Του π. Γεωργίου Οικονόμου στην Romfea.gr
Η Θεία Λειτουργία εκείνη ήταν σίγουρα διαφορετική. Ο παπα – Στρατής θα την θυμάται πάντα με ευγνωμοσύνη προς τον Προσφέροντα και Προσφερόμενο, τον Προσδεχόμενο και Διαδιδόμενο Βασιλέα της Δόξης.
Που αξίωσε αυτόν τον ανάξιο λευΐτη να ζήσει τέτοια γεγονότα θαυμαστά, αποκαλυπτικά του απείρου θείου ελέους.
Και τα διηγήθηκε όλα αυτά, κάποτε, σε έναν νέο παπά, απελπισμένο και απογοητευμένο από καταστάσεις θλιβερές, από τον άφθονο φθόνο τον ανθρώπινο, και έφτασε στο σημείο να σκανδαλιστεί βαθειά η ιερατική του συνείδηση.
Ο παπα – Στρατής, για να τον διδάξει και να του δείξει τι σημαίνει παπάς στ' αλήθεια, υποχώρησε από τις αρχές του και την ταπείνωση, που τον διέκρινε σε όλη την ζωή του, και του διηγήθηκε με ακρίβεια την παρακάτω ιστορία, που συνέβη, μόλις πριν μερικές βδομάδες.
Αποβραδίς ετοιμάστηκε προσεχτικά για τη Λειτουργία. Διάβασε την Θεία Μετάληψη, ζήτησε συγχώρεση από όσους θα μπορούσε να είχε στενοχωρήσει, και κοιμήθηκε νωρίς, για να είναι ξεκούραστος να χαρεί τη Λειτουργία.
Είχε μια αγωνία μόνο, δεν είχε πρόσφορο ζυμωτό για την Προσκομιδή. Γιατί το τελευταίο, που είχε φυλαγμένο, τό 'δωσε στον Νικόλα, που παραπονέθηκε ότι πεινά. Και αποφάσισε για χάρη του ελέους στον πλησίον να λειτουργήσει την επόμενη με έτοιμο πρόσφορο, του φούρνου.
Το πρωΐ ξύπνησε νωρίς, ετοιμάστηκε, και έτρεξε στην εκκλησία να προετοιμάσει τα δέοντα. Νεωκόρο δεν είχε, γιατί το παιδί, που βοηθούσε χρόνια τώρα στο ιερό έφυγε στο στρατό, και έτσι αυτός μόνος θα άναβε τα καντήλια, μέχρι νά 'στελνε ο Θεός κάποιον να αναλάβει την διακονία. Φτάνοντας στην εξώθυρα τον περίμενε η πρώτη έκπληξη.
Δύο ζυμωτά πρόσφορα, μοσχομυριστά, τυλιγμένα σε καθαρό ύφασμα, με ένα σημείωμα˙ πάτερ, σε παρακαλώ πολύ να λειτουργήσεις σήμερα αυτούς τους άρτους, έχω το παιδί μου στο νοσοκομείο, και ο Αϊ Νικόλας, που τον παρακαλούσα να γιατρέψει το παιδί μου, μού' δωκε εντολή να ζυμώσω αμέσως πρόσφορα και να τα φέρω να λειτουργηθούν.
Μνημόνευσε τον Νικόλαο, τον γιο μου σε παρακαλώ, είναι σε κρίσιμη κατάσταση διασωληνωμένος στην εντατική.
Την ευχή σου, Μαρία. Ο παπα – Στρατής δάκρυσε. Φάνηκε από το πρωΐ ότι η Λειτουργία αυτή θα ήταν ευλογημένη.
Πήρε τα πρόσφορα, τα απόθεσε στην Αγία Πρόθεση, και με βαθειά αλλοίωση γονάτισε μπροστά στην Αγία Τράπεζα, πριν πάρει «καιρό».
Και είπε περίπου αυτά τα λόγια˙ γιατί, Θεέ μου, επιτρέπεις σε εμένα τον ανάξιο και αμαρτωλό, να ζω αυτές τις ευλογίες; Τίποτα καλό δεν έκανα στη ζωή μου! Αμαρτίες μόνο. Και η ευλογία σου είναι τώρα πια η τιμωρία μου; Πόσο αγαθός και φιλεύσπλαγχνος είσαι; Δεν αντέχω την αγάπη Σου. Σ' ευχαριστώ, όμως, που με αξιώνεις τον ανάξιο να Σου δανείσω τα χέρια μου τα λερωμένα, ακόμα μια φορά. Νίψομαι ἐν ἀθῴοις τὰς χεῖράς μου καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριόν σου, Κύριε, τοῦ ἀκοῦσαί με φωνῆς αἰνέσεώς σου καὶ διηγήσασθαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου.
Ο Δημητρός, που είχε έρθει εν τω μεταξύ, για να κάνει τον ψάλτη, όταν είδε τον ιερέα σε αυτή την αλλοίωση, σάστισε και περίμενε άφωνος και ακίνητος για πολύ ώρα. Φοβήθηκε μη διακόψει αυτές τις ιερές στιγμές.
Στη συνέχεια, ήσυχα ήσυχα βγήκε και άναψε τα καντήλια, μετέχοντας και αυτός λίγο μέσα από την καρδιά του στην προσευχή του παπα – Στρατή. Κάποια στιγμή ο ιερέας σηκώθηκε, έκανε τρεις μετάνοιες, προσκύνησε το ευαγγέλιο, και βγήκε από την βόρεια πύλη να πάρει «καιρό».
Προσκύνησε τον δεσποτικό θρόνο με ευλάβεια, είπε τις ευχές, φίλησε τις εικόνες, ζήτησε συγχώρεση από το λαό, από τον Δημητρό δηλαδή, γιατί μόνο αυτός βρισκόταν εκεί την ώρα εκείνη, και ντύθηκε τα ιερά άμφια.
Καθώς ο Δημητρός έψαλλε τα τροπάρια του όρθρου, ο ιερέας ετοίμαζε την Αγία Πρόθεση και έλεγε συγκλονισμένος τέμνοντας σταυροειδώς με την αγία λόγχη˙ θύεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας. Και δάκρυα κατάνυξης πλημμύριζαν απ' την καρδιά του μέσα.
Γι' αυτό και πολλές φορές αργούσε τις αιτήσεις μετά τις καταλήξεις του ψάλτη. Και μνημόνευσε τους ζώντες και τους κεκοιμημένους. Και, ιδιαίτερα, τον Νικόλα, τον γιο της Μαρίας, και μαζί με αυτόν όλους τους νοσηλευομένους στις εντατικές.
Μνημόνευσε τους άστεγους, τους άνεργους, τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους φτωχούς, τους φυλακισμένους, όσους βρίσκονται σε νοσοκομεία και ιδρύματα, τους εξαρτημένους, τους νέους, το έθνος – όπως μια γερόντισσα του είχε υποδείξει – και όλο τον κόσμο.
Μνημόνευσε, επίσης, τους εκ σκληρύνσεως κατά πλάκας και εξ αυτοανόσων νοσημάτων ασθενείς, τους καρκινοπαθείς και όλους όσους υποφέρουν αλλά και όσους δεν μπόρεσε να θυμηθεί δι' ἄγνοιαν ἢ λήθην, ἢ πλῆθος ὀνομάτων.
Και τότε, που η καρδιά του καιγόταν από αγάπη για όλο τον κόσμο, ο καλός Θεός του χάρισε την θεωρία του ακτίστου φωτός. Του ίδιου φωτός, που είδαν άλλοτε στο Θαβώρ ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης.
Ένα φως γλυκύ και άγιο. Το Φως εκ Φωτός. Φως αγίας δόξης. Το φως, μπροστά στο οποίο το φως του ήλιου είναι σκοτάδι. Πόση ώρα κράτησε η εμπειρία αυτή δεν γνωρίζει.
Ο ψάλτης, όμως, χρειάστηκε να ψάλλει τέσσερις φορές τις Καταβασίες, μέχρι να πει ο ιερέας˙ Την Θεοτόκον και μητέρα του Φωτός. Και πρώτη φορά τότε ένοιωσε μέσα του τι σημαίνουν αυτά τα λόγια τα γραμμένα για την Υπεραγία Θεοτόκο˙ μητέρα του Φωτός.
Τέλειωσε ο Όρθρος και ξεκίνησε η Θεία Λειτουργία. Ήταν Σάββατο. Και στο Νιχώρι, γιατί ξεχάσαμε να πούμε ότι αυτό ήταν το χωριό του παπα - Στρατή, λίγοι άνθρωποι, μετρημένοι στα δάχτυλα πήγαιναν στη Θεία Λειτουργία.
Κι ας είχαν άγιο παπά στο χωριό τους. Αλλά, όταν περιφρονούν οι άνθρωποι τον ίδιο τον Άγιο Θεό, δεν θα περιφρονήσουν μήπως και τον λειτουργό του; Λίγοι άνθρωποι, λοιπόν, ίσως ήταν εννέα ή δέκα, λειτουργήθηκαν την ημέρα εκείνη.
Ο παπάς γνώριζε τα πρόβατά του. Οι δύο ήτανε εγνωσμένοι τρελλοί για τον κόσμο, ο Θάνος και ο Χρήστος.
Ο Θάνος ήταν επικίνδυνος και επιθετικός παλιά, αλλά, μετά που γνώρισε τον παπά και πιάσανε φιλία, έγινε με τα χρόνια αρνάκι του Θεού. Ήσυχος και καθαρός. Προσευχόμενος, μάλιστα, σχεδόν αδιαλείπτως. Ο Χρήστος ήταν άλλος χαρακτήρας.
Ήταν χαρούμενος τρελλός. Γελούσε και πείραζε τους ανθρώπους, που δεν θύμωναν, όμως, μαζί του, γιατί είχαν γούστο τα πειράγματά του.
Ο Παναγιώτης και η Ελένη ήταν ζευγάρι παράνομο, πρεζάκια. Πάντα, όμως, πριν τη Λειτουργία φρόντιζαν να είναι «καθαροί», νηφάλιοι.
Τα πρόσωπά τους ήτανε σαν εικονίσματα αγίων. Ασκητικά και μεταρσιωμένα. Το βλέμμα και η καρδιά τους στραμμένη στον ουρανό. Δεν μπορούσαν τώρα πια να κόψουν τα ναρκωτικά.
Δεκαετίες ολόκληρες πάλεψαν με αυτόν τον εφιάλτη. Με τον θάνατο τον ίδιο. Και δεν τους ένοιαζε ποτέ τι έλεγε ο κόσμος.
Ο μόνος άνθρωπος, όμως, που δεν τους κατέκρινε ποτέ ήταν ο παπα – Στρατής, και πάντα με αγάπη τους μιλούσε και τους φρόντιζε.
Τους έδινε χοντρά ρούχα, μην κρυώνουν, τους έδινε πρόσφορα και πολλές φορές τους καλούσε σπίτι του, να μοιραστούν το φαγητό της κατσαρόλας.
Η Σοφία ήταν η άλλη εκκλησιαζόμενη, μια μοναχική γερόντισσα, που χαρά της και κοινωνία της ήταν η εκκλησία και όλη την υπόλοιπη μέρα διάβαζε και έψελνε στο σπίτι της το Ρωλόγι και τον Συνέκδημο.
Τον Δημητρό τον ψάλτη και τον παπά, ήδη τους αναφέραμε, και ήταν επίσης στην εκκλησία και δύο μικρά παιδιά, ο Σωκράτης και ο Ισίδωρος, Δευτέρα και Τρίτη Δημοτικού, που παρακαλούσε ο παπάς τους γονείς τους να τα στέλνουν κάθε Σάββατο, για να υπάρχουν πιστοί να κοινωνήσουν στη Λειτουργία.
Η Λειτουργία προχώρησε. Έγινε η μικρή είσοδος, διαβάστηκε ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο, έγινε η Μεγάλη Είσοδος του Βασιλέως των όλων, αοράτως δορυφορουμένου από τις αγγελικές τάξεις.
Έγινε η Αναφορά και ο Καθαγιασμός, η Ύψωση, ο Μελισμός και η Ένωση και, αφού κοινώνησε πρώτα ο ιερέας, κάλεσε τους πιστούς˙ Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε.
Και προσήλθαν να κοινωνήσουν, σύμφωνα με την τάξη και την παράδοση της Εκκλησίας, πρώτα τα παιδιά, ο Σωκράτης και ο Ισίδωρος.
Μετά ο Θάνος και ο Χρήστος, οι τρελλοί κατά κόσμον, μα αρνάκια και αυτοί, πρόβατα λογικά, της αγίας ποίμνης του Χριστού. Ο Παναγιώτης και η Ελένη.
Που κοινωνούσαν από μικρά παιδιά. Αλλά έμπλεξαν με τα ναρκωτικά, όταν ήταν ακόμα στο σχολείο, μαθητές Λυκείου, και δεν κατάφεραν ποτέ να φύγουν από τον κόσμο εκείνο. Η μόνη αληθινή και όχι ψεύτικη «φυγή» τους ήταν στην εκκλησία και την Θεία Κοινωνία.
Ο παπα - Στρατής έκανε οικονομία στους Ιερούς Κανόνες και τους έδωσε ευλογία να κοινωνούν σε κάθε Λειτουργία, για να παίρνουν δύναμη. Κι αν ο Θεός το θέλει, έλεγε στην καθ' ημέραν μετά δακρύων προσευχή του, θα σώσει και αυτά τα παιδιά.
Κοινώνησε και ο Δημητρός και η γιαγιά - Σοφία, και ενώθηκαν όλοι με τον Χριστό. Το Σώμα και το Αίμα Του έγιναν δικά τους.
Κι ήταν η λειτουργία εκείνη αληθινά μια εικόνα του Παραδείσου. Κι ας σκανδαλίζονται ίσως ορισμένοι σύγχρονοι Φαρισαίοι με την αγάπη του Θεού, που όλους τους καλεί, όλους τους δέχεται και όλους τους συγχωρεί, εφόσον το ζητήσουν, και δεν έφτιαξε μία Εκκλησία και έναν Παράδεισο μόνο για τους «καθαρούς».
Και μόλις είπε το «Χριστός Ανέστη» αντί του «Δι' ευχών», γιατί ήταν περίοδος Πεντηκοσταρίου, Σάββατο της Δ΄ Εβδομάδος, παραμονή της Σαμαρείτιδος, έτρεξε στην εκκλησία η Μαρία κι έπεσε στα πόδια του παπά με αναφυλλητά να τον ευχαριστήσει.
Ο Νίκος της όχι μόνο είχε ξυπνήσει αλλά είχε ανεξήγητη ιατρικά θεαματική βελτίωση στην υγεία του, τόσο που οι ίδιοι οι γιατροί της είπαν˙ άγιο είχε το παιδί σου, τρέξε στην εκκλησία να ανάψεις μια λαμπάδα, εμείς τον είχαμε για πεθαμένο και αυτός αναστήθηκε. Την σήκωσε τότε ο παπα – Στρατής και την οδήγησε στην εικόνα του Χριστού.
Ε, Μαρία. Αυτόν πρέπει να ευχαριστήσεις και όχι εμένα. Αυτός έσωσε το παιδί σου. Δέχτηκε στο ουράνιο θυσιαστήριο την προσφορά σου και αντικατέπεμψε την Θεία Χάρι Του στον γιο σου.
Να την θυμάσαι την μέρα αυτή, μην την ξεχάσεις ποτέ, και κάθε χρόνο να κάνεις αρτοκλασία, να ευχαριστείς τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο, για το θαύμα που σας έκαμαν.
«Αυτή είναι η αληθινή εκκλησία, παπά»! Είπε ο παπα - Στρατής στον απογοητευμένο νεό ιερέα. Αν θέλεις να γευτείς κι εσύ την αγάπη του Θεού, πρέπει να κάνεις ποιμαντική και άσε τα άλλα τα χαζά. Πρέπει να αγωνιστείς και να χωρέσεις στην καρδιά σου όλο τον κόσμο.
Μην ασχολείσαι με αυτούς, που στενόκαρδα σε θλίβουν. Έχει ο Θεός. Αγάπα τον Θεό και τον πλησίον με όλη την καρδιά σου, με όλη την δύναμη, με όλη την ψυχή σου και κάνε του λοιπού αυτό, που πρέπει, για να χαρείς την ιερωσύνη σου.
Μην ξεχνάς ποτέ ότι για την ιερωσύνη σου, την φοβερή εκείνη ημέρα της κρίσεως, θα δώσεις λόγο στον Θεό, όπως σου τόνισε ο επίσκοπος στα λόγια της χειροτονίας˙ Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην, καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡνῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ' αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν.
Η Θεία Λειτουργία εκείνη ήταν σίγουρα διαφορετική. Ο παπα – Στρατής θα την θυμάται πάντα με ευγνωμοσύνη προς τον Προσφέροντα και Προσφερόμενο, τον Προσδεχόμενο και Διαδιδόμενο Βασιλέα της Δόξης.
Που αξίωσε αυτόν τον ανάξιο λευΐτη να ζήσει τέτοια γεγονότα θαυμαστά, αποκαλυπτικά του απείρου θείου ελέους.
Και τα διηγήθηκε όλα αυτά, κάποτε, σε έναν νέο παπά, απελπισμένο και απογοητευμένο από καταστάσεις θλιβερές, από τον άφθονο φθόνο τον ανθρώπινο, και έφτασε στο σημείο να σκανδαλιστεί βαθειά η ιερατική του συνείδηση.
Ο παπα – Στρατής, για να τον διδάξει και να του δείξει τι σημαίνει παπάς στ' αλήθεια, υποχώρησε από τις αρχές του και την ταπείνωση, που τον διέκρινε σε όλη την ζωή του, και του διηγήθηκε με ακρίβεια την παρακάτω ιστορία, που συνέβη, μόλις πριν μερικές βδομάδες.
Αποβραδίς ετοιμάστηκε προσεχτικά για τη Λειτουργία. Διάβασε την Θεία Μετάληψη, ζήτησε συγχώρεση από όσους θα μπορούσε να είχε στενοχωρήσει, και κοιμήθηκε νωρίς, για να είναι ξεκούραστος να χαρεί τη Λειτουργία.
Είχε μια αγωνία μόνο, δεν είχε πρόσφορο ζυμωτό για την Προσκομιδή. Γιατί το τελευταίο, που είχε φυλαγμένο, τό 'δωσε στον Νικόλα, που παραπονέθηκε ότι πεινά. Και αποφάσισε για χάρη του ελέους στον πλησίον να λειτουργήσει την επόμενη με έτοιμο πρόσφορο, του φούρνου.
Το πρωΐ ξύπνησε νωρίς, ετοιμάστηκε, και έτρεξε στην εκκλησία να προετοιμάσει τα δέοντα. Νεωκόρο δεν είχε, γιατί το παιδί, που βοηθούσε χρόνια τώρα στο ιερό έφυγε στο στρατό, και έτσι αυτός μόνος θα άναβε τα καντήλια, μέχρι νά 'στελνε ο Θεός κάποιον να αναλάβει την διακονία. Φτάνοντας στην εξώθυρα τον περίμενε η πρώτη έκπληξη.
Δύο ζυμωτά πρόσφορα, μοσχομυριστά, τυλιγμένα σε καθαρό ύφασμα, με ένα σημείωμα˙ πάτερ, σε παρακαλώ πολύ να λειτουργήσεις σήμερα αυτούς τους άρτους, έχω το παιδί μου στο νοσοκομείο, και ο Αϊ Νικόλας, που τον παρακαλούσα να γιατρέψει το παιδί μου, μού' δωκε εντολή να ζυμώσω αμέσως πρόσφορα και να τα φέρω να λειτουργηθούν.
Μνημόνευσε τον Νικόλαο, τον γιο μου σε παρακαλώ, είναι σε κρίσιμη κατάσταση διασωληνωμένος στην εντατική.
Την ευχή σου, Μαρία. Ο παπα – Στρατής δάκρυσε. Φάνηκε από το πρωΐ ότι η Λειτουργία αυτή θα ήταν ευλογημένη.
Πήρε τα πρόσφορα, τα απόθεσε στην Αγία Πρόθεση, και με βαθειά αλλοίωση γονάτισε μπροστά στην Αγία Τράπεζα, πριν πάρει «καιρό».
Και είπε περίπου αυτά τα λόγια˙ γιατί, Θεέ μου, επιτρέπεις σε εμένα τον ανάξιο και αμαρτωλό, να ζω αυτές τις ευλογίες; Τίποτα καλό δεν έκανα στη ζωή μου! Αμαρτίες μόνο. Και η ευλογία σου είναι τώρα πια η τιμωρία μου; Πόσο αγαθός και φιλεύσπλαγχνος είσαι; Δεν αντέχω την αγάπη Σου. Σ' ευχαριστώ, όμως, που με αξιώνεις τον ανάξιο να Σου δανείσω τα χέρια μου τα λερωμένα, ακόμα μια φορά. Νίψομαι ἐν ἀθῴοις τὰς χεῖράς μου καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριόν σου, Κύριε, τοῦ ἀκοῦσαί με φωνῆς αἰνέσεώς σου καὶ διηγήσασθαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου.
Ο Δημητρός, που είχε έρθει εν τω μεταξύ, για να κάνει τον ψάλτη, όταν είδε τον ιερέα σε αυτή την αλλοίωση, σάστισε και περίμενε άφωνος και ακίνητος για πολύ ώρα. Φοβήθηκε μη διακόψει αυτές τις ιερές στιγμές.
Στη συνέχεια, ήσυχα ήσυχα βγήκε και άναψε τα καντήλια, μετέχοντας και αυτός λίγο μέσα από την καρδιά του στην προσευχή του παπα – Στρατή. Κάποια στιγμή ο ιερέας σηκώθηκε, έκανε τρεις μετάνοιες, προσκύνησε το ευαγγέλιο, και βγήκε από την βόρεια πύλη να πάρει «καιρό».
Προσκύνησε τον δεσποτικό θρόνο με ευλάβεια, είπε τις ευχές, φίλησε τις εικόνες, ζήτησε συγχώρεση από το λαό, από τον Δημητρό δηλαδή, γιατί μόνο αυτός βρισκόταν εκεί την ώρα εκείνη, και ντύθηκε τα ιερά άμφια.
Καθώς ο Δημητρός έψαλλε τα τροπάρια του όρθρου, ο ιερέας ετοίμαζε την Αγία Πρόθεση και έλεγε συγκλονισμένος τέμνοντας σταυροειδώς με την αγία λόγχη˙ θύεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας. Και δάκρυα κατάνυξης πλημμύριζαν απ' την καρδιά του μέσα.
Γι' αυτό και πολλές φορές αργούσε τις αιτήσεις μετά τις καταλήξεις του ψάλτη. Και μνημόνευσε τους ζώντες και τους κεκοιμημένους. Και, ιδιαίτερα, τον Νικόλα, τον γιο της Μαρίας, και μαζί με αυτόν όλους τους νοσηλευομένους στις εντατικές.
Μνημόνευσε τους άστεγους, τους άνεργους, τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους φτωχούς, τους φυλακισμένους, όσους βρίσκονται σε νοσοκομεία και ιδρύματα, τους εξαρτημένους, τους νέους, το έθνος – όπως μια γερόντισσα του είχε υποδείξει – και όλο τον κόσμο.
Μνημόνευσε, επίσης, τους εκ σκληρύνσεως κατά πλάκας και εξ αυτοανόσων νοσημάτων ασθενείς, τους καρκινοπαθείς και όλους όσους υποφέρουν αλλά και όσους δεν μπόρεσε να θυμηθεί δι' ἄγνοιαν ἢ λήθην, ἢ πλῆθος ὀνομάτων.
Και τότε, που η καρδιά του καιγόταν από αγάπη για όλο τον κόσμο, ο καλός Θεός του χάρισε την θεωρία του ακτίστου φωτός. Του ίδιου φωτός, που είδαν άλλοτε στο Θαβώρ ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης.
Ένα φως γλυκύ και άγιο. Το Φως εκ Φωτός. Φως αγίας δόξης. Το φως, μπροστά στο οποίο το φως του ήλιου είναι σκοτάδι. Πόση ώρα κράτησε η εμπειρία αυτή δεν γνωρίζει.
Ο ψάλτης, όμως, χρειάστηκε να ψάλλει τέσσερις φορές τις Καταβασίες, μέχρι να πει ο ιερέας˙ Την Θεοτόκον και μητέρα του Φωτός. Και πρώτη φορά τότε ένοιωσε μέσα του τι σημαίνουν αυτά τα λόγια τα γραμμένα για την Υπεραγία Θεοτόκο˙ μητέρα του Φωτός.
Τέλειωσε ο Όρθρος και ξεκίνησε η Θεία Λειτουργία. Ήταν Σάββατο. Και στο Νιχώρι, γιατί ξεχάσαμε να πούμε ότι αυτό ήταν το χωριό του παπα - Στρατή, λίγοι άνθρωποι, μετρημένοι στα δάχτυλα πήγαιναν στη Θεία Λειτουργία.
Κι ας είχαν άγιο παπά στο χωριό τους. Αλλά, όταν περιφρονούν οι άνθρωποι τον ίδιο τον Άγιο Θεό, δεν θα περιφρονήσουν μήπως και τον λειτουργό του; Λίγοι άνθρωποι, λοιπόν, ίσως ήταν εννέα ή δέκα, λειτουργήθηκαν την ημέρα εκείνη.
Ο παπάς γνώριζε τα πρόβατά του. Οι δύο ήτανε εγνωσμένοι τρελλοί για τον κόσμο, ο Θάνος και ο Χρήστος.
Ο Θάνος ήταν επικίνδυνος και επιθετικός παλιά, αλλά, μετά που γνώρισε τον παπά και πιάσανε φιλία, έγινε με τα χρόνια αρνάκι του Θεού. Ήσυχος και καθαρός. Προσευχόμενος, μάλιστα, σχεδόν αδιαλείπτως. Ο Χρήστος ήταν άλλος χαρακτήρας.
Ήταν χαρούμενος τρελλός. Γελούσε και πείραζε τους ανθρώπους, που δεν θύμωναν, όμως, μαζί του, γιατί είχαν γούστο τα πειράγματά του.
Ο Παναγιώτης και η Ελένη ήταν ζευγάρι παράνομο, πρεζάκια. Πάντα, όμως, πριν τη Λειτουργία φρόντιζαν να είναι «καθαροί», νηφάλιοι.
Τα πρόσωπά τους ήτανε σαν εικονίσματα αγίων. Ασκητικά και μεταρσιωμένα. Το βλέμμα και η καρδιά τους στραμμένη στον ουρανό. Δεν μπορούσαν τώρα πια να κόψουν τα ναρκωτικά.
Δεκαετίες ολόκληρες πάλεψαν με αυτόν τον εφιάλτη. Με τον θάνατο τον ίδιο. Και δεν τους ένοιαζε ποτέ τι έλεγε ο κόσμος.
Ο μόνος άνθρωπος, όμως, που δεν τους κατέκρινε ποτέ ήταν ο παπα – Στρατής, και πάντα με αγάπη τους μιλούσε και τους φρόντιζε.
Τους έδινε χοντρά ρούχα, μην κρυώνουν, τους έδινε πρόσφορα και πολλές φορές τους καλούσε σπίτι του, να μοιραστούν το φαγητό της κατσαρόλας.
Η Σοφία ήταν η άλλη εκκλησιαζόμενη, μια μοναχική γερόντισσα, που χαρά της και κοινωνία της ήταν η εκκλησία και όλη την υπόλοιπη μέρα διάβαζε και έψελνε στο σπίτι της το Ρωλόγι και τον Συνέκδημο.
Τον Δημητρό τον ψάλτη και τον παπά, ήδη τους αναφέραμε, και ήταν επίσης στην εκκλησία και δύο μικρά παιδιά, ο Σωκράτης και ο Ισίδωρος, Δευτέρα και Τρίτη Δημοτικού, που παρακαλούσε ο παπάς τους γονείς τους να τα στέλνουν κάθε Σάββατο, για να υπάρχουν πιστοί να κοινωνήσουν στη Λειτουργία.
Η Λειτουργία προχώρησε. Έγινε η μικρή είσοδος, διαβάστηκε ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο, έγινε η Μεγάλη Είσοδος του Βασιλέως των όλων, αοράτως δορυφορουμένου από τις αγγελικές τάξεις.
Έγινε η Αναφορά και ο Καθαγιασμός, η Ύψωση, ο Μελισμός και η Ένωση και, αφού κοινώνησε πρώτα ο ιερέας, κάλεσε τους πιστούς˙ Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε.
Και προσήλθαν να κοινωνήσουν, σύμφωνα με την τάξη και την παράδοση της Εκκλησίας, πρώτα τα παιδιά, ο Σωκράτης και ο Ισίδωρος.
Μετά ο Θάνος και ο Χρήστος, οι τρελλοί κατά κόσμον, μα αρνάκια και αυτοί, πρόβατα λογικά, της αγίας ποίμνης του Χριστού. Ο Παναγιώτης και η Ελένη.
Που κοινωνούσαν από μικρά παιδιά. Αλλά έμπλεξαν με τα ναρκωτικά, όταν ήταν ακόμα στο σχολείο, μαθητές Λυκείου, και δεν κατάφεραν ποτέ να φύγουν από τον κόσμο εκείνο. Η μόνη αληθινή και όχι ψεύτικη «φυγή» τους ήταν στην εκκλησία και την Θεία Κοινωνία.
Ο παπα - Στρατής έκανε οικονομία στους Ιερούς Κανόνες και τους έδωσε ευλογία να κοινωνούν σε κάθε Λειτουργία, για να παίρνουν δύναμη. Κι αν ο Θεός το θέλει, έλεγε στην καθ' ημέραν μετά δακρύων προσευχή του, θα σώσει και αυτά τα παιδιά.
Κοινώνησε και ο Δημητρός και η γιαγιά - Σοφία, και ενώθηκαν όλοι με τον Χριστό. Το Σώμα και το Αίμα Του έγιναν δικά τους.
Κι ήταν η λειτουργία εκείνη αληθινά μια εικόνα του Παραδείσου. Κι ας σκανδαλίζονται ίσως ορισμένοι σύγχρονοι Φαρισαίοι με την αγάπη του Θεού, που όλους τους καλεί, όλους τους δέχεται και όλους τους συγχωρεί, εφόσον το ζητήσουν, και δεν έφτιαξε μία Εκκλησία και έναν Παράδεισο μόνο για τους «καθαρούς».
Και μόλις είπε το «Χριστός Ανέστη» αντί του «Δι' ευχών», γιατί ήταν περίοδος Πεντηκοσταρίου, Σάββατο της Δ΄ Εβδομάδος, παραμονή της Σαμαρείτιδος, έτρεξε στην εκκλησία η Μαρία κι έπεσε στα πόδια του παπά με αναφυλλητά να τον ευχαριστήσει.
Ο Νίκος της όχι μόνο είχε ξυπνήσει αλλά είχε ανεξήγητη ιατρικά θεαματική βελτίωση στην υγεία του, τόσο που οι ίδιοι οι γιατροί της είπαν˙ άγιο είχε το παιδί σου, τρέξε στην εκκλησία να ανάψεις μια λαμπάδα, εμείς τον είχαμε για πεθαμένο και αυτός αναστήθηκε. Την σήκωσε τότε ο παπα – Στρατής και την οδήγησε στην εικόνα του Χριστού.
Ε, Μαρία. Αυτόν πρέπει να ευχαριστήσεις και όχι εμένα. Αυτός έσωσε το παιδί σου. Δέχτηκε στο ουράνιο θυσιαστήριο την προσφορά σου και αντικατέπεμψε την Θεία Χάρι Του στον γιο σου.
Να την θυμάσαι την μέρα αυτή, μην την ξεχάσεις ποτέ, και κάθε χρόνο να κάνεις αρτοκλασία, να ευχαριστείς τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο, για το θαύμα που σας έκαμαν.
«Αυτή είναι η αληθινή εκκλησία, παπά»! Είπε ο παπα - Στρατής στον απογοητευμένο νεό ιερέα. Αν θέλεις να γευτείς κι εσύ την αγάπη του Θεού, πρέπει να κάνεις ποιμαντική και άσε τα άλλα τα χαζά. Πρέπει να αγωνιστείς και να χωρέσεις στην καρδιά σου όλο τον κόσμο.
Μην ασχολείσαι με αυτούς, που στενόκαρδα σε θλίβουν. Έχει ο Θεός. Αγάπα τον Θεό και τον πλησίον με όλη την καρδιά σου, με όλη την δύναμη, με όλη την ψυχή σου και κάνε του λοιπού αυτό, που πρέπει, για να χαρείς την ιερωσύνη σου.
Μην ξεχνάς ποτέ ότι για την ιερωσύνη σου, την φοβερή εκείνη ημέρα της κρίσεως, θα δώσεις λόγο στον Θεό, όπως σου τόνισε ο επίσκοπος στα λόγια της χειροτονίας˙ Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην, καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡνῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ' αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν.