«Φως ιλαρόν αγίας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ. Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς οσίαις. Υιε Θεού, ζωήν ο διδούς· διο ο κόσμος Σε δοξάζει».
Πηγή : Προσκυνητής
Ο
περίφημος αυτός ύμνος είναι ποίημα ενός από τους άγιους Μάρτυρες και
Ομολογητές των πρώτων αιώνων και μάλιστα της περιοχής αυτής - της
Καππαδοκίας και Συρίας.
Μια
αρχαία παράδοσις τον αποδίδει στον άγιο Ιερομάρτυρα Αθηνογένη, που
εμαρτύρησε με δέκα μαθητές του επί Διοκλητιανού στις 16 Ιουλίου στην
Σεβαστία, γειτονική πόλη της Καισαρίας, γι' αυτό και ζωγραφίστηκε σε
πολλές εκκλησίες της Καππαδοκίας.
Ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, στο γνωστό του έργο Περί Αγίου Πνεύματος (κεφ. Κθ': Περί Παραδόσεως στην Εκκλησία) μνημονεύει τον ύμνον αυτόν και μάλιστα αναφέρει ρητώς ένα στίχο του λέγοντας, ότι δεν ξέρει ακριβώς ποιος είναι «ο πατήρ των ρημάτων εκείνων της επιλυχνίου ευχαριστίας» αυτής, αλλά στην συνέχεια μνημονεύει και έναν (άλλον;) ύμνον του αγίου Αθηνογένους (του οποίου αναφέρει το όνομα μόνον, ως πασίγνωστο), και αυτόν μάλλον επιλύχνιον, που τον είπε ή έψαλε ο Μάρτυς μπροστά στους μαθητές του ως «εξιτήριον» (= εξόδιον από τον κόσμον αυτόν) «ορμών ήδη προς την δια πυρός τελείωσιν», πηγαίνοντας δηλ. στην φωτιά του μαρτυρίου του.
Πάντως, όποιος και να είναι ο ποιητής του ύμνου Φως ιλαρόν, πρόκειται οπωσδήποτε για πρωτοχριστιανικό ύμνο (ίσως του γ' ή ακόμη και του β' αιώνος). Διότι ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος λέγει στο ίδιο χωρίο ότι το παρέλαβαν «από τους πατέρας ημών», και ως γνωστόν, οι πατέρες και προπάτορές του ήταν χριστιανοί μάρτυρες και ομολογητές στην μεγαλομαρτυρική Καππαδοκία. Ρητώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος για τον ύμνο μας: «έδοξε της Πατράσιν ημών μη σιωπή την χάριν του εσπερινού φωτός δέχεσθαι, άλλ' ευθύς φανέντος ευχαριστείν» και γι' αυτό στο εσπερινό ιλαρό φως του ηλιοβασιλέματος, «ο λαός αρχαίαν αφήισι την φωνήν», δηλ. όλος ο λαός μαζί ψάλλει τον αρχαίο τούτον ύμνο προς δόξαν του φωτός ή μάλλον του Δημιουργού του φωτός - του Χριστού.
Ο ύμνος Φως ιλαρόν είναι ωραιότατο ποίημα καθαρώς χριστιανικής
εμπνεύσεως και περιεχομένου. Εποιήθη και εψάλει ως δοξολογία στον Θεό
κατά την εσπερινή ώρα της δύσεως του ηλίου· την ώραν αυτή που απλώνεται
στην γη μας ένα χαριτωμένο, ιλαρό φως, με το οποίο τελειώνει η ημέρα,
αλλά και προμηνύεται η νύχτα και από την νύχτα πάλι η άλλη ημέρα.
Ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, στο γνωστό του έργο Περί Αγίου Πνεύματος (κεφ. Κθ': Περί Παραδόσεως στην Εκκλησία) μνημονεύει τον ύμνον αυτόν και μάλιστα αναφέρει ρητώς ένα στίχο του λέγοντας, ότι δεν ξέρει ακριβώς ποιος είναι «ο πατήρ των ρημάτων εκείνων της επιλυχνίου ευχαριστίας» αυτής, αλλά στην συνέχεια μνημονεύει και έναν (άλλον;) ύμνον του αγίου Αθηνογένους (του οποίου αναφέρει το όνομα μόνον, ως πασίγνωστο), και αυτόν μάλλον επιλύχνιον, που τον είπε ή έψαλε ο Μάρτυς μπροστά στους μαθητές του ως «εξιτήριον» (= εξόδιον από τον κόσμον αυτόν) «ορμών ήδη προς την δια πυρός τελείωσιν», πηγαίνοντας δηλ. στην φωτιά του μαρτυρίου του.
Πάντως, όποιος και να είναι ο ποιητής του ύμνου Φως ιλαρόν, πρόκειται οπωσδήποτε για πρωτοχριστιανικό ύμνο (ίσως του γ' ή ακόμη και του β' αιώνος). Διότι ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος λέγει στο ίδιο χωρίο ότι το παρέλαβαν «από τους πατέρας ημών», και ως γνωστόν, οι πατέρες και προπάτορές του ήταν χριστιανοί μάρτυρες και ομολογητές στην μεγαλομαρτυρική Καππαδοκία. Ρητώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος για τον ύμνο μας: «έδοξε της Πατράσιν ημών μη σιωπή την χάριν του εσπερινού φωτός δέχεσθαι, άλλ' ευθύς φανέντος ευχαριστείν» και γι' αυτό στο εσπερινό ιλαρό φως του ηλιοβασιλέματος, «ο λαός αρχαίαν αφήισι την φωνήν», δηλ. όλος ο λαός μαζί ψάλλει τον αρχαίο τούτον ύμνο προς δόξαν του φωτός ή μάλλον του Δημιουργού του φωτός - του Χριστού.
Η αρχή του ύμνου αυτού ξεκινάει από την φύση, με το φυσικό φως του δειλινού
και αυτό φανερώνει ότι οι πρώτοι χριστιανοί ζούσαν ανοιχτά και βλέπανε
θετικά το κάλλος της φύσεως, την στάση αυτή συναντούμε και στους
Εβραίους της Βίβλου και στους αρχαίους Έλληνες.
Οι
πρώτοι χριστιανοί ζούσανε την φύση ως ποίημα, δημιούργημα του Ζώντος
και Αληθινού Θεού και γι' αυτό πίσω από την φύση έβλεπαν τον ποιητή της
και Αυτόν εδόξαζαν στο κάλλος της. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο ύμνος
αναφέρεται στο Φως, το πιο λεπτό και ωραίο και βαθύ στοιχείο στην ορατή
φύση. Η φύσις στο βάθος σημαίνει φως και ως φως την έβλεπαν και οι
πρώτοι χριστιανοί, και αργότερα οι ησυχαστές, αλλά και η σημερινή πιο
προχωρημένη επιστήμη ανάγει τα πάντα στο φως, όπως ακριβώς και τα πρώτα
λόγια της Βίβλου.
Υπάρχει όμως και μια βασική διαφορά στην στάση έναντι της φύσεως μεταξύ των πρώτων χριστιανών και των αρχαίων. Οι αρχαίοι εθαύμαζαν την φύση αλλά και την ελάτρευαν, και μάλιστα το φως του ηλίου και των αστέρων και γι' αυτό ελάτρευαν τον αήττητον ήλιον (solus invictus). Οι χριστιανοί απέρριπταν κάθε είδος ειδωλολατρίας και γι' αυτό ελάτρευαν μόνον τον Ζώντα και Αληθινόν Θεόν που απεκάλυψεν και εξηγήσατο (Ιω.1,18) ο Χριστός.
Υπάρχει όμως και μια βασική διαφορά στην στάση έναντι της φύσεως μεταξύ των πρώτων χριστιανών και των αρχαίων. Οι αρχαίοι εθαύμαζαν την φύση αλλά και την ελάτρευαν, και μάλιστα το φως του ηλίου και των αστέρων και γι' αυτό ελάτρευαν τον αήττητον ήλιον (solus invictus). Οι χριστιανοί απέρριπταν κάθε είδος ειδωλολατρίας και γι' αυτό ελάτρευαν μόνον τον Ζώντα και Αληθινόν Θεόν που απεκάλυψεν και εξηγήσατο (Ιω.1,18) ο Χριστός.
Αλλ'
οι πρώτοι Χριστιανοί έβλεπαν την φύση και τα πάντα μέσα στην φύση, και
μάλιστα το φως, ως χώρο προνοίας και τόπο παρουσίας του Ζώντος και
Παρόντος Θεού. Ο κόσμος γι' αυτούς ήταν το σπίτι τους, ο οίκος του Θεού
τους, και δεν ήθελαν να τον αρνηθούν ή να τον αφήσουν στα χέρια του
διαβόλου και των ψευδοθεών του. Αντί λοιπόν της αρχαίας κοσμολατρίας οι
χριστιανοί είχαν έναν υγιή κοσμισμό, μια ορθή κοσμολογία έβλεπαν τον
κόσμο ως έργο του Θεού Λόγου, του Χριστού.
Γι' αυτό ο ύμνος μας αρχίζει με αφορμή το χαριτωμένο, ιλαρό φως της δύσεως του ηλίου, που και αυτό είναι έργο (κτίσμα) του Δημιουργού του σύμπαντος. Αλλ' όσο και να είναι ωραίο και ευχάριστο το φως αυτό, αμέσως η σκέψις των πρώτων χριστιανών, η καρδιά τους, τους οδηγεί στο βάθος, στο αληθινό Φως του Κόσμου, που είναι ο Χριστός.
Γι' αυτό ο ύμνος μας αρχίζει με αφορμή το χαριτωμένο, ιλαρό φως της δύσεως του ηλίου, που και αυτό είναι έργο (κτίσμα) του Δημιουργού του σύμπαντος. Αλλ' όσο και να είναι ωραίο και ευχάριστο το φως αυτό, αμέσως η σκέψις των πρώτων χριστιανών, η καρδιά τους, τους οδηγεί στο βάθος, στο αληθινό Φως του Κόσμου, που είναι ο Χριστός.
Παίρνοντας
απλώς αφορμή από το φυσικό γεγονός -πόσο ωραία και ήσυχα ακτινοβολεί το
χαμηλό φως του δύοντος ηλίου - οι πρώτοι χριστιανοί βλέπουν σ' αυτό μια
εικόνα της θείας αλήθειας: πως ο Χριστός, φως του Θεού Πατρός, προσέρχεται και ακτινοβολεί στον κόσμο, ιλαρώς.
Η
εικόνα που δίνει το ποίημα φαίνεται στην αρχή φυσική: ένα ήσυχο, ιλαρό
φως διάχυτο στον δυτικό ορίζοντα μας αποκαλύπτει μια ωραία, σχεδόν ιερή
δόξα του ήλιου και προκαλεί αισθήματα ευχάριστα. Αλλά για τους
χριστιανούς αυτό είναι πολύ, πάρα πολύ λίγο. Η νοσταλγία τους ή μάλλον η
πρωταρχική πίστις τους και η εσχατολογική ελπίδα τους (που και οι δύο
συνιστούν μέσα τους την χριστιανική αισθητή πληροφορία (βλ. Α' Θεσ. 1, 5
και Εβρ. 6. 11 και 10, 22) τους πάει αμέσως, πιο πέρα: στον Ιησού
Χριστό (του οποίου το όνομα ο ποιητής του ύμνου άφησε επίτηδες, γι'
αργότερα), που είναι το αληθινό και άκτιστο και πραγματικό Ιλαρόν Φως
της Δόξης της Αγίας, που είναι ο Αθάνατος Πατήρ (και όχι ο πεπερασμένος
ήλιος) και που ο υμνωδός στην συνέχεια στολίζει με μερικά
χαρακτηριστικά, τον ονομάζει: Ουράνιο, Άγιο, Μακάριο.