π. Γεωργίου Δορμπαράκη
Η μεσήλικη κυρία, με το κορακί κατάμαυρο πρόσφατα βαμμένο μαλλί της, το ξεκαθάρισε από την αρχή:
«Πάτερ, εγώ εξομολογούμαι, έχω δηλαδή πνευματικό, αλλά σε άλλη ενορία».
Ο ιερέας την κοίταξε με ελαφρά έκπληξη. Πρόλαβε όμως την ερώτησή του.
Πηγή : Συνοδοιπορία
«Θα μου πείτε, γιατί τότε βρίσκομαι εδώ. Ήρθα όχι γιατί θέλω να φύγω από τον πνευματικό μου, αλλά γιατί έχω ακούσει καλά λόγια για σας, ότι είστε καλός πνευματικός, κι είπα να έλθω και σε σας».
Άφησε ένα κενό ο ιερέας. «Ποιο είναι το όνομά σας;» ρώτησε στη συνέχεια χαμηλόφωνα. «Καίτη, μάλιστα. Από τη μεγαλομάρτυρα αγία Αικατερίνα, προφανώς. Λοιπόν, κ. Καίτη μου, χαίρομαι καταρχάς που ήλθατε για εξομολόγηση κι ευχαριστώ για την εκτίμησή σας. Όμως, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, είστε άνθρωπος της Εκκλησίας, εφόσον εκκλησιάζεσθε και έχετε και πνευματικό, και γι’ αυτό θα ξέρετε ότι αυτό που λέτε δεν είναι και πολύ σωστό. Δεν πρέπει κανείς χωρίς ιδιαίτερο λόγο να αλλάζει πνευματικό. Αν υπήρχε τέτοιος λόγος θα το καταλάβαινα και θα το δεχόμουνα. Μα δεν υπάρχει, συνεπώς θα σας συμβούλευα να μην ξεκινήσουμε».
Η γυναίκα έδειχνε να μην καταλαβαίνει. Να της αρνείται ο παπάς να την εξομολογήσει! «Μα, πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ και σε σας. Ποιο είναι το κακό;»
«Δεν είναι κακό», είπε ο ιερέας, κι ένιωσε την ανάγκη να στρέψει νοερά το βλέμμα του στην εικόνα του Κυρίου που κρεμόταν δίπλα του. «Απλώς δεν είναι σύμφωνο με την παράδοση της Εκκλησίας μας, γιατί ο πνευματικός με τον εξομολογούμενο έχει μια σχέση πατέρα και παιδιού, πατέρα κι αδελφού. Στον πνευματικό ανοίγει κανείς την καρδιά του, – μολονότι όχι κατ’ ακρίβεια στον πνευματικό αλλά στον ίδιο τον Κύριο εξομολογείται ο πιστός με την παρουσία του ιερέα ως μάρτυρα της μετανοίας αυτού -, στον πνευματικό ομολογεί κανείς τις αμαρτίες του, σ’ εκείνον αποκαλύπτει τους φόβους, τις αγωνίες αλλά και τις προσδοκίες και τις χαρές του. Λοιπόν, αναπτύσσεται μέσα στο μυστήριο αυτό της μετανοίας μία εσωτερική και καρδιακή σχέση, που όταν πράγματι υφίσταται θεωρείται ότι είναι το κατάλληλο έδαφος για να χορηγήσει ο Κύριος τη χάρη Του. Κι η χάρη αυτή είναι εκείνη που οδηγεί τον πιστό σε ανανέωση της ύπαρξής του, σε ξανάνιωμα πνευματικό, σε μία ξαναβίωση του ίδιου του βαπτίσματός του. Αυτό λοιπόν που τελεσιουργείται στο εξομολογητάρι δεν μπορεί να κατανοηθεί με τον τρόπο που – συγγνώμη για το παράδειγμα, δεν είναι ίσως εύστοχο – κάποιος πηγαίνει σε μία ταβέρνα, και λέει έπειτα, ας πάω και στην παραδίπλα γιατί έχω ακούσει ότι έχει κι αυτή ωραίο μενού».
«Τέλος πάντων, πάτερ», – έδειξε η κυρία ότι «κατάλαβε» -, «μια που ήλθα δεν μπορώ να εξομολογηθώ;»
«Καλά, πείτε στον Κύριο τι σας βαραίνει», είπε ο ιερέας μάλλον εξουθενωμένος, γιατί φάνηκε ότι τα λόγια του δεν έγιναν αντιληπτά.
«Λοιπόν, πάτερ», πήρε φόρα η κυρία και το πρόσωπό της άρχισε να κοκκινίζει. «Λοιπόν, τα έχω με τον γαμπρό μου. Δεν ήταν εκείνος που περίμενα. Εμένα η κόρη μου έπρεπε να παντρευτεί άλλον. Έναν που να της ταιριάζει, να την καταλαβαίνει, να της προσφέρει τα πάντα. Όχι αυτό το παλιόμουτρο, – συγγνώμη για την έκφραση αλλά είναι το λιγότερο που μπορώ να πω σ’ αυτόν τον ιερό χώρο -, που νομίζει ότι έχει το πάνω χέρι σαν να είναι αφεντικό».
«Κυρία Καίτη, πρέπει να σας διακόψω», είπε ο ιερέας. «Δέχτηκα να εξομολογηθείτε, παρόλο ότι δεν έπρεπε, αλλά τώρα δεν κάνετε εξομολόγηση. Ήρθατε να εξομολογηθείτε τα δικά σας αμαρτήματα· όχι του γαμπρού σας, όσο πολλά και μεγάλα κι αν είναι. Λοιπόν, θα σας παρακαλέσω να πείτε για τον εαυτό σας».
«Ναι, καλά», είπε μάλλον φουρκισμένη η κ. Καίτη. «Ο γαμπρός μου είναι το πρόβλημά μου, πάτερ. Η κόρη μου μάλλον φαίνεται να μη περνάει καλά. Δεν θέλει να μου πει κάτι περισσότερο, αλλά εγώ το καταλαβαίνω. Αυτός ο τύραννος δεν λέω βέβαια ότι την χτυπάει ή την βασανίζει, αλλά την ταλαιπωρεί. Να σας πω συγκεκριμένα…».
«Όχι, κ. Καίτη», ξανάπε λίγο πιο αυστηρά αυτή τη φορά ο ιερέας. «Σας είπα ότι στην εξομολόγηση λέμε τα δικά μας αμαρτήματα κι όχι των άλλων. Κι αν τέλος πάντων ταλαιπωρείσθε από τον γαμπρό σας, θα πρέπει ως αμαρτία σας ίσως να πείτε ότι δεν έχετε την υπομονή που πρέπει να τον ανεχθείτε. Παρακαλώ, λοιπόν, επικεντρωθείτε στα δικά σας. Ο γαμπρός σας αν είναι, μπορεί να έλθει και να εξομολογηθεί μόνος του τις δικές του αμαρτίες».
«Ναι, καλά. Μα, τι λέτε, πάτερ; Σιγά μην έλθει αυτός ο ακατανόμαστος για να εξομολογηθεί. Αυτός, πάτερ, δεν πατάει το πόδι του στην Εκκλησία. Αυτός είναι αθεόφοβος. Αμ, τέτοια ανατροφή που έλαβε από τους γονείς του. Γιατί κι αυτοί, πάτερ, δεν πάνε πίσω. Ξέρετε τι σόι είναι οι συμπέθεροι;».
«Κυρία Καίτη, δυστυχώς δεν μπορούμε να συνεχίσουμε», είπε ο πνευματικός και σηκώθηκε όρθιος. «Σας παρακαλώ, για να μην εμπαίζουμε το μυστήριο που είναι μυστήριο μετανοίας του εξομολογουμένου και όχι έδρα εισαγγελέως που απαγγέλλονται κατηγορίες, θα πρέπει να πάτε στον πνευματικό σας και εκεί να πείτε τα όποια προβλήματά σας. Αλλά, θα σας παρακαλέσω, στο όνομα του Χριστού: κοιτάξτε μέσα στην καρδιά σας και προσευχηθείτε ο Κύριος να σας φωτίσει να δείτε τον δικό σας χώρο. Αν συνεχίσουμε εδώ, ή αν στον πνευματικό σας πηγαίνετε για να κατηγορήσετε άλλους, δυστυχώς η χάρη του Θεού δεν θα βρίσκει τόπο αναπαύσεως σε σας. Το αντίθετο μαλιστα: κάθε φορά θα αυξάνετε τις αμαρτίες σας. Στο καλό, κ. Καίτη».
Άνοιξε την πόρτα του εξομολογηταρίου ο ιερέας.
«Μα…», πήγε να ψελλίσει πάλι κάτι η μεσήλικη. «Στο καλό…». Δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια του πνευματικού.