"11 Είπε δε· Άνθρωπός τις είχε δύο υιούς. 12 καί είπεν ο νεώτερος αυτών τώ πατρί· πάτερ, δός μοι τό ἐπιβάλλον μέρος τής ουσίας. καί διείλεν αυτοίς τόν βίον. 13 καί μετ' ού πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, καί εκεί διεσκόρπισεν την ουσίαν αυτού ζών ασώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρά κατά τήν χώραν εκείνην, καί αυτός ήρξατο υστερείσθαι. 15 καί πορευθείς εκολλήθη ενὶ τών πολιτών τής χώρας εκείνης, καί έπεμψεν αυτόν εις τούς αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους· 16 καί επεθύμει γεμίσαι τήν κοιλίαν αυτού από τών κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, καί ουδείς εδίδου αυτώ. 17 εις εαυτόν δέ ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι τού πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δέ λιμώ ώδε απόλλυμαι! 18 αναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου καί ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν καί ενώπιόν σου· 19 ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα τών μισθίων σου.
20 καί αναστάς
ήλθε πρός τόν πατέρα εαυτού. έτι δέ αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτὸν ο
πατήρ αυτού καί εσπλαγχνίσθη, καί δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον
αυτού καί κατεφίλησεν αυτόν. 21 είπε δέ αυτώ ο υιός· πάτερ, ήμαρτον εις
τόν ουρανόν καί ενώπιόν σου, καί ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. 22
είπε δέ ο πατήρ πρός τούς δούλους αυτού· εξενέγκατε τήν στολήν τήν
πρώτην καί ενδύσατε αυτόν, καί δότε δακτύλιον εις τήν χείρα αυτού καί
υποδήματα εις τούς πόδας, 23 καί ενέγκαντες τόν μόσχον τόν σιτευτόν
θύσατε, καί φαγόντες ευφρανθώμεν, 24 ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ήν καί
ανέζησεν, καί απολωλώς ήν καί ευρέθη. καί ήρξαντο ευφραίνεσθαι. 25 Ήν δέ
ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· καί ως ερχόμενος ήγγισε τή οικία,
ήκουσε συμφωνίας καί χορών, 26 καί προσκαλεσάμενος ένα τών παίδων
επυνθάνετο τί είη ταύτα. 27 ο δέ είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει, καί
έθυσεν ο πατήρ σου τὸν μόσχον τόν σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν
απέλαβεν. 28 ωργίσθη δέ καί ούκ ήθελεν εισελθείν. ο ούν πατήρ αυτού
εξελθών παρεκάλει αυτόν. 29 ο δέ αποκριθείς είπε τω πατρί· ιδού τοσαύτα
έτη δουλεύω σοι καί ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, καί εμοί ουδέποτε
έδωκας έριφον ίνα μετά τών φίλων μου ευφρανθώ· 30 ότε δέ ο υιός σου
ούτος, ο καταφαγών σου τόν βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τόν
μόσχον τόν σιτευτόν. 31 ο δέ είπεν αυτώ· τέκνον, σύ πάντοτε μετ' εμού
εί, καί πάντα τά εμά σά έστιν· 32 ευφρανθήναι δέ καί χαρήναι έδει, ότι ο
αδελφός σου ούτος νεκρός ήν καί ανέζησε, καί απολωλώς ήν καί ευρέθη."
(Λουκ, Κεφ. 15ο).
Στην παραβολή αυτή περιέχεται όλη η περί μετάνοιας διδασκαλία του Κυρίου. Αξίζει λοιπόν να καθίσουμε, ιδίως εν όψη Μεγάλης Σαρακοστής και να προβληματιστούμε πάνω σ΄αυτή.
Εγώ στη φάση αυτή παραθέτω ένα σύντομο και περιεκτικό σχετικό κείμενο που βρήκα στο Διαδίκτυο κι επιφυλάσσομαι να γράψω τις σκέψεις μου λίγο αργότερα:
"Κυριακή του Ασώτου
Στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα, ακούσαμε την παραβολή του ασώτου υιού. Η παραβολή αυτή αντικατοπτρίζει την ανθρώπινη κατάσταση. Με την αμαρτία, έχουμε χάσει την στενή εκείνη σχέση με τον Θεό για την οποία δημιουργηθήκαμε. Έχουμε χαράξει δική μας πορεία, η οποία μας οδήγησε μακριά από τον Θεό και την ζωή μας στην πτώχευση. Μπορούμε όμως να επιστρέψουμε.
Αν αναγνωρίσουμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, έχουμε ήδη πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Ο Θεός, όπως ο πατέρας της περικοπής, αναμένει. Κι όταν μας δει από μακριά, τρέχει να μας συναντήσει, να μας αγκαλιάσει, να μας καλωσορίσει.
Η παραβολή του ασώτου παρουσιάζει την επιστροφή του ανθρώπου από την εξορία. Ο άσωτος, λέει το Ευαγγέλιο, πήγε σε μια μακρινή χώρα και εκεί σπατάλησε την περιουσία του στις ασωτείες.
Μια μακρινή χώρα, ένας μοναδικός ορισμός της ανθρώπινης κατάστασης που πρέπει να αποδεχτούμε καθώς αρχίζουμε την προσέγγισή μας στο Θεό.
Αν νοιώθουμε άνετοι σ’ αυτόν τον κόσμο, στη ζωή του κόσμου, στην κατάσταση αυτή της πνευματικής πτώχευσης, δεν θα καταλάβουμε ποτέ τι σημαίνει μετάνοια – επιστροφή.
Η μετάνοια δεν είναι η απαρίθμηση αμαρτιών. Είναι το αίσθημα της αποξένωσης από τον Θεό, από την χαρά της κοινωνίας μαζί Του, από την αληθινή ζωή όπως την δημιούργησε και μας την έδωσε Εκείνος. Είναι να παραδεχτούμε ότι έχουμε λερώσει, έχουμε χάσει την πνευματική μας ομορφιά, ότι είμαστε πολύ μακριά από το πραγματικό μας σπίτι. Μετάνοια είναι η βαθιά επιθυμία επιστροφής, να αποκτήσουμε ξανά το χαμένο μας σπίτι.
Λάβαμε από τον Θεό θαυμαστά πλούτη. Πρώτα απ’ όλα τη ζωή και τη δυνατότητα να τη χαιρόμαστε, να την ομορφαίνουμε με νόημα, αγάπη και γνώση. Με το Βάπτισμα λάβαμε νέα ζωή εν χριστώ, τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, την ειρήνη και τη χαρά της ουράνιας Βασιλείας, τη δύναμη να είμαστε τέκνα Θεού. Όλα αυτά τα χάσαμε και τα χάνουμε διαρκώς, όχι μόνο με συγκεκριμένες αμαρτίες, αλλά με την μεγαλύτερη αμαρτία, την απομάκρυνση της αγάπης μας από τον Θεό, προτιμώντας την «μακρινή χώρα» από το όμορφο σπίτι του πατέρα.
Η Εκκλησία όμως μας θυμίζει τι έχουμε εγκαταλείψει, τι έχουμε χάσει. Και καθώς μας τα υπενθυμίζει, αισθανόμαστε βαθιά αυτά που εκφράζονται στο κοντάκιο της ημέρας: «Της πατρώας δόξης σου, αποσκιρτήσας αφρόνως, εν κακοίς εσκόρπισα, ον μοι παρέδωκας πλούτον, όθεν σοι την του Ασώτου φωνήν κραυγάζω. Ήμαρτον ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου, ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου.»
Καθώς αναλογιζόμαστε αυτά, βρίσκουμε μέσα μας την επιθυμία της επιστροφής και «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου και ερώ αυτώ, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου, ποιησόν με ως ένα εκ των μισθίων σου.»
Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε μια λειτουργική λεπτομέρεια της Κυριακής του Ασώτου. Στον Όρθρο ψέλνουμε για πρώτη φορά τον λυπηρό και νοσταλγικό ψαλμό 136: «Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθήσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών…πως άσομαι την ωδή Κυρίου επί γης αλλοτρίας;»
Είναι ο ψαλμός της εξορίας. Τον έψαλλαν οι Εβραίοι κατά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία τους καθώς σκέφτονταν την ιερή πόλη, την Ιερουσαλήμ. Από τότε ο ψαλμός αυτός έγινε ψαλμός του ανθρώπου που συνειδητοποιεί την αποξένωσή του από το Θεό και συναισθανόμενος αυτή την εξορία γίνεται πάλι άνθρωπος.
Γίνεται εκείνος που ποτέ πια δε θα νοιώσει βαθιά ικανοποίηση με τίποτε στον πεπτωκότα αυτόν κόσμο, γιατί από τη φύση του και από την κλήση του είναι αναζητητής του Τέλειου.
Ο ψαλμός αυτός παρουσιάζει την Μεγάλη Σαρακοστή σαν ένα μακρινό ταξίδι, σαν μετάνοια, σαν επιστροφή.
Στο ταξίδι αυτό είμαστε όλοι συνοδοιπόροι. Όλοι έχουμε ανάγκη μετανοίας. Ο Πατέρας ο ουράνιος περιμένει να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, περιμένει με ανοιχτή αγκαλιά να μας δεχτεί.
π. Πέτρος
Αρχιεπισκοπή Γιοχάνεσμπουργκ και Πραιτόριας, Νότιος Αφρική"
Στην παραβολή αυτή περιέχεται όλη η περί μετάνοιας διδασκαλία του Κυρίου. Αξίζει λοιπόν να καθίσουμε, ιδίως εν όψη Μεγάλης Σαρακοστής και να προβληματιστούμε πάνω σ΄αυτή.
Εγώ στη φάση αυτή παραθέτω ένα σύντομο και περιεκτικό σχετικό κείμενο που βρήκα στο Διαδίκτυο κι επιφυλάσσομαι να γράψω τις σκέψεις μου λίγο αργότερα:
"Κυριακή του Ασώτου
Στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα, ακούσαμε την παραβολή του ασώτου υιού. Η παραβολή αυτή αντικατοπτρίζει την ανθρώπινη κατάσταση. Με την αμαρτία, έχουμε χάσει την στενή εκείνη σχέση με τον Θεό για την οποία δημιουργηθήκαμε. Έχουμε χαράξει δική μας πορεία, η οποία μας οδήγησε μακριά από τον Θεό και την ζωή μας στην πτώχευση. Μπορούμε όμως να επιστρέψουμε.
Αν αναγνωρίσουμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, έχουμε ήδη πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Ο Θεός, όπως ο πατέρας της περικοπής, αναμένει. Κι όταν μας δει από μακριά, τρέχει να μας συναντήσει, να μας αγκαλιάσει, να μας καλωσορίσει.
Η παραβολή του ασώτου παρουσιάζει την επιστροφή του ανθρώπου από την εξορία. Ο άσωτος, λέει το Ευαγγέλιο, πήγε σε μια μακρινή χώρα και εκεί σπατάλησε την περιουσία του στις ασωτείες.
Μια μακρινή χώρα, ένας μοναδικός ορισμός της ανθρώπινης κατάστασης που πρέπει να αποδεχτούμε καθώς αρχίζουμε την προσέγγισή μας στο Θεό.
Αν νοιώθουμε άνετοι σ’ αυτόν τον κόσμο, στη ζωή του κόσμου, στην κατάσταση αυτή της πνευματικής πτώχευσης, δεν θα καταλάβουμε ποτέ τι σημαίνει μετάνοια – επιστροφή.
Η μετάνοια δεν είναι η απαρίθμηση αμαρτιών. Είναι το αίσθημα της αποξένωσης από τον Θεό, από την χαρά της κοινωνίας μαζί Του, από την αληθινή ζωή όπως την δημιούργησε και μας την έδωσε Εκείνος. Είναι να παραδεχτούμε ότι έχουμε λερώσει, έχουμε χάσει την πνευματική μας ομορφιά, ότι είμαστε πολύ μακριά από το πραγματικό μας σπίτι. Μετάνοια είναι η βαθιά επιθυμία επιστροφής, να αποκτήσουμε ξανά το χαμένο μας σπίτι.
Λάβαμε από τον Θεό θαυμαστά πλούτη. Πρώτα απ’ όλα τη ζωή και τη δυνατότητα να τη χαιρόμαστε, να την ομορφαίνουμε με νόημα, αγάπη και γνώση. Με το Βάπτισμα λάβαμε νέα ζωή εν χριστώ, τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, την ειρήνη και τη χαρά της ουράνιας Βασιλείας, τη δύναμη να είμαστε τέκνα Θεού. Όλα αυτά τα χάσαμε και τα χάνουμε διαρκώς, όχι μόνο με συγκεκριμένες αμαρτίες, αλλά με την μεγαλύτερη αμαρτία, την απομάκρυνση της αγάπης μας από τον Θεό, προτιμώντας την «μακρινή χώρα» από το όμορφο σπίτι του πατέρα.
Η Εκκλησία όμως μας θυμίζει τι έχουμε εγκαταλείψει, τι έχουμε χάσει. Και καθώς μας τα υπενθυμίζει, αισθανόμαστε βαθιά αυτά που εκφράζονται στο κοντάκιο της ημέρας: «Της πατρώας δόξης σου, αποσκιρτήσας αφρόνως, εν κακοίς εσκόρπισα, ον μοι παρέδωκας πλούτον, όθεν σοι την του Ασώτου φωνήν κραυγάζω. Ήμαρτον ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου, ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου.»
Καθώς αναλογιζόμαστε αυτά, βρίσκουμε μέσα μας την επιθυμία της επιστροφής και «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου και ερώ αυτώ, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου, ποιησόν με ως ένα εκ των μισθίων σου.»
Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε μια λειτουργική λεπτομέρεια της Κυριακής του Ασώτου. Στον Όρθρο ψέλνουμε για πρώτη φορά τον λυπηρό και νοσταλγικό ψαλμό 136: «Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθήσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών…πως άσομαι την ωδή Κυρίου επί γης αλλοτρίας;»
Είναι ο ψαλμός της εξορίας. Τον έψαλλαν οι Εβραίοι κατά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία τους καθώς σκέφτονταν την ιερή πόλη, την Ιερουσαλήμ. Από τότε ο ψαλμός αυτός έγινε ψαλμός του ανθρώπου που συνειδητοποιεί την αποξένωσή του από το Θεό και συναισθανόμενος αυτή την εξορία γίνεται πάλι άνθρωπος.
Γίνεται εκείνος που ποτέ πια δε θα νοιώσει βαθιά ικανοποίηση με τίποτε στον πεπτωκότα αυτόν κόσμο, γιατί από τη φύση του και από την κλήση του είναι αναζητητής του Τέλειου.
Ο ψαλμός αυτός παρουσιάζει την Μεγάλη Σαρακοστή σαν ένα μακρινό ταξίδι, σαν μετάνοια, σαν επιστροφή.
Στο ταξίδι αυτό είμαστε όλοι συνοδοιπόροι. Όλοι έχουμε ανάγκη μετανοίας. Ο Πατέρας ο ουράνιος περιμένει να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, περιμένει με ανοιχτή αγκαλιά να μας δεχτεί.
π. Πέτρος
Αρχιεπισκοπή Γιοχάνεσμπουργκ και Πραιτόριας, Νότιος Αφρική"