰ ἄτυχη σκηνὴ νὰ ἐπαυξήσει τὴν ἀρνητική της πνευματικὴ προδιάθεση.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ ἐκκλησία εἶχε βυθιστεῖ στὸ σκοτάδι, οἱ ψάλτες εἶχαν ψαλμωδήσει κατὰ δύναμιν σὲ ἦχο βαρὺ τὸ ἐπιβλητικὸ Ἰδοὺ σκοτία καὶ πρωί… καὶ στὸ κεφαλόσκαλο τῶν ἱερῶν βημοθύρων πρόβαλε πορφυροντυμένος ὁ λειτουργός. Ὑψώνοντας τὸ ἀναμμένο ἀπ’ τὴν ἀκοίμητη κανδήλα λαμπριάτικο τρικέρι του, ἄρχισε μὲ βροντερὴ φωνὴ καὶ σὲ πλάγιο τοῦ πρώτου, τὸν πανηγυρικότερο τῶν ἤχων, τὸ Δεῦτε, λάβετε φῶς…
Ἀπαντώντας στὴν πρόσκλησή του τὸ ἐκκλησίασμα κινήθηκε σὰν ἕνα σῶμα μπροστά. Ὕψωσαν ὅλοι τὶς λαμπάδες τους νὰ πάρουν τὸ ἅγιο φῶς. Δημιουργήθηκε στὴ στιγμὴ ἕνας μικρὸς πανικός. Οἱ πιὸ βιαστικοὶ σπρώχτηκαν, ἔδωσαν καὶ πῆραν ἀγκωνιές, κάποιοι πρόλαβαν κιόλας νὰ ψιλοβριστοῦν στὰ μουλωχτά, τὸ πρῶτο κύμα τέλος πάντων, παλεύοντας γιὰ τὸ εὐλογημένο φῶς, ἔπεσε σχεδὸν ἐπάνω στὸν παπά.
Ὑψώθηκαν ψηλὰ τόσες λαμπάδες ποὺ σκέπασαν τελικὰ τὸ ἀναμμένο τρικέρι καὶ ἕνα-ἕνα τὰ κεριά του ἔσβηναν. Ἡ πίεση ἦταν μεγάλη. Ὁ παπὰς ὑποχωροῦσε λίγο-λίγο πρὸς τὸ ἱερὸ γιὰ νὰ κρατήσει ἀναμμένο τὸ φῶς, μὰ οἱ «φλογεροὶ» ἐνορίτες του τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀπτόητοι. Μὲ τὰ πολλὰ τὸ τρικέρι ἔσβησε. Ὁ παπὰς φρένιασε. Βλέποντας τοὺς μπροστινούς, σπρωγμένους ἀπ’ τοὺς παραπίσω, νὰ ἔχουν περάσει καὶ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ νὰ πατοῦν σχεδὸν στὴν Ἅγια Τράπεζα μπροστά, τοῦ ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι.
– Πίσω, ἀθεόφοβοι! ξέσπασε ἀσυγκράτητος.
Τυφλωμένος ἀπὸ ἀγανάκτηση ἔκανε νὰ κατεβάσει τὸ σβηστὸ τρικέρι πάνω στὰ κεφάλια τους, μὰ τὴν τελευταία στιγμή, σὰν ἀπὸ θαῦμα, κρατήθηκε. Ἡ ἀνθρώπινη πλημμυρίδα πρὸς στιγμὴν ἀνακόπηκε. Μουδιασμένος λίγο ὁ παπάς, σὰν νὰ αἰσθάνθηκε τὴν ἐκτροπή του, ξανάναψε τὸ τρικέρι καὶ ξαναβγῆκε. Μὰ ἡ ζημιὰ στὴν ψυχὴ τῆς Ἀνθῆς εἶχε γίνει. Καταγράφοντας τὴ σκηνὴ ἀκούνητη ἀπ’ τὸ στασίδι της, φούντωσε. Μιὰ βαθειὰ ἀπέχθεια εἰσέβαλε σὰν ἄνεμος σαρωτικὸς στὴν ψυχή της. Ὑπάρχει τίποτε ἀληθινὸ ἐδῶ μέσα; Τί σχέση μπορεῖ νά ’χουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὸν φτωχὸ Ναζωραῖο ποὺ ἀγωνίστηκε γιὰ τὸν ἁγνὸ σκοπό του καὶ πέθανε γι’ αὐτόν; Πιστεύει ἀκόμα κανένας ἀληθινὰ σ’ αὐτόν; Νά, ποὺ ἡ θυσία του ἀποδείχτηκε ἀνώφελη! Μήπως πράγματι ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τελικὰ τίποτε παραπάνω ἀπὸ ἕνα καλοστημένο ψέμα!
Ὅλοι εἶχαν ἀνάψει τὶς λαμπάδες τους, ἔβγαιναν ἔξω γιὰ τὴν Ἀνάσταση, μὰ αὐτὴ δὲν ἔπαψε νὰ στέκει ἀκίνητη, μὲ τὴ λαμπάδα της ἀκόμα σβηστή. Ἡ ἀπέχθεια καὶ ἡ ὀργὴ μέσα της εἶχαν πετρώσει τὴν καρδιά της. Τελικὰ πῆρε φῶς ἀπὸ τὴ διπλανή της γιὰ νὰ μὴ δώσει στόχο στοὺς γύρω της. Μὰ μέσα της ἀνάδευε σκοτάδι πηχτό. Ἡ λειτουργία τελείωσε, ὁ κόσμος μετάλαβε, μὰ αὐτή, ἀηδιασμένη, οὔτε ποὺ πλησίασε καθόλου, ἂν καὶ τό ’χε πάντα συνήθεια, ἔτσι γιὰ τὸ καλό, νὰ μεταλαβαίνει. Ὅλοι χαίρονταν, γελοῦσαν, εἶχαν κιόλας ξεχάσει τὸ συμβάν, μὰ αὐτὴ δὲν ἔλεγε νὰ πάρει τὸ μυαλό της ἀπὸ αὐτό.
Ἔφερε τὴ λαμπάδα της ἀναμμένη στὸ σπίτι, μιὰ καὶ ἡ γιαγιά της, κουτσὴ κι ἀνίκανη γιὰ πολλὲς μετακινήσεις, περίμενε τὸ ἅγιο φῶς. Ἡ γριὰ ἄναψε εὐλαβικὰ ἀπ’ τὴ λαμπάδα τῆς ἐγγονῆς τὸ καντήλι της, ἀφοῦ σταυροκοπήθηκε πολλὲς φορές. Θὰ τὸ φύλαγε τώρα μέρα νύχτα σὰν τὰ μάτια της νὰ μὴν τῆς σβήσει. Ἡ ἐγγονὴ νευρίαζε μὲ ὅλα αὐτά, μὰ τί νά ’κανε; Ἡ γιαγιά της δὲν σήκωνε ἀστεῖα σ’ αὐτά. Ὅταν κάποτε ἡ ὅλη ἱεροτελεστία τέλειωσε, ἡ Ἀνθὴ πῆρε τὴ λαμπάδα της καὶ τὴν πέταξε ἀδιάφορα σὲ κάποιο ντουλάπι.
Ἄντε τώρα νὰ θυμηθεῖ ποῦ ἦταν καταχωνιασμένη καὶ νὰ ψάχνει! Μὰ ἔτρεξε νὰ κάνει γρήγορα. Ἡ γιαγιά της δὲν ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ παραιτοῦνταν ἀπ’ τὸν σκοπό του. Δὲν ἄργησε νὰ τὴ βρεῖ πατικωμένη κάτω ἀπὸ ἄλλα πράγματα καὶ σπασμένη στὴ μέση. Καιρὸς ἦταν! Οὔτε πέντε λεπτὰ δὲν εἶχε ποὺ ξέσπασε τὸ κακό, μὰ ὁ κόσμος ἔξω χάλαγε. Ἡ δυνατὴ βροχὴ γύρισε ἀπότομα σὲ καταστροφικὸ χοντρὸ χαλάζι. Ἕνα σφίξιμο ἀνέβηκε καὶ στὴ δική της καρδιά. Ἔφερε γρήγορα τὴν τσακισμένη λαμπάδα στὴ γιαγιά της.
Ἡ γριὰ τὴν ἄναψε ἀμέσως ἀπ’ τὸ καντήλι ὅπου ἔκαιγε τὸ ἅγιο φῶς. Πῆγε κοντὰ στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο, ἴσιωσε τὸ σακατεμένο ἀπ’ τὸ χρόνο μικρό της ἀνάστημα κι ἔκαμε τρεῖς φορὲς τὸν σταυρό της, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ πάνω ποὺ μιὰ νέα φοβερὴ βροντὴ ἄρχισε νὰ τραντάζει γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὴ γῆ καὶ τὰ οὐράνια, ὕψωσε τὸ ἀναμμένο σπασμένο ἁγιοκέρι τῆς Λαμπρῆς κόντρα στὴν τρομερὴ θύελλα, σταύρωσε μ’ αὐτὸ τρεῖς φορὲς τὰ πέρατα καὶ εἶπε καθαρὰ καὶ δυνατὰ τὰ λόγια ποὺ εἶχε καλὰ μαθημένα ἀπ’ τὴ συχωρεμένη μάνα της: Μέγα τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος! Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ἡμῖν!
Ἡ Ἀνθὴ παρακολουθοῦσε ἀσάλευτη. Ἡ εἰρωνική της διάθεση ἔκανε φτερά. Ἐντυπωσιάστηκε ἀπ’ τὴ βαθειὰ πίστη καὶ τὸ σθένος τῆς γιαγιᾶς της. Ἡ ἀγράμματη, μικρόσωμη, κουτσὴ γριὰ φάνταξε μπροστά της ἴδιος ἀρχάγγελος μὲ πύρινη ρομφαία. Μὰ ὅ,τι ἀκολούθησε τὴν τράνταξε ἀκόμα περισσότερο.
Ἡ φοβερὴ βροντὴ κόπηκε μαχαίρι στὴ μέση. Τὸ φονικὸ χαλάζι ποὺ ἀλύπητα μαστίγωνε κατάσαρκα τὴ γῆ, ἐντελῶς ἀνέλπιστα σταμάτησε ἀπότομα. Ἡ μανιασμένη λαίλαπα ἔκοψε ξαφνικὰ τὴν ὁρμή της. Σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔβαλε χαλινὸ καὶ νὰ τὴν πρόσταξε νὰ σταθεῖ. Σιώπα, πεφίμωσο! Τὰ σύννεφα ἄρχισαν νὰ τρέπονται σὲ ἄτακτη φυγὴ κυνηγημένα. Ἰριδίζοντας μὲ τὰ στιλπνά του χρώματα τὸ τόξον ἐν τῇ νεφέλῃ, σημεῖον τῆς διαθήκης ἀναμέσον οὐρανοῦ καὶ γῆς, ἔλαμψε παρήγορο. Ὁ οὐρανὸς καθάρισε γοργά, τὸ φῶς ἀγκάλιασε τὴ γῆ ξανὰ πρὶν ἔλθει ἁπαλὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα. Καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. Ὁ κοσμάκης σώθηκε!
– Δόξα σοι, Θεέ μου! Δόξα σοι, Παναγία μου! σταυροκοπήθηκε πάλι ἡ γριά.
Κάποιος εἶχε τὴ δύναμη λοιπὸν νὰ ἐπιτιμᾶ τὸν ἄνεμο καὶ τὸ σύννεφο καὶ στὸ πρόσταγμά του ὁ κεραυνὸς καὶ ἡ θύελλα πισωγύριζαν ὑπάκουα. Κάποιος ποὺ τὸν γνώριζαν τὰ τρομερὰ στοιχεῖα τῆς φύσης καὶ ποὺ αὐτὴ ἠθελημένα ἀγνοοῦσε.
Κι ἐνῶ ἡ γριὰ κούτσα-κούτσα ξανακατέβηκε στὴ δουλειά της σὰν νὰ μὴν ἔγινε τίποτε παράξενο, σὰν νά ’χε κάνει τὸ πιὸ συνηθισμένο πράγμα τοῦ κόσμου, ἡ ἐγγονή της συγκλονισμένη, μὲ πόδια ποὺ ἔτρεμαν, κάθησε στὸν καναπέ. Προσπάθησε νὰ βάλει σὲ τάξη τὸ μυαλό της, νὰ ἐπεξεργαστεῖ τὰ δεδομένα. Μὰ ἡ δυναμικὴ τοῦ πράγματος ἀρνιόταν νὰ ὑποταχτεῖ στὴ λογική της. Ἦταν τόσο ἀπρόσμενα ὅλα, τόσο δυνατά, ποὺ μόνο σύμπτωση καὶ τύχη δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπικαλεστεῖ. Κάποιος ἄλλος παράγοντας ἔξω καὶ πάνω ἀπὸ τὴ φύση εἶχε μπεῖ ὁρμητικὰ σὲ δράση. Τὰ γεγονότα νικοῦσαν τὴ λογική της.
Οἱ καλοστημένοι ἀνθρώπινοι λογικοὶ στοχασμοὶ ποὺ τὴν κρατοῦσαν μὲ τὴν πειθώ τους θαμπωμένη ὑποχώρησαν. Ἀνέσυρε ἀπ’ τὸ βυθὸ τῆς λήθης τὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ ποὺ ἤξερε ἀπὸ μικρή, πὼς εἶχε κατεβεῖ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ μὲ σκοπὸ νὰ προκαλέσει καὶ ὄχι νὰ χαϊδέψει τὴ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πῶς θὰ τὸ ἔκανε αὐτό; Φανερώνοντας καὶ δείχνοντας τὸν Πατέρα. Ὄχι μιὰ ἐπινοημένη καὶ ὑποταγμένη στὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς θεότητα. Ἀλλὰ τὸν ἐντελῶς ἀσύλληπτο στὴ γήινη σοφία, στὸν ἀνθρώπινο στοχασμὸ Θεό, ποὺ παίζει στὰ δάχτυλά του τοὺς σοφοὺς ἀποδεικνύοντας μωρία τὴν ἐξυπνάδα τους.
Καὶ οἱ αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρές του πάλι τὸ ἴδιο ἔκαμαν. Ὁ λόγος καὶ τὸ κήρυγμά τους ἦταν οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις. Δὲν νοιάστηκαν ποτὲ νὰ πείσουν τὴν ὑπεροπτικὴ ἀνθρώπινη σκέψη. Κατέθεσαν ἁπλῶς ἀπέναντί της γεγονότα: Αὐτὸ ποὺ εἶδαν, ποὺ ἄκουσαν, ποὺ ψηλάφησαν, ποὺ ἔζησαν κοντά του. Τὴ ζωντανὴ ἁπτὴ ἐμπειρία τους κόντρα στὰ περισπούδαστα τεχνάσματα καὶ τὰ περίτεχνα σοφίσματα τῆς γαυριώσας χοϊκῆς νόησης. Μιὰ ἐμπειρία πού, δίχως νὰ καταργεῖ, ξεπερνοῦσε τὴ λογική. Καὶ ἄφησαν στὸν καθένα τὴν ἐπιλογὴ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸ μήνυμά τους ἢ νὰ τὸ ἀπορρίψει. Νὰ τοὺς θεωρήσει ἀπατεῶνες ἢ ἀξιόπιστους. Ἐλεύθερα.
Πῆρε στὰ χέρια της τὸ ἱερὸ βιβλίο ποὺ βρισκόταν χρόνια ξεχασμένο στὸ ράφι. Τὸ ξεφύλλισε ἀργά, βρῆκε τὸν τόπο ὅπου ἦταν καταγραμμένη ἡ μαρτυρία τους: Ὃ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, αὐτὸ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν… Ὅ,τι ἀκριβῶς σκανδάλιζε τὴν ἐπηρμένη λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ κατέθεταν οἱ αὐτόπτες. Πράγματα ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποσιωπήσουν, γιατὶ τὰ ἔζησαν καὶ τοὺς συγκλόνισαν: Ὅτι ἡ σταύρωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦταν κάποιο ἀπρόβλεπτο ἀτύχημα. Ἀντιθέτως! Ἦταν τὸ σχέδιό του αὐτό. Νὰ γεννηθεῖ, νὰ ἀνδρωθεῖ, νὰ πάθει, νὰ θυσιασθεῖ. Ὅλα αὐτὰ ἑκούσια, γιὰ λογαριασμὸ ὅλων, ἀπὸ ἀνείπωτη ἀγάπη, δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν καὶ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός, Θεὸς ἀληθινός, Κύριος τῶν πάντων, ὁ τάφος δὲν μπόρεσε νὰ τὸν κρατήσει. Ἀναστήθηκε αὐτεξουσίως, μὲ τὴ δική του δύναμη καὶ ὡς ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς νίκησε τὸν θάνατο, ἐξασφαλίζοντας γιὰ ὅλους τὴ ζωή.
Ἡ Ἀνθὴ ἔνοιωσε τὴ θεϊκή του ἐνέργεια, πανίσχυρη μὰ καὶ γεμάτη ἀγάπη, νὰ φτάνει καὶ σ’ αὐτήν, ἐκεῖ μπροστά της σήμερα, ἂν καὶ ἀπὸ δρόμο φοβερὰ σκανδαλώδη, ἀνεξήγητο. Ἕνα σπασμένο λαμπριάτικο κερί, ποὺ πῆρε φῶς ἀπὸ τὸ χέρι ἑνὸς ἀνάξιου παπᾶ καὶ μέσα ἀπ’ τὸ ἄπιστο δικό της χέρι ἔφτασε στὸ χέρι μιᾶς ἀγράμματης πιστῆς γριᾶς, ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ ἀστράψει μέσα της ἡ ἀλήθεια ὁλοζώντανη. Πὼς ἕνα μόνο ὄνομα ὑπάρχει στὴν ὑπ’ οὐρανὸν γιὰ νὰ σωθεῖ, νὰ ζήσει ὁ κόσμος: Τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ποὺ κυβερνᾶ πανσθενουργὸ τὰ σύμπαντα. Μπροστά του μέλλει νὰ καμφθεῖ πᾶν γόνυ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων.
Ἡ νεαρὴ φοιτήτρια, συντετριμμένη, μὰ ἀνάλαφρη, ἀπελευθερωμένη ψυχικά, ἔγειρε μπρὸς στὸ ὑπερένδοξο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ προσκύνησε. Κάμπτοντας ἐνώπιόν του ταπεινὰ τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ὁμολόγησε ἀναφωνώντας ἐκστατικά:
– Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου…!
Τραντάχτηκαν συθέμελα τὰ ψηλὰ βουνὰ ἀπὸ τὸ ξαφνικὸ μπουμπουνητό. Σὰν ἀπὸ στόματα μυριάδων κανονιῶν ἡ τρομερὴ βροντὴ ξεχύθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ οὐρανοῦ, χτύπησε πάνω στὸ γυμνὸ καύκαλο τῆς ψηλότερης βουνοκορφῆς, κατρακύλησε σὰν ὕπουλο ἑρπετὸ στὴ σκιερὴ ρεματιά, κόχλασε ὑπόκωφα στὶς χαμηλὲς λοφοσειρές, σκαρφάλωσε σὰν αἴλουρος στὴν ἁπλωτὴ ράχη τῆς ὀροσειρᾶς, χύθηκε σὰν τὸ γεράκι στ’ ἀνοιχτὸ διάσελο, χαμήλωσε, ξεθύμανε, ἔσβησε…
Ὁ ἥλιος σκοτείνιασε ξαφνικά. Τὸ μαγιάτικο δειλινὸ χάθηκε αὐτοστιγμεί. Πυκνὰ μαῦρα σύννεφα σκέπασαν τὸ φωτεινὸ γαλάζιο τοῦ ἄπειρου, ἔριξαν στὴ γῆ τὴ βαρειά τους σκιά. Δυνατὸς ἀνεμοστρόβιλος, πρόδρομος καταιγίδας, σάρωσε κοιλάδες καὶ πλαγιές. Μιὰ δεύτερη βροντὴ ἀκολούθησε κατὰ πόδι τὴν πρώτη καὶ οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν στὸ λεπτό. Ἡ ξαφνικὴ νεροποντὴ συνεπῆρε τὰ πάντα. Ἄνθρωποι καὶ ζῶα, σκορπισμένοι στὸ ὕπαιθρο, ὥσπου νὰ στρέψουν ἀπορημένοι τὰ κεφάλια τους, βρέθηκαν ἐντελῶς ἀκάλυπτοι κάτω στὸ ἀνελέητο, ἀπρόσμενο μαστίγωμά της. Πῶς ξέσπασε ξαφνικὰ τέτοιο κακό;
Πηγή : Συνοδοιπορία
Ἦταν στὰ μέσα τοῦ Μάη κι ὁ κόσμος τοῦ μικροῦ χωριοῦ, ξωμάχοι ἄνθρωποι, βρίσκονταν ὅλοι στὰ χωράφια. Τὸ Πάσχα ἦρθε κι ἔφυγε μὲς στὴ χαρά, ἔσμιξαν ὅλοι ξανὰ καὶ γιόρτασαν μὲ τὰ ξενάκια τους, γέμισαν οἱ καρδιὲς ἀπ’ τὴν περίσσια εὐφροσύνη τῆς Λαμπρῆς. Τὸ ἔαρ τῶν ψυχῶν συνδυάστηκε τέλεια μὲ τὸ ἔαρ τῆς φύσης. Ἕνας θαυμάσιος καιρὸς συντρόφευε ὅλες τὶς μέρες τὴν ἀναστάσιμη χαρά τους. Ἐνθουσιασμένα ἰδιαίτερα τὰ παιδιὰ τίμησαν μὲ τὸ παραπάνω τὸν ὑπέροχο συνδυασμό.
Ἀλλὰ καὶ ἀπόλαμπρα ἡ καλοκαιρία ἐξακολούθησε στὸν ἴδιο ρυθμό. Στὸ ὀρεινὸ μικρὸ χωριὸ ὁ ἐρχομὸς τῆς ἄνοιξης θύμιζε παράδεισο. Ὅλοι ξεχύθηκαν μὲ κέφι στὶς δουλειές τους. Ἀναστημένη ἀπ’ τὴ βαρυχειμωνιὰ ἡ γῆ τους, γιόρταζε τὴ δική της πασχαλιά. Μικροὶ-μεγάλοι χαίρονταν τοὺς ἀνθοστόλιστους ἀγρούς, καταπιάνονταν μὲ ἀνοιξιάτικες σπορές, πάλευαν γεμάτοι ὄρεξη τὸν φτωχικό, μὰ ἀγαπημένο τόπο τους. Τὰ ζωντανά τους σκόρπισαν στὶς καταπράσινες νομές. Νύχτα καὶ μέρα τὰ λιγυρὰ κυπροκούδουνα, ἀνάκατα μὲ μουγκανητὰ καὶ βελάσματα, συνόδευαν μὲ τὴ γλυκόφωνη ἠχώ τους τὴν ἐργατιά. Ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ Μάη φάνταζε πραγματικὰ παραδεισένια. Ἦταν πανέμορφες οἱ μέρες του, ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ ἀπόγευμα μαγευτικό. Ποῦ φώλευε κρυμμένη τόση μανία καὶ καταστροφή;
Ἡ νεαρὴ φοιτήτρια, ξαφνιασμένη ἀπ’ τὴν ἀπότομη ἀνατροπή, στάθηκε μπρὸς στὸ παράθυρο ἐκστατική. Δὲν πρόλαβε οὔτε τὰ τζάμια νὰ κλείσει, τόσο ἀπρόσμενα ξέσπασε ἡ καταιγίδα. Τὸ ὑπερθέαμα τῆς καιρικῆς ἀλλαγῆς αἰχμαλώτισε τὸ βλέμμα της. Ἡ κεραυνοβόλα εἰσβολὴ τοῦ σαρωτικοῦ δρόλαπα τὴν καθήλωσε κατὰ κράτος. Ἕνα τρομακτικὰ μεγαλειῶδες μυστήριο ἀναδυόταν ἀπ’ τὸν ἐκκωφαντικὸ ὀρυμαγδὸ τῆς σφοδρῆς θύελλας. Διαμετρικὰ ἀντίθετο ἀπ’ τὴ σαγηνευτικὴ μαγεία τοῦ ἐδεμικοῦ δειλινοῦ ποὺ προηγήθηκε. Mysterium tremendum καὶ mysterium fascinans (τρομερὸ καὶ γοητευτικὸ μυστήριο), ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἀγαπημένος της φιλόσοφος Rundolf Otto. Πῶς γίνεται νὰ εἶναι τόσο ὄμορφα καὶ τὰ δυό; Ἡ ὀμορφιὰ νὰ δείχνει τόσο ἀντίθετες, ἀλληλοαναιρούμενες πλευρές; Νὰ συνυπάρχουν δυὸ ἀπόλυτα ἀντιφατικὲς ὄψεις στὸν ἴδιο κόσμο;
– Ἀνθή! Ἀνθούλα! Ποῦ εἶσαι;
Ἡ δυνατὴ λαχανιαστὴ φωνὴ τῆς γριᾶς ποὺ ἀνέβαινε κουτσαίνοντας ἀπὸ τὸ ὑπόγειο, τὴν ἔβγαλε ἀπ’ τὸν φιλοσοφικό της ρεμβασμό.
– Ἐδῶ, γιαγιά! εἶπε γυρίζοντας πρὸς τὸ μέρος της.
– Τ’ ἁγιοκέρι, παιδί μου! Γρήγορα!
– Τί εἶπες; ρώτησε ἀπορημένη.
– Τὸ κερὶ τῆς Λαμπρῆς, παιδί μου! Τρέξε, μὴν ἀργεῖς!
Ἡ ἐγγονὴ δὲν κουνήθηκε. Ἔμεινε νὰ κοιτάζει σὰν χαμένη τὴ γριά. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει ἀκόμα τί τῆς ἔλεγε. Μὰ ἡ γριὰ δὲν εἶχε ὑπομονή.
– Τί μὲ κοιτᾶς σὰν ἄγαλμα; Δὲν ἀκοῦς τί σοῦ λέω; Τρέξε φέρε τὴ λαμπάδα τῆς Ἀνάστασης! Ὁ κόσμος χάνεται, δὲν βλέπεις;
Χά! Τί θυμήθηκε τώρα ἡ γιαγιά της! Τὸ κερὶ τῆς Ἀνάστασης! Θὰ ξόρκιζε τέτοιο χαλασμὸ μ’ αὐτό! Πλάκα εἶχε πραγματικά!
Μὰ ἡ γριὰ δὲ χωράτευε.
– Καλά, χάζεψες γιὰ τὰ καλά; Κουνήσου, δὲν καταλαβαίνεις; Ὁ πατέρας σου, ἡ μάνα σου, τ’ ἀδέρφια σου, ὁ κόσμος ὅλος εἶναι ἐκεῖ ἔξω. Τί περιμένεις; Νὰ πνιγοῦν πρῶτα καὶ μετὰ νὰ κουνηθεῖς;
Θέλοντας καὶ μή, πῆγε νὰ ψάξει γιὰ τὸ κερί. Ποῦ νὰ βρισκόταν τώρα κι αὐτό; Οὔτε κὰν θυμόταν ποῦ τὸ εἶχε πετάξει τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης, ὅταν γύρισαν σπίτι. Μέσα της γέλαγε μὲ τὴν ἀφέλεια τῆς γιαγιᾶς της, μὰ δὲν μποροῦσε τώρα νὰ τῆς φέρει ἀντίρρηση. Ὄχι, δὲν συμφωνοῦσε μ’ αὐτὰ ἡ Ἀνθή. Εἶχε ἀποστασιοποιηθεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τὶς ἁπλοϊκὲς ἀντιλήψεις τοῦ ἀπαίδευτου λαοῦ. Σπούδαζε φιλοσοφία, δὲν ἦταν τὸ ἄβγαλτο κοριτσόπουλο τοῦ χωριοῦ. Οἱ ὑψηλὲς σπουδές της ἀναπροσδιόρισαν πολλὰ πράγματα μέσα της. Καὶ κυρίως πολλὲς ἀπ’ τὶς θρησκευτικές της ἀντιλήψεις.
Ἐξωτερικὰ βέβαια δὲν ἔδειχνε ἀλλαγή. Φρόντιζε ἡ συμπεριφορά της νὰ μὴν εἶναι διαφορετική. Δὲν εἶχε καὶ πολλὴ ὄρεξη νὰ καταπιάνεται σὲ ἀτέρμονες καὶ ἀνώφελες συζητήσεις μὲ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ἀναστατώνει ἄσκοπα. Ἀκολουθοῦσε καὶ ὅλες τὶς συνήθειες τους, ὄπως τὶς ἤξερε ἀπὸ μικρή, ἰδιαίτερα τὶς μεγάλες γιορτινὲς μέρες τοῦ χρόνου. Στὸ μικρὸ χωριό τους δὲν εἶχε καὶ μεγάλα περιθώρια νὰ διαφοροποιεῖ τὸ πρόγραμμά της. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὅμως τῆς ἄρεσαν καὶ αὐτηνῆς τὰ γιορτινὰ ἔθιμα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Μὰ τὰ ἔβλεπε σὰν ἔθιμα ἀκριβῶς. Καλὰ γιὰ νὰ ἀλλάζουν τὴν καθημερινὴ ρουτίνα τοῦ καταπονημένου ἀνθρώπου, ἀλλὰ τίποτε παραπάνω. Ὁ φιλοσοφικὸς θεός της δὲν εἶχε καὶ πολλὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τὸν φτωχὸ Ἰησοῦ τῆς παιδικῆς της ἡλικίας.
Τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης κρατοῦσε κι αὐτὴ τὴ λαμπάδα της σὰν ὅλο τὸν κόσμο. Μὰ δὲν ἔβλεπε μπροστά της τὸν Θεὸ ποὺ ἔπασχε, φορώντας ἀνθρώπινη φύση καὶ κουβαλώντας στὴν πλάτη του τὸν πόνο τοῦ κόσμου. Ὅλα αὐτὰ ἦταν γι’ αὐτὴν μία εἰλικρινής, βέβαια, ἀλλὰ οὐτοπικὴ καὶ ρομαντικὴ προσπάθεια ἑνὸς εὐγενικοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς μοίρας τοῦ κόσμου. Τὸ ἐξωπραγματικὸ ὄνειρο ἑνὸς ἁγνοῦ ἀγωνιστῆ, μὲ προδιαγεγραμμένη ὅμως τὴν ἀποτυχία του. Κάθε ὑπερφυσικὸ στοιχεῖο στὴ μορφή του, γέννημα ἁπλοϊκῆς εὐπιστίας καὶ ὄχι ὀρθῆς λογικῆς, εἶχε ἐξοβελισθεῖ ἀπὸ τὴ σκέψη της.
Μπροστά της ἔβλεπε τὸν γνήσιο, ἀληθινὸ ἄνθρωπο, ποὺ ρίχτηκε ἀπὸ τὴ μοίρα του βορὰ στὰ φοβερὰ γρανάζια τῆς παντοδύναμης ἐξουσίας καὶ ἦταν τόσο φυσικὸ νὰ ἔχει τὸ τέλος ποὺ εἶχε. Τοῦ ἐπιφυλάχτηκε ὁ ρόλος τοῦ συμπαθέστερου ἴσως θύματος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Μὰ ἡ νεαρὴ φοιτήτρια δὲν μποροῦσε τώρα πιὰ νὰ δεῖ κανένα ἀναστημένο Θεὸ πίσω ἀπ’ τὴ θλιβερὴ εἰκόνα τοῦ σταυρωμένου ἀνθρώπου Ἰησοῦ. Ἡ παιδική της πίστη εἶχε νικηθεῖ. Ὁ νέος της θεός, ἀξιοπρεπής, χαλκευμένος στὰ τελειότερα διανοητικὰ ἐργαστήρια τῆς σκεπτόμενης ἀνθρωπότητας, ὑπερβατικός, ἄγνωστος, absconditus, μακρινὸς γιὰ τὸν κόσμο, ἀπροσπέλαστος στὸ κλειστό του ὑπερπέραν, ἂν ὑπῆρχε, δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ἀδύναμη, πάσχουσα δουλικὴ μορφὴ τοῦ ταπεινοῦ Ναζωραίου.
Κι ἀκόμα, ἂν καὶ τὴν ἐνέπνεε τὸ συμπαθητικὸ μὰ ἄτυχο μεγάλο ἐκεῖνο θύμα, ὁ Ἰησοῦς, τὴν ἐξόργιζαν πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ λέγονταν πιστοὶ κι ἀκόλουθοί του. Καὶ περισσότερο κάποιες ἐνέργειες πολλῶν του ἐκπροσώπων. Ὅπως καὶ τὸ βράδυ τῆς φετινῆς Ἀνάστασης. Δὲν τῆς ἔφτανε ὁ δικός της σκεπτικισμός, ἦρθε καὶ μιὰ ἄτυχη σκηνὴ νὰ ἐπαυξήσει τὴν ἀρνητική της πνευματικὴ προδιάθεση.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ ἐκκλησία εἶχε βυθιστεῖ στὸ σκοτάδι, οἱ ψάλτες εἶχαν ψαλμωδήσει κατὰ δύναμιν σὲ ἦχο βαρὺ τὸ ἐπιβλητικὸ Ἰδοὺ σκοτία καὶ πρωί… καὶ στὸ κεφαλόσκαλο τῶν ἱερῶν βημοθύρων πρόβαλε πορφυροντυμένος ὁ λειτουργός. Ὑψώνοντας τὸ ἀναμμένο ἀπ’ τὴν ἀκοίμητη κανδήλα λαμπριάτικο τρικέρι του, ἄρχισε μὲ βροντερὴ φωνὴ καὶ σὲ πλάγιο τοῦ πρώτου, τὸν πανηγυρικότερο τῶν ἤχων, τὸ Δεῦτε, λάβετε φῶς…
Ἀπαντώντας στὴν πρόσκλησή του τὸ ἐκκλησίασμα κινήθηκε σὰν ἕνα σῶμα μπροστά. Ὕψωσαν ὅλοι τὶς λαμπάδες τους νὰ πάρουν τὸ ἅγιο φῶς. Δημιουργήθηκε στὴ στιγμὴ ἕνας μικρὸς πανικός. Οἱ πιὸ βιαστικοὶ σπρώχτηκαν, ἔδωσαν καὶ πῆραν ἀγκωνιές, κάποιοι πρόλαβαν κιόλας νὰ ψιλοβριστοῦν στὰ μουλωχτά, τὸ πρῶτο κύμα τέλος πάντων, παλεύοντας γιὰ τὸ εὐλογημένο φῶς, ἔπεσε σχεδὸν ἐπάνω στὸν παπά.
Ὑψώθηκαν ψηλὰ τόσες λαμπάδες ποὺ σκέπασαν τελικὰ τὸ ἀναμμένο τρικέρι καὶ ἕνα-ἕνα τὰ κεριά του ἔσβηναν. Ἡ πίεση ἦταν μεγάλη. Ὁ παπὰς ὑποχωροῦσε λίγο-λίγο πρὸς τὸ ἱερὸ γιὰ νὰ κρατήσει ἀναμμένο τὸ φῶς, μὰ οἱ «φλογεροὶ» ἐνορίτες του τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀπτόητοι. Μὲ τὰ πολλὰ τὸ τρικέρι ἔσβησε. Ὁ παπὰς φρένιασε. Βλέποντας τοὺς μπροστινούς, σπρωγμένους ἀπ’ τοὺς παραπίσω, νὰ ἔχουν περάσει καὶ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ νὰ πατοῦν σχεδὸν στὴν Ἅγια Τράπεζα μπροστά, τοῦ ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι.
– Πίσω, ἀθεόφοβοι! ξέσπασε ἀσυγκράτητος.
Τυφλωμένος ἀπὸ ἀγανάκτηση ἔκανε νὰ κατεβάσει τὸ σβηστὸ τρικέρι πάνω στὰ κεφάλια τους, μὰ τὴν τελευταία στιγμή, σὰν ἀπὸ θαῦμα, κρατήθηκε. Ἡ ἀνθρώπινη πλημμυρίδα πρὸς στιγμὴν ἀνακόπηκε. Μουδιασμένος λίγο ὁ παπάς, σὰν νὰ αἰσθάνθηκε τὴν ἐκτροπή του, ξανάναψε τὸ τρικέρι καὶ ξαναβγῆκε. Μὰ ἡ ζημιὰ στὴν ψυχὴ τῆς Ἀνθῆς εἶχε γίνει. Καταγράφοντας τὴ σκηνὴ ἀκούνητη ἀπ’ τὸ στασίδι της, φούντωσε. Μιὰ βαθειὰ ἀπέχθεια εἰσέβαλε σὰν ἄνεμος σαρωτικὸς στὴν ψυχή της. Ὑπάρχει τίποτε ἀληθινὸ ἐδῶ μέσα; Τί σχέση μπορεῖ νά ’χουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὸν φτωχὸ Ναζωραῖο ποὺ ἀγωνίστηκε γιὰ τὸν ἁγνὸ σκοπό του καὶ πέθανε γι’ αὐτόν; Πιστεύει ἀκόμα κανένας ἀληθινὰ σ’ αὐτόν; Νά, ποὺ ἡ θυσία του ἀποδείχτηκε ἀνώφελη! Μήπως πράγματι ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τελικὰ τίποτε παραπάνω ἀπὸ ἕνα καλοστημένο ψέμα!
Ὅλοι εἶχαν ἀνάψει τὶς λαμπάδες τους, ἔβγαιναν ἔξω γιὰ τὴν Ἀνάσταση, μὰ αὐτὴ δὲν ἔπαψε νὰ στέκει ἀκίνητη, μὲ τὴ λαμπάδα της ἀκόμα σβηστή. Ἡ ἀπέχθεια καὶ ἡ ὀργὴ μέσα της εἶχαν πετρώσει τὴν καρδιά της. Τελικὰ πῆρε φῶς ἀπὸ τὴ διπλανή της γιὰ νὰ μὴ δώσει στόχο στοὺς γύρω της. Μὰ μέσα της ἀνάδευε σκοτάδι πηχτό. Ἡ λειτουργία τελείωσε, ὁ κόσμος μετάλαβε, μὰ αὐτή, ἀηδιασμένη, οὔτε ποὺ πλησίασε καθόλου, ἂν καὶ τό ’χε πάντα συνήθεια, ἔτσι γιὰ τὸ καλό, νὰ μεταλαβαίνει. Ὅλοι χαίρονταν, γελοῦσαν, εἶχαν κιόλας ξεχάσει τὸ συμβάν, μὰ αὐτὴ δὲν ἔλεγε νὰ πάρει τὸ μυαλό της ἀπὸ αὐτό.
Ἔφερε τὴ λαμπάδα της ἀναμμένη στὸ σπίτι, μιὰ καὶ ἡ γιαγιά της, κουτσὴ κι ἀνίκανη γιὰ πολλὲς μετακινήσεις, περίμενε τὸ ἅγιο φῶς. Ἡ γριὰ ἄναψε εὐλαβικὰ ἀπ’ τὴ λαμπάδα τῆς ἐγγονῆς τὸ καντήλι της, ἀφοῦ σταυροκοπήθηκε πολλὲς φορές. Θὰ τὸ φύλαγε τώρα μέρα νύχτα σὰν τὰ μάτια της νὰ μὴν τῆς σβήσει. Ἡ ἐγγονὴ νευρίαζε μὲ ὅλα αὐτά, μὰ τί νά ’κανε; Ἡ γιαγιά της δὲν σήκωνε ἀστεῖα σ’ αὐτά. Ὅταν κάποτε ἡ ὅλη ἱεροτελεστία τέλειωσε, ἡ Ἀνθὴ πῆρε τὴ λαμπάδα της καὶ τὴν πέταξε ἀδιάφορα σὲ κάποιο ντουλάπι.
Ἄντε τώρα νὰ θυμηθεῖ ποῦ ἦταν καταχωνιασμένη καὶ νὰ ψάχνει! Μὰ ἔτρεξε νὰ κάνει γρήγορα. Ἡ γιαγιά της δὲν ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ παραιτοῦνταν ἀπ’ τὸν σκοπό του. Δὲν ἄργησε νὰ τὴ βρεῖ πατικωμένη κάτω ἀπὸ ἄλλα πράγματα καὶ σπασμένη στὴ μέση. Καιρὸς ἦταν! Οὔτε πέντε λεπτὰ δὲν εἶχε ποὺ ξέσπασε τὸ κακό, μὰ ὁ κόσμος ἔξω χάλαγε. Ἡ δυνατὴ βροχὴ γύρισε ἀπότομα σὲ καταστροφικὸ χοντρὸ χαλάζι. Ἕνα σφίξιμο ἀνέβηκε καὶ στὴ δική της καρδιά. Ἔφερε γρήγορα τὴν τσακισμένη λαμπάδα στὴ γιαγιά της.
Ἡ γριὰ τὴν ἄναψε ἀμέσως ἀπ’ τὸ καντήλι ὅπου ἔκαιγε τὸ ἅγιο φῶς. Πῆγε κοντὰ στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο, ἴσιωσε τὸ σακατεμένο ἀπ’ τὸ χρόνο μικρό της ἀνάστημα κι ἔκαμε τρεῖς φορὲς τὸν σταυρό της, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ πάνω ποὺ μιὰ νέα φοβερὴ βροντὴ ἄρχισε νὰ τραντάζει γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὴ γῆ καὶ τὰ οὐράνια, ὕψωσε τὸ ἀναμμένο σπασμένο ἁγιοκέρι τῆς Λαμπρῆς κόντρα στὴν τρομερὴ θύελλα, σταύρωσε μ’ αὐτὸ τρεῖς φορὲς τὰ πέρατα καὶ εἶπε καθαρὰ καὶ δυνατὰ τὰ λόγια ποὺ εἶχε καλὰ μαθημένα ἀπ’ τὴ συχωρεμένη μάνα της: Μέγα τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος! Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ἡμῖν!
Ἡ Ἀνθὴ παρακολουθοῦσε ἀσάλευτη. Ἡ εἰρωνική της διάθεση ἔκανε φτερά. Ἐντυπωσιάστηκε ἀπ’ τὴ βαθειὰ πίστη καὶ τὸ σθένος τῆς γιαγιᾶς της. Ἡ ἀγράμματη, μικρόσωμη, κουτσὴ γριὰ φάνταξε μπροστά της ἴδιος ἀρχάγγελος μὲ πύρινη ρομφαία. Μὰ ὅ,τι ἀκολούθησε τὴν τράνταξε ἀκόμα περισσότερο.
Ἡ φοβερὴ βροντὴ κόπηκε μαχαίρι στὴ μέση. Τὸ φονικὸ χαλάζι ποὺ ἀλύπητα μαστίγωνε κατάσαρκα τὴ γῆ, ἐντελῶς ἀνέλπιστα σταμάτησε ἀπότομα. Ἡ μανιασμένη λαίλαπα ἔκοψε ξαφνικὰ τὴν ὁρμή της. Σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔβαλε χαλινὸ καὶ νὰ τὴν πρόσταξε νὰ σταθεῖ. Σιώπα, πεφίμωσο! Τὰ σύννεφα ἄρχισαν νὰ τρέπονται σὲ ἄτακτη φυγὴ κυνηγημένα. Ἰριδίζοντας μὲ τὰ στιλπνά του χρώματα τὸ τόξον ἐν τῇ νεφέλῃ, σημεῖον τῆς διαθήκης ἀναμέσον οὐρανοῦ καὶ γῆς, ἔλαμψε παρήγορο. Ὁ οὐρανὸς καθάρισε γοργά, τὸ φῶς ἀγκάλιασε τὴ γῆ ξανὰ πρὶν ἔλθει ἁπαλὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα. Καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. Ὁ κοσμάκης σώθηκε!
– Δόξα σοι, Θεέ μου! Δόξα σοι, Παναγία μου! σταυροκοπήθηκε πάλι ἡ γριά.
Κάποιος εἶχε τὴ δύναμη λοιπὸν νὰ ἐπιτιμᾶ τὸν ἄνεμο καὶ τὸ σύννεφο καὶ στὸ πρόσταγμά του ὁ κεραυνὸς καὶ ἡ θύελλα πισωγύριζαν ὑπάκουα. Κάποιος ποὺ τὸν γνώριζαν τὰ τρομερὰ στοιχεῖα τῆς φύσης καὶ ποὺ αὐτὴ ἠθελημένα ἀγνοοῦσε.
Κι ἐνῶ ἡ γριὰ κούτσα-κούτσα ξανακατέβηκε στὴ δουλειά της σὰν νὰ μὴν ἔγινε τίποτε παράξενο, σὰν νά ’χε κάνει τὸ πιὸ συνηθισμένο πράγμα τοῦ κόσμου, ἡ ἐγγονή της συγκλονισμένη, μὲ πόδια ποὺ ἔτρεμαν, κάθησε στὸν καναπέ. Προσπάθησε νὰ βάλει σὲ τάξη τὸ μυαλό της, νὰ ἐπεξεργαστεῖ τὰ δεδομένα. Μὰ ἡ δυναμικὴ τοῦ πράγματος ἀρνιόταν νὰ ὑποταχτεῖ στὴ λογική της. Ἦταν τόσο ἀπρόσμενα ὅλα, τόσο δυνατά, ποὺ μόνο σύμπτωση καὶ τύχη δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπικαλεστεῖ. Κάποιος ἄλλος παράγοντας ἔξω καὶ πάνω ἀπὸ τὴ φύση εἶχε μπεῖ ὁρμητικὰ σὲ δράση. Τὰ γεγονότα νικοῦσαν τὴ λογική της.
Οἱ καλοστημένοι ἀνθρώπινοι λογικοὶ στοχασμοὶ ποὺ τὴν κρατοῦσαν μὲ τὴν πειθώ τους θαμπωμένη ὑποχώρησαν. Ἀνέσυρε ἀπ’ τὸ βυθὸ τῆς λήθης τὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ ποὺ ἤξερε ἀπὸ μικρή, πὼς εἶχε κατεβεῖ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ μὲ σκοπὸ νὰ προκαλέσει καὶ ὄχι νὰ χαϊδέψει τὴ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πῶς θὰ τὸ ἔκανε αὐτό; Φανερώνοντας καὶ δείχνοντας τὸν Πατέρα. Ὄχι μιὰ ἐπινοημένη καὶ ὑποταγμένη στὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς θεότητα. Ἀλλὰ τὸν ἐντελῶς ἀσύλληπτο στὴ γήινη σοφία, στὸν ἀνθρώπινο στοχασμὸ Θεό, ποὺ παίζει στὰ δάχτυλά του τοὺς σοφοὺς ἀποδεικνύοντας μωρία τὴν ἐξυπνάδα τους.
Καὶ οἱ αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρές του πάλι τὸ ἴδιο ἔκαμαν. Ὁ λόγος καὶ τὸ κήρυγμά τους ἦταν οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις. Δὲν νοιάστηκαν ποτὲ νὰ πείσουν τὴν ὑπεροπτικὴ ἀνθρώπινη σκέψη. Κατέθεσαν ἁπλῶς ἀπέναντί της γεγονότα: Αὐτὸ ποὺ εἶδαν, ποὺ ἄκουσαν, ποὺ ψηλάφησαν, ποὺ ἔζησαν κοντά του. Τὴ ζωντανὴ ἁπτὴ ἐμπειρία τους κόντρα στὰ περισπούδαστα τεχνάσματα καὶ τὰ περίτεχνα σοφίσματα τῆς γαυριώσας χοϊκῆς νόησης. Μιὰ ἐμπειρία πού, δίχως νὰ καταργεῖ, ξεπερνοῦσε τὴ λογική. Καὶ ἄφησαν στὸν καθένα τὴν ἐπιλογὴ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸ μήνυμά τους ἢ νὰ τὸ ἀπορρίψει. Νὰ τοὺς θεωρήσει ἀπατεῶνες ἢ ἀξιόπιστους. Ἐλεύθερα.
Πῆρε στὰ χέρια της τὸ ἱερὸ βιβλίο ποὺ βρισκόταν χρόνια ξεχασμένο στὸ ράφι. Τὸ ξεφύλλισε ἀργά, βρῆκε τὸν τόπο ὅπου ἦταν καταγραμμένη ἡ μαρτυρία τους: Ὃ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, αὐτὸ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν… Ὅ,τι ἀκριβῶς σκανδάλιζε τὴν ἐπηρμένη λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ κατέθεταν οἱ αὐτόπτες. Πράγματα ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποσιωπήσουν, γιατὶ τὰ ἔζησαν καὶ τοὺς συγκλόνισαν: Ὅτι ἡ σταύρωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦταν κάποιο ἀπρόβλεπτο ἀτύχημα. Ἀντιθέτως! Ἦταν τὸ σχέδιό του αὐτό. Νὰ γεννηθεῖ, νὰ ἀνδρωθεῖ, νὰ πάθει, νὰ θυσιασθεῖ. Ὅλα αὐτὰ ἑκούσια, γιὰ λογαριασμὸ ὅλων, ἀπὸ ἀνείπωτη ἀγάπη, δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν καὶ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός, Θεὸς ἀληθινός, Κύριος τῶν πάντων, ὁ τάφος δὲν μπόρεσε νὰ τὸν κρατήσει. Ἀναστήθηκε αὐτεξουσίως, μὲ τὴ δική του δύναμη καὶ ὡς ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς νίκησε τὸν θάνατο, ἐξασφαλίζοντας γιὰ ὅλους τὴ ζωή.
Ἡ Ἀνθὴ ἔνοιωσε τὴ θεϊκή του ἐνέργεια, πανίσχυρη μὰ καὶ γεμάτη ἀγάπη, νὰ φτάνει καὶ σ’ αὐτήν, ἐκεῖ μπροστά της σήμερα, ἂν καὶ ἀπὸ δρόμο φοβερὰ σκανδαλώδη, ἀνεξήγητο. Ἕνα σπασμένο λαμπριάτικο κερί, ποὺ πῆρε φῶς ἀπὸ τὸ χέρι ἑνὸς ἀνάξιου παπᾶ καὶ μέσα ἀπ’ τὸ ἄπιστο δικό της χέρι ἔφτασε στὸ χέρι μιᾶς ἀγράμματης πιστῆς γριᾶς, ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ ἀστράψει μέσα της ἡ ἀλήθεια ὁλοζώντανη. Πὼς ἕνα μόνο ὄνομα ὑπάρχει στὴν ὑπ’ οὐρανὸν γιὰ νὰ σωθεῖ, νὰ ζήσει ὁ κόσμος: Τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ποὺ κυβερνᾶ πανσθενουργὸ τὰ σύμπαντα. Μπροστά του μέλλει νὰ καμφθεῖ πᾶν γόνυ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων.
Ἡ νεαρὴ φοιτήτρια, συντετριμμένη, μὰ ἀνάλαφρη, ἀπελευθερωμένη ψυχικά, ἔγειρε μπρὸς στὸ ὑπερένδοξο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ προσκύνησε. Κάμπτοντας ἐνώπιόν του ταπεινὰ τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ὁμολόγησε ἀναφωνώντας ἐκστατικά:
– Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου…!