Σε
μικρή ακόμη ηλικία προείπε την Ρωσική επανάσταση του 1917 πού έγινε
χρόνια αργότερα, λέγοντας: «Θα ληστεύουν και θα αφανίζουν τις Εκκλησίες,
θα αρπάζουν τα εδάφη και θα τα μοιράζουν άπληστα μεταξύ τους,
καταδιώκοντας όλους, χωρίς εξαίρεση». Προέβλεψε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
και την ήττα των Γερμανών από τους Ρώσους.
Προβλέποντας
τη δολοφονία του Τσάρου, ζήτησε μια φορά από την μητέρα της ένα φτερό
μεγάλο. Το μάδησε, και δείχνοντας το στην μητέρα της, της είπε:
- Βλέπεις μαμά, αυτό το φτεράκι;
- Και τι να δω παιδάκι μου, αφού το χεις μαδήσει;
- Έτσι μητέρα, θα μαδήσουν σε λίγο, και τον πατερούλη μας τον Τσάρο…
Η μητέρα της φοβήθηκε, όμως σε λίγο καιρό η προφητεία βγήκε σωστή.
Μετά
την κομμουνιστική επανάσταση, όταν και τα αδέλφια της έγιναν μέλη του
κομμουνιστικού κόμματος η κατάσταση γι’ αυτήν έγινε αφόρητη γι’ αυτό και
μετακόμισε στη Μόσχα το 1925, χωρίς μάλιστα διαβατήριο και άδεια
παραμονής, στην οποίαν έζησε μέχρι τέλους της ζωής της βοήθώντας πλήθη
δυστυχισμένων και πονεμένων ανθρώπων χωρίς πίστη στο Θεό. Στη Μόσχα δεν
είχε μόνιμη στέγη διαμονής αλλά πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο. Το
Σοβιετικό καθεστώς επανειλημμένως προσπάθησε να την συλλάβει. Παρ’ όλο
που ήταν τυφλή, τους ξέφευγε την τελευταία στιγμή ειδοποιημένη από τον
Θεό με διάφορους περίεργους τρόπους.
Όπου
και αν πήγαινε, σε όποιο σπίτι και αν φιλοξενούνταν έφερνε την ειρήνη
και την ηρεμία στις ψυχές, Άλλοτε χαριτολογούσε με τους ανθρώπους και
άλλοτε τους έλεγχε με δριμύτητα, και τους νουθετούσε. Ήταν επιεικής,
θερμή και ευσπλαχνική, δεν έκανε κηρύγματα και διδασκαλίες μα ήταν
ολιγόλογη, λακωνική. Δίδασκε τον κόσμο να αποφεύγει την κατάκριση και να
εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Να κάνουν θερμή προσευχή και συχνά τον
σταυρό τους θωρακίζοντας έτσι τον εαυτό τους. Συνιστούσε συχνή μετάληψη
των Αχράντων Μυστηρίων και αγάπη στους ασθενείς και ηλικιωμένους.
Η Αννα Βιμπορνόβα θυμάται το παρακάτω περιστατικό.
«Ήρθε μια φορά ένας αστυνομικός να συλλάβει την Ματρώνα και εκείνη του λέει,
«Φύγε, φύγε γρήγορα, έχεις συμφορά στο σπίτι σου. Η τυφλή δεν φεύγει από σένα, εδώ στο κρεβάτι κάθομαι, δεν πάω πουθενά…»
Την
άκουσε ο αστυνομικός, πήγε σπίτι του και βρήκε την γυναίκα του καμένη
από την γκαζιέρα. Πρόλαβε και την μετέφερε στο Νοσοκομείο. Όταν την άλλη
μέρα ήρθε στην υπηρεσία, τον ρώτησαν
- Την συνέλαβες την τυφλή;
-
Την τυφλή, τους είπε, δεν θα την συλλάβω ποτέ. Χάρη στην τυφλή πρόλαβα
να πάω την γυναίκα μου στο Νοσοκομείο. Άμα δεν μου το λεγε θα την έχανα…
Όπου
και αν πήγαινε, σε όποιο σπίτι και αν φιλοξενούνταν έφερνε την ειρήνη
και την ηρεμία στις ψυχές. Αλλοτε χαριτολογούσε με τους ανθρώπους και
άλλοτε τους έλεγχε με δριμύτητα, και τους νουθετούσε. Ήταν επιεικής,
θερμή και ευσπλαχνική, δεν έκανε κηρύγματα και διδασκαλίες μα ήταν
ολιγόλογη, λακωνική. Δίδασκε τον κόσμο να αποφεύγει την κατάκριση και να
εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Να κάνουν θερμή προσευχή και συχνά το
σταυρό τους θωρακίζοντας έτσι τον εαυτό τους. Να αγάπούν τους ασθενείς
και ηλικιωμένους. Έλεγε: « άμα άνθρωποι γέροι, άρρωστοι ή εκείνοι που
έχασαν τα μυαλά τους σας λένε κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό, μην τους
ακούτε, αλλά απλά να τους βοηθάτε. Με όλη την επιμέλεια πρέπει να βοηθά
κανείς τους αρρώστους και να τους συγχωρεί ό,τι και να πουν, ό,τι και να
κάνουν» .