του Σεβασμ. Μητροπολίτη Μεσογαίας κ. Νικολάου
Υπάρχουν δυό βασικές αλήθειες για την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη σχετικά με τον άνθρωπο. Η πρώτη είναι ότι ο άνθρωπος έχει ψυχοσωματική οντότητα και η δεύτερη ότι η ψυχή του είναι αιώνια στη φύση της. Το σώμα του είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή του και η ψυχή με την θεική πραγματικότητα.
Η Εκκλησία δεν έχει μόνο διδασκαλία περί της ψυχής,
αλλά βαθιά εμπειρία της. Δεν έχει απλά άποψη επί του θέματος έχει βίωση
αληθείας. Η αποκάλυψή της δεν της προσφέρεται μόνον διδακτικά, αλλά της
επαληθεύεται βιωματικά. Δεν λέει αυτό που ξέρει αλλά μεταγγίζει αυτό
που ζεί. Όταν βλέπει τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, δεν αντικρίζει σ᾿
αυτόν μόνο το σώμα του η τη χρονική παρουσία του, αλλά βλέπει την εικόνα
του Θεού να αντικατοπτρίζεται στην ψυχή του και διακρίνει την αιώνια
διάστασή του. Αυτό πως να το αρνηθεί η Εκκλησία;
Άνθρωπος δεν είναι το σώμα,
η υγεία, αυτό που βλέπουμε. Ούτε πάλι η ψυχή ως διάθεση, ως ψυχισμός,
ως έκφραση των εγκεφαλικών λειτουργιών, ως φυσικό στοιχείο συμπεριφοράς –
αυτό που αντιλαμβανόμαστε. Ο θησαυρός της ανθρώπινης υπόστασης είναι η
ψυχή ως πρόσωπο, ως εικόνα της θεικής δόξης, ως αυτεξούσιο, ως
δυνατότητα μετοχής στην αιωνιότητα, ως χάρις αυθυπέρβασης. Κάθε τι που
σχετίζεται με την ψυχή αποτελεί ιερό γεγονός η στοιχείο έχει να κάνει με
την σωτηρία, τον εξαγιασμό, την ένωση με τον Θεό, την βίωση της αιώνιας
προοπτικής του ανθρώπου. Αυτό είναι το στοιχείο που, επειδή είναι
υπαρκτό καθιστά τον άνθρωπο ιερό.
Η ψυχή μ᾿ αυτήν την έννοια, περιφρουρείται μέσα στο σώμα που το μεταμορφώνει σε ναό.
Το σώμα που διαφυλάσσει το θησαυρό της ψυχής δεν είναι φυλακή. Ένα σώμα
όμως που εν ζωή δεν το σεβαστήκαμε, ούτε καν φιλόζωα το διατηρήσαμε,
που βιολογικά μεν το περιποιηθήκαμε στα εργαστήρια, ουσιαστικά όμως το
καταστρέψαμε στην πρακτική της ζωής ένα σώμα στο οποίο η ιατρική δεν
καλείται να θεραπεύσει μόνο τις συνέπειες της φυσιολογικής φθοράς επάνω
του, αλλά και του ανορθόδοξου τρόπου και της αντίληψης ζωής μέσα του,
ένα σώμα που η ίδια η ψυχή μας το αγνόησε, και αντί μαζί του να
επιτελέσει τον ιερουργικό σκοπό της, ικανοποίησε τις φιλήδονες τάσεις
και τις αμαρτωλές διαθέσεις της -και μάλιστα με την αποδοχή και νομική
κάλυψη της κοινωνίας-, αυτό το σώμα είναι εύκολο αυτή η κοινωνία και
ψυχή να θέλουν να το κάψουν για να ολοκληρώσουν το έργο τους και να
εξαφανίσουν την ασέβειά τους.
Για την Εκκλησία τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το σώμα, όσο ο
άνθρωπος είναι εν ζωή, το βλέπει ως θυσιαστήριο. Γι᾿ αυτό και η βάναυση
επέμβαση επάνω του και η υποταγή του στις ορμές, που δουλώνουν το
αυτεξούσιο, δηλώνουν ασέβεια και αποτελούν βεβήλωση και αμαρτία. Η
συντήρηση και τροφοδοσία του γίνεται πάντοτε με προσευχή -προσευχές της
τραπέζης- η φροντίδα της υγείας του που συνδυάζεται με μυστήριο – το
ευχέλαιο-, η αναπαραγωγή του με άλλο μυστήριο – το γάμο- και τέλος ο
εξαγιασμός του επιτυγχάνεται με την μετάληψη του σώματος και του αίματος
του Χριστού.
Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα του γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει
και ο σεβασμός μας σ᾿ αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μίας
ιερουργίας που μέσα του επιτελείτο – της σωτηρίας της ψυχής- και την
υπόμνηση μίας άλλης που τώρα «αγνώστως» συνεχίζεται έξω από αυτό- της
δόξης της ψυχής. Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την
«ετέρα μορφή του» (Μαρκ. ιστ´ 12), την αναμόρφωσή του «εις το αρχαίον
κάλλος». Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με
ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε
μάλλον τους έμψυχους ναούς.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το σώμα είναι κάτι που δεν εγγίζεται και στο οποίο αρνούμεθα κάθε παρέμβαση.
Το σώμα είναι το υποκείμενο στη φθορά στοιχείο του ανθρώπου. Η φυσική
φθορά είναι η ισχυρότερη ίσως υπόμνηση της πτωτικής μας φύσεως. Κάθε
βίαιη κίνηση που συνηγορεί στη συρρίκνωσή του, προσβάλλει και την ψυχή.
Για τον λόγο αυτό, στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά,
αναστέλλοντας την εξέλιξη της φθοράς, όταν και όσο μπορούμε. Η
διαδικασία της πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη.
Την αναλαμβάνει μόνον ο Θεός μέσα από τις συνθήκες που ο ίδιος προνοεί η
η φύση μέσα από την ευθύνη που της έχει ανατεθεί. Αυτός είναι ένας
άλλος λόγος που η Εκκλησία μας αρνείται την καύση των νεκρών. Αφήνει στη
φύση να αναλάβει την ευθύνη της φθοράς του σώματος. Δεν το καίει, αλλά
το αφήνει να σβήσει. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που η φύση
επιτρέπει να μείνει κάποιο υπόλειμμα, αυτό έχει το λόγο του. Όταν και η
φύση αρνείται την ολοσχερή διάλυσή του ανθρωπίνου σώματος, τότε η
νομοθετημένη καύση του δεν είναι πράξη επιλήψιμης βίας;
Τα οστά υπαινίσσονται ότι τα σώματα έχουν μεν όλα μία ομοιότητα, αλλά
έχουν και διαφορές. Άλλα είναι τα κοκαλάκια ενός μικρού παιδιού στη θέα
τους και άλλα ενός ενήλικα. Άλλα ενός ανθρώπου και άλλα κάποιου ζώου.
Όταν όμως καούν, η στάχτη εξομοιώνει τα πάντα. Και στην περίπτωση αυτή
που διατηρείται και δεν σκορπίζεται, δεν διακρίνονται οι διαφορές, έχουν
εξαλειφθεί για πάντα. Μαζί με τα χαρακτηριστικά του προσώπου, έχει
εξαφανιστεί και η εικόνα του ανθρώπου μόλις δε σκορπιστούν και τα
υπολείμματα της στάχτης,μαζί με τα ψήγματα του κοινωνικού σεβασμού,
οριστικοποιείται και η διαγραφή κάθε ίχνους παρουσίας του. Ο υπαρκτικός
θάνατος έχει προσυπογράψει τον φυσιολογικό.
Το υπόλειμμα του ανθρώπου δεν είναι η ισοπέδωση και η απουσία, αλλά η
ταυτότητα και του είδους και του προσώπου και η παρουσία. Ο αγώνας να
διατηρήσουμε τα οστά, τα λείψανα, ο,τι περισσότερο από τον άνθρωπο
μπορούμε σ᾿ αυτόν τον κόσμο, ισοδυναμεί με την ανάγκη μας να διατηρηθεί
όσο περισσότερο γίνεται το πρόσωπό του στον άλλο. Ο σεβασμός μας στα
νεκρά λείψανα πιστοποιεί την πίστη μας στην αθάνατη ψυχή.
Οι νεκροί
δεν είναι «πεθαμένοι» αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον
τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία της αναστάσεώς τους. Η
Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο «νεκροταφεία» και επιμένει στον όρο
«κοιμητήρια». Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικού -για να μην
αγριεύουμε- αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει
τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλά τετελειωμένος (που έχει
τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών
αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης
καταστάσεώς τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά
με κανένα νόμο δεν καίγονται.
Η Εκκλησία
δεν τιμά το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δυό, τον
άνθρωπο ως όλον. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν
φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα, που δεν μας την θυμίζει μόνο
όταν λειτουργεί αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του
σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται
– αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του, κάτι που δεν
καταστρέφεται.
Η ψυχή ζεί. Αυτό φαίνεται από το ότι τα λείψανα
έχουν ζωή όχι βιολογική βέβαια αλλά κάποιας μορφής πνευματική, που όμως
διαπιστώνεται. Όταν έχουμε άτομα που η βίωσή τους της πνευματικής
πραγματικότητος ήταν τόσο έντονη ώστε και από τότε που ζούσαν εν χρόνω
την παχύτητα αυτού του κόσμου, αυτά να λειτουργούν στις συχνότητες του
άλλου, τότε ο θάνατός τους είναι κοίμηση που αποτυπώνεται στα λείψανά
τους. Είναι πολύτιμη εμπειρία της Εκκλησίας, διαρκώς επαληθευόμενη, ότι
πλείστα όσα εξ αυτών εμφανίζουν ιδιάζουσα χάρι. Είναι γνωστό ότι συχνά
τα λείψανα των αγιορειτών μοναχών αλλά και των άλλων εξαγιασμένων
ανθρώπων που η ζωή τους τίμησε το σώμα και η ψυχή τους φανέρωσε
μεγαλύτερη ευρωστία και ζωτικότητα από αυτό, διατηρούν μία εντυπωσιακή
ευκαμψία για ώρες μετά θάνατον. Δεν κοκαλώνουν!
Αλλά και η αποδεδειγμένη ευωδία, το κέρινο χρώμα τους, η
θαυματουργική χάρι τους η η φυσική αφθαρσία ολόσωμων αγίων, στοιχεία
ασυνήθη και φυσικώς ανεξήγυτα, είναι αναμενόμενα φαινόμενα της
πνευματικής πραγματικότητος. Αυτά τα λείψανα, για την ορθόδοξη
εκκλησιαστική παράδοση και συνείδηση, αποτελούν περιουσία πολυτιμότερη
και από τη διδασκαλία της θησαυρούς αναγκαιότερους και από τα σκεύη της.
Στα λείψανα των μαρτύρων της εδράζονται οι άγιες τράπεζές της. Αν αυτά
κάψει, θα έχει ήδη θυσιάσει τα ιερά θυσιαστήριά της θα έχει καταστρέψει
τα ζωτικά σπλάχνα της.
Η ψυχή υπάρχει, ζεί και αναγνωρίζει το σώμα της και μετά θάνατον.
Βλέπει και μπορεί να αντικρύσει την καύση του. Άραγε θα την εγκρίνει; Η
ίδια στην κατάσταση που είναι δεν βλάπτεται από τις δικές μας ενέργειες
ούτε και όταν της καταστρέφουν το δικό της σώμα.
Η ασέβεια επάνω της όμως φθείρει εμάς. Το ηθικό κριτήριο σε μία τόσο
καίρια απόφαση για την Εκκλησία είναι πνευματικό δεν έχει να κάνει με
τις επιλογές μίας πεθαμένης κοινωνίας, μίας κοινωνίας που αρνείται την
αθανασία της, αλλά με τις προτιμήσεις της αθάνατης ψυχής, της ψυχής που
επιβεβαιώνει την αιωνιότητά της.
Αν μας ρωτούσαν πως θα προτιμούσαμε να φύγει απ᾿ αυτόν τον κόσμο
κάποιος δικός μας: από εγκεφαλική αποπληξία, από καρδιακή ανακοπή, με
παραμορφωτικά εγκαύματα, η να αποτεφρωθεί από ανάφλεξη και πυρκαγιά, έχω
την εντύπωση πως ο τραγικότερος τρόπος θα ομολογούσαμε πως είναι ο
τελευταίος.Είναι φυσικό στον άνθρωπο, όταν αποχαιρετά τον άνθρωπό του,
να θέλει να αντικρύσει για τελευταία φορά την οικεία σ᾿ αυτόν όψη και
όχι το αποτρόπαιο κατάντημά του σε απάνθρωπη, ανοίκεια και απρόσωπη
στάχτη. Η λεπτή αγάπη των στιγμών εκείνων εκφράζεται ως ανάγκη να
αγκαλιάσει κανείς, να φιλήσει, να χορτάσει το βλέμμα του, να εκδηλωθεί
τρυφερά πάνω στο άψυχο σώμα. Αν μας πληγώνει η βία της φύσεως, πως εμείς
επιλέγουμε τη βία του αυτεξουσίου μας; Όταν κάτι είναι πολύτιμο και το
χάνουμε, προσπαθούμε να κρατήσουμε όσο περισσότερο απ᾿ αυτό μπορούμε.
Ποτέ δεν νομοθετούμε τη βίαιη μείωση του τελευταίου ανεκτίμητου
υπολείμματός του.
Η απόφαση ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήριά μας ισοδυναμεί με
προσβολή. Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Η αγάπη δημιουργεί και
χώρο και προϋποθέσεις. Η χρηστική ανάγκη ποτέ δεν είναι ουσιαστική και
πάντα πιστοποιεί τη στενότητα του καρδιακού χώρου. Η ανάγκη του σεβασμού
είναι πολύ μεγαλύτερη γι᾿ αυτόν που τον εκχωρεί παρά γι᾿ αυτόν που
αποδέχεται.
Έτσι που βαδίζει η κοινωνία μας δεν θα έχει μόνον έλλειψη χώρου, αλλά
και ανθρώπους δεν θα βρίσκει για να θάψουν, ίσως και να κάψουν, τους
νεκρούς της. Στο απέραντο γηροκομείο του «πολιτισμένου» κόσμου μας, όπου
οι νέοι τείνουν να γίνουν πολύ λιγότεροι από τους ηλικιωμένους και οι
γεννήσεις πολύ πιο σπάνιες από τους θανάτους, θα υπάρχουν νεκροί και όχι
νεκροθάφτες. Αντί να ενδιαφέρεται η κοινωνία μας για την αρχή της ζωής,
π.χ. το δημογραφικό πρόβλημα, υπερ-απασχολείται με το τέλος, την καύση.
Η ίδια νοοτροπία που αποφεύγει, τη γέννηση, δηλαδή τη ζωή, αυτή που
απορρίπτει και τους γέρους, αυτή που προτείνει την ευθανασία, αυτή που η
ίδια δεν αντέχει και τους νεκρούς αρνείται τη δημιουργία και επιλέγει
την καύση. Αυτή υπογράφει το οριστικό τέλος του τέλους το τέλος του
σκοπού το τέλος του ανθρώπου.
Αυτοί που αγνόησαν το δικαίωμα του ανθρώπου για το Θεό και πρόσβαλαν
τα απαράγραπτα δικαιώματα του Θεού για τον άνθρωπο, αυτοί και μόνον
μπορούν να επικαλούνται τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα για να
νομιμοποιήσουν την ασέβειά τους στον άνθρωπο.
Η καύση των νεκρών δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού πλέον ανθρώπου.
Η διατήρηση του σώματός τους αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και
επιβιώσεως του προσώπου του. Είναι αδύνατο το θέλημα του ενός -και ας
αποκαλείται αυτό δικαίωμα- να προσκρούει στην ανάγκη για σεβασμό του
συνόλου. Δεν μπορεί να είναι δικαίωμα κάποιου να τον … κάψουμε εμείς! Το
θέμα δεν είναι αν κάποιος επιθυμεί να καεί. Είναι αν η κοινωνία θα
δεχθεί να τον κάψει.
Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το δικό της τέλος:
τον μηδενισμό της. Μία κοινωνία που δεν αντέχει τον άνθρωπο ούτε στην
ασθένειά του, ούτε στην αδυναμία του, ούτε στον θάνατό του, μία κοινωνία
που καίει τους νεκρούς της, μία κοινωνία που καταστρέφει και την
ανάμνηση της ζωής και την ενθύμηση των μελών της -αυτό είναι τα λείψανα-
μία κοινωνία που κάνει την αρχή του ανθρώπου τεχνητή και μηχανική και
το τέλος του οριστικό και αμετάκλητο, μία κοινωνία που αρνείται την πνοή
του αιώνιου και εγκλωβίζεται στην ασφυξία του εφήμερου, τι σχέση μπορεί
να έχει αυτή η κοινωνία με τη ζωή; Ακόμη και οι άθεοι υπογράμμιζαν την
ανάμνηση των επίγειων θεών τους με ταριχεύσεις των σωμάτων τους
(περίπτωση Λένιν), η όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν, με κατασκευές αγαλμάτων
και ψεύτικων ομοιωμάτων.Φαίνεται πως το αποτέλεσμα του ανθρωπισμού
χωρίς Θεό, του πολιτισμού χωρίς αξίες και του μηδενισμού χωρίς σκοπό, το
αποτέλεσμα της σύγχυσης της αθείας, είναι η εξαφάνιση του ανθρώπου, η
καύση και του τελευταίου υπολείμματός του. Η καύση των νεκρών οδηγεί
στην καύση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Κατόπιν τούτων, δεν είναι ότι δεν της επιτρέπεται, αλλά η Εκκλησία
αδυνατεί και αρνείται να δεχθεί μία απλώς χρηστική και καθόλου πειστική
λύση ελάσσονος πρακτικής βαρύτητος και να θυσιάσει το βίωμα του
σεβασμού της στη θεικότητα του προσώπου του κάθε ανθρώπου, πολλώ μάλλον
του ανθρώπου που αυτή βάφτισε στη κολυμβήθρα της, τιμώντας ταυτόχρονα
και την ψυχή και το σώμα του. Το μείζον δεν μπορεί να υποταχθεί στο
έλασσον. Είναι αδύνατον όποιος πιστεύει στην Εκκλησία και αποδέχεται την
πρόταση ζωής της, όποιος ζεί την πραγματικότητα της ψυχής, όποιος
σέβεται τον άνθρωπο να μην τιμά και το σώμα. Το σώμα χρήζει μεγαλύτερης
τιμής και σεβασμού από την κοινωνία μετά θάνατον απ᾿ όση περιποίηση και
προστασία δέχθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ζωής
του.
Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας