από όσους
πιστέψουν σ’ Αυτόν
να έχουν θάρρος,
διότι νίκησε τον κόσμο
και τη νοοτροπία Του.
Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Ως χριστιανοί που ζούμε στον κόσμο αισθανόμαστε συχνά απελπισία. Πώς μπορούμε να συνεννοηθούμε με τους ανθρώπους που δεν αγαπούνε τον Θεό ή είναι αδιάφοροι; Πώς μπορούμε να έχουμε τη χαρά της πίστης, όταν ο κόσμος ζει μέσα σε τόση αγωνία, όταν το κακό κυριαρχεί, όταν οι ευχάριστες ειδήσεις τείνουν να εξαφανιστούν, όταν το κακό και ο θάνατος κυριεύουν τη ζωή μας; Όταν το μόνο για το οποίο γίνεται λόγος είναι η κρίση; Όταν η σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση των ανθρώπων είναι ο εαυτός τους, η ικανοποίηση των επιθυμιών τους και η απαισιοδοξία και το παράπονο για το ότι αυτό δεν είναι εφικτό; Όταν ακούμε συνεχώς το «να περνάς καλά» ως στόχο και όχι το «να ξέρεις γιατί ζεις»;
Πηγή : Συνοδοιπορία
Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πάντως ότι αυτή η κατάσταση ίσχυε πάντοτε. Από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Χριστός στον κόσμο, μία τέτοια πραγματικότητα υπήρχε. Γι’ αυτό και ο Κύριός μας επεσήμανε ότι στον κόσμο θα έχουμε θλίψη. Γιατί θα βλέπουμε τη ζωή διαφορετικά και θα αισθανόμαστε μόνοι και παράξενοι. Ο Χριστός βέβαια ζήτησε από όσους πιστέψουν σ’ Αυτόν να έχουν θάρρος, διότι νίκησε τον κόσμο και τη νοοτροπία Του. Επομένως, όποιος Τον ακολουθεί, δε χρειάζεται να απογοητεύεται. Να αποκαρδιώνεται. Να παραδίδει τη χαρά και την αισιοδοξία που η σχέση με τον Χριστό δίνουν, στη λύπη για τη ζωή και την πραγματικότητα. Αντιθέτως, καλείται να εργαστεί ώστε το ήθος και τις αξίες που βιώνει, να τα καταστήσει κτήμα και των άλλων. Να γίνει ο ίδιος ένα ζωντανό υπόδειγμα ότι μπορεί ο άνθρωπος να νικήσει τη λύπη και τη θλίψη του κόσμου, αρκεί να πιστεύει.
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, χρησιμοποιεί μία προτροπή του Θεού από την Παλαιά Διαθήκη, την οποία την επαναλαμβάνει στους χριστιανούς: «διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς» (Β’ Κορ. 6, 17). «Φύγετε μακριά απ’ αυτούς και ξεχωρίστε. Μην αγγίζετε ακάθαρτο πράγμα κι εγώ θα σας δεχτώ».
Ο λόγος του Θεού δεν αποσκοπεί στην περιφρόνηση των άλλων ανθρώπων, οι οποίοι ζούνε μακριά Του. Αναφέρεται ουσιαστικά στο ήθος και τη νοοτροπία τους. Στο αξιακό τους πλαίσιο. Στον τρόπο που σκέπτονται. Ο χριστιανός καλείται να ξεχωρίσει, να φύγει μακριά από μία τέτοια στάση ζωής. Να μην αφήσει να τον επηρεάσουν η απιστία, η αδιαφορία, η θεοποίηση του εαυτού, των παθών και των επιθυμιών και η ζωή χωρίς ελπίδα. Κυρίως όμως η παράδοση στον υλιστικό τρόπο ζωής. Στις δυσκολίες να έχει στραμμένη την καρδιά του στη πρόνοια του Θεού. Στο γεγονός ότι ακόμη κι αν παραχωρεί ο Θεός, για τα λάθη και τις αμαρτίες μας, να είναι δύσκολη η ζωή μας, ο χριστιανός δεν αφήνει τον εαυτό του να λιγοψυχήσει, να παραιτηθεί από την προσπάθεια να νικήσει, ακόμη και μέσα στην ήττα του. Και νίκη σημαίνει ελπίδα στον Θεό. Σημαίνει αγώνας για να βγούμε από το τέλμα και κατά άνθρωπον και κατά Θεόν. Σημαίνει μετάνοια για τα λάθη μας. Σημαίνει καινούργια αρχή στη ζωή μας. Με τόλμη και έμπνευση, που δίδονται μέσα από την προσευχή και την εμπιστοσύνη στον Θεό και το θέλημά Του.
Την ίδια στιγμή ο χριστιανός καλείται να ξαναδεί τι σημαίνει να κυριαρχείται ο άνθρωπος από το ίδιον θέλημα. Γιατί από εκεί έρχεται η απογοήτευση. Δε συνεπάγεται κάτι τέτοιο ο άνθρωπος να μην έχει στόχους και όνειρα στη ζωή του. Όμως ο κυριότερος στόχος, αν πιστεύουμε στον Θεό, δεν μπορεί παρά να είναι η αγάπη. Όχι ως παθητική και μοιρολατρική αποδοχή της πορείας της ζωής, του θελήματος των άλλων, για να μην στενοχωρήσουμε και δυσκολέψουμε κανέναν, αλλά ως αλήθεια και ειλικρίνεια. Αυτός που αγαπά δεν κρύβει αυτό που νιώθει και πιστεύει ότι είναι αληθινό. Το ίδιον θέλημα όμως είναι η απολυτοποίηση της αλήθειας μας. Είναι, την ίδια στιγμή, η αίσθηση ότι μόνο ικανοποιώντας αυτό που σκεφτήκαμε και αποφασίσαμε ότι μας ταιριάζει, θα είμαστε ευτυχισμένοι. Και διαπιστώνουμε ότι, παρότι επέρχεται αυτή η ικανοποίηση, για την οποία ο άνθρωπο κινεί γη και ουρανό, εντούτοις και πάλι ο άνθρωπος δεν είναι ευτυχισμένος. Γιατί δεν μπορεί να αγαπά τον άλλο, αλλά μόνο τους στόχους του. Βλέπει τα πρόσωπα των άλλων ως αντικείμενα προς χρήσιν. Βλέπει τις επιδιώξεις του ως τις απόλυτες μεθόδους και οδούς ευτυχίας, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το θέλημά του δε είναι αρκετό να ευτυχήσει. Διότι όσα κι αν πετύχει, πάλι κάτι θα του λείπει. Όταν όμως ο άνθρωπος έχει στην ύπαρξή του ζωντανή τη γνώση, την εμπιστοσύνη και την απόπειρα για βίωση του θελήματος του Θεού, που είναι η αγάπη, δηλαδή η έξοδος από τον εαυτό του σε ό,τι κάνει και το αγκάλιασμα τόσο του άλλου ανθρώπου όσο και του οτιδήποτε αξίζει, θα διαπιστώσει ότι μαζί του είναι ο Θεός. Και θα νιώσει στην καρδιά του, παρά την οδύνη κάποτε της ήττας, τη χαρά του ότι κάνει αυτό που ζητά ο Θεός. Κι Εκείνος θα στηρίξει και θα αγκαλιάσει.
Κλειδί το «ακαθάρτου μη άπτεσθε». Ακάθαρτο είναι κάθε τι το οποίο κάνει τον άνθρωπο περήφανο και εγωιστή. Τον κάνει αυτάρκη στις ηδονές του. Είτε αυτό είναι επίτευγμα, είτε η εικόνα του, είτε οι επιτυχίες του, είτε η αποδοχή των άλλων, ο αυτάρκης άνθρωπος οδηγείται σε μία δαιμονική έπαρση αυτοεγκλωβισμού στις δικές του δυνάμεις. Και γι’ αυτό ο Θεός προτρέπει τον άνθρωπο ούτε καν να αγγίζει το ακάθαρτο. Όπως απομακρύνουμε μία βρωμισμένη τροφή, έτσι και στη ζωή μας καλούμαστε να προσπερνάμε κάθε λογισμό, κάθε αντίληψη, κάθε πράξη που μας εγκλωβίζουν στην αυτάρκειά μας. Αξιοποιούμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός, τις ευκαιρίες, τους ανθρώπους που μας στηρίζουν, όχι για να αυτοδοξαστούμε, ενίοτε ξεχνώντας και το πόσο και από ποιους ευεργετηθήκαμε, αλλά για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε. Να χαρούμε αληθινά και να μοιραστούμε το λίγο ή το πολύ που μας δόθηκε ή αποκτήσαμε, επειδή μας επιτράπηκε από τον Θεό να μπορούμε να το αποκτήσουμε.
Η εποχή μας λειτουργεί ως μία χοάνη στην οποία ο άνθρωπος δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει πώς θα βγει από την απελπισία της παράδοσης στην κυριαρχία των υλικών αγαθών, στο ίδιον θέλημα, σε ό,τι του δίνει αυτάρκεια και υπερηφάνεια. Και γι’ αυτό στις ήττες του ο άνθρωπος απογοητεύεται, συντρίβεται, ενίοτε παραιτείται και από την ζωή. Δεν μπορεί να χτίσει σχέσεις που να έχουν διάρκεια, διότι δεν έχει μάθει να κάνει την αγάπη κέντρο και στόχο ζωής. Κυρίως όμως αφήνει να σβήνει από το προσκήνιο η πίστη και η εμπιστοσύνη στον Θεό και το θέλημά Του. Ας αποσυρθούμε από έναν τέτοιο τρόπο ζωής και με όπλο μας την πίστη ας αφήσουμε τον Θεό να μας δεχθεί, να γίνει ο Πατέρας μας κι εμείς να είμαστε οι γιοι και οι θυγατέρες Του. Και τότε θα αντέξουμε, όσο κι αν η ζωή μας δυσκολεύει και φαίνεται χωρίς φως κι ελπίδα. Και χωρίς να είναι ανάγκη να συμφωνούμε με τους ανθρώπους που είναι μακριά από τον Θεό, είτε εντός είτε εκτός της Εκκλησίας, θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε. Με τη γλώσσα της προσευχής, της υπομονής και της προσμονής να μιλήσει ο Θεός και στις δικές τους καρδιές!