Του Κώστα Παπαγεωργίου
+Παπά Γιώργης Χιωτάκης ή Γαλέζος!
Ανθρώποι που ξοδιάσανε για τσ’ άλλους την ζωή τους
σαν το λουλούδι δροσερή μένει η αναμνησή τους..!!
Τον γνώρισα πριν από κάμποσες δεκαετίες ένα Σάββατο απόβραδο που κατέβαινα προς τη Χώρα Σφακίων. Εκεί στις άγριες μαδάρες είδα ένα παπά να σηκώνει στην πλάτη ένα τσουβάλι και να προχωρά στο δρόμο σκυφτός από το βάρος.
Σταμάτησα το αυτοκίνητο, τον χαιρέτησα και κατέβηκα να τον βοηθήσω να βάλουμε το τσουβάλι στ αμάξι. Το τσουβάλι βαρύ! –Τι έχει μέσα γέροντα τον ρώτησα. ΄΄Ανέβηκα στα βουνά παιδί μου και σκότωσα μια σανάδα (θυληκό κρι-κρι) να ταϊσω τα κοπέλια μου΄΄.
Πηγή : Αγώνας της Κρήτης
Μέχρι να φτάσουμε στο χωριό του τον Βουβά Σφακίων κατάλαβα πως ετούτος ο παπάς δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ο λόγος του, οι απόψεις του για τον κόσμο, τους ανθρώπους και τον Θεό είχαν μια λεβεντιά ατόφια και μια αγάπη άδολη και ταπεινή.
Φτάσαμε στο χωριό του κι ετοιμάστηκα να τον χαιρετήσω για να φύγω. Ούτε κουβέντα δεν ήθελε ν ακούσει. ΄΄Επαέ θα κάτσει να βράσει η παπαδιά την σανάδα να φάμε. Νεκταρία ετοίμασε κερά μου γιατί έχομε μουσαφίρη΄΄ είπε στην παπαδιά.
Καθίσαμε, έφερε ο Παπά Γιώργης ποτήρια κι ένα κρασί αγίασμα για να μου πει το καλώς όρισες. Σε λίγο εμφανίστηκαν 21 παιδιά όλα ντυμένα στα λευκά και κατάξανθα σαν τους αγγέλους. Νόμισα για μια στιγμή πως βρισκόμουνα στον παράδεισο.
Αθόρυβα πέρασαν ένα-ένα φίλησαν το χέρι του Παπά Γιώργη και δεν ξανακούστηκε ηφωνή τους όλη την νύχτα. Όλη την νύχτα γιατί ξέχασα τον προορισμό μου και κουβεντάζαμε μέχρι που χάραξε ο Θεόςς τη μέρα με τον ταπεινό Λευίτη για το Θεό, για τα θαύματα, για την τέχνη των αρμάτων, για την ζωή και την Ελλάδα που την είχε ολοζώντανη και περήφανη μέσα στην ψυχή και την καρδιά του.
Μου έλυσε και την απορία για τα παιδιά. ΄΄Τα δέκα είναι δικά μου και τ αποδέλοιπα του συγχωρεμένου του αδερφού μου. Επήγα στα Χανιά και μου δώσανε ένα τόπι ύφασμα και τους έραψε η παπαδιά ρούχα κι εγώ κυνηγώ στα βουνά για να τα ταϊσω΄΄ !
Αλλά ο Παπά Γιώργης χρήματα για γάμους, βαπτίσεις και κηδείες δεν έπαιρνε από τους πιστούς. Ξεσήκωσε και τους άλλους παπάδες των Σφακίων και κάνανε κι αυτοί το ίδιο. Οι κεφαλές της Εκκλησίας αντιδράσανε αλλά οι Σφακιανοί παπάδες το κρατήσανε.
Από εκείνα τα χρόνια μια φιλία δυνατή μ έδεσε με τον Παπά Γιώργη και δεν υπήρχε περίπτωση να πάω στα Σφακιά και να μην πάω να τον δω να κούσω τον λόγο του και να καμαρώσω την λεβεντιά του.
Σήμερα θλίβομαι διπλά. Πρώτα για τον θάνατό του και γιατί δεν θα μπορώ να είμαι αύριο στην κηδεία του να αποχαιρετήσω τον φίλο μου.
Τον άδολο, τον ενσυνείδητο Χριστιανό, τον απλό άνθρωπο, τον έντιμο, τον τίμιο, τον ταπεινό, τον πατριώτη, τον ανόθευτο Σφακιανό , τον πατέρα των παιδιών του και των ανηψιών του, του ποιμνίου του και του κάθε δοκιμαζόμενου!
Στο καλό αγαπημένε μου φίλε Παπά Γιώργη !!!
+Παπά Γιώργης Χιωτάκης ή Γαλέζος!
Ανθρώποι που ξοδιάσανε για τσ’ άλλους την ζωή τους
σαν το λουλούδι δροσερή μένει η αναμνησή τους..!!
Πηγή : Αγώνας της Κρήτης
Μέχρι να φτάσουμε στο χωριό του τον Βουβά Σφακίων κατάλαβα πως ετούτος ο παπάς δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ο λόγος του, οι απόψεις του για τον κόσμο, τους ανθρώπους και τον Θεό είχαν μια λεβεντιά ατόφια και μια αγάπη άδολη και ταπεινή.
Φτάσαμε στο χωριό του κι ετοιμάστηκα να τον χαιρετήσω για να φύγω. Ούτε κουβέντα δεν ήθελε ν ακούσει. ΄΄Επαέ θα κάτσει να βράσει η παπαδιά την σανάδα να φάμε. Νεκταρία ετοίμασε κερά μου γιατί έχομε μουσαφίρη΄΄ είπε στην παπαδιά.
Καθίσαμε, έφερε ο Παπά Γιώργης ποτήρια κι ένα κρασί αγίασμα για να μου πει το καλώς όρισες. Σε λίγο εμφανίστηκαν 21 παιδιά όλα ντυμένα στα λευκά και κατάξανθα σαν τους αγγέλους. Νόμισα για μια στιγμή πως βρισκόμουνα στον παράδεισο.
Αθόρυβα πέρασαν ένα-ένα φίλησαν το χέρι του Παπά Γιώργη και δεν ξανακούστηκε ηφωνή τους όλη την νύχτα. Όλη την νύχτα γιατί ξέχασα τον προορισμό μου και κουβεντάζαμε μέχρι που χάραξε ο Θεόςς τη μέρα με τον ταπεινό Λευίτη για το Θεό, για τα θαύματα, για την τέχνη των αρμάτων, για την ζωή και την Ελλάδα που την είχε ολοζώντανη και περήφανη μέσα στην ψυχή και την καρδιά του.
Μου έλυσε και την απορία για τα παιδιά. ΄΄Τα δέκα είναι δικά μου και τ αποδέλοιπα του συγχωρεμένου του αδερφού μου. Επήγα στα Χανιά και μου δώσανε ένα τόπι ύφασμα και τους έραψε η παπαδιά ρούχα κι εγώ κυνηγώ στα βουνά για να τα ταϊσω΄΄ !
Αλλά ο Παπά Γιώργης χρήματα για γάμους, βαπτίσεις και κηδείες δεν έπαιρνε από τους πιστούς. Ξεσήκωσε και τους άλλους παπάδες των Σφακίων και κάνανε κι αυτοί το ίδιο. Οι κεφαλές της Εκκλησίας αντιδράσανε αλλά οι Σφακιανοί παπάδες το κρατήσανε.
Από εκείνα τα χρόνια μια φιλία δυνατή μ έδεσε με τον Παπά Γιώργη και δεν υπήρχε περίπτωση να πάω στα Σφακιά και να μην πάω να τον δω να κούσω τον λόγο του και να καμαρώσω την λεβεντιά του.
Στο καλό αγαπημένε μου φίλε Παπά Γιώργη !!!