Είναι χαρές που τις ζήσαμε όταν ήμασταν παιδιά. Απλές χαρές, όπως ο ήχος από ένα βότσαλο που
ρίχναμε στη θάλασσα, ή ακόμη και σε μια λακκούβα με λασπόνερο. (Αλήθεια, πού χάθηκαν οι λακκούβες με τα
λασπόνερα;). Χαρές όπως το να κερδίζεις
στο κυνηγητό, να τρέχεις με το ποδήλατο, να πασαλείβεις ένα χαρτί με
νερομπογιές, να φτιάχνεις σημαιούλες με κόλλες γλασσέ, να πλάθεις και να
ξαναπλάθεις μία μπάλλα πλαστελίνης ίσα με τη χούφτα σου, έτσι που από τις
πολλές προσμίξεις και τα πλασίματα, να μην ξέρεις πια να πεις τι χρώμα να ‘ναι
άραγε…
Καθώς μεγαλώναμε άλλαζαν κι οι χαρές. Εμείς νομίζαμε ότι γίνονταν τάχα πιο βαθειές
και πλούσιες, αλλά δεν ήταν πάντα. Με
κάποιες τα καταφέραμε καλά, είναι αλήθεια.
Το νοιώθαμε από την αρχή πως ήταν σωστές χαρές, χαρές που πλάταιναν την
ψυχή μας, που ψήλωναν το μπόι μας, που πλούτιζαν τη ζωή μας. Χαρές που δεν θα τις αλλάζαμε με τίποτε, που
με τίποτε δεν θα θέλαμε να μην τις είχαμε ζήσει. Επιτυχίες, φιλίες, γλέντια, εκδρομές, πνευματικές
στιγμές, γάμοι, παιδιά, τέτοια… Αν
κάτσουμε κι αναλογιστούμε εκ των υστέρων, από τι υλικό ήταν φτιαγμένες, θα
δούμε καθαρά πως είχαν μέσα τους κόπο πολύ, καμμιά φορά και δάκρυα. Γιατί ήταν χαρές που μας έσπρωχναν έξω από τη
ζώνη της βολής μας, μας «τέντωναν».
Ήταν όμως και κάποιες άλλες χαρές που θα θέλαμε να μην τις
είχαμε γευτεί. Την πικρή τη γεύση τους
τη νοιώθαμε ευθύς εξ αρχής. Φαίνονταν
εύκολες και υπόσχονταν και διογκωμένη ευχαρίστηση, όμως έκρυβαν παγίδες, άλλες
μικρότερες, άλλες μεγαλύτερες. Σε
κάποιες πέσαμε, από κάποιες σηκωθήκαμε, πάντως έδωσε ο Θεός και τις καταλάβαμε
όλες τι πράγμα απατηλό ήταν. Έδωσε ο
Θεός και γνωρίσαμε και τη μετάνοια, και την εξομολόγηση, και τη χαρά και τη
δύναμη που τη συνοδεύουν. Κι αν
κρατιόμαστε σ’ έναν δρόμο, ο Θεός μας κρατά κι ο αγώνας μας. Κι ας είναι καλά και τα μικρά παιδιά που
βουίζουν γύρω μας, και μας κρατούν ζωντανή την αίσθηση από εκείνες τις χαρές,
τις πρώτες.
Ζουν ωστόσο δίπλα μας και κάποιες ψυχές, που δεν τα
κατάφεραν και τόσο καλά με τις χαρές. Ή
μάλλον δεν τα κατάφεραν καθόλου. Ο λόγος
για τους κρατούμενους στο κέντρο απεξάρτησης τοξικομανών, στον Ελαιώνα
Θηβών. Λίγη ώρα μαζί τους, λίγες μπάλλες
πηλού που πλάστηκαν στα χέρια, αδέξια στην αρχή και διστακτικά, με μεράκι
αργότερα, και το κουβάρι ξετυλίχτηκε…
«Τις χαρές» μάς είπαν, «αυτές τις απλές χαρές των παιδικών μας χρόνων
ξαναζήσαμε. Θυμηθήκαμε πώς είναι να
χαίρεσαι με πράγματα απλά, με πράγματα που δεν εξαπατούν και δεν σκοτώνουν. Με πράγματα που μας ξυπνούν τη
δημιουργικότητα, όχι την παραβατικότητα».
Οι άνθρωποι αυτοί, νέοι ακόμη, αισθάνθηκαν για λίγο, πως ίσως και να μην
είναι πια και τόσο αργά γι αυτούς. Ότι
θα μπορούσαν ίσως να ξαναβρούν αυτό το παιδί που εγκατέλειψαν μέσα τους, να το
ξαναπιάσουν απ’ το χέρι, και να το οδηγήσουν στο μεγάλωμα από άλλο μονοπάτι, με
καλύτερες χαρές…Ίσως…
Αν έστω και για μια ψυχή από τις τόσες, μπορέσει και γίνει
αυτό το θαύμα, αυτή η νεκρανάσταση της χαράς, τότε πόση δύναμη κρύβεται
αλήθεια, μέσα σε μια τόση δά μπάλλα πηλού!