῾Παθῶν με ταράττουσι προσβολαί, πολλῆς ἀθυμίας
ἐμπιπλῶσαί μου τήν ψυχήν· εἰρήνευσον Κόρη τῇ γαλήνῃ, τῇ τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ σου
Πανάμωμε᾽.
(Μέ
ταράζουν οἱ ἐπιθέσεις τῶν παθῶν, γεμίζοντάς μου τήν ψυχή ἀπό πολλή ἀθυμία. Δῶσε
μου τήν εἰρήνη, Πανάμωμη Κόρη, μέ τήν γαλήνη πού δίνει ὁ Υἱός καί Θεός σου).
᾽Απόλυτα
γνώστης τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας ὁ ἅγιος ὑμνογράφος καί ἔμπειρος τῆς
πνευματικῆς ζωῆς δέν ὡραιοποιεῖ τήν χριστιανική ζωή οὔτε ἀποκρύπτει κάτι ἀπό ὅ,τι
συμβαίνει μέσα στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ πού ἐκπροσωπεῖ: παλεύει μέ τά πάθη του, τά ὁποῖα
νιώθει ὅτι λειτουργοῦν ἐνάντια στήν ὕπαρξή του εἴτε μέ τήν μορφή τῆς φιληδονίας
εἴτε τῆς φιλοδοξίας εἴτε τῆς φιλαργυρίας.
Καί ναί μέν μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ
Κυρίου καί τήν ἐνσωμάτωση στό ἅγιο σῶμα Του διά τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος
τοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα νά μήν ἁμαρτάνει ἀναγκαστικά, δηλαδή νά μήν καθορίζουν
τά πάθη τήν πορεία του ἀνεξάρτητα ἀπό τήν θέλησή του, ὅμως στόν κόσμο τοῦτο καί
μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου συχνά οἱ ἐπιθέσεις τῶν παθῶν εἶναι ἰσχυρές,
καθώς ὑπάρχει πνευματική χαλάρωση καί παραχώρηση ἀπό τόν Κύριο στόν Πονηρό νά ὑποκινεῖ
τά πάθη αὐτά πρός μείζονα ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου.
῎Ετσι
τά πάθη πού ὁδηγοῦν στίς ἁμαρτίες τόν ἄνθρωπο, καί ξεπεράστηκαν καί συνεχίζουν
νά ὑφίστανται, προκαλώντας μέ τήν ἐνέργειά τους ἀθυμία στόν ἄνθρωπο, δηλαδή ἀτονία
στήν πνευματική ζωή καί ἔλλειψη ὁποιουδήποτε ἐνδιαφέροντος γι᾽ αὐτήν. Στήν κρίσιμη αὐτή στιγμή οἱ δρόμοι εἶναι δύο:
ἤ ἀφήνεται ὁ ἄνθρωπος ἔρμαιο αὐτῶν, συνεπῶς γίνεται δοῦλος τῶν παθῶν του καί ὑποχείριο
τῶν δαιμόνων πού κρύβονται πίσω ἀπό αὐτά, ἤ θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἡ πιό εὐλογημένη ὥρα
γιά πνευματική προκοπή, δεδομένου ὅτι μέ τήν ἀντίδρασή του καί τήν ἐν νήψει ἐπιμονή
του στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου γεμίζει ἀπό τήν παρουσία τῆς χάρης Του. Δέν εἶναι
τυχαῖο ὅτι ὅλοι οἱ νηπτικοί Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας διακηρύσσουν ὅτι τότε ὑφίσταται
Πνευματική ζωή, ὅταν ὁ πιστός ἐναντιώνεται πρός τά πάθη τοῦ ἐγωϊσμοῦ του, ἀγωνιζόμενος
νά τά μεταστρέψει καί νά τά κάνει ἔνθεα πάθη, δηλαδή ἀγάπη καί ταπείνωση.
᾽Απαιτεῖται
ὅμως ἡ βοήθεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. ῾Χωρίς
ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽ βεβαίωσε ὁ Κύριος. Ὁ ὑμνογράφος λοιπόν
στρέφεται πρός τόν Κύριο, μέσω ὅμως τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Γιατί γνωρίζει
τήν δύναμή τῆς μεσιτείας της σ᾽ ᾽Εκεῖνον. Καί τί τήν παρακαλεῖ; Νά δώσει ὁ Υἱός
καί Θεός της τήν γαλήνη καί τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς ἀπό τόν πόλεμο πού ὑφίσταται ἀπό
τά πάθη. ῎Οχι ἁπλῶς νά εἰρηνεύσουν καί νά γαληνέψουν τά πάθη, ἀλλά νά εἰρηνεύσουν
μέ τήν γαλήνη πού δίνει ὁ Χριστός. Γιατί κάνουμε τήν διάκριση αὐτή; Διότι ὑπάρχει
γαλήνη καί εἰρήνη πού προέρχεται ἀπό τήν ὑποχώρηση τῶν δαιμόνων ἄχρι καιροῦ καί ὑπάρχει καί γαλήνη καί εἰρήνη πού δίνεται
ὡς χάρη ἀπό τόν Κύριο στόν γνήσια ἀγωνιζόμενο πιστό. ῾Η πρώτη περίπτωση εἶναι ἐξόχως
ἐπικίνδυνη, διότι βρίσκεται μέσα σέ σχέδιο τοῦ Πονηροῦ, προκειμένου νά
χαλαρώσει πνευματικά ὁ ἄνθρωπος νομίζοντας ὅτι ξέφυγε ἀπό τήν ἐνέργεια τῶν
δαιμόνων. Κι ἐκεῖ πού ἔχει πιστέψει ὅτι εἶναι ἥσυχος νά ὑποστεῖ συντριπτική ἧττα,
γιατί τόν βρίσκει ἀνέτοιμο καί κοιμισμένο. Στήν δεύτερη ὅμως περίπτωση, ἔχουμε
τήν ἀληθινή ὅπως εἴπαμε γαλήνη καί εἰρήνη, γιατί ἀποτελεῖ δωρεά τοῦ Κυρίου σ᾽ ἐκεῖνον
ὅμως τόν πιστό πού βρίσκεται σέ κατάσταση πνευματικῆς ἐγρήγορσης, συνεπῶς μέ
τήν χάρη τοῦ Κυρίου ἐλέγχει τά πάθη του καί ζεῖ τήν χριστιανική ἀπάθεια. Γι᾽ αὐτήν
τήν γαλήνη καί εἰρήνη μιλάει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ῾τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν᾽, στήν ὁποία προσβλέπει καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος
καί μακάρι ὅλοι μας.