Κι εγώ κατάγομαι απ’ τα πάρτυ κι επηρεάστηκα πολύ απ’ το
ξενόγλωσσο τραγούδι, ακριβώς επειδή δεν καταλάβαινα τα λόγια του. Αυτό
έκανε τη γλώσσα τού τραγουδιστή πιο μαγική και τον ήχο του σαν μουσική
από ένα άλλο άστρο.
Αλλά όλα αυτά μου φαίνονται συνεχώς και πιο μακρινά. Πιο ξένα. Δεν μπορώ πια να παρακολουθήσω αυτή τη μανία να γυρεύουμε την παρηγοριά και τη λύτρωσή μας όσο γίνεται πιο μακριά από το στενό μας περιβάλλον. Βλέπω νέους μουσικούς να τοποθετούν τη δικαίωσή τους όσο γίνεται πιο μακριά – στη Νέα Υόρκη, στο Λος Άντζελες, αν μπορούσαν θα την τοποθετούσαν και στον Άρη. Ή βλέπω άλλους, που νιώθουν αίφνης μεταφυσικές ανησυχίες αλλά επ’ ουδενί δέχονται ότι μπορεί να τους αφορά ο θεός των πατέρων τους. Και πού πάνε; Μήπως σε καμιά εκκλησία ή έστω στο Άγιον Όρος; Όχι. Θέλουν τον πιο μακρινό Θεό. Όσο πιο μακριά γίνεται. Στην Ινδία, στο Όρεγκον, δεν ξέρω πού. Υπάρχουν άνθρωποι δηλαδή, ευαίσθητοι, δε λέω, που τοποθετούν τη λύση όσο γίνεται πιο μακριά, επίτηδες λες για να μείνουν εσαεί αλύτρωτοι. Μα τι απιστία είναι αυτή! .......
Πηγή : αντίφωνο
– Σ’ ακούω να μιλάς και θυμάμαι τους γονείς μου
– «Πραγματικά. Σε τι διαφέρουμε από τους πατεράδες μας απ’ τους οποίους κάποτε απομακρυνθήκαμε και τους αρνηθήκαμε τόσο οργίλοι; Φαίνεται πως όποιος φεύγει από αγάπη, από μια γνήσια λαχτάρα, δεν μπορεί, κάποτε θα ξαναγυρίσει. Ξαναγυρίσαμε λοιπόν: Η εργασία πρέπει να συνεχιστεί, το ζεύγος πρέπει να σωθεί πάση θυσία, οι ανήλικοι πρέπει να προστατευθούν. Αυτά δεν είναι τα πιο βασικά πράγματα; Σε τι διαφέρουμε λοιπόν απ’ τους παλιούς; Αλλά χρειάζεται πίστη».
– Πίστη, σε τι;
– «Ειλικρινά δε βρίσκω λόγια
– Σ’ ένα από τα τραγούδια σου λες «να μας έχει ο Θεός γερούς». Πιστεύεις λοιπόν πως υπάρχει Θεός;
– «Τι να σου πω... Η ερώτηση μού θυμίζει το ανέκδοτο που πάει κάποιος σε μια έκθεση ζωγραφικής και βλέπει μια ζωγραφιά, κατάμαυρη, πίσσα, δεν ξεχωρίζει τίποτα. «Τι παριστάνει αυτός ο πίνακας;», ρωτάει. Και του απαντούν «είναι ένας νέγρος μεσ’ στο σκοτάδι». Δηλαδή, πώς να στο πω, εγώ πιστεύω ότι υπάρχει πράγματι ο νέγρος. Πιστεύω ότι μέσα στο βουητό του διπλανού μου ή το δικό μου όχι μόνο υπάρχει ο Θεός, αλλά και αυτός είναι που το προκαλεί όλο αυτό το βουητό..».
– Έχεις φίλους; Στο τραγούδι σου. «Ας κρατήσουν οι χοροί» μιλάς για τις παρέες, για τις κοινότητες που χτίζουν γαλαξίες...
– «Αγαπώ τους φίλους μου όπως και οι περισσότεροι Έλληνες, νομίζω. Έχω φίλους απ’ το σχολείο ακόμα, απ’ το πανεπιστήμιο. Τους συμβουλεύομαι. Πολλές φορές δεν κάνω τίποτα χωρίς να τους ρωτήσω. Γενικά νομίζω ότι μόνο σε μικροκοινωνίες μερικών εκατοντάδων ή μερικών χιλιάδων ατόμων μπορεί ο Έλληνας να ζει και να μιλάει με τη φάτσα του και όχι με αφηρημένες ιδιότητες του τύπου «τραπεζικός», «δημοσιογράφος», δεξιός ή αριστερός, αστός ή μικροαστός. Γι’ αυτό τις αγαπώ τις παρέες......
Αλλά όλα αυτά μου φαίνονται συνεχώς και πιο μακρινά. Πιο ξένα. Δεν μπορώ πια να παρακολουθήσω αυτή τη μανία να γυρεύουμε την παρηγοριά και τη λύτρωσή μας όσο γίνεται πιο μακριά από το στενό μας περιβάλλον. Βλέπω νέους μουσικούς να τοποθετούν τη δικαίωσή τους όσο γίνεται πιο μακριά – στη Νέα Υόρκη, στο Λος Άντζελες, αν μπορούσαν θα την τοποθετούσαν και στον Άρη. Ή βλέπω άλλους, που νιώθουν αίφνης μεταφυσικές ανησυχίες αλλά επ’ ουδενί δέχονται ότι μπορεί να τους αφορά ο θεός των πατέρων τους. Και πού πάνε; Μήπως σε καμιά εκκλησία ή έστω στο Άγιον Όρος; Όχι. Θέλουν τον πιο μακρινό Θεό. Όσο πιο μακριά γίνεται. Στην Ινδία, στο Όρεγκον, δεν ξέρω πού. Υπάρχουν άνθρωποι δηλαδή, ευαίσθητοι, δε λέω, που τοποθετούν τη λύση όσο γίνεται πιο μακριά, επίτηδες λες για να μείνουν εσαεί αλύτρωτοι. Μα τι απιστία είναι αυτή! .......
Πηγή : αντίφωνο
– Σ’ ακούω να μιλάς και θυμάμαι τους γονείς μου
– «Πραγματικά. Σε τι διαφέρουμε από τους πατεράδες μας απ’ τους οποίους κάποτε απομακρυνθήκαμε και τους αρνηθήκαμε τόσο οργίλοι; Φαίνεται πως όποιος φεύγει από αγάπη, από μια γνήσια λαχτάρα, δεν μπορεί, κάποτε θα ξαναγυρίσει. Ξαναγυρίσαμε λοιπόν: Η εργασία πρέπει να συνεχιστεί, το ζεύγος πρέπει να σωθεί πάση θυσία, οι ανήλικοι πρέπει να προστατευθούν. Αυτά δεν είναι τα πιο βασικά πράγματα; Σε τι διαφέρουμε λοιπόν απ’ τους παλιούς; Αλλά χρειάζεται πίστη».
– Πίστη, σε τι;
– «Ειλικρινά δε βρίσκω λόγια
– Σ’ ένα από τα τραγούδια σου λες «να μας έχει ο Θεός γερούς». Πιστεύεις λοιπόν πως υπάρχει Θεός;
– «Τι να σου πω... Η ερώτηση μού θυμίζει το ανέκδοτο που πάει κάποιος σε μια έκθεση ζωγραφικής και βλέπει μια ζωγραφιά, κατάμαυρη, πίσσα, δεν ξεχωρίζει τίποτα. «Τι παριστάνει αυτός ο πίνακας;», ρωτάει. Και του απαντούν «είναι ένας νέγρος μεσ’ στο σκοτάδι». Δηλαδή, πώς να στο πω, εγώ πιστεύω ότι υπάρχει πράγματι ο νέγρος. Πιστεύω ότι μέσα στο βουητό του διπλανού μου ή το δικό μου όχι μόνο υπάρχει ο Θεός, αλλά και αυτός είναι που το προκαλεί όλο αυτό το βουητό..».
– Έχεις φίλους; Στο τραγούδι σου. «Ας κρατήσουν οι χοροί» μιλάς για τις παρέες, για τις κοινότητες που χτίζουν γαλαξίες...
– «Αγαπώ τους φίλους μου όπως και οι περισσότεροι Έλληνες, νομίζω. Έχω φίλους απ’ το σχολείο ακόμα, απ’ το πανεπιστήμιο. Τους συμβουλεύομαι. Πολλές φορές δεν κάνω τίποτα χωρίς να τους ρωτήσω. Γενικά νομίζω ότι μόνο σε μικροκοινωνίες μερικών εκατοντάδων ή μερικών χιλιάδων ατόμων μπορεί ο Έλληνας να ζει και να μιλάει με τη φάτσα του και όχι με αφηρημένες ιδιότητες του τύπου «τραπεζικός», «δημοσιογράφος», δεξιός ή αριστερός, αστός ή μικροαστός. Γι’ αυτό τις αγαπώ τις παρέες......