Οἱ δύο μαθητές τοῦ Κυρίου βαδίζουν γιά Ἐμμαούς. Περίλυποι καί
μελαγχολικοί
προχωροῦν. Οἱ ἐλπίδες πού στήριξαν στόν Διδάσκαλο χάθηκαν. Ἡ Ζωή
βρίσκεται στόν τάφο. Μέσα στήν ἀγωνία τους μονολογοῦν: «ἡμεῖς δέ ἡλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστίν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τόν Ἰσραήλ».
Οἱ ὑπόλοιποι μαθητές βρίσκονται στό Ὑπερῶον. Περνᾶνε
δύσκολες στιγμές. Στήν ὁδοιπορία τῶν δύο καταφθάνει ὁ ἄγνωστος
ἄνθρωπος. Προχωρεῖ μαζί τους. Λαμβάνει μέρος στή συζήτηση.
Προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τήν θλίψη. Τούς
παρηγορεῖ λέγοντάς τους: «οὐχί ταῦτα ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν καί
εἰσελθεῖν εἰς τήν δόξαν αὐτοῦ;» Μέ τή συζήτηση νιώθουν ὅτι ὁ
ἄγνωστος εἶναι ἕνας ἐντελῶς διαφορετικός ἄνθρωπος. Τούς γεμίζει
ἐλπίδα καί πίστη. Τόν παρακαλοῦν νά μείνη κοντά τους. «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν». Καί ἐκεῖνος μένει.
Ἔμεινε
μέχρι τή στιγμή πού τόν ἀνεγνώρισαν. Ἄνοιξαν τά μάτια τῆς ψυχῆς καί τοῦ
σώματος. Ἦταν ὁ ἀναστημένος Κύριος καί Διδάσκαλος.
Ὁ Κύριος φεύγει ἀπό κοντά τους. Αὐτοί μέ ἐνθουσιασμό καί χαρά
τρέχουν
νά ἀναγγείλουν στούς ἔνδεκα ὅτι ὁ Κύριος ἀνέστη. Ἡ θλίψη τους ἔγινε
χαρά, ὁ φόβος ἀγαλλίαση. Τώρα πλέον ἔχουν μαζί τους, κοντά τους τόν
ἀναστάντα Χριστό καί δέν ἔχουν νά φοβηθοῦν τίποτε.
Ἀπόλυτα εὐτυχισμένος εἶναι ἐκεῖνος πού στηρίζει τή ζωή του στόν
Ἀναστάντα Χριστό. Στον νικητή τοῦ θανάτου και τοῦ διαβόλου.
Ἐκεῖνος εἶναι ὁ κραταιός προστάτης καί βοηθός. Σέ Αὐτόν πάντοτε
πρέπει νά ἀτενίζει. Νά τόν παρακαλεῖ, νά τόν ἱκετεύει καί νά τοῦ
λέγει: «Κύριε
μεῖνε μαζί μου, μεῖνε κοντά μου. Μεῖνε μαζί μου γιά νά εἶμαι χαρούμενος
καί εὐτυχισμένος. Μεῖνε μαζί μου γιά νά ἀντιμετωπίζω μέ ἐπιτυχία τίς
προσβολές καί τίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ. Μεῖνε μαζί μου γιά νά ἔχω ἀγάπη
στούς συνανθρώπους. Μεῖνε μαζί μου γιά νά παίρνω φῶς ἀπό τό φῶς Σου.
Μεῖνε μαζί μου γιά νά ὁδηγεῖς τά βήματά μου εἰς «νομάς χαρισμάτων».
Μεῖνε μαζί μου γιά νά μπορέσω μέσα στήν ἁγία Σου Ἐκκλησία νά κερδίσω τή
βασιλεία σου κάί ἔτσι νά γίνω μέτοχος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν».
Ἄς εἶναι ἀδελφοί μου ἡ ζωή μας μιά συνοδοιπορία μέ τόν Ἰησοῦ πού θά μᾶς φέρει στόν παράδεισο.