Η αδικία, δυστυχώς, είναι φαινόμενο «από καταβολής κόσμου». Ο άδικος Κάϊν όχι μόνο φθόνησε, αλλά σκότωσε και τον δίκαιο αδελφό του Άβελ. Με άδικο τρόπο ο Ισαάκ πήρε τα πρωτοτόκια του αδελφού του Ησαύ. Αδικήθηκε από φθόνο ο πάγκαλος για τις αρετές του Ιωσήφ, ο αγαπημένος γιος του Ιακώβ, που τα αδέλφια του τον πούλησαν ως δούλο μακριά από την πατρίδα. Την άδικη φτώχεια έζησε ο Λάζαρος της παραβολής, με τη διαρκή πείνα, τις αρρώστιες και τα έλκη που του έγλυφαν οι σκύλοι βλέποντας την έκλυτη ζωή του πλουσίου με τα πολυτελή δείπνα, του οποίου όμως η εγκαρτέρηση τον έβαλε στην αγκάλη του Αβραάμ.
Πηγή : Πεμπτουσία
Τὴν αδικία γεύθηκε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Ιησούς. Αδικήθηκαν οι περισσότεροι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος στηλίτευε την ανηθικότητα και τη διαφθορά, κατήγγειλε την κοινωνική αδικία, στιγμάτισε την σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδίκασε τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στράφηκε εναντίον του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και χωρίς να κατονομάζει ώστε να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες, αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις του. Μισούσε την αμαρτία και την αδικία, αλλά αγαπούσε τους αμαρτωλούς και τους άδικους. Στάθηκε δίπλα στους αδύνατους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε. «Επλήσθη η γη αδικίας» (Γεν. 6, 11), όπως ο ίδιος ο Θεός διαπιστώνοντας είπε στο Νώε, όταν ως μόνο δίκαιο παρώτρυνε να κατασκευάσει κιβωτό, για να σωθεί αυτός και η οικογένειά του από τον επερχόμενο κατακλυσμό.
Ἔρχεται τώρα διαχρονική η ερώτηση του Θεού μας να μας προβληματίσει. Λέει με το στόμα του προφήτη Ησαΐα: «Τι υμείς αδικείτε τον λαόν μου και το πρόσωπον των πτωχών καταισχύνετε;» (Ησ. 3, 15). Ο ίδιος ο Θεός θα έρθει δικαστής των αδικούντων, αυτών που άρπασαν και ερήμωσαν την κοινωνία, για να θησαυρίσουν οι ίδιοι προσωπικά. Και, δυστυχώς, είναι διαπιστωμένο, ότι όταν οι άδικοι αντιμετωπίζονται από τα θύματά τους, εάν μάλιστα, όπως συμβαίνει, οι αδικούμενοι να είναι ασθενέστεροι και πτωχότεροι, προσπαθούν με φοβιστικές κραυγές και ύβρεις και συκοφαντίες να πνίξουν την αδύναμη φωνή τους. Και δεν φθανει ως εκεί η αδικία τους. Στα δικαστήρια μισθώνουν συνηγόρους και παρουσιάζουν ψευδομάρτυρες, ώστε μαζί με την αδικία να προσάψουν στα δυστυχή θύματα τους και την αισχύνη της συκοφαντίας. Έτσι με το νόμο η αδικία, η πλεονεξία και η αλαζονεία θριαμβεύουν. Η φωνή όμως του Θεού από τον ουρανό έρχεται δριμύτερη: «Γιατί αδικείτε τον λαόν μου»; Οι επίβουλοι των λαών, οι τύραννοι εσωτερικοί η εξωτερικοί, αυτοί που σήμερα τους καταπιέζουν και τους οδηγούν σε οικονομική κρίση, με σκοπό να τους υποδουλώσουν, δεν πρόκειται να ξεφύγουν από το βλέμμα του Δίκαιου Κριτή. Μπορεί να πάσχει για τις ανομίες του ο λαός του Θεού, αλλά και οι δυνάστες, οι αδικούντες δεν είναι καλύτεροι. Αυτοί πρώτοι δίδαξαν την ανομία και με τη δύναμη του πλούτου τους επέβαλαν τις απόψεις τους. Η καταπίεση και η αδικία τους θα είναι η ταφόπετρά τους. Η τελική κρίση, ο τελικός έλεγχος, η τελική εκδίκηση ανήκει σ’ Εμένα, λέει ο Κύριος: «Εμοί κρίσις (Ρωμ. ιβ 19).
Ο άδικος άνθρωπος, όπως και κάθε ένας που αισθάνεται ένοχος, εάν δεν ζητήσει συγχώρηση ταλαιπωρείται από τη συνείδησή του και επί πλέον από το γογγυσμό και την αγανάκτηση του αδικημένου. Δεν μπορεί να κοιμηθεί. Σαν να τον κτυπούν κύματα στριφογυρίζει και ανάπαυση δεν έχει. Είναι μυστήριο πράγμα το πως το πληροφορείται! Όπως ένας όταν αγαπά κάποιον και τον σκέφτεται με την καλή έννοια, εκείνος το πληροφορείται, έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση ο γογγυσμός του άλλου τον αναστατώνει. Και μακριά να είναι, είτε στο Γιοχάνεσμπουργκ, είτε στην Αυστραλία, δεν μπορεί να ησυχάσει όταν αγανακτεί άλλος εξ αιτίας του.
Ακόμη και αν ο άνθρωπος είναι αναίσθητος, πάλι υποφέρει. Το πολύ-πολύ να καταφύγει σε καμμιά «ψυχαγωγία», για να ξεχασθεί. Όταν ο αδικημένος έχει συγχωρήσει τον ένοχο, αλλά έχει μείνει λίγη αγανάκτηση μέσα του, τότε και ο ίδιος ταλαιπωρείται σε ένα βαθμό, αλλά ο ένοχος ταλαιπωρείται πολύ από την αγανάκτηση του άλλου. Αν όμως ο ένοχος ζητήσει συγγνώμη και δεν του τη δώσει ο αδικημένος, τότε ταλαιπωρείται εκείνος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής, από τη συνείδηση. Τη βασανίζει και την τρώει συνέχεια με το σαράκι σε τούτη τη ζωή και πιο πολύ φυσικά θα την τρώει στην άλλη ζωή, την αιώνια, «ο ακοίμητος σκώληξ», αν δεν μετανοήσει ο άνθρωπος σ’ αυτή τη ζωή και δεν επιστρέψει τις αδικίες του στου συνανθρώπους του, έστω και με την αγαθή του προαίρετη, σε περίπτωση που δεν μπορεί με άλλο τρόπο.
Θυμάμαι ένα δικηγόρο που έκανε πολλές αδικίες, πόσο βασανίσθηκε στο τέλος της ζωής του. Εξασκούσε το επάγγελμα του σε μια επαρχία που είχε πολλούς κτηνοτρόφους. Εκεί, φυσικά, γίνονταν και αγροζημιές και πολλοί βοσκοί έτρεχαν σ’ αυτόν τον δικηγόρο, γιατί με πονηρά επιχειρήματα αυτός έπειθε και τον αγρονόμο και τον ειρηνοδίκη. Έτσι οι καημένοι οι γεωργοί πολλές φορές όχι μόνο δεν εύρισκαν το δίκαιο για τα σπαρτά που τους κατέστρεφαν τα κοπάδια, αλλά εύρισκαν και τον μπελά τους. Όλοι τον ήξεραν αυτό το δικηγόρο και κανείς τίμιος άνθρωπος δεν τον πλησίαζε. Ακόμη και ο πνευματικός να δείτε τι συμβούλεψε έναν ευαίσθητο βοσκό. Ο βοσκός αυτός είχε ένα μικρό κοπάδι και μια σκύλα. Μια φορά που η σκύλα είχε γεννήσει, έδωσε τα κουταβάκια σε άλλους και κράτησε αυτός μόνο τη μάνα. Εκείνο το διάστημα είχε χαθεί μια προβατίνα και είχε αφήσει το αρνάκι της που θήλαζε. Αυτό επειδή δεν είχε μάνα έτρεχε πίσω από τη σκύλα και θήλαζε απ’ αυτήν, η οποια ένοιωθε και η ίδια ανακούφιση. Έτσι τα δύο ζώα είχαν συνηθίσει και το ένα εύρισκε το άλλο. Ο καημένος ο βοσκός, όσο και να προσπαθούσε να τα ξεχωρίσει, εκείνα έσμιγαν. Επειδή ήταν ευαίσθητος ο βοσκός σκέφθηκε να ρωτήσει τον πνευματικό, εάν τελικά τρώγεται το κρέας του αρνιού η όχι. Ο πνευματικός έχοντας υπ’ όψη του και τη φτώχεια του βοσκού σκέφθηκε λίγο και του είπε: «Το αρνί αυτό, παιδί μου, δεν τρώγεται, γιατί θήλασε από τη σκύλα, αλλά ξέρεις τι να κάνεις; Επειδή όλοι οι βοσκοί πηγαίνουν δώρα στο δικηγόρο τον δείνα αρνιά και τυριά, να του πας και συ αυτό το αρνί να το φάει. Μόνο αυτός έχει ευλογία να το φάει, γιατί όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι είναι άδικος».
Όταν γέρασε πια ο άδικος δικηγόρος και έπεσε στο κρεββάτι, υπέφερε χρόνια από εφιάλτες και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τον χτύπησε και ημιπληγία και δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Προσπάθησε ο πνευματικός να τον κάνει τουλάχιστον να γράψει τις αμαρτίες του, αλλά είχε χάσει και τον έλεγχο. Έτσι αναγκάσθηκε να του διαβάσει την ευχή των Επτά Παίδων, για να κλείσει λίγο τα μάτια του και να κοιμηθεί. Του διάβασε και εξορκισμούς, για να γαληνέψει λίγο, μέχρι που αναπαύθηκε, και ας ευχηθούμε ο Θεός να τον αναπαύσει πραγματικά.
Πηγή: Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α΄, Κεφάλαιο Δ΄, Ἔκδοσις Ἱ. Ἡ.Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου, Σουρωτή.