Κυριακὴ τῆς Χαναναίας (Ματθ. 15,21-28)
+Μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης
Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον», εἶνε ἡ προτροπὴ τοῦ προφήτου Δαυΐδ (Ψαλμ. 102,1· 103,1). Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶνε εὐγνώμων στὸ Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες του. Καὶ μία ἀπὸ αὐτές, ἀδελφοί μου, εἶνε ὁ ἐκκλησιασμός. Μικρὸ θεωρεῖτε τὸ ὅτι ἐπιτρέπει σ᾽ ἐμᾶς τοὺς βρωμεροὺς καὶ ἀκαθάρτους νὰ μπαίνουμε στὸ ναό του; Γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν αὐτιὰ ν᾽ ἀκοῦνε, μάτια νὰ βλέπουν, καὶ πρὸ παντὸς καρδιὰ νὰ αἰσθάνωνται δὲν ὑπάρχει ἱερώτερος τόπος, τόπος μεγαλυτέρων συγκινήσεων. «Εὐφράνθην», λέει ὁ Δαυΐδ, αἰσθάνθηκα χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, ὅταν μοῦ εἶπαν· Ἔλα νὰ πᾶμε στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου (ἔ.ἀ. 121,1). Κι ἀλλοῦ λέει· Προτιμῶ νά ᾽μαι ἕνα χαλικάκι στὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ μου, παρὰ νὰ εἶμαι πρίγκιπας στὰ ἀνάκτορα (βλ. ἔ.ἀ. 83,11).
Εἶνε εὐλογία Θεοῦ νὰ βρισκώμαστε μέσα στὸ ναό. Στὸ ναὸ ἀκούγονται φωνὲς ἀπὸ τὰ οὐράνια, ἀπὸ τὰ ὑπερκόσμια· φωνὲς ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, φωνὲς μαρτύρων καὶ ἡρώων, φωνὲς προφητῶν καὶ πατριαρχῶν, φωνὲς εὐαγγελιστῶν. «Σοφία. Πρόσχωμεν» (θ. Λειτ.).
Ἀπ᾽ ὅλες τὶς φωνὲς ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, σᾶς παρακαλῶ νὰ προσέξουμε μία. Εἶνε ἡ φωνὴ μιᾶς δυστυχισμένης γυναίκας, ποὺ λέει· «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ…» (Ματθ. 15,22).
Ἀπ᾽ ὅλες τὶς φωνὲς ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, σᾶς παρακαλῶ νὰ προσέξουμε μία. Εἶνε ἡ φωνὴ μιᾶς δυστυχισμένης γυναίκας, ποὺ λέει· «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ…» (Ματθ. 15,22).
Ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅπως βλέπουμε στὸ εὐαγγέλιο. Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε· «Ἐλέησόν με». Μὰ τί εἶχε; ἦταν ἄρρωστη, τυφλή, κουφή, παράλυτη; Ὄχι, ἦταν ὑγιής. Ἀλλ᾽ ἐνῷ αὐτὴ ἦταν ὑγιής, δὲν ἦταν ὑγιὴς ἡ κόρη της. Καὶ ἡ μάνα θὰ προτιμοῦσε χίλιες φορὲς νά ᾽νε ἄρρωστη αὐτὴ παρὰ ἡ κόρη της. Ἡ μεγάλη στοργὴ γιὰ τὸ παιδί της τὴν ἔκανε νὰ λέῃ ὄχι Ἐλέησε τὴν κόρη μου, ἀλλὰ «Ἐλέησόν με». Τὸ καλό, ποὺ θὰ κάνῃς στὸ παιδί μου, εἶνε σὰ νὰ τὸ κάνῃς σ᾽ ἐμένα. «Ἐλέησόν με» λοιπόν.
Τὸ φωνάζει μιὰ καὶ δυὸ καὶ περισσότερες φορές. «Ἐκραύγαζε», λέει τὸ εὐαγγέλιο (ἔ.ἀ.). Καὶ ὁ Κύριος ἐπὶ τέλους τῆς λέει· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Καὶ ἡ δαιμονιζομένη κόρη θεραπεύθηκε «ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (ἔ.ἀ. 15,28).
* * *
Αὐτό, ἀδελφοί μου, ποὺ εἶπε ἡ Χαναναία, τὸ «Ἐλέησόν με», τὸ λέμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ ὄρθρου ἕως ὅτου τελειώσῃ ἡ θεία λειτουργία. Ἂν μετρήσετε, θὰ δῆτε ὅτι τὸ «Ἐλέησόν με» ἢ «Κύριε, ἐλέησον» – τὸ ἴδιο εἶνε, τὸ ἐπαναλαμβάνουμε 40, 50, 60 φορές.
Καὶ ἐρωτῶ τὸν ἑαυτό μου καὶ ὅλους· ἆραγε τὶς δύο αὐτὲς λέξεις τὶς λέμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως ἡ Χαναναία; Μὲ τὴν προσευχὴ αὐτή, ποὺ εἶνε ἡ μικρότερη προσευχὴ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶνε τὸ ἔλεος; «Ἐλέησόν με» σημαίνει, Σπλαχνίσου με, Θεέ μου, καὶ βοήθησέ με. Ἔλεος! φωνάζει ὁ κατηγορούμενος ποὺ κάθεται στὸ ἑδώλιο, ἔλεος ζητᾷ ἀπὸ τὸ δανειστή του αὐτὸς ποὺ χρωστάει, ἔλεος ζητᾷ ἀπὸ τὴ φυλακὴ ὁ καταδικασμένος εἰς θάνατον. Ἀλλὰ ἔλεος ζητᾷ κι ὁ ἁμαρτωλός. Ἡ θέσι του εἶνε χειρότερη ἀπ᾽ ὅλους αὐτούς.
Ζητάει ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ τὸν ἐλεήσῃ ὁ Θεὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Γιατὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ παρέβη τὸν θεῖο νόμο, ὑπόκειται στὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἂς εἶνε πλούσιος, ἂς ἔχῃ καὶ τὸ μεγαλύτερο ἀξίωμα· πάνω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι του εἶνε κρεμασμένο τὸ σπαθὶ τοῦ ἀρχαγγέλου, ποὺ θυμίζει τὴν ἀπόφασι· «ᾟ ἂν ἡμέρᾳ ἁμαρτήσετε, …θανάτῳ ἀποθανεῖσθε», θὰ πεθάνετε (Γέν. 2,17). Θάνατος λοιπὸν στὸν ἁμαρτωλό!
Ἂν ἐπρόκειτο γιὰ κάθε ἁμαρτία νὰ τιμωρούμεθα ἀμέσως, πόσοι θὰ ζοῦσαν; Ὅλοι θὰ ἤμεθα νεκροί, διότι ὅλοι εἴμεθα παραβάται. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ φωνάζει Θάνατος στὸν ἁμαρτωλό! ἀπ᾽ τὸ ἄλλο μέρος ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ἄπειρος φωνάζει Ἔλεος! Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ παλεύει μὲ τὴ δικαιοσύνη του καὶ τὶς περισσότερες φορὲς τὴ νικᾷ. Ἔχουμε πολλὰ τέτοια παραδείγματα.
Μιὰ ἀπὸ τὶς περιπτώσεις αὐτὲς διηγεῖται ἡ Παλαιὰ Διαθήκη· εἶνε ἡ περίπτωσι τῆς πόλεως Νινευή. Οἱ κάτοικοί της εἶχαν ἁμαρτήσει κι ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ καταστρέψῃ τὴ μεγάλη αὐτὴ πόλι. Πῆγε ἐκεῖ ἀπεσταλμένος ὁ προφήτης Ἰωνᾶς καὶ εἶπε· «Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται» (Ἰων. 3,4)· τρεῖς μέρες ἀκόμη καὶ μετὰ ἡ πόλις θὰ καταστραφῇ. Τὸ πίστεψαν αὐτὸ οἱ Νινευΐται καὶ μετανόησαν. Νήστεψαν ὅλοι, ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ μέχρι τὰ μικρὰ παιδιά· καὶ τὰ ζῷα ἀκόμα τὰ ἄφησαν νηστικά. Ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα κι ἀπὸ τὶς καλύβες ἀκουγόταν· Ἐλέησέ μας, Κύριε, ἐλέησέ μας! Κι ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή τους, τοὺς συγχώρησε καὶ δὲν κατέστρεψε τὴν πόλι. Τότε ὅμως λυπήθηκε ὁ Ἰωνᾶς, κι ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· Ἰωνᾶ, ἐσὺ λυπᾶσαι γιὰ ἕνα λουλούδι ποὺ ξεραίνεται στὴ γλάστρα σου, κ᾽ ἐγὼ νὰ μὴ λυπηθῶ γιὰ τόσα ἑκατομμύρια ἀνθρώπους; (βλ. ἔ.ἀ. 4,10-11).
Καὶ ἐρωτῶ τὸν ἑαυτό μου καὶ ὅλους· ἆραγε τὶς δύο αὐτὲς λέξεις τὶς λέμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως ἡ Χαναναία; Μὲ τὴν προσευχὴ αὐτή, ποὺ εἶνε ἡ μικρότερη προσευχὴ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶνε τὸ ἔλεος; «Ἐλέησόν με» σημαίνει, Σπλαχνίσου με, Θεέ μου, καὶ βοήθησέ με. Ἔλεος! φωνάζει ὁ κατηγορούμενος ποὺ κάθεται στὸ ἑδώλιο, ἔλεος ζητᾷ ἀπὸ τὸ δανειστή του αὐτὸς ποὺ χρωστάει, ἔλεος ζητᾷ ἀπὸ τὴ φυλακὴ ὁ καταδικασμένος εἰς θάνατον. Ἀλλὰ ἔλεος ζητᾷ κι ὁ ἁμαρτωλός. Ἡ θέσι του εἶνε χειρότερη ἀπ᾽ ὅλους αὐτούς.
Ζητάει ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ τὸν ἐλεήσῃ ὁ Θεὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Γιατὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ παρέβη τὸν θεῖο νόμο, ὑπόκειται στὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἂς εἶνε πλούσιος, ἂς ἔχῃ καὶ τὸ μεγαλύτερο ἀξίωμα· πάνω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι του εἶνε κρεμασμένο τὸ σπαθὶ τοῦ ἀρχαγγέλου, ποὺ θυμίζει τὴν ἀπόφασι· «ᾟ ἂν ἡμέρᾳ ἁμαρτήσετε, …θανάτῳ ἀποθανεῖσθε», θὰ πεθάνετε (Γέν. 2,17). Θάνατος λοιπὸν στὸν ἁμαρτωλό!
Ἂν ἐπρόκειτο γιὰ κάθε ἁμαρτία νὰ τιμωρούμεθα ἀμέσως, πόσοι θὰ ζοῦσαν; Ὅλοι θὰ ἤμεθα νεκροί, διότι ὅλοι εἴμεθα παραβάται. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ φωνάζει Θάνατος στὸν ἁμαρτωλό! ἀπ᾽ τὸ ἄλλο μέρος ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ἄπειρος φωνάζει Ἔλεος! Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ παλεύει μὲ τὴ δικαιοσύνη του καὶ τὶς περισσότερες φορὲς τὴ νικᾷ. Ἔχουμε πολλὰ τέτοια παραδείγματα.
Μιὰ ἀπὸ τὶς περιπτώσεις αὐτὲς διηγεῖται ἡ Παλαιὰ Διαθήκη· εἶνε ἡ περίπτωσι τῆς πόλεως Νινευή. Οἱ κάτοικοί της εἶχαν ἁμαρτήσει κι ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ καταστρέψῃ τὴ μεγάλη αὐτὴ πόλι. Πῆγε ἐκεῖ ἀπεσταλμένος ὁ προφήτης Ἰωνᾶς καὶ εἶπε· «Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται» (Ἰων. 3,4)· τρεῖς μέρες ἀκόμη καὶ μετὰ ἡ πόλις θὰ καταστραφῇ. Τὸ πίστεψαν αὐτὸ οἱ Νινευΐται καὶ μετανόησαν. Νήστεψαν ὅλοι, ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ μέχρι τὰ μικρὰ παιδιά· καὶ τὰ ζῷα ἀκόμα τὰ ἄφησαν νηστικά. Ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα κι ἀπὸ τὶς καλύβες ἀκουγόταν· Ἐλέησέ μας, Κύριε, ἐλέησέ μας! Κι ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή τους, τοὺς συγχώρησε καὶ δὲν κατέστρεψε τὴν πόλι. Τότε ὅμως λυπήθηκε ὁ Ἰωνᾶς, κι ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· Ἰωνᾶ, ἐσὺ λυπᾶσαι γιὰ ἕνα λουλούδι ποὺ ξεραίνεται στὴ γλάστρα σου, κ᾽ ἐγὼ νὰ μὴ λυπηθῶ γιὰ τόσα ἑκατομμύρια ἀνθρώπους; (βλ. ἔ.ἀ. 4,10-11).
* * *
Κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε ἀνάγκη τὸ ἔλεός του. Διότι ἔχουμε γίνει χειρότεροι ἀπὸ τὴ Νινευή. Ὅ,τι ἁμαρτήματα γίνονταν στὴ Νινευή, τὰ ἴδια κι ἀκόμη χειρότερα γίνονται στὶς δικές μας πολιτεῖες. Τί βλέπουν οἱ ἄγγελοι, τί βλέπει ὁ Θεὸς πάνω στὴ γῆ; Πέρα ἀπὸ τὰ σύγχρονα μέσα, τὰ κτήρια, τὶς κατακτήσεις τῆς ἐπιστήμης, ὁ Θεὸς βλέπει τὸν ἔσω ἄνθρωπο. Καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶνε βουτηγμένοι στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀκολασία. Ἡ γενεά μας εἶνε ἀξία μεγάλης τιμωρίας. Ποιός σήμερα πιστεύει, ποιός ἀγαπάει τὸ Θεό, ποιός ἐκτελεῖ τὶς ἅγιες ἐντολές του; Ὅπως τὸ παπὶ μόλις γεννηθῇ πέφτει στὸ νερὸ καὶ κολυμπάει, ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μόλις πέσῃ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του ἀμέσως εἶνε μέσα στὸ πονηρό, στὴν ἁμαρτία. Ἀκοῦς μικρὰ παιδιά, ποὺ ἀκόμη δὲ μποροῦν νὰ μιλήσουν, νὰ λένε λέξεις τέτοιες ποὺ ὅποιος τὶς ἀκούει κοκκινίζει. Βλέπεις νέους ν᾽ ἀσχημονοῦν στοὺς δρόμους σὰν σκυλιά, νὰ κάνουν πράγματα φρικτά. Βλέπεις κορίτσια, ποὺ ἂν οἱ γονεῖς ἤξεραν ποῦ πηγαίνουν – τί κάνουν, θὰ ἔλεγαν· προτιμότερο νὰ μὴ ἐγεννῶντο. Βλέπεις ἄντρες ν᾽ ἀφήνουν τὶς γυναῖκες τους στὸ δρόμο. Βλέπεις γυναῖκες νὰ διαλύουν τὸ γάμο, νὰ πατοῦν τὰ στέφανά τους. Βλέπεις ἀπ᾽ τὸ ἕνα μέρος φτωχοὺς νὰ ὑποφέρουν κι ἀπὸ τὸ ἄλλο πλουσίους νὰ σπαταλοῦν σὲ μιὰ νύχτα ἑκατομμύρια γιὰ τὸ κέφι τους. Καὶ τί δὲ βλέπει ὁ οὐρανός!
Ὑπῆρχε ἐποχὴ ποὺ σὲ ὅλη τὴν πατρίδα μας διαζύγιο δὲν ἔβγαινε. Ἦταν ἐποχὴ ποὺ δὲν πήγαιναν στὰ δικαστήρια, δὲν ὑπῆρχε ὅρκος, ὁ λόγος ἦταν συμβόλαιο. Κανείς δὲν τολμοῦσε τότε νὰ βλαστημήσῃ τὸ Θεό. Τώρα ἀλλοίμονο. Θά ᾽πρεπε, γι᾽ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα, καμμιὰ νύχτα νὰ σείσῃ ὁ Θεὸς τὴν Ἑλλάδα.
Ὅ,τι κάνουμε, ὅ,τι λέμε, ὅ,τι σκεπτόμεθα ἐδῶ, εἶνε γραμμένα στὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ τὰ πληρώσουμε μὲ τόκο. Ἀναβάλλει τὴν ὀργή του ὁ Θεός, γιατὶ εἶνε μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ μᾶς ἀνέχεται. Γίναμε χειρότεροι ἀπὸ τὰ ζῷα, χειρότεροι κι ἀπὸ τὸ διάβολο. Τὸ δαχτυλάκι του μόνο νὰ κουνήσῃ ὁ Ἐσταυρωμένος, κάρβουνο θὰ γίνῃ ἡ γῆ. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, ἐσταυρωμένε Κύριε».
* * *
Τί πρέπει νὰ κάνουμε, ἀδελφοί μου; Νὰ λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἔχει μεγάλη δύναμι, ὅταν λέγεται μὲ καρδιὰ καθαρή.
Κάποτε ἕνας τσοπᾶνος ἀγράμματος πῆγε καὶ βρῆκε ἕναν καλόγερο πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθῇ. Εἶπε τὰ ἁμαρτήματά του ὅλα καὶ τὰ δάκρυά του ἔπεφταν ἀπὸ τὰ μάτια του σὰν κορόμηλα. Στὸ τέλος λέει· ―Γέροντα, ἐκεῖ στὸ βουνὸ ποὺ εἶμαι, πές μου μιὰ προσευχὴ νὰ τὴ λέω στὸ Θεό. Τοῦ ἄνοιξε τὰ βιβλία καὶ προσπάθησε νὰ τοῦ μάθῃ τὸ «Πιστεύω», τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Αὐτὸς τὰ ξεχνοῦσε, δὲ μποροῦσε νὰ μάθῃ τίποτα. ―Τότε, παιδί μου, τοῦ λέει, θὰ σοῦ μάθω μιὰ μικρὴ προσευχή, νὰ τὴ λὲς παντοῦ πρωὶ – μεσημέρι – βράδυ, καὶ φτάνει αὐτή. Δυὸ λέξεις εἶνε· «Κύριε, ἐλέησον». Ὅταν ὅμως ὁ τσοπᾶνος γύρισε στὸ βουνὸ ξέχασε τί τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός, κι ἀντὶ νὰ λέῃ «Κύριε, ἐλέησον» ἔλεγε «Κύριε, μὴ μὲ ἐλεήσῃς». Ἐν τούτοις, ἐπειδὴ ἡ καρδιά του ἦταν καθαρή, ἡ προσευχή του ἔκανε θαύματα.
Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» , ἀδελφοί μου, κάνει θαύματα. Ἂς λέμε λοιπὸν «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τοὺς ἄρχοντάς μας, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τοὺς στρατιῶτες μας, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά μας, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τοὺς ἱερεῖς μας, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὅπως κάθε σπίτι ἔχει ἀπ᾽ ἔξω κουδούνι καὶ χτυπᾷς καὶ σοῦ ἀνοίγουν, ἔτσι σὰν κουδούνι τῆς Ἐκκλησίας εἶνε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ χτυπᾶμε ἐδῶ, καὶ ἡ φωνή μας ἀκούγεται ὣς τὰ οὐράνια.
«Κύριε, ἐλέησον» λοιπόν. Ἂς τὸ λέμε κ᾽ ἐμεῖς θερμά, μὲ πίστι, μὲ μετάνοια, ὅπως ἡ Χαναναία. Καὶ τότε, ὅπως ἐκείνη ἄκουσε «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις» (Ματθ. 15,28), ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς θ᾽ ἀκούσουμε· Μεγάλη ἡ πίστι σας, ἂς γίνῃ ὅ,τι ζητᾶτε. Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἂς μᾶς ἐλεήσῃ καὶ προστατεύσῃ ὅλους ὁ Κύριος· ἀμήν.
Κάποτε ἕνας τσοπᾶνος ἀγράμματος πῆγε καὶ βρῆκε ἕναν καλόγερο πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθῇ. Εἶπε τὰ ἁμαρτήματά του ὅλα καὶ τὰ δάκρυά του ἔπεφταν ἀπὸ τὰ μάτια του σὰν κορόμηλα. Στὸ τέλος λέει· ―Γέροντα, ἐκεῖ στὸ βουνὸ ποὺ εἶμαι, πές μου μιὰ προσευχὴ νὰ τὴ λέω στὸ Θεό. Τοῦ ἄνοιξε τὰ βιβλία καὶ προσπάθησε νὰ τοῦ μάθῃ τὸ «Πιστεύω», τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Αὐτὸς τὰ ξεχνοῦσε, δὲ μποροῦσε νὰ μάθῃ τίποτα. ―Τότε, παιδί μου, τοῦ λέει, θὰ σοῦ μάθω μιὰ μικρὴ προσευχή, νὰ τὴ λὲς παντοῦ πρωὶ – μεσημέρι – βράδυ, καὶ φτάνει αὐτή. Δυὸ λέξεις εἶνε· «Κύριε, ἐλέησον». Ὅταν ὅμως ὁ τσοπᾶνος γύρισε στὸ βουνὸ ξέχασε τί τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός, κι ἀντὶ νὰ λέῃ «Κύριε, ἐλέησον» ἔλεγε «Κύριε, μὴ μὲ ἐλεήσῃς». Ἐν τούτοις, ἐπειδὴ ἡ καρδιά του ἦταν καθαρή, ἡ προσευχή του ἔκανε θαύματα.
Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» , ἀδελφοί μου, κάνει θαύματα. Ἂς λέμε λοιπὸν «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τοὺς ἄρχοντάς μας, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τοὺς στρατιῶτες μας, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά μας, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τοὺς ἱερεῖς μας, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὅπως κάθε σπίτι ἔχει ἀπ᾽ ἔξω κουδούνι καὶ χτυπᾷς καὶ σοῦ ἀνοίγουν, ἔτσι σὰν κουδούνι τῆς Ἐκκλησίας εἶνε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ χτυπᾶμε ἐδῶ, καὶ ἡ φωνή μας ἀκούγεται ὣς τὰ οὐράνια.
«Κύριε, ἐλέησον» λοιπόν. Ἂς τὸ λέμε κ᾽ ἐμεῖς θερμά, μὲ πίστι, μὲ μετάνοια, ὅπως ἡ Χαναναία. Καὶ τότε, ὅπως ἐκείνη ἄκουσε «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις» (Ματθ. 15,28), ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς θ᾽ ἀκούσουμε· Μεγάλη ἡ πίστι σας, ἂς γίνῃ ὅ,τι ζητᾶτε. Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἂς μᾶς ἐλεήσῃ καὶ προστατεύσῃ ὅλους ὁ Κύριος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος