(Λουκ. 7.11-16)
«Νεανίσκε, σοί λέγω ἐγέρθητι».
Ἕνα θαῦμα μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινή
εὐαγγελική περικοπή. Ἕνα θαῦμα ἀπό τά πολλά πού ἐπιτέλεσε ὁ Ἰησοῦς κατά τή
διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του καί τό ὁποῖο πραγματοποιήθηκε στήν εἴσοδο τῆς
πόλεως Ναΐν.
Ὁ Χριστός πλησίαζε μέ τούς μαθητές του στά
τείχη τῆς πόλεως καί τότε εἶδε νά ἐξέρχεται μιά θλιβερή πορεία, μία νεκρώσιμη
πομπή. Μιά χήρα γυναίκα συνόδευε στήν τελευταία του κατοικία τό μονάκριβο
παιδί της καί, ὅπως ἦταν φυσικό, πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού τῆς συμπαραστεκόταν
στόν πόνο της. Καί ἦταν τόσο μεγάλος ὁ θρῆνος τῆς μητέρας πού ὁ Χριστός
«εὐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτῇ καί εἶπεν αὐτῇ· μή κλαῖε». Τήν λυπήθηκε, σημειώνει ὁ
ἱερός εὐαγγελιστής, ὁ Χριστός, τήν πλησίασε καί τήν προέτρεψε νά μήν κλαίει.
Λογική ἡ ἀντίδραση, ἀλλά ὁ Χριστός δέν
περιορίσθηκε σ᾽ αὐτήν. Ἔδωσε στήν εὐσπλαγχνία του μιά πιό πρακτική μορφή.
Πλησίασε τή σορό τοῦ νεαροῦ νεκροῦ, τήν ἀκούμπησε καί εἶπε: «Νεανίσκε, σοί
λέγω ἐγέρθητι».
Ὁ Χριστός ἀπευθύνεται σέ ἕνα νεκρό. Ὄχι γιατί
δέν γνωρίζει τί κάνει. Ὄχι γιατί θέλει νά δημιουργήσει ἐντυπώσεις. Ἀλλά γιατί
ὡς Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου ἔχει τή δύναμη νά ἀνακαλέσει στή ζωή ἕνα
νεκρό. Γιατί ὡς δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά ἐπανακαθορίσει τά ὅρια
τῆς ζωῆς τοῦ πλάσματός του προκειμένου νά ἐξυπηρετήσει μέ τόν τρόπο αὐτό ἕναν
ἄλλο σκοπό.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ νεαροῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν
δέν εἶναι ἁπλῶς ἔνδειξη τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στή ζωή καί τόν
θάνατο, ἀλλά καί ἀπόδειξη τῆς εὐσπλαγχνίας καί τῆς ἀγάπης του γιά τή μητέρα
του, ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης του γιά τό πλάσμα του πού ἀντιλαμβάνεται τή σημασία
τοῦ θανάτου καί θρηνεῖ γιά τό γεγονός.
Ὁ Χριστός ἀνιστᾶ τό νεκρό παιδί, παρότι
γνωρίζει, ὅπως γνωρίζει καί ὅλο τό πλῆθος πού ἀκολουθεῖ τή νεκρώσιμη πομπή,
πώς ὁ θάνατος εἶναι ὁ κοινός κλῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Τό ἀνασταίνει, γιατί
γνωρίζει πόσο ἀνάγκη τό ἔχει ἡ μητέρα του, καί γιατί ταυτόχρονα θέλει νά
διδάξει μέ αὐτό του τό θαῦμα πώς ὁ φυσικός θάνατος, ἄν καί ἀναπόφευκτος γιά
ὅλους μας, δέν εἶναι ὁ πιό σημαντικός θάνατος γιά τόν ἄνθρωπο.
Ὁ πιό σημαντικός θάνατος γιά ὅλους μας εἶναι
ὁ πνευματικός θάνατος, ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς. Γιατί, ἐάν ὁ φυσικός θάνατος
εἰσῆλθε στόν κόσμο μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, γιά νά μήν παραμένει τό
κακό αἰώνιο, ὁ θάνατος ὁ πνευματικός εἶναι ἡ διαρκής συνέπεια τοῦ κακοῦ καί
τῆς ἁμαρτίας, δηλαδή τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, καί εἶναι αἰώνιος, ἐάν δέν θελήσουμε
νά λυτρωθοῦμε ἀπό αὐτόν.
Καί τή λύτρωση ἀπό τόν πνευματικό θάνατο μᾶς
τήν προσφέρει καί πάλι ὁ Χριστός. Ἡ σταυρική του θυσία καί ἡ ἀνάστασή του δέν
σηματοδοτοῦν καί δέν ἀποτελοῦν μόνο προανάκρουσμα τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων
μας πού ὑφίστανται τόν φυσικό θάνατο, ἀλλά ἀποτελοῦν ἐγγύηση τῆς λυτρώσεώς μας
ἀπό τόν ψυχικό θάνατο.
Θάνατος ψυχικός εἶναι ἡ ὑποδούλωση τοῦ
ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία. Ἡ ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στά πάθη καί στόν ἀντίδικο τοῦ
ἀνθρώπου, τόν διάβολο. Εἶναι ἕνας θάνατος πού πολλοί δέν τόν αἰσθανόμαστε καί
δέν τόν ἀντιλαμβανόμαστε, γιατί συμβαίνει προοδευτικά καί ὕπουλα, γιατί ἡ
ἁμαρτία καί τό κακό νεκρώνουν τήν ψυχή μας σταδικά καί βαθμιαῖα, γιατί ἡ
ἀδιαφορία καί ἡ ἀμέλειά μας νά μετανοήσουμε, νά ἀφυπνισθοῦμε, νά ἀγωνισθοῦμε
καί νά προσπαθήσουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ κακοῦ, ἀφήνουν τόν
ψυχικό θάνατο νά ἐπιτελεῖ τό ἔργο του μέσα μας. Καί ὅταν ἐπέλθει ὁ ψυχικός θάνατος,
ἀδελφοί μου, τότε δέν ἔχει σημασία ἄν βρισκόμαστε στή ζωή, δέν ἔχει νόημα γιά
μᾶς ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, γιατί γιά τόν ψυχικά νεκρό δέν θά εἶναι ἀνάσταση
ζωῆς, ἀλλά ἀνάσταση κρίσεως.
Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, καί εἶναι ἀνάγκη ὅσο
βρισκόμαστε στή ζωή, νά προσέχουμε καί νά ἐπαγρυπνοῦμε γιά τόν κίνδυνο τοῦ
ψυχικοῦ θανάτου πού ἐλλοχεύει. Καί ἐάν διαπιστώνουμε ὅτι κινδυνεύουμε ἀπό
αὐτόν ἤ ὅτι κινδυνεύουν ἄλλοι γύρω μας, νά μήν παραλείπουμε νά παρακαλοῦμε
τόν Θεό νά μᾶς ἀναστήσει ἀπό αὐτόν τόν θάνατο, τόν θάνατο τῆς ψυχῆς, τόν θάνατο
τῆς ἁμαρτίας. Καί ἀντί νά θρηνοῦμε μόνο γιά τήν ἀπώλεια ἐξαιτίας τοῦ φυσικοῦ
θανάτου, ἄς θρηνοῦμε γιά τόν κίνδυνο τοῦ πνευματικοῦ θανάτου τόν ὁποῖο
διατρέχουμε ὅλοι.
Ἡ συνειδητοποίηση αὐτοῦ τοῦ κινδύνου εἶναι
ἱκανή, ἀδελφοί μου, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά μᾶς σώσει. Γιατί ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη γιά ὅποιον τοῦ ζητᾶ καί τόν παρακαλεῖ νά τόν σώσει
ἤ νά σώσει κάποιο προσφιλές του πρόσωπο ἀπό τόν πνευματικό θάνατο ἀπό ὅ,τι ἀπό
τόν σωματικό, γιατί ὁ πρῶτος εἶναι ὁριστικός καί ἀμετάκλητος, ἐνῶ ὁ δεύτερος
προσωρινός.
Ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό
τόν πνευματικό θάνατο, γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτό καί μᾶς
προειδοποιεῖ μέσα ἀπό τά προφητικά λόγια τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως. «Οἶδα
σου τά ἔργα ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζεῖς, καί νεκρός εἶ· γίνου γρηγορῶν».
Ἄς γρηγοροῦμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, καί ἄς
παρακαλοῦμε τόν Χριστό νά ἐγείρει καί μᾶς, ὅπως τόν υἱό τῆς χήρας τῆς Ναΐν,
ὅταν ὁ ψυχικός θάνατος ἀπειλεῖ νά μᾶς καταλάβει, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίου
καί ἀτελευτήτου ζωῆς γιά τήν ὁποία μᾶς δημιούργησε.
Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων