του Στρατή Μαζίδη
Ωραία η βόλτα στη λαϊκή αγορά. Πέρα από τις τιμές την ώρα που σκοτώνονται, όταν... αναμειγνύεσαι ανάμεσα στο πλήθος μπορείς να ακούσεις πολλές ιστορίες.
Χορτάσαμε από αναλύσεις. Αριθμούς, δείκτες και προβλέψεις. Υπάρχει και η πραγματικότητα. Μια τέτοια κατέγραψα πριν λίγες ημέρες ακούγοντας δύο ηλικιωμένους συνανθρώπους μας να συζητούν στη λαϊκή.
Είχαν τελειώσει τα ψώνια τους και πριν πάρουν το δρόμο του κάθισαν να πάρουν τις απαραίτητες ανάσες σε ένα πεζουλάκι.
Πηγή : Ενοριακή ζωή
- Ψώνισες πολλά Νώντα;
- Τα απαραίτητα ρε Γιάννη. Λίγα πορτοκαλάκια, που τα βρήκα 0,20, λίγα λεμονάκια, λίγο μαρουλάκι, μερικά αυγά και τα συνηθισμένα.
- Εγώ πήρα και λίγες γόπες.
- Πόσο τις είχε;
- Κοντά 3,00. Αλλά το μετάνιωσα...
- Έλα μωρέ Γιάννη τώρα, σάμπως θα σωθείς...
- Άστα Νώντα. Η κόρη μου είναι άνεργη. Δουλειά δε βρίσκει. Τα παιδάκια έχουν έξοδα. Βοηθώ όσο μπορώ κι εγώ με τη Μαρία.
- Πού καταντήσαμε ρε Γιάννη τώρα στα γεράματα.
- Να κάνουμε οικονομία ακόμη και στο ψωμί! (είπε με φωνή λίγο ταραγμένη). Θυμάσαι ρε Νώντα παλιά; Στο τραπέζι το μεσημέρι η κυρά-Μαρία θα είχε και φέτα και γραβιέρα και κανά μεζεδάκι πριν τελειώσει το ψήσιμο, και ψωμί, και κρασί. Μέχρι και γλυκό προλάβαινε καμιά φορά να κάνει.
- Το ίδιο κι η Δήμητρα Γιάννη. Τώρα πάνε όλα αυτά. Ένα πιάτο, μια φέτα ψωμί και μέχρι νερό.
- Άντε, πάμε να φύγουμε τώρα. Θα γκρινιάζουν κι οι γυναίκες άμα αργήσουμε...
Οι δύο άνθρωποι σηκώθηκαν, προχώρησαν μαζί μέχρι ένα σημείο ώσπου χώρισαν οι δρόμοι τους.
Το μεσημεριανό τραπέζι λοιπόν που κάποτε είχε πολλά και τώρα το μόνο που το θυμίζει είναι μόνο ένα ξεθωριασμένο τραπεζομάντηλο...
Δεν είχε όμως μόνο τα φαγητά εκείνο το τραπέζι. Είχε και χαρούμενες φωνές από ανθρώπους που ζούσαν παρά τα όποια προβλήματα αντιμετώπιζαν...
- Ψώνισες πολλά Νώντα;
- Τα απαραίτητα ρε Γιάννη. Λίγα πορτοκαλάκια, που τα βρήκα 0,20, λίγα λεμονάκια, λίγο μαρουλάκι, μερικά αυγά και τα συνηθισμένα.
- Εγώ πήρα και λίγες γόπες.
- Πόσο τις είχε;
- Κοντά 3,00. Αλλά το μετάνιωσα...
- Έλα μωρέ Γιάννη τώρα, σάμπως θα σωθείς...
- Άστα Νώντα. Η κόρη μου είναι άνεργη. Δουλειά δε βρίσκει. Τα παιδάκια έχουν έξοδα. Βοηθώ όσο μπορώ κι εγώ με τη Μαρία.
- Πού καταντήσαμε ρε Γιάννη τώρα στα γεράματα.
- Να κάνουμε οικονομία ακόμη και στο ψωμί! (είπε με φωνή λίγο ταραγμένη). Θυμάσαι ρε Νώντα παλιά; Στο τραπέζι το μεσημέρι η κυρά-Μαρία θα είχε και φέτα και γραβιέρα και κανά μεζεδάκι πριν τελειώσει το ψήσιμο, και ψωμί, και κρασί. Μέχρι και γλυκό προλάβαινε καμιά φορά να κάνει.
- Το ίδιο κι η Δήμητρα Γιάννη. Τώρα πάνε όλα αυτά. Ένα πιάτο, μια φέτα ψωμί και μέχρι νερό.
- Άντε, πάμε να φύγουμε τώρα. Θα γκρινιάζουν κι οι γυναίκες άμα αργήσουμε...
Οι δύο άνθρωποι σηκώθηκαν, προχώρησαν μαζί μέχρι ένα σημείο ώσπου χώρισαν οι δρόμοι τους.
Το μεσημεριανό τραπέζι λοιπόν που κάποτε είχε πολλά και τώρα το μόνο που το θυμίζει είναι μόνο ένα ξεθωριασμένο τραπεζομάντηλο...
Δεν είχε όμως μόνο τα φαγητά εκείνο το τραπέζι. Είχε και χαρούμενες φωνές από ανθρώπους που ζούσαν παρά τα όποια προβλήματα αντιμετώπιζαν...