Ἐὰν εἴχαμε τὴν δυνατότητα νὰ μεταφερθοῦμε ἐν Πνεύματι στὸν ᾅδη τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἐπισκεπτόταν ὁ Βασιλιᾶς τῆς Δόξης καὶ παρακολουθούσαμε σὰν σὲ κινηματογραφικὴ ταινία τὰ ὅσα συνέβησαν, ἴσως νὰ ἀναθεωρούσαμε τὸν τρόπο σκέψης καὶ ζωῆς καὶ τὸ εἶδος τῆς πίστεώς μας καὶ θὰ ἐπιστρέφαμε στὴν παροῦσα πραγματικότητα συγκλονισμένοι καὶ ἐκστατικοί.
Θὰ ἀκούγαμε τὸν Πρόδρομο Ἰωάννη, κορυφαῖο τοῦ χοροῦ τῶν προφητῶν, νὰ ἀνοίγῃ τὸν δρόμο καὶ νὰ ἑτοιμάζῃ τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, κάνοντας «εὐθείας τὰς τρίβους Αὐτοῦ». Θὰ βλέπαμε τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα ζωγραφισμένη στὰ πρόσωπα ὅλων τῶν δικαίων. Θὰ ἀκούγαμε γνώριμα στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα πόδια νὰ περπατοῦν, θὰ ἀκούγαμε τὰ βήματα ποὺ κάποτε τοὺς τρόμαξαν καὶ κρύφτηκαν ἀπὸ ντροπὴ ἐκεῖνο τὸ δειλινό, ὅταν εἶχαν γίνει περίγελος τοῦ πονηροῦ ὄφεως. Θὰ τοὺς ἀκούγαμε νὰ λένε: «Τότε ἀπὸ φόβο κρυφτήκαμε, τώρα φόβος κυριεύει τὸν ᾅδη· τότε κρυφτήκαμε ἀπὸ τὸ πρόσωπό Του, τώρα ἀναζητοῦμε τὸ λυτρωτικὸ φῶς τοῦ προσώπου Του». Θὰ βλέπαμε τοὺς δαίμονες νὰ τρέχουν πανικόβλητοι πρὸς τὶς πύλες τοῦ ᾅδη, γιὰ νὰ τὶς ἀσφαλίσουν γερά, ὥστε νὰ μὴν εἰσέλθῃ ὁ Χριστός. Θὰ ἀκούγαμε τὶς φωνὲς τῶν ἀγγέλων ἀπὸ ἔξω νὰ φωνάζουν: «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης».
Θὰ βλέπαμε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ σπάζῃ τὶς πύλες τῆς κολάσεως, νὰ συντρίβῃ τὸ κράτος καὶ τὴν ἰσχὺ τοῦ διαβόλου, νὰ ἀκτινοβολῇ πανέμορφος, ὁλόδροσος, ὁλόλαμπρος, μὲ τὸ φῶς τῆς θεϊκῆς Του φύσης καὶ νὰ λέγῃ βροντόφωνα: «Ποῦ εἶναι τώρα, ᾅδη, ἡ νίκη σου; ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου;». Θὰ βλέπαμε τὸν Ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τὸν βασιλέα οὐρανοῦ καὶ γῆς βασιλεύοντα καὶ στὰ καταχθόνια, νὰ κρατᾷ στὰ ἄχραντα χέρια Του τοὺς πρωτοπλάστους καὶ θὰ Τὸν ἀκούγαμε νὰ λέγῃ στὸν Ἀδάμ: «Ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἄνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἐγώ, ὁ Θεός σου, ποὺ ἔγινα γιὰ σένα υἱός σου, λέγω στοὺς φυλακισμένους τοὺ διαβόλου “Ἐξέλθετε” καὶ στοὺς καθημένους ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου “Φωτισθῆτε” καὶ στοὺς νεκροὺς “Ἀναστηθῆτε”. Σήκω, Αδάμ! Δὲν σὲ ἔπλασα, γιὰ νὰ σὲ κατέχῃ ὁ θάνατος. Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἀναστήσου, πλάσμα μου καὶ εἰκόνα δική Μου. Ἐσὺ σ’ Ἐμένα κι Ἐγὼ σ’ ἐσένα μαζὶ ὑπάρχουμε. Γιὰ σένα ἔγινα ἄνθρωπος. Γιὰ σένα ὁ Δεσπότης ἔλαβα δούλου μορφή, Γιὰ σένα ὁ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν ἦρθα στὴ γῆ καὶ κάτω ἀπ’ αὐτήν. Γιὰ σένα νεκρώθηκα, γιὰ νὰ ζήσῃς. Κοίταξε τὰ φτυσίματα ποὺ δέχθηκα στὸ πρόσωπο, γιὰ νὰ σὲ ἀποκαταστήσω στὸ ἀρχαῖο ἐμφύσημα. Κοίταξε τὰ μαστιγώματα ποὺ δέχθηκα στὴν πλάτη, γιὰ νὰ σκορπίσω τῆς ἁμαρτίας σου τὸ βαρὺ φορτίο ποὺ ἦταν στὴν δική σου πλάτη καὶ σὲ κρατοῦσε συγκύπτοντα πρὸς τὸ χῶμα καὶ τὰ χοϊκά. Κοίταξε τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιὰ ποὺ δέχθηκα στὰ ἄκρα, γιὰ νὰ καταστήσω ἀργὸ τὸν διάβολο, δένοντας τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του, ἐλευθερώνοντας τὰ δικά σου μέλη ἀπὸ τὴν τυραννία του. Κοίταξε τὰ χέρια Μου, ποὺ ἅπλωσα στὸ Ξύλο καλῶς γιὰ σένα, ποὺ ἅπλωσες τὰ χέρια στὸ ξύλο κακῶς».
Θὰ ἀκούγαμε τὸν Κύριο, ἀπευθυνόμενο στὴν Εὔα νὰ λέγῃ: «Ἀναστήσου ἡ πρώτη γυναίκα τῆς γῆς, τοῦ ᾅδη, τοῦ οὐρανοῦ. Γιὰ σένα γεύθηκα πικρή χολή, γιὰ νὰ θεραπεύσω τὴν πικρὴ ἡδονὴ ποὺ ἔνιωσες μὲ τὴν παράνομη βρώση. Γιὰ σένα γεύθηκα ὄξος, γιὰ νὰ καταργήσω τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου σου. Γιὰ σένα δέχθηκα καλαμον, γιὰ νὰ ὑπογράψω τὴν ἐλευθερία στὸ γένος τῶν ἀπογόνων σου. Γιὰ σένα ὕπνωσα στὸ Σταυρό, γιὰ σένα ποὺ ὕπνωσες στὸν Παράδεισο. Γιὰ σένα δέχθηκα ῥομφαία στὴν πλευρά, γιὰ σένα ποὺ ἔπλασα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδάμ. Γιὰ σένα χλευάστηκα, γιὰ νὰ σὲ δοξάσω στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας Μητέρας Μου. Γιὰ σένα καταδικάστηκα, γιὰ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν λευτεριά ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοῦ ᾅδη. Γιὰ σένα ἔγινα κατὰ φύσιν ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνῃς ἐσὺ καὶ τὰ τέκνα σου κατὰ χάριν θεός. Γιὰ σένα δέχθηκα θάνατο, γιὰ νὰ ζήσῃς, ποὺ ἂν καὶ ὀνομάστηκες ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου Ζωή, τοῦ χάρισες ἐντούτοις τὸν θάνατο».
Θὰ βλέπαμε τοὺς εὐσεβεῖς νὰ περικυκλώνουν τὸν Κύριο, νὰ Τὸν χειροκροτοῦν, νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν, κράζοντας μὲ ἀφάνταστα χαρούμενη φωνή: «Δόξα Σοι, Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτὴρ τῶν ἀνθρώπων».
Θὰ ἀκούγαμε, ἀδελφοί μου, καὶ τὸν σπαρακτικὸ θρῆνο καὶ ὀδυρμὸ τοῦ διαβόλου, ὄχι γιατὶ νικήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς Θεό, ἀλλὰ γιατὶ νικήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς ἄνθρωπο.
Ἂν τὰ ζούσαμε κι ἐμεῖς ὅλα αὐτά, εἶναι σίγουρο πὼς δὲν θὰ ὑπῆρχε περίπτωση ἀπιστίας. Σήμερα ὁ Θωμᾶς ζητᾶ νὰ δῇ τὸν Κύριο ἀναστημένο ὄχι ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλὰ ἀπὸ μεγάλο πόθο νὰ Τὸν ξανασυναντήσῃ, νὰ Τὸν ξαναδῇ, νὰ Τὸν φιλήσῃ, νὰ Τὸν προσκυνήσῃ. Εἶναι βέβαια ἀνώτερη καὶ μακαρία ἡ πίστη ἐκείνων ποὺ βλέπουν τὸν Χριστὸ μὲ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς, ἐκείνων ποὺ ἐμπιστεύονται τὴν ἀγάπη τους ὡς τὴ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς παρουσίας Του μέσα ἀπὸ τὴν φαινομενικὴ ἀπουσία Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι ὑστεροῦμε σὲ πίστη, ἂς Τὸν παρακαλοῦμε διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν, Κύριε».
π. Στυλιανός Μακρής