Του Τριαντάφυλλου Σπανού
Ο Νικόλαος Κοντούρης (1915-2009), του Κων/νου και της Αρετής, ζούσε ως κτηνοτρόφος στο χωριό του την Σούρπη Μαγνησίας, όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ήταν 25 ετών όταν αποχαιρέτησε τους δικούς του, τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940 και ξεκίνησε μαζί με 60 άλλους συμπατριώτες του για το Μέτωπο. Δεν έγραψε κάπου τις αναμνήσεις του, αλλά πολύ συχνά τις διηγούνταν στις κόρες του Αρετή, που ζει σήμερα στη Σούρπη και Κωνσταντίνα, που ζει στον Αλμυρό και διατηρεί κεντρικό φαρμακείο στη πλατεία της πόλης.
Οι αναμνήσεις του από τον Πόλεμο αφορούν διάφορα περιστατικά που του έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα, γι΄ αυτό και συχνά τα διηγούνταν στην οικογένεια του.
Ένα περιστατικό που αφηγούνταν με συγκίνηση ήταν η ιστορία με τη Σημαία και τον Δρυμωνίτη σημαιοφόρο στρατιώτη. Επάνω στο χαμό της μάχης σκοτώνεται ο σημαιοφόρος του λόχου του, ένας στρατιώτης από το γειτονικό χωριό τον Δρυμώνα (δεν θυμόνταν δυστυχώς το όνομα του η κόρη του Αρετή, που αφηγήθηκε την ιστορία). Φωνάζει τότε ο Λοχαγός: «Λοχία Κοντούρη, τη σημαία» και πέφτοντας μέσα στη φωτιά την αρπάζει προτού καεί.
Γι΄ αυτόν το λόγο, όταν αργότερα -στα πρόσφατα χρόνια- έβλεπε στις ειδήσεις να καίνε την ελληνική σημαία στα γήπεδα, στις διαδηλώσεις, δάκρυζε, αλλά και αγανακτούσε, αφού αυτός κινδύνευσε τη ζωή του γι αυτό το εθνικό σύμβολο.
Ο Νικόλαος Κοντούρης (1915-2009), του Κων/νου και της Αρετής, ζούσε ως κτηνοτρόφος στο χωριό του την Σούρπη Μαγνησίας, όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ήταν 25 ετών όταν αποχαιρέτησε τους δικούς του, τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940 και ξεκίνησε μαζί με 60 άλλους συμπατριώτες του για το Μέτωπο. Δεν έγραψε κάπου τις αναμνήσεις του, αλλά πολύ συχνά τις διηγούνταν στις κόρες του Αρετή, που ζει σήμερα στη Σούρπη και Κωνσταντίνα, που ζει στον Αλμυρό και διατηρεί κεντρικό φαρμακείο στη πλατεία της πόλης.
Οι αναμνήσεις του από τον Πόλεμο αφορούν διάφορα περιστατικά που του έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα, γι΄ αυτό και συχνά τα διηγούνταν στην οικογένεια του.
Ένα περιστατικό που αφηγούνταν με συγκίνηση ήταν η ιστορία με τη Σημαία και τον Δρυμωνίτη σημαιοφόρο στρατιώτη. Επάνω στο χαμό της μάχης σκοτώνεται ο σημαιοφόρος του λόχου του, ένας στρατιώτης από το γειτονικό χωριό τον Δρυμώνα (δεν θυμόνταν δυστυχώς το όνομα του η κόρη του Αρετή, που αφηγήθηκε την ιστορία). Φωνάζει τότε ο Λοχαγός: «Λοχία Κοντούρη, τη σημαία» και πέφτοντας μέσα στη φωτιά την αρπάζει προτού καεί.
Γι΄ αυτόν το λόγο, όταν αργότερα -στα πρόσφατα χρόνια- έβλεπε στις ειδήσεις να καίνε την ελληνική σημαία στα γήπεδα, στις διαδηλώσεις, δάκρυζε, αλλά και αγανακτούσε, αφού αυτός κινδύνευσε τη ζωή του γι αυτό το εθνικό σύμβολο.