Ένας υποτακτικός, νέος στην ηλικία και καταγόμενος από πλούσια οικογένεια, ανέβαζε από την θάλασσα μέχρι την καλύβα τους το φορτίο στην πλάτη.
Από τον πολύ κόπο σαν να δυσανασχέτησε.
Παρακάλεσε λοιπόν τον γέροντά του να του επιτρέψει να χρησιμοποιεί υποζύγιο, για να ανεβοκατεβαίνει ο ίδιος και να μεταφέρει τα απαραίτητα.
Ο γέροντας, γνωρίζοντας την αδυναμία του, του επέτρεψε να πάρει ένα για τον σκοπό αυτό.
Μία μέρα, καθώς ανέβαζε με το γαϊδουράκι το φορτίο του, σε μία στροφή, εκεί που είναι το δυσκολότερο σημείο του δρόμου (στο μονοπάτι προς μικρή Αγία Άννα στο Άγιο Όρος), εκεί ακριβώς βλέπει ένα λαμπροφορεμένο νέο να βαστάει στα χέρια του ένα σφουγγάρι, με το οποίο σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπο των διερχομένων πατέρων, και του θυμίαζε.
Πλησίασε κι αυτός και πρότεινε το μέτωπό του περιμένοντας να τον σκουπίσει. Αλλά ο νέος, αντί να σκουπίσει αυτόν, σκούπισε το μέτωπο του γαϊδάρου. Κι όταν ο μοναχός παραπονέθηκε, ο φαινόμενος νέος του είπε:
- Εγώ, αδελφέ, σκουπίζω, αρωματίζω και πληρώνω μόνο αυτούς που κοπιάζουν και ιδρώνουν, και όχι αυτούς που ζητούν ανέσεις εδώ.
Και όταν είπε αυτά έγινε άφαντος. Ύστερα από το μάθημα αυτό ο νέος μοναχός δεν μεταχειρίστηκε άλλη φορά το υποζύγιο, αλλά μετά χαράς μεγάλης μετέφερε κι αυτός το φορτίο του στην πλάτη, όπως και οι άλλοι πατέρες