Τα πρώτα μου χρόνια ξυπνούσα και κοιμόμουν με τον ήχο της Singer΄, έραβε
φασόν στο σπίτι - μετά λίγα χρόνια πήγε να δουλέψει στην βιοτεχνία στην
Κοκκινιά - και ενδιάμεσα μαγείρευε,
επέβλεπε το διάβασμα μας, φρόντιζε τον άντρα της και, όπως πάντα, τα
λουλούδια στην αυλή, τον σκύλο, αλανιάρες γάτες και όποια αδέσποτα
κολλούσαν στην πόρτα μας, διότι έβρισκαν στοργή, νερό και λίγο φαγητό.
Το βράδυ παραμύθια και Ιστορίες για να κοιμηθώ, πριν ξανακάτσει στην
ραπτομηχανή.
Πηγη : Ενοριακή ζωή
Όταν πια δούλευε έξω παίρνανε με τον πατέρα μου την άδεια τους τον Χειμώνα για "διακοπές" στο Μαυρομμάτι μαζεύοντας τις ελιές. Υπόδειγμα εργατικότητας και οι δύο, με όλη τους την ζωή αφοσιωμένοι στα παιδιά και τα εγγόνια τους, διακριτικοί αλλά πάντα διαθέσιμοι κι άγρυπνα παρόντες.
Όταν βγάλανε την άδεια να χτίσουμε και να εγκαταλείψουμε τα δυο δωμάτια με τσιμεντόλιθους στο βάθος του οικοπέδου που είχε χτίσει με τα χέρια του ο πατέρας μου, επειδή υπήρχε ένας τεράστιος βράχος, έπρεπε να μπουν φουρνέλα για να τον σπάσουν, ώστε να σκαφτούν τα θεμέλια. Τα φράγξα δεν βγαίνανε για τα μεροκάματα να τρυπηθεί ο βράχος και να μπουν οι δυναμίτες. Οπότε λέει ο πατέρας μου στον τύπο που θα έβαζε τα φουρνέλα, "Σημάδεψε μου στον βράχο τα σημεία και πες μου ποσο βαθιές θέλεις τις τρύπες". Έτσι για μέρες μόλις γυρνούσε από την δουλειά, έτρωγε, κοιμόταν μια ώρα κι ύστερα άρχιζαν την δουλειά. Η μάνα μου γονατισμένη κρατούσε την σφήνα και με τα δυο χέρια κι ο πατέρας μου με την βαριοπούλα έπαιρνε από ψηλά φόρα και την χτυπούσε τρυπώντας σιγά σιγά τον βράχο. Στην αρχή η μάνα μου φοβόταν μην του ξεφύγει η βαριοπούλα και της σπάσει τα χέρια και μαλώνανε. Γρήγορα κατάλαβε πως ήξερε τι έκανε κι έτσι σε μερικές μέρες όλες οι τρύπες για τα φουρνέλα ήταν έτοιμες κι ο μάστορας έξυνε το κεφάλι του έκπληκτος. Αυτή είναι μία εικόνα που χαράχτηκε μέσα μου. Δύο νέοι άνθρωποι, οι γονείς μου, να σπάνε κάθε μέρα λίγο λίγο τον βράχο.
Μας έραβε τις σχολικές ποδιές, παντελόνια, μέχρι και οι ναυτικές στολές που βλέπετε στην φωτογραφία, εκ του μηδενός από τα χέρια της. "Τι μου έκανες, Καταδρομέα άνθρωπο με έντυνες ναυτόπαι" την πειράζω.
Όταν πια δούλευε έξω παίρνανε με τον πατέρα μου την άδεια τους τον Χειμώνα για "διακοπές" στο Μαυρομμάτι μαζεύοντας τις ελιές. Υπόδειγμα εργατικότητας και οι δύο, με όλη τους την ζωή αφοσιωμένοι στα παιδιά και τα εγγόνια τους, διακριτικοί αλλά πάντα διαθέσιμοι κι άγρυπνα παρόντες.
Όταν βγάλανε την άδεια να χτίσουμε και να εγκαταλείψουμε τα δυο δωμάτια με τσιμεντόλιθους στο βάθος του οικοπέδου που είχε χτίσει με τα χέρια του ο πατέρας μου, επειδή υπήρχε ένας τεράστιος βράχος, έπρεπε να μπουν φουρνέλα για να τον σπάσουν, ώστε να σκαφτούν τα θεμέλια. Τα φράγξα δεν βγαίνανε για τα μεροκάματα να τρυπηθεί ο βράχος και να μπουν οι δυναμίτες. Οπότε λέει ο πατέρας μου στον τύπο που θα έβαζε τα φουρνέλα, "Σημάδεψε μου στον βράχο τα σημεία και πες μου ποσο βαθιές θέλεις τις τρύπες". Έτσι για μέρες μόλις γυρνούσε από την δουλειά, έτρωγε, κοιμόταν μια ώρα κι ύστερα άρχιζαν την δουλειά. Η μάνα μου γονατισμένη κρατούσε την σφήνα και με τα δυο χέρια κι ο πατέρας μου με την βαριοπούλα έπαιρνε από ψηλά φόρα και την χτυπούσε τρυπώντας σιγά σιγά τον βράχο. Στην αρχή η μάνα μου φοβόταν μην του ξεφύγει η βαριοπούλα και της σπάσει τα χέρια και μαλώνανε. Γρήγορα κατάλαβε πως ήξερε τι έκανε κι έτσι σε μερικές μέρες όλες οι τρύπες για τα φουρνέλα ήταν έτοιμες κι ο μάστορας έξυνε το κεφάλι του έκπληκτος. Αυτή είναι μία εικόνα που χαράχτηκε μέσα μου. Δύο νέοι άνθρωποι, οι γονείς μου, να σπάνε κάθε μέρα λίγο λίγο τον βράχο.
Μας έραβε τις σχολικές ποδιές, παντελόνια, μέχρι και οι ναυτικές στολές που βλέπετε στην φωτογραφία, εκ του μηδενός από τα χέρια της. "Τι μου έκανες, Καταδρομέα άνθρωπο με έντυνες ναυτόπαι" την πειράζω.
Όταν έκανε εγχείριση στο ισχύο (κύριε Μαχαίρα να είσαι πάντα καλά), σηκώθηκε από την πρώτη μέρα κι αρνήθηκε να της φέρουμε για δυο μήνες μια γυναίκα. Μέχρι να περπατήσει ξανά κανονικά, με το πι έβαζε πλυντήριο, άπλωνε στο μπαλκόνι, πότιζε τα λουλούδια της, μαγείρευε, παρά τους ομηρικούς καυγάδες. Όταν πήρε είδηση πως δεν της πήγαινα τα ρούχα για πλύσιμο και σιδέρωμα, έκανε σαν Διοικητής που του αφαιρέσανε την διοίκηση της Μοίρας.
Στα δεκαπέντε μου της ζήτησα να πάω διακοπές με τον συνομήλικο κολλητό μου, ελεύθερο κάμπινγκ σε Πάρο Αντίπαρο και Ικαρία. Προς έκπληξη μου μου έδωσε χρήματα, όσα χρειάζονταν για σπαρτιατικό βίο 10 ημερών και να αγοράσω από το Μοναστηράκι ένα στρατιωτικό σακκίδιο και υπνόσακκο. Αλητέψαμε, δυο απόφοιτοι της Τρίτης Γυμνασίου, σε μια ωραία περιπέτεια με αστείες αλλά και επικίνδυνες εμπειρίες, όπως όταν κοιμήθηκαμε νύχτα σε μια παραλία στην Ικαρία γεμάτη γύρω μας από μεγάλους διάσπαρτους βράχους. Μας ξύπνησε ένας βοσκός πανικόβλητος το χάραμα για να φύγουμε. ΟΙ τεράστιοι βράχοι γύρω μας έπεφταν κάθε τόσο από ψηλά λόγω κατολισθήσεων. Πολύ μεγάλος την ρώτησα πως με άφησε. "Τα παιδιά πρέπει να απλώνουν τα φτερά τους" μου είπε απλά.
Έχει πάρει λαχτάρες από μένα. Ο αδερφός της ο Χρήστος έχασε την ζωή του σε πυρκαγιά στην θητεία του στην Πολεμική Αεροπορία, έτσι κάθε που είχα άλμα και της έλεγα να με ξυπνήσει στις 3 το πρωί για να μπω νωρίς στην 2α ΜΑΛ, το φυλλοκάρδι της το ήξερε.
Όταν πέταξα το στεφάνι του Νταλάν από το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη το 1988, άκουσε για την σύλληψη μου από το ραδιόφωνο στην βιοτεχνία, ενώ δούλευε στην ραπτομηχανή και λαχτάρησε.
Το 1999 όταν έφευγα για Κένυα μέσω Βρυξελλών για να συναντήσω τον Οτσαλάν, πήγα να πάρω καθαρά ρούχα και είπα πως πάω στις Βρυξέλλες για δουλειά. Μου έδωσε ένα μικρό κομμάτι ψωμί, ούτε μισή μπουκιά, "Βάλτο στην τσάντα σου, οι παλιοί λένε πως λίγο ψωμί είναι φυλαχτό". Δεν είχα πει ούτε υπονοούμενο αλλά το ένστικτο της μάνας δεν ξεγελιέται. Από τις τηλεοράσεις άκουσε μετά πως στην πραγματικότητα είχα πάει στην Κένυα, ανάμεσα στους λύκους.
Καταφύγιο συγγενών και φίλων στα προβλήματα τους, όλοι οι κολλητοί συμμαθητές μου και φίλοι, συνάδελφοι στον Στρατό, έχουν φάει, πιει, φιλοξενηθεί, ακούραστη μάνα, γιαγιά, νοικοκυρά, εργάτρια, αγρότισσα, προστάτης των ζώων μας κι όσων περνούν απέξω. Υπόδειγμα ανιδιοτελούς αφοσίωσης και ευθυκρισίας και φάρος για όλους μας. Και με αντέχει...
Χρόνια Πολλά Μάνα.