Του Σπύρου Λαζάρου,
όπως του τα αφηγήθηκαν ο π. Μωυσής και η Μαγδαληνή Μπέρυ
Πηγή: Περιοδικό «Πανδοχείον»
Νο 20.
Ο
λόγος του Κυρίου αυξάνει παγκόσμια σε κάθε ομάδα ανθρώπων, και καρποφορεί τους
υιούς της Βασιλείας στις αποθήκες του Κυρίου, ώστε να απολαύσουν κι αυτοί μαζί
Του την καινή ζωή του Χριστού.
Ο Γουάλλας Μπέρυ είναι απόγονος μαύρων σκλάβων της Αμερικής. Η Μαγδαληνή Μπέρυ
είναι απόγονος καταδιωγμένων Εβραίων από τις στέπες της Ρωσίας — η πλειονότητα
της οικογένειάς της χάθηκε στο Ολοκαύτωμα. Μαζί, ενωμένοι στο μυστήριο της
αγάπης που καθιστά τους δύο εις σάρκα μίαν, ο π. Μωυσής Μπέρυ και η πρεσβυτέρα
Μαγδαληνή μαρτυρούν τη δύναμη μιας και μόνο προσευχής, ειπωμένης μέσα στην
αγωνία ενός μαρτυρίου που συνέβη εδώ και ενάμιση αιώνα.
Ο π. Μωυσής γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι που έχτισε ο προπάππος του το 1873,
όπως επίσης και τα παιδιά του. Ο πατέρας του, ο παππούς και ο προπάππος του ήταν
όλοι πάστορες. Ανατράφηκε μέσα στην ευλάβεια. Ο άλλος προπάππος του, ο Μάρκος,
ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Τρίπλετ στο Sand Mountain τού Μιζούρι. Κι
εκείνος επίσης ήταν πάστορας. Εκείνη την εποχή ήταν παράνομο οι σκλάβοι να
λατρεύουν ανοιχτά το Θεό ή να ακούν να τους διαβάζεται η Βίβλος από κάποιον
άλλον μαύρο. Οι σκλάβοι ανέπτυξαν πολλούς δημιουργικούς τρόπους για να υμνούν
τον Κύριο. Ένας από αυτούς ήταν ο έξης: συγκεντρώνονταν γύρω από μία μπανιέρα
γεμάτη με νερό και όλοι μαζί, βύθιζαν το κεφάλι τους στο νερό για να μην
ακούγονται και εξυμνούσαν τον Θεό. Ο Μάρκος πιάστηκε επ’ αυτοφώρω από τον αφέντη
του να κηρύττει το Λόγο στους σκλάβους. Τον κρέμασαν από τα χέρια και ο αφέντης
του τον χτύπησε, ώσπου φάνηκαν τα οστά του. Κάθε φορά που ο αφέντης του τον
χτυπούσε με το μαστίγιο, ο Μάρκος αναφωνούσε «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού,
ελέησόν με τον αμαρτωλό». Φώναξε τόσο που ο αφέντης του μεταμελήθηκε, κρέμασε το
κεφάλι και του παραχώρησε γη - 750 στρέμματα - και την ελευθερία του. Αυτή είναι
η γη στην οποία μεγάλωσε ο π. Μωϋσής Μπέρυ.
Λέει ο ίδιος: «Η γη και οι άνθρωποι των Ozarks είναι στο αίμα μου. Δεν υπήρξα
όμως πάντοτε άξιος αυτής της κληρονομιάς. Έκλεισα τα 21 μου χρόνια στις κρατικές
φυλακές του Μιζούρι, σε ένα κελί 4,5 x 6,5 πόδια, χωρίς παράθυρο, με μόνο μία
μικρή χαραμάδα κάτω από την πόρτα για να γλιστράει μέσα το φαγητό. Οι φύλακες
συνήθιζαν να βγάζουν τους φυλακισμένους από το κελί τους, να τους πηγαίνουν στο
διάδρομο έξω από το χώρο της απομόνωσης όπου βρισκόμουν εγώ, και να τους χτυπούν.
Μία νύχτα — την νύχτα πριν την αφύπνισή μου — τους είδα να βγάζουν κάποιον από
το κελί του. Τον χτύπησαν με ένα ραδιόφωνο που είχαν τυλίξει σε μία πετσέτα, για
να μην αφήνει σημάδια. Κάθε φορά που ο άνθρωπος λιποθυμούσε, οι φρουροί ουρούσαν
στο πρόσωπό του για να τον συνεφέρουν. Εγώ ήμουν μόνο ένα μικρό αγόρι, και
φοβόμουν πολύ. Κοίταζα κάτω από τη σχισμή και τα είδα όλα. Έτσι υποχώρησα στο
πίσω μέρος του κελιού μου και άρχισα να προσεύχομαι.
Προσευχήθηκα, επειδή ήξερα ότι στο σπίτι του πατέρα μου, ακόμα και η υπηρεσία
είχε καλύτερη μεταχείριση από αυτή. Το ήξερα, επειδή μεγάλωσα μέσα στην Εκκλησία,
και ανατράφηκα από αληθινούς Χριστιανούς. Μεγάλωσα σε μία εποχή την οποία,
πιστεύω, η Αφρικανο-αμερικανική Εκκλησία ήταν ισότιμη — και το λέω αυτό χωρίς
καθόλου να απολογούμαι — με την Ορθόδοξη Εκκλησία στην σωτηριολογική της
ποιότητα. Αυτή η Εκκλησία γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες, σε μία εποχή που ήταν
παράνομη ακόμα και η προσευχή. Κι έτσι ήξερα μέσα μου ότι το μόνο πράγμα που θα
ήταν δυνατό να με βοηθήσει ήταν η προσευχή στον Παντοδύναμο Θεό.
Εκείνη τη νύχτα, μού φάνηκε ότι κάτι από το αιώνιο είχε αγγίξει τη ζωή μου. Το
επόμενο πρωί, οι φύλακες ήρθαν στο κελί μου. Μού είπαν «Ντύσου», κι εγώ σκέφτηκα
«Θα με βγάλουν έξω και θα με χτυπήσουν». Θυμήθηκα όμως και την προσευχή που είπα.
Δεν πιστεύω ότι είχα ως τότε πει μία ειλικρινέστερη προσευχή, ούτε έχω πει άλλη
πιο ειλικρινή από τότε. Και τόλμησα να σκεφτώ: «Ίσως να με βγάλουν έξω και να με
αφήσουν να φύγω. Θεώρησα όμως ότι αυτό ήταν αδύνατο — είχα ήδη καταδικαστεί.
Είχα όμως εμπειρία της δύναμης του Θεού, και ήξερα ότι οι τρόποι Του δεν είναι
ίδιοι με τους δικούς μας. Ο Θεός μπορεί όχι μόνο να συγχωρεί τις αμαρτίες αλλά,
σύμφωνα με τη Γραφή, και να τις λησμονεί. Και ο Παντοδύναμος Θεός με έσωσε.
Όταν ντύθηκα, έφυγα από το κελί. Ήξερα μέσα μου ότι θα με σκότωναν. Κατέβηκα
κάτω και μου παρέδωσαν τα ρούχα που ήταν δικά μου πριν να φυλακιστώ και σκέφτηκα:
«Ξέρω τι θα κάνουν. Μόλις βγω από το κτίριο, θα με πυροβολήσουν. Δραπέτευα —
αυτό θα πουν». Όλα αυτά τα πράγματα περνούσαν από το μυαλό μου. Όλα αυτά εκτός
από το «Ο Θεός με έσωσε». Γιατί αυτό θα ήταν υπερβολικό — να πιστέψω ότι ο Θεός
θα πραγματοποιούσε ένα θαύμα στη ζωή μου. Οδηγήθηκα κάτω στην έξοδο του κτιρίου
της φυλακής στο Τζέφερσον Σίτυ του Μιζούρι και βγήκα έξω. Πήρα ένα ταξί και πήγα
κατευθείαν στο γραφείο του δικηγόρου μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω τι είχε συμβεί.
Κι έτσι ρώτησα εκείνον. Εκείνος είπε ότι η υπόθεση εναντίον μου είχε χτιστεί με
βάση παράνομη έρευνα σε κατοικία. Μου είπε ότι την προηγούμενη νύχτα, γύρω στις
9:00 - την ώρα που προσευχόμουν - ένας από τους αστυνομικούς που με συνέλαβαν,
συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν σωστό που παρέβη τον κώδικα τιμής του εντίμου
αστυνομικού, όταν με συνέλαβε. Βλέπετε, η αστυνομία είχε βάλει φωτιά στο σπίτι
μας και εισήλθε σε αυτό μαζί με την Πυροσβεστική για να βρει αποδεικτικά
στοιχεία. Κι έτσι πήρα αναστολή. Και καθώς έφευγα από το γραφείο του δικηγόρου
μου, τα λόγια εκείνης της προσευχής μου ηχούσαν στα αυτιά μου, Και ήταν σα να
ακούω τη φωνή του Θεού: «Εάν σε βοηθήσω, θα Με υπηρετείς».
Και συνεχίζει: «θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός και ζούσα στη φάρμα των γονιών μου,
που ρώτησα τη μητέρα μου γιατί ο Θεός είχε δημιουργήσει τόσο πολλές φυλές. Και η
μητέρα μού είπε, «Γιε μου, ξέρεις, είμαστε όλοι άνθη στον κήπο του Θεού». Αυτή η
απάντηση είναι πανέμορφη στα αυτιά ενός παιδιού. Αλλά δεν είναι διόλου επαρκής
για έναν ενήλικα. Και εγώ ξόδεψα το πρώτο μισό της ζωής μου προσπαθώντας να
ανακαλύψω πού βρίσκονταν αυτά τα άνθη μέσα στον κήπο του Θεού, τα οποία έμοιαζαν
με εμένα. Δεν μπορούσα να τα βρω.
Δοκίμασα τα πάντα — Νέα Εποχή, Παλαιά Εποχή και όλα τα ενδιάμεσα. Στο τέλος
κατέληξα στην χωρίς δόγμα Χριστιανοσύνη. Ώσπου μία ημέρα επισκεφτήκαμε με τη
σύζυγό μου έναν παλιό φίλο στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Όταν φτάσαμε, ο φίλος μου
είπε, «Πρέπει να έρθετε μαζί μου σε μία Εκκλησία που έχω ανακαλύψει». Ο Τζον
ήταν ένας λευκός που είχε πνεύμα οικουμενικό. Ήταν χαρωπός — αντίθετα με εμένα.
Ενώ εγώ ήμουν ένας ομολογημένος Χριστιανός, δεν ήμουν χαρούμενος. Ήμουν
πικραμένος. Επειδή δεν ήξερα πού να βρω την Εκκλησία που έψαχνα.
Θυμάμαι την επίσκεψή μου στην Εκκλησία εκείνη σα να ήταν σήμερα. Ήταν γύρω στις
6:00 το απόγευμα, χειμώνας, και ήδη είχε πέσει το σκοτάδι. Ανεβήκαμε από τις
σκάλες στο πίσω μέρος της Εκκλησίας. Ήταν μία κατ' οίκον Εκκλησία - οι
λειτουργίες γίνονταν σε ένα νοικιασμένο σπίτι. Θυμάμαι ότι είπα στη γυναίκα μου,
κι αυτή ντράπηκε για εμένα, «Αυτή δεν είναι πραγματική Εκκλησία». Μου είπε να
σωπάσω και μπήκαμε μέσα. Τρεις κυρίες αποτελούσαν τη χορωδία. Συχνά σκεφτόμουν
ότι πρέπει να ήταν η σύζυγος τού ιερέα κατά πασά πιθανότητα, η φίλη της και η
κόρη της — επειδή έκτοτε είχα κι εγώ τέτοιες χορωδίες. Και σκέφτηκα, «Αυτή δεν
είναι καν μία αληθινή χορωδία». Αλλά δεν είχα ξανακούσει ποτέ ό,τι άκουσα σε
αυτήν. Έξω στην πινακίδα έλεγε «Ρωσική Ορθόδοξη». Όταν πρωτάκουσα τις κυρίες να
ψάλλουν σκέφτηκα, «΄Ισως να είναι ρωσικά. Μιλάνε στα ρωσικά». Όμως μετά
αντιλήφθηκα ότι μπορούσα να καταλάβω μερικές από τις λέξεις. Ακόμα κι έτσι όμως,
μου φαινόταν σαν μία ξένη γλώσσα. Η γλώσσα δεν ήταν η γλώσσα της Αμερικής.
Έψαλλαν για τη Μητέρα του Θεού: «Χαίρε δι' ης η χαρά εκλάμψει. Χαίρε, του
πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις. Χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις. Χαίρε Νύμφη
Ανύμφευτε». Κι εγώ καθηλώθηκα, επειδή ποτέ πριν δεν είχα ακούσει τέτοια λόγια.
Κι έτσι άρχισε να μου αρέσει αυτή η λειτουργία. Ώσπου να βγει ο ιερέας,
κραδαίνοντας το θυμιατό. Στην Εκκλησία των Μαύρων, το λιβάνι δεν επιτρέπεται.
Είναι συμβολικό να καλύπτεται κάτι με τη δημιουργία μιας ωραίας μυρωδιάς. Έπειτα
όμως η χορωδία έψαλλε: «η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου, έπαρσις των
χειρών μου θυσία εσπερινή». Και αυτές τις λέξεις τις γνώριζα. Ήξερα ότι ήταν από
τους Ψαλμούς. Κι έτσι σκέφτηκα, «Ίσως αυτό το λιβάνισμα είναι εντάξει».
Κοίταξα το εικονοστάσι και, από εκεί που έβγαινε ο ιερέας από την Ωραία Πύλη,
υπήρχε μία εικόνα του Ιησού. Κρατούσε στο στήθος Του το βιβλίο. Και σκέφτηκα, «Αυτό
είναι καλό». Και δίπλα στον Ιησού υπήρχε μία εικόνα — μισού αναστήματος — του
Αγίου Μωϋσέως του Αιθίοπα. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Ήταν μαύρος. Μου
έμοιαζε. Όχι μόνο μου ταίριαξε, αλλά δεν ήταν ούτε καν «μία ρετουσαρισμένη
εκδοχή του Τεντ Τέρνερ», όπως λέω. «Ήταν πραγματικά μία μαύρη εικόνα, και μου
έμοιαζε. Είχε μαλλιά σαν τα δικά μου. Είχε ρουθούνια σαν τα δικά μου. Είχε χείλη
το ίδιο μέγεθος με τα δικά μου. Και σκέφτηκα «Κύριε ελέησον». Κοίταξα στην άλλη
πλευρά της Ωραίας Πύλης και εκεί υπήρχε μία εικόνα της Μητέρας του Θεού. Δίπλα
της ήταν μία εικόνα του Αγίου Κυπριανού του Καρχηδόνιου. Και εκείνος επίσης είχε
τα ίδια χαρακτηριστικά με εμένα.
Σκέφτηκα, «Κύριε ελέησον. Τι είδους Εκκλησία είναι αυτή;» Αναρωτήθηκα μήπως
ήταν καμιά Εκκλησία της Νέας Εποχής. Νόμισα ότι δεν θα μπορούσε να είναι μία
συνηθισμένη Εκκλησία, αφού είχε τέτοιες εικόνες στους τοίχους. Νόμισα ότι ήταν
μία αφροκεντρική Εκκλησία. Αλλά οι άνθρωποι δεν ήταν αφροκεντρικοί! Εκείνες οι
εικόνες φαινόταν να μου λένε «Καλωσόρισες σπίτι. Εμείς είμαστε τα άνθη στον κήπο
του Θεού». Τότε συνειδητοποίησα ότι θα έπρεπε να γίνουμε Ορθόδοξοι. Όχι πιο
μετά, όχι κάποια στιγμή αφού τα τακτοποιήσουμε, αλλά όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Η σύζυγός μου κι εγώ επιστρέψαμε στο σπίτι και αγοράσαμε εικόνες από την Αγία
Μεταμόρφωση στη Βοστώνη. Τις τοποθετήσαμε παντού. Οι τοίχοι του καθιστικού μας
γέμισαν από εικόνες και λαμπάδες — ποτέ δεν είχαμε ξαναδεί τέτοια πράγματα! Αυτά
τα σύμβολα και τα σημάδια της Εκκλησίας που ορισμένες φορές θεωρούμε δεδομένα
είναι η ευλογία που ο κόσμος ποθεί. Αγγίζει τον άνθρωπο τόσο βαθειά, ώστε
αρχίσει να γιατρεύει την πικραμένη καρδιά κατά τρόπο που καμιά άλλη γήινη
παρηγοριά ή καλός λόγος ή διάνοια δε θα μπορούσε.
Ξέραμε ότι θα έπρεπε να γίνουμε Ορθόδοξοι. Και θεωρήσαμε έργο μας όχι μόνο να
φέρουμε τον εαυτό μας μέσα στην Εκκλησία αλλά και οποίον γνωρίζαμε — ιδιαίτερα
τους Αφροαμερικανούς. Ένιωσα ότι ήταν καθήκον μου να φέρω στην Ορθόδοξη Εκκλησία
όποιον Αφροαμερικανό γνώρισα, η έστω να τον εισήγαγα σε αυτή με κάποιον τρόπο.
Έτσι τα τελευταία 20 χρόνια, το κάνω αυτό ενεργά με τον ένα τρόπο ή τον άλλο».
Μας πληροφορεί ότι οι Αφροαμερικανοί που ήρθαν στις ΗΠΑ δεν ήταν μόνο
ειδωλολάτρες σκλάβοι αλλά ορισμένοι ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί από την Ανατολική
Αφρική. Οι πρόγονοι του φίλου του π. Τζερόμ «ήταν όλοι σκλάβοι σ’ αυτή τη χώρα
και ορισμένοι από αυτούς ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί από την αρχή». Έχει ζήλο να
φέρει την Ορθοδοξία στους Αφροαμερικανούς. «Πρέπει να γνωστοποιήσουμε αυτά τα
γεγονότα, να τα κάνουμε προσιτά στον κόσμο και να αφήσουμε τον Θεό να δώσει την
αύξηση». Θα σας δώσω ένα παράδειγμα:
Πριν από 30 χρόνια έγινε το 9ο Συνέδριο Αρχαίας Χριστιανοσύνης και
Αφροαμερικανικής στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Ήρθαν δύο μαύροι άνδρες — Βαπτιστές
από τον Νιούαρκ του Νιου Τζέρζι. Αυτοί οι άνδρες ήταν πολύ έξυπνοι, τους άρεσε
να μελετούν και οι σπουδές τους, τούς έφεραν σε επαφή με τη Φιλοκαλία. Και
αναρωτιόνταν εάν αυτή η Εκκλησία υπήρχε. Κατέφυγαν στο Ίντερνετ όπου ανακάλυψαν
για το συνέδριό μας. Ήρθαν και άκουσαν μερικούς έξοχους ομιλητές — τον Άλμπερτ
Ραμποτώ, τη μοναχή Κάθριν Γουέστον, τον π. Τζερόμ Σάντερσον, τον π. Παΐσιο
Αλτσούλ και πολλούς άλλους. Και ο Θεός έδωσε την αύξηση. Τώρα πολλοί από την
εκκλησία τους κατηχούνται από τον πατέρα Τζόζεφ Λίκγουαρ στην πόλη του Νιου
Τζέρζι.
Κι έτσι πρέπει να κάνουμε κάτι. Πρέπει να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε. Δε
μπορούμε να θάβουμε το τάλαντό μας στη γη και να λέμε: «Δεν ξέραμε τι να το
κάνουμε». Πρέπει κι εμείς να δώσουμε κάποιο είδος αύξησης, κάποιο είδος
λογαριασμού για ό,τι πράξαμε. Μπορεί να το νιώσω αυτό λίγο πιο έντονα απ' ότι
εσείς. Μερικές φορές με φοβίζει. Με φοβίζει να ταξιδεύω με το αεροπλάνο. Όχι
μόνο επειδή μπορεί να πέσει, αλλά επειδή, εάν πέσει, εγώ μπορεί να πάω στην
κόλαση χωρίς να έχω εκπληρώσει αυτό που είπα στον Θεό ότι θα εκπληρώσω, και θα
μου έχει τελειώσει ο χρόνος. Δεν έχουμε πολλά περιθώρια ελιγμών για το πότε θα
αρχίσουμε. Εάν χρειάζεστε μία ευλογία για να αρχίσετε, τότε αρχίστε. Αλλά πρέπει.
Υπάρχει ένα παλιό αφρικανοαμερικανικό ρητό — «Άρχισε πριν να είσαι έτοιμος».
Πιστεύω ότι αυτό είναι αλήθεια.
Πολλοί Αφροαμερικανοί ζουν σε γειτονιές με αυξημένα επίπεδα εγκληματικότητας και
βίας. Πιστεύει ότι και αυτοί μπορούν να προσεγγισθούν με την αλήθεια της
Ορθοδοξίας. Μιλάει για ένα περιστατικό που συνέβη στο Λάνσινγκ του Μίσιγγαν πριν
από 12 χρόνια. «Ο αρχιεπίσκοπος Ναθαναήλ του Ντιτρόιτ ήξερε για μένα, επειδή
συνήθιζα να διανέμω βιβλία για τον Άγιο Μωυσή και την αρχαία αφρικανική
Χριστιανοσύνη στην πόλη του, και να στέλνω ανθρώπους σε τοπικές Ορθόδοξες
Εκκλησίες. Εκείνη την περίοδο, το Λάνσινγκ υπέφερε από αυξημένη εγκληματικότητα
από τις συμμορίες. Ο αρχιεπίσκοπος Ναθαναήλ μου ζήτησε να μιλήσω σε μία ομάδα
που αποτελούνταν από άτομα δύο συμμοριών, σε μία συνάντηση που οργάνωνε για να
κάνει γνωστή την Εκκλησία. Εκείνος και ο π. Ρόμαν Μπράγγα κανόνιζαν να
συναντήσουν αυτοί οι άνθρωποι, τουλάχιστον για να γίνει κάτι να σταματήσει ο
πόλεμος των συμμοριών που βρισκόταν σε εξέλιξη. Πήγα, και είδα ένα μεγάλο
αμφιθέατρο γεμάτο με νέους ανθρώπους, όλοι Αφροαμερικανοί. Και το προσωπικό ήταν
Αφροαμερικανοί. Και ήταν εκεί και ένας αφροκεντρικός ποιητής που τους μιλούσε
για την κατάστασή τους, και για το πώς θα έπρεπε να επαναστατήσουν κατά του
καταπιεστή τους. Εγώ έπρεπε να βγω να μιλήσω μετά από την ομιλία του.
Υπήρχαν μόνο 3 λευκοί σε όλο το αμφιθέατρο ο αρχιεπίσκοπος Ναθαναήλ, ο π. Ρόμαν
και ένας νέος, ο Νικ Ζαμπρόνσκι, που βοηθούσε. Και κάθονταν στην πρώτη σειρά, με
κοιτούσαν και χαμογελούσαν. Εγώ άρχισα να μιλάω στους νέους συμμορίτες για τον
άγιο Μωυσή και όλους τους Πατέρες της Ερήμου. Μίλησα για όλους αυτούς τους
ανθρώπους που έμοιαζαν ακριβώς όπως αυτοί, και τους έδειξα εικόνες που τους
έμοιαζαν. Πιστεύω ότι για να θεωθεί ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει καλά ότι αυτό
είναι δυνατόν να γίνει και σε εκείνους προσωπικά. Όταν ο άνθρωπος βλέπει μόνο
απεικονίσεις που δεν του θυμίζουν τη δική του ανθρωπιά, είναι πιο δύσκολο γι'
αυτόν να μετέχει στο έξοχο δώρο που προσφέρεται. Κι έτσι μίλησα γι' αυτούς τους
Αφρικανούς αγίους, και μερικοί από αυτούς τους νέους — σκληροί, πολύ σκληροί
νεαροί — έκλαιγαν. Ένας από εκείνους τους νέους είναι τώρα υποδιάκονος σε αυτήν
εδώ την Εκκλησία. Μόλις ήρθα από το Ντιτρόιτ και συνάντησα πολλούς νέους που
παρευρέθηκαν σε εκείνη τη συνάθροιση. Κι έτσι, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρό
είναι το σκηνικό, μπορούμε να αγγίξουμε τις καρδιές των ανθρώπων.
Θα μπορούσα επίσης να σας πω εκπληκτικές ιστορίες για τη διακονία στις φυλακές.
Η διακονία στους φυλακισμένους είναι έξοχη, αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι η
Ορθοδοξία είναι για τον καθένα. Αυτό συμπεριλαμβάνει και τους κρατουμένους.
Συμπεριλαμβάνει όμως και τους μαύρους ανθρώπους που συναθροίζονται στην Εκκλησία
των Βαπτιστών πιο κάτω στο δρόμο — τους γιατρούς, τους δικηγόρους, και όλα τα
είδη των ανθρώπων που δεν έχουν καν πλησιάσει μία φυλακή.
Αυτοί αρχίζουν όλο και περισσότερο να απογοητεύονται από τις εκκλησίες τους,
ξέρετε. Χρειάζεται, λοιπόν, να γνωρίζουν ότι υπάρχουμε. Η Εκκλησία είναι
οικουμενική. Είναι για τον καθένα».
Μας λέει: «Οι άνθρωποι πάντα με ρωτούν, “π. Μωυσή, πως μεταδίδετε τον ευαγγελικό
λόγο στους αφροαμερικανούς;” Δε νομίζω σε όλα μου τα χρόνια ως πάστορας, να με
ρώτησε κανείς το αντίστοιχο για τους λευκούς. Η ενορία του αποτελείται κατά
κύριο λόγο από λευκούς, πολλοί από τους οποίους είναι προσήλυτοι. Προσθέτει: «Έχουμε
μία υποχρέωση να ανοιχτούμε σε όλους τους ανθρώπους. Κάποιος με ρώτησε, “Πώς
ανοίγεσαι στον αδερφό σου, ο οποίος είναι τόσο διαφορετικός από εσένα;” Δεν
γνωρίζουμε. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι ο Ιησούς είπε: «επείνασα γαρ και
ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και ουκ εποτίσατέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ
με». Αυτή είναι η κατάσταση που βρίσκονται οι αδερφοί και οι αδερφές μας που δεν
είναι Ορθόδοξοι, σε όλον τον κόσμο. Ο Ιησούς είπε: «εφ' όσον ουκ εποιήσατε ενί
τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε». Κι έτσι πρέπει να βρούμε έναν τρόπο
να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να εφαρμόσουμε τις διδασκαλίες του Κυρίου και Θεού
μας και Σωτήρα όλων των ανθρώπων. Επειδή όλοι ποθούν αυτό που εμείς έχουμε.
Έτσι πρέπει να κάνουμε όσα περισσότερα μπορούμε, και να αφήσουμε τον Θεό να τα
αυξήσει. Η Γραφή λέει; «ουκ ενι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ενι δούλος ουδέ
ελεύθερος, ουκ ενι αρσεν και θήλυ. πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού».
Αυτό όμως δεν ισχύει για τον άνθρωπο. Εμείς έχουμε όλων των ειδών τους
διαχωρισμούς. Γι' αυτό θα πρέπει να κάνουμε περισσότερα απ’ όσα θεωρούσαμε τον
εαυτό μας ικανό να κάνει, για να ανοιχτούμε στους αδερφούς και τις αδερφές μας.
Θα πρέπει να κάνουμε το παν για να καλέσουμε τους πάντες στην αληθινή Εκκλησία».
Ο π. Μωυσής έχει γράψει ένα βιβλίο που λέγεται: «Ένας άρρηκτος κύκλος». Λέει ότι
αυτό είναι η απάντησή του στον Μάλκολμ Χ, τον Αφροαμερικανό ο οποίος, στη
δεκαετία του '60, έγραψε μία διατριβή υποστηρίζοντας ότι η Χριστιανοσύνη είναι η
θρησκεία του λευκού και γιατί το Ισλάμ είναι η κατάλληλη θρησκεία για τον μαύρο.
Λέει ότι γνωρίζει τουλάχιστον 100 Αφροαμερικανούς που έχουν γίνει Ορθόδοξοι εξ'
αιτίας αυτού του βιβλίου, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο. Μία νεαρή γυναίκα που
έχει επίσης γράψει ένα κεφάλαιο στο βιβλίο, η Κάρλα Τόμας, είναι η πρώτη
Αφροαμερικανή που αποφοίτησε από την κορυφή της Ιατρικής του Χάρβαρντ. Τώρα
διευθύνει μία κλινική που δέχεται δωρεάν δύο φορές την εβδομάδα στην Αλαμπάμα.
Το να είσαι ελεύθερος σημαίνει να είσαι υπεύθυνος. Το να είσαι υπεύθυνος
σημαίνει να παίρνεις πρωτοβουλίες. Ο π. Μωυσής αναφέρει ότι και ο ηθοποιός
Μόργκαν Φρίμαν έγινε Ορθόδοξος μέσω του βιβλίου αυτού και τώρα δουλεύει πάνω σε
ένα ντοκυμαντέρ για την αφροαμερικανική Χριστιανοσύνη.
Αλλά στο ταξίδι του, ο π. Μωυσής δεν ήταν μόνος. Η σύντροφος και γυναίκα του,
πρεσβυτέρα Μαγδαληνή Μπέρυ έχει τη δική της ιστορία υφασμένη μέσα σε αυτήν την
αμερικανική ταπετσαρία, και αυτή επίσης αφορά τις ευσεβείς προσευχές μίας πίστης
μαύρης υπηρέτριας. Η Έλεν Στηλ δεν είχε παιδιά δικά της κι έτσι «υιοθέτησε» τη
μικρή Εβραιοπούλα την οποία υπηρετούσε. Με τις προσευχές της Έλεν αρχίζει ο
προσηλυτισμός της πρεσβυτέρας. Φαίνεται ότι έμαθε στην πρεσβυτέρα να προσεύχεται
από μικρή ηλικία. Η πιο ζωντανή ανάμνηση της θρησκευτικής ζωής της ως παιδί ήταν
η στιγμή στη λειτουργία του ναού, όταν η κιβωτός της διαθήκης άνοιξε και ο
χρυσός, απαστράπτων, πολύτιμος Λόγος, το Τορά, αποκαλύφθηκε. Ως νεαρή, θυμάται
τη ληστεία του σπιτιού της και τη στεναχώρια των γονιών της για τις απώλειες.
Αποφάσισε οριστικά να μην προσκολληθεί στα υλικά αγαθά.
Σαν έφηβη και φοιτήτρια έζησε το κάθε θρησκευτικό και ιδεολογικό κίνημα που
υπήρχε, ταξιδεύοντας πολύ και μακρυά. Ένιωθε ότι έπρεπε να υπάρχει κάτι
περισσότερο στη ζωή από το να αποφοιτά κάποιος από το Πανεπιστήμιο και να
βρίσκει μία δουλειά (αν και έκανε και τα δύο) Συνειδητοποίησε ότι αν και έψαχνε
για τη φώτιση, τίποτα ουσιαστικό δεν άλλαζε μέσα της. Ένιωθε αδιέξια στις
σχέσεις της και αποξενωμένη από τον εαυτό της.
Ποτέ δεν θεώρησε τη χριστιανοσύνη ως οδό προς τη φώτιση. Αλλά το 1975 μία φίλη
της ζήτησε να επισκεφθεί τη χριστιανική ομάδα που πήγαινε και η ίδια και
διδασκόταν φιλοσοφία και τη Βίβλο.
Η συνάντηση γινόταν σε ένα επικίνδυνο μέρος της πόλης. Ο γνωστός έκλυτος
χαρακτήρας της φίλης της έκανε την πρόσκληση πιο ελκυστική. Η λατρεία την
επηρέασε βαθειά, και έκπληκτη ασπάστηκε το Χριστιανισμό και βαπτίστηκε.
Αυτοαποκαλούνταν μη δογματική και μη σεκταριστική — «μία ημιμοναστική αδελφότητα
που προσπαθούσε να ζήσει κατά τρόπο παρόμοιο με την πρώτη Εκκλησία». Έδωσαν
όρκους ακτημοσύνης, ταπεινοφρoσύvης, αγνότητας, υπακοής και διακονίας. Μας λέει:
«σε μία εποχή ελεύθερου έρωτα, ναρκωτικών και πολιτικού ακτιβισμού, εμείς μέναμε
εγκρατείς ως το γάμο, δεν χρησιμοποιούσαμε ναρκωτικά, δεν εμπλεκόμασταν με την
πολιτική. Είχαμε κοινό πορτοφόλι, και ζούσαμε σε κοινότητες, μοιραζόμασταν
μεγάλα σπίτια, τρώγαμε σε κοινές τράπεζες και ακολουθούσαμε ένα ημερήσιο
πρόγραμμα εργασίας και λατρείας». Ήταν μία ριζική αλλαγή γι' αυτήν, μία αλλαγή
στην οποία ένιωσε κλήση. Ήταν 21 χρόνων και είχε παραδώσει τη ζωή της στην
υπηρεσία του Κυρίου.
Ανάμεσα στις δραστηριότητες του προγράμματός της ήταν και η οργάνωση ενός
οικογενειακού καταφυγίου για μία Εκκλησία Μεθοδιστών. Συνεργαζόταν με διάφορες
ενορίες που είχαν κάποια σχέση με την αδελφότητα, ως καθοδηγητής και διάκονος.
Εκεί συνάντησε το Γουάλας Μπέρυ. Εκείνος λέει ότι ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά.
Σύντομα παντρεύτηκαν. Η συνεργασία της με άλλες χριστιανικές κοινότητες αύξησε την
επιθυμία της να γνωρίσει περισσότερο τη Χριστιανοσύνη. Διάβαζε πολλή χριστιανική
λογοτεχνία μέσα στο Καθολικό και Προτεσταντικό βίωμα. Εκπλησσόταν βαθιά από τον
διανοουμενισμό, τη δυσπιστία και τις πολιτικές ιδεολογίες που έμμεσα ταυτίζονταν
με το Χριστιανισμό.
Λέει: «Εξετάζοντας άλλες χριστιανικές εκφράσεις τονίστηκαν οι δικές μου
αδυναμίες και δυνάμεις. Είχα ένθερμη πίστη στον Θεό και την Μητέρα Toυ, αλλά
καμία θεολογική βάση. Όντας μη δογματική σήμαινε ότι υπήρχαν πολλά θέματα για τα
οποία συνειδητά δεν έπαιρνα θέση. Με απωθούσε όταν οι Ευαγγελικοί μιλούσαν για
τον Κύριο σαν να ήταν ακριβώς σαν κι αυτούς, μόνο απείρως πιο ευγενικός, αλλά
δεν μπορούσα να πω ακριβώς γιατί. Είχα μία βαθειά δυσπιστία για «την προνομιακή
επιλογή προς τους φτωχούς» των φιλελεύθερων θεολόγων. Μου φαινόταν ότι και να
διορθωνόταν η οικονομική αδικία δεν θα υπήρχε κανένα καθαρό κέρδος σε ανθρώπινη
αρετή, και αλήθεια, μήπως η συγκέντρωση των ανακαινιστών της κοινωνίας σε αυτόν
τον κόσμο υπηρετούσε μόνο στο να αποσπάσει την προσοχή του καθενός από αυτό το
οποίο καμία δύναμη και κανένα πριγκηπάτο δε μπορεί να απομακρύνει — την αγάπη
του Θεού;»
«Προσωπικά, έφτασα σε μία ίσια γραμμή στην πνευματική μου ζωή. Τίποτα από τα
υλικά που είχα στη διάθεσή μου δε μου έδινε τα εφόδια να χειριστώ τις απαιτήσεις
του γάμου και της οικογένειας, της εργασίας και της κοινότητας, που αμείλικτα
παρουσιάζονταν καθημερινά». Συνειδητοποίησε ότι με το γάμο και τα παιδιά, η ζωή
από τόπο σε τόπο δεν θα ήταν πια δυνατή» Οι δραστηριότητές της την πίεζαν και με
τον ερχομό των παιδιών ο γονέας καταλαβαίνει πολύ πιο οδυνηρά την κακία του
περιβάλλοντα κόσμου. Έγινε ευάλωτη και η πίστη της δοκιμαζόταν, Αναζητούσε μία
θεότητα που θα ήταν μεγαλύτερη πηγή δύναμης γι' αυτήν. Έψαχνε για μία αυθεντική
Εκκλησία, πλούσια με τη σοφία της ανθρώπινης κατάστασης, «Ήταν μία πράξη χάριτος
που με έφερε στις πύλες της Ορθοδοξίας».
Η έλευση της αγίας Ορθοδοξίας στη ζωή μου, έγινε στο πρόσωπο ενός ρώσου μοναχού.
Τον καλέσαμε στην ενορία μας και σ’ έναν εβδομαδιαίο Μαραθώνιο, συνόψισε την
ιστορία της Εκκλησίας, μας εντυπωσίασε με το μεγαλείο της παράδοσής της, και μας
βύθισε στην προσευχή. Ήταν αληθινά παράξενο και εκπληκτικό. Μου άρεσαν οι
προσευχές, το λιβάνι, οι εικόνες. Η αίσθηση της αγιότητας ήταν διάχυτη στα
λειτουργικά βιβλία, και ένας θησαυρός μας αποκαλύφθηκε μέσα από τους βίους των
αγίων και τα γραπτά των πατερών και μητέρων της Εκκλησίας. Άρχισα να διαβάζω τον
Αόρατο Πόλεμο, το οποίο για μένα ήταν ένα σπάνιο και πολύτιμο δώρο - ένα βιβλίο
που άλλαξε τη ζωή μου. Εδώ βρισκόταν η βαθιά κατανόηση της φύσης μου, και ένας
τρόπος ζωής που μπορούσε πραγματικά να με κάνει ικανή να προσεγγίσω τον Θεό!
Για κάποιον που όλη του η ζωή κατευθυνόταν προς την υπηρεσία του Θεού και της
Εκκλησίας Του, μόνο η Αγία Ορθοδοξία, και πολύ περισσότερο από το κάθε σύστημα
πεποιθήσεων, ως ένας ολοκληρωμένος τρόπος ζωής μπορούσε να απαντήσει. Αποτύγχανα
οικτρά να ακολουθώ τις εντολές της Γραφής, ωστόσο η πλήρωσή τους υπήρξε το
κέντρο γύρω από το οποίο περιστρεφόταν η ζωή μου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως μου
αποκαλύφθηκε μέσα από τις προσευχές, τα μυστήρια, τις διδασκαλίες των Πατέρων
και Μητέρων και τους βίους των αγίων, είναι η πιο ολοκληρωμένη έκφραση, και το
σχολείο, της πρακτικής της αρετής και της αναζήτησης της αγιότητας. Πρόσφατα,
κάποιος γνωστός στη δουλειά με ρώτησε εάν με ενδιέφερε η «πνευματικότητα». Θα
μπορούσε κάλλιστα να ρωτάει αν με ενδιέφεραν τα σκυλιά - σα να ήταν η
πνευματικότητα κάτι το οποίο κάποιος αναζήτα ως χόμπυ. Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός
δεν διαχωρίζει μεταξύ θρησκείας και πνευματικότητας. Επιπλέον, η «πνευματικότητα»
δεν είναι μία επιλογή - είναι ο τρόπος για να γίνουμε ολοκληρωμένοι άνθρωποι».
Υπήρχε ένα τίμημα για όλα αυτά, και ενώ γνώριζε ότι θα έπρεπε να γίνει Ορθόδοξη,
ο προσηλυτισμός της διήρκεσε ένα χρόνο. Για να εισέλθει στην Εκκλησία, ολόκληρη
η ζωή της έπρεπε να αλλάξει. Το να είναι κατηχούμενη σήμαινε πολλά περισσότερα
από το να πηγαίνει στο μάθημα αλλά είχε να κάνει με την εγκατάλειψη ενός μεγάλου
μέρους της ζωής της. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ήταν μια χειροτονημένη
ιερέας στην Εκκλησία της! Η συνάντησή της με τον πλούτο της Ορθόδοξης
πνευματικής λογοτεχνίας τη βοήθησε να δει ότι ήταν έργο ζωής να είναι κάποιος
ζωντανός εν Χριστώ. Αυτό ήταν το υπέρτατο διακόνημα. «Κάθε αμφιβολία για το λόγο
ύπαρξής μου ή για το θέλημα του Θεού για μένα εξαφανίστηκαν. Μόνο όταν το
συνειδητοποίησα αυτό μπόρεσα να «αφήσω» το προηγούμενο επάγγελμά μου και να δω
το «διακόνημά» μου στα πλαίσια μίας ολοκληρωτικά Ορθόδοξης ζωής. Ο Θεός
χρειάζεται εργάτες. Όποιος προτίθεται να χρησιμοποιήσει τα δώρα του για να Τον
υπηρετήσει, θα βρει πολλά να κάνει. Το μυστικό είναι να είναι διατεθειμένος να
κάνει αυτό που χρειάζεται, όχι μόνο αυτά που νομίζουμε ότι είναι απαραίτητα ή
δίκαια, ή αρμόζοντα κατά κάποιον τρόπο».
Άλλοι προβληματισμοί περιελάμβαναν την εμπειρία των προγόνων της με «αυτούς τους
καταραμένους τους Κοζάκους». Αλλά η μεταστροφή της στο Χριστιανισμό σήμαινε ότι
ήταν ήδη ικανή να διαχωρίσει την πίστη από τους λειτουργούς της. «Πραγματικά,
ένας παράγοντας της μεταστροφής μου ήταν η γνώση ότι υπήρχαν σκλάβοι σε αυτή τη
χώρα που είχαν γίνει Χριστιανοί παρά το γεγονός ότι οι αφέντες τους ασπάζονταν
πίστη στον ίδιο Χριστό. Μου φαινόταν ως απόδειξη της αυθεντικότητας της
χριστιανικής αποκάλυψης ότι οι βασανισμένοι έβρισκαν δύναμη στη θρησκεία του
δυνάστη τους.» Ήξερε ότι ο ρωσικός αντισημιτισμός δεν ήταν εγγενής στην Αγία
Ορθόδοξη Εκκλησία. «Πιστεύω, όπως πίστευαν και οι σκλάβοι, ότι η Εκκλησία είναι
η πηγή της σωτηρίας για όλους, ανεξάρτητα από την πτωτική κατάσταση των γήινων
εκπροσώπων της».
Όσον αφορά τις γυναίκες, λέει ότι πολλές, μόλις «έρχονται σε επαφή με την
παραδοσιακή Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη, απωθούνται από αυτό που εκλαμβάνουν ως
«μισογυνισμό». Εγώ δεν είχα αυτήν την αντίδραση, ίσως επειδή ήμουν αηδιασμένη
από τις μελέτες μου στη φεμινιστική 'θεολογία'. Όταν η παρουσία της Βασίλισσας
των Ουρανών διαπερνά τη ζωή μας στην Εκκλησία, η δύναμη και η αξιοπρέπεια των
γυναικών διατηρείται… Ενώ πρέπει βέβαια να προσπαθούμε να διακρίνουμε μεταξύ της
Παράδοσης της Εκκλησίας και των παραδόσεων των ανθρώπων, η μεγαλύτερη
απελευθέρωση για εμένα ήρθε όταν συνειδητοποίησα ότι το μόνο πράγμα που
χρειάζεται να με απασχολεί είναι η «καλή απολογία ενώπιον της φοβέρας κρίσης του
Χριστού».
Τη ρωτούν από καιρό σε καιρό εάν είναι δύσκολο να αναθρέψει την πολυφυλετική
οικογένειά της σε μία ρατσιστική κοινωνία. Η απάντησή της είναι ότι «η
πραγματική πρόκληση είναι να αναθρέψεις Χριστιανούς σε ένα μετα-χριστιανικό
κόσμο. Το να είναι κανείς Ορθόδοξος σημαίνει να μην ακολουθεί τον όχλο. Αποτελεί
διαρκή αγώνα να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας και τα παιδιά μας αυτό που είναι
ουσιώδες… αλλά μας συμπαραστέκονται μέσα στην Εκκλησία ένα νέφος μαρτύρων που τα
έχουν περάσει πριν από εμάς, και αυτά τα πρόσωπα στις εικόνες μας παρηγορούν,
ακόμα και όταν στο ναό επικρατεί πολλή ζέστη, όταν ψάλλουν παράφωνα και τα μωρά
πνίγουν την ψαλμωδία με τις φωνές τους».
Τέλος λέει η πρεσβυτέρα «η ζωή μου, από τότε που έγινα Ορθόδοξη, έχει γεμίσει με
συνηθισμένα πράγματα — να πηγαίνω τα παιδιά στο σχολείο, να πηγαίνω στη δουλειά,
να προλαβαίνω το νοικοκυριό, να βοηθώ το σύζυγό μου στην ενορία, στις γεννήσεις,
τους θανάτους, τα προσκυνήματα. Γράφω λίγο και συμμετέχω σε ιεραποστολικά
εγχειρήματα. Δεν είναι όμως μία συνηθισμένη ζωή — την έχει αγγίξει αυτό το άρωμα
του Ουρανού που δίνει η Εκκλησία και είναι ευλογημένη. Όταν το κοριτσάκι μου με
ρώτησε πριν από λίγο καιρό ποιο ήταν το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη, της
απάντησα από τα βάθη μου, «Βαπτίστηκα Ορθόδοξη». Μέσα στην Εκκλησία, βρήκα το
«νόημα» που έψαχνα από τη νιότη μου, δόξα τω Θεώ».
Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον και σώσον ημάς.
Αμήν.