Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Θαυμαστὴ παρέμβαση στὸν Ὅσιο Ἄνθιμο τὸν Ἀρεθιώτη
Τρία χρόνια ἀπὸ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν του λειψάνων
Τρία χρόνια ἀπὸ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν του λειψάνων
(25 Μαΐου 2013)
Ὁ Ὅσιος
Ἄνθιμος ὁ Ἀρεθιώτης ἦταν πράγματι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ἀναλωθεῖ ἀπὸ
τὰ νεανικά του χρόνια στὴν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ μας.
Ὁ
Ἰθακήσιος ἀσκητὴς τοῦ Βάλτου, ὁ Γέροντας τῆς Κυρᾶς τοῦ Βάλτου, (+1870), ὁ
αὐτοχαρακτηριζόμενος «καλόγερος ἄπορος, ἀκτήμων καὶ μὴ ἔχων ποῦ τὴν
κεφαλὴν κλίνῃ» βρισκόταν πάντοτε κάτω ἀπὸ τὴ θεία σκέπη, κάτω ἀπὸ τὴν
ἀνύστακτη πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Τὰ ἄφηνε
ὅλα στὴν θεϊκὴ παρέμβαση καὶ τὸ μόνο ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε ἦταν ἡ σωτηρία
τῆς ψυχῆς του. Γι’ αὐτὴν ἄλλωστε ἐγκατέλειψε καὶ πατρίδα καὶ οἰκείους
καὶ παρεῖδε τὴ νεότητα καὶ τὶς κατὰ κόσμον «ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς».
Τὴν
πραγματικὴ ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς, ἔλεγε, τὴν ἀπολαμβάνει ὅποιος βρίσκεται
στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ μας, ὅποιος ἐφαρμόζει στὴν πράξη τὴν προτροπὴ τοῦ
Ψαλμωδοῦ: «Ἐπίῤῥιψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου καὶ Αὐτὸ σὲ διαθρέψει»
(Ψλμ. νδ΄ 23).
Ὁ Ὅσιος
Ἄνθιμος ζοῦσε καὶ ἀνέπνεε Χριστό. Ὅ,τι εἶχε δὲν τὸ θεωροῦσε δικό του,
ἀλλὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ τὸ διαχειρισθεῖ καὶ νὰ ὠφελήσει ψυχές.
Ἡ ζωή του ἦταν ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα ταπεινοῦ ἀσκητοῦ, ποὺ μὲ τὸν ἱδρώτα του κέρδιζε τὸν ἄρτο του τὸν ἐπιούσιο.
Ἦταν ἕνας
μάρτυρας συνειδήσεως ἀφανὴς καὶ ἄγνωστο στοὺς πολλούς, ὅπως ὁ «Φτωχὸς
Ἅγιος» τοῦ Παπαδιαμάντη, γιὰ τὸν ὁποῖο αὐτὸς ἔγραψε: «Ἐκοιμήθη τὸν ὕπνον
τὸν παραδείσιον, πτωχὸς αἰπόλος! μιμηθεὶς τὸν Ποιμένα τὸν καλόν, τὸν
τιθέντα τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ ὕστερον, πῶς νὰ μὴ μοσχοβολᾶ τὸ χῶμα»;
Καὶ ὁ γράφων ἔχει προσωπικὴ
μαρτυρία τῆς εὐωδίας τῶν ἱερῶν τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου λειψάνων κατὰ τὴν
ἀνακομιδή τους, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ αὐτήν.
Τὰ ἑπόμενα δύο περιστατικὰ ἐνδεικτικὰ τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ στὸν Ὅσιο Ἄνθιμο πείθουν γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.
Ὁ Γέροντας Ἄνθιμος ἦταν πολὺ κοινωνικὸς καὶ ἤθελε πάντοτε νὰ ὠφελεῖ μὲ τὸ λόγο του τοὺς συνομιλητές του.
Ἔτσι
ἔβγαινε ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα, στὸ ξάγναντο, γιὰ τὴν
συνηθισμένη του ἱεραποστολὴ στοὺς ἁπλοϊκοὺς κατοίκων τῶν γύρω τοῦ
Μοναστηριοῦ χωριῶν.
Ὅταν ἦταν
καλοκαίρι καὶ ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ὁ φτωχὸς καλόγερος δὲν εἶχε καπέλο στὸ
κεφάλι, γιὰ νὰ προφυλαχθεῖ. Ὅμως ὁ Θεὸς καὶ γι’ αὐτὸ μεριμνοῦσε.
Ὅλοι
ἔβλεπαν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του νὰ περιΐπταται ἕνας μεγάλος ἀετός, ποὺ
τοῦ σκίαζε τὸ πρόσωπο καὶ ἔκαναν τὸ σταυρό τους λέγοντας: «Αὐτὸς εἶναι
Ἅγιος»!
Στοὺς
κήπους, ἔπειτα, τοῦ Μοναστηριοῦ ὁ Γέροντας ἐργαζόταν σκληρὰ τόσο γιὰ τὰ
ἀπαραίτητα στὸ Μοναστήρι του ἀγαθά, ὅσο καὶ γιὰ τὴ φιλοξενία καὶ τὶς
ἐλεημοσύνες.
Κάποτε στὸ ἀγρόκτημα κάτω στὸ
Μενίδι ποὺ ἦταν γεμάτο ἀχλαδιές, συκιὲς καὶ κλήματα ἔρχονταν κρυφὰ τὸ
βράδυ κάποιοι ἔκοβαν καρποὺς καὶ ἔφευγαν.
Ὁ Ἅγιος τὸ ἔκανε θέμα προσευχῆς, γιατὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε ἀξιώσει νὰ ἔχει μεγάλη συγκομιδὴ ἀπὸ τὸ κτῆμα αὐτό.
Ἕνα βράδυ οἱ κλέφτες ἀφοῦ γέμισαν
τὰ σακούλια τους μὲ καρποὺς ἑτοιμάσθηκαν νὰ φύγουν. Ἀλλὰ ὁ φράχτης
ψήλωνε τόσο πολὺ ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὸν ὑπερβοῦν.
Ἡ προσευχὴ τοῦ Γέροντα μὲ παράδοξο
τρόπο τὸν ψήλωνε, ὥστε νὰ ἀποκαλυφθοῦν οἱ ἔνοχοι καὶ νὰ σταματήσουν τὴν
κλοπή. Τὸ ἑπόμενο πρωῒ τοὺς πλησίασε μὲ ἀγάπη ὁ Γέροντας καὶ τοὺς
εἶπε:
-Γιατί θερίζετε ἐκεῖ ποὺ δὲν σπέρνετε; Δὲν ξέρετε ὅτι ἡ Θεία δικαιοσύνη θὰ ἀποκαλύψει τὶς πράξεις σας;
Ἔπειτα τοὺς χάρισε ὅλα τὰ κλοπιμαῖα καὶ τοὺς ἄφησε νὰ φύγουν, ἀφοῦ εἶχαν πάρει τὸ μάθημά τους.
Ἔκτοτε ἐκεῖνοι ἔπαψαν νὰ ζημιώνουν
τὸν Γέροντα μὲ τὶς κλοπές τους καὶ ὅλοι θαύμασαν τὴν ἁγιότητα τοῦ
ἀνδρὸς καὶ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς του.
Πηγή:: romfea.gr