«Ἀπάνου στά κεραμίδια τῆς ἐκκλησιᾶς ἀνεμίζουνται κάτι ψιλά χορτάρια. Ἀπό μέσα ὅμως ἀπό τόν κουμπέ εἶναι ὁ Παντοκράτορας, σάν νά σκύβει ἀπό τόν ούρανό «ἐπιβλέπων ἐπί πάντας τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων». Ἡ κεφαλή Του εἶναι μεγαλόπρεπη μέ πυκνά καί ἄφθονα μαλλιά ὁπού πέφτουνε στόν ἀριστερό ὦμο Του. Τό γένι Του εἶναι πυκνό. ἡ ἔκφρασή Του εἶναι ἁπλή, μέ ταπείνωση καί μέ πραότητα. Ἔχει ὡστόσο ἕνα θεϊκό μεγαλεῖο. Πλατύλαιμος, μ’ανοιχτό πουκάμισο, μέ φαρδιές πλάτες καί μέ ...τά χέρια ἀνασηκωμένα, ὅπως πάγει ὁ γῦρος. Εἶναι περιτυλιγμένος μέσα σ’ ἕναν φαρδύν μανδύα, σά ν’ ἀγκαλιάζει ὅλον τόν κόσμο. «Ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τό περιβόλαιον Αὐτοῦ»! Μέ τό δεξί χέρι Του βλογᾶ τόν κόσμο καί μέ τ’ ἀριστερό Του κρατᾶ τό Βαγγέλιο, τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ…….
Ἀπό κάτου κείνη τήν ὥρα λέγει ὁ καλόγερας μέ φωνή ἥσυχη τό «Φῶς Ἱλαρόν», ἐνῶ ὁ ἥλιος βασιλεύει καί τελειώνει ἡ μέρα…..Δάκρυα ἔρχονται στά μάτια τ’ ἀνθρώπου ἀκούγοντας αὐτά τά ἀρχαῖα λόγια, ὁπού ’ναι ἁπλά κ’ αἰώνια σάν τό βασίλειο τοῦ ἥλιου. Τό βιβλίο πού ’ναι ἀκουμπισμένο ἀπάνου στ’ ἀναλόγι, γράφει πώς εἶναι ποίημα Ἀθηνογένους τοῦ Μάρτυρος. Παμπάλαιος ὕμνος, πού τόν λένε κάθε βράδυ σάν τελειώνει ἡ μέρα ἀπό δυό χιλιάδες χρόνια ἴσαμε τά σήμερα, ἁπλοί ἀνθρῶποι, πού βαστᾶνε ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, σάν τοῦτο τόν Ἁγιονορείτη καλογερο, πού’ναι καί στό πρόσωπο σάν τούς παλαιούς.
Ἀκατάλυτη ἑλληνική φύτρα. Ποτές δέν θά ξεραθεῖς, ποτές δέν θά πεθάνεις. Ἀπό τό γέρικο καί τιμιώτατο κορμί σου πετιοῦνται ὁλοένα καινούργια βλαστάρια, πού γεύοντάς τα καί τ’ ἀγρίμια ἡμερεύουνε…»!
Φώτης Κόντογλου
Ἀκατάλυτη ἑλληνική φύτρα. Ποτές δέν θά ξεραθεῖς, ποτές δέν θά πεθάνεις. Ἀπό τό γέρικο καί τιμιώτατο κορμί σου πετιοῦνται ὁλοένα καινούργια βλαστάρια, πού γεύοντάς τα καί τ’ ἀγρίμια ἡμερεύουνε…»!
Φώτης Κόντογλου