π.Εφραίμ
Παναούση
Τώρα έχει
μεγαλώσει ο Αντώνης .Πάει Λύκειο.Κι όπως
μεγαλώνουν τα σημερινά παιδιά μέρα με τη μέρα ψηλώνει.Πότε είναι μικρά ,πότε
πάνε στρατό.
Τότε ήταν
μικρός .Πολύ μικρός .
Κυριακή
πρωί.Μετά την εκκλησία.Κόσμος στο Αρχονταρίκι.Είχαμε τελειώσει και ο κόσμος
καλημεριζότανε και έφευγε για την εβδομάδα του.Ο μικρός ο Αντώνης έπαιζε με
άλλα παιδιά που φέτος για να φανταστείτε δίνουν παννελήνιες, στην κουζίνα.Ό,τι
κουλουράκι υπήρχε είχε εξαφανιστεί,τα σοκολατάκια της κ.Ιωάνναςς άφαντα,ποτέ άλλωστε
αυτή η κουζίνα δε στέριωσε γλυκό αφού είχε παιδιά.
Σαν να ναι
τώρα .Γυρίζανε τα μικρά και ψάχνανε τα ντουλάπια με φασαρία και γέλια..Αν
μιλούσες δεν την άκουγες τη φωνή σου.
Κάποια
στιγμή γυρίζει η μάνα του Αντώνη και του λέει (μαμαδίστικη κλασσική ερώτηση)
-Μα που
νομίζεις ότι βρίσκεσαι;
Το παιδί
πήρε το σοβαρό του και της απάντησε .
-Σπίτι
μου.Και συνέχιζε να παίζει.
Είχαμε
μείνει αποσβολωμένοι όλοι.
Τι μας είπε
το παιδί;
Αυτό το
μικρό βίωνε από τότε αυτό που πρέπει όλοι να βιώνουμε με την εκκλησία.Να
τη θέλουμε και να την έχουμε σπίτι μας.
Να την
έχουμε σαν την πρώτη και τη στερνή
αγάπη.Σας το καταφύγιο της καρδιάς μας.Σαν το σπίτι μας.Να μεγαλώνουμε
,να κλαίμε,να γελάμε,να ζούμε.
Το παιδί
ήξερε πολλά.
Κάποτε ο
δάσκαλος ο αγαπητός Κώσταντίνος Γανωτής είχε πει και τούτο το σπουδαίο
,μιλώντας για τον άσωτο γιο.
Αν ένα παιδί
έχει γνωρίσει την εκκλησία σαν σπίτι του, μην το φοβάστε.Μπορεί να απομακρυνθεί
,μα πάντα θα γυρίζει.Πάντα θα θυμάται την πρώτη του αγάπη.Πάντα θα θυμάται το
σπίτι του
Να κλαίτε τα
παιδιά που δεν θα έχουν που να γυρίσουν.