Δεκέμβρης τοῦ 1962, στὴ Σίταινα.
Τὸ ἡμερολόγιο ἔδειχνε 5 τοῦ μήνα, ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Ἀπὸ τὸ πρωί πέφτει δυνατὴ βροχή. Ὁ ἀέρας λυσσομανάει, λυγίζει τὰ κλαδιὰ τοῦ γεροπλάτανου ποὺ ἀγκαλιάζει τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, τὰ τσακίζει καὶ τὰ πετάει μὲ μανία στὴ στέγη.
Τὰ κεραμίδια σπᾶνε. Οἱ στάλες ποὺ πάντοτε συντρόφευαν τὸ μάθημα στὴν αἴθουσα, τὶς βροχερὲς ἡμέρες, ἔγιναν ρυάκια.
Ἡ φλόγα ἀπὸ τὴν ξυλόσομπα ποὺ σιγοκαίει, κοντεύει νὰ σβήσει. Οἱ μαθητὲς κοιτοῦν ἀνήσυχα μία τὸν Δάσκαλο καὶ μία τὸ ταβάνι. Κρύβουν τὰ λιγοστὰ βιβλία στὸν κόρφο τους, νὰ μὴν τὰ μουσκέψει ἡ βροχή.
Ὁ Δάσκαλος, Βασίλης Μπουρνάκης, μαζεύει τοὺς 45 μαθητές του σὲ μία γωνιὰ τῆς αἴθουσας. Πρέπει νὰ τελειώσει τὸ μάθημα. Τὸ ρολόϊ χτυπάει δύο φορές. Οἱ μαθητὲς βγαίνουν ἀπὸ τὴν αἴθουσα καὶ παίρνουν τὰ μονοπάτια γιὰ τὰ σπίτια τους. Ὁ Δάσκαλος χαϊδεύει τὰ βρεγμένα μαλλιά τους.
Στὸ μυαλὸ του στριφογυρίζουν τὰ δεκάδες ἔγγραφα ποὺ τόσο καιρὸ ἔχει ὑποβάλει στὶς «ἁρμόδιες ὑπηρεσίες», γιὰ τὴν ἐπισκευὴ τῆς στέγης τοῦ Σχολείου. Ἡ βροχὴ συνεχίζει ἀσταμάτητα καὶ οἱ μαθητές του σὲ λίγο θὰ ἐπιστρέψουν στὸ σχολεῖο, γιὰ τὸ ἀπογευματινὸ πρόγραμμα.
Ὁ Δάσκαλος βάζει τὸ φθαρμένο πανωφόρι του καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν αἴθουσα. Σκαρφαλώνει στὴ στέγη. Πρέπει νὰ προστατέψει τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴ βροχή. Πρέπει νὰ δώσει λύση. Ὁ ἀέρας φυσᾶ δυνατά, τὰ κεραμίδια γλιστρᾶνε, ὁ Δάσκαλος πέφτει στὸ κενό… Οἱ τελευταῖοι μαθητές, ποὺ δὲν εἶχαν προλάβει ἀκόμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν, γίνονται μάρτυρες τῆς θυσίας του. Ξεψύχησε σὲ λίγο δίπλα στοὺς μαθητές του καὶ τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ.
Ἡ βροχὴ σταμάτησε κι ἔδωσε τὴ θέση της στὰ δάκρυα ποὺ κύλησαν ποτάμι. Τὸ ἄψυχο σῶμα του, πάνω σὲ μία πρόχειρη ξυλοδεσιά, τὸ ξεπροβόδισαν οἱ μαθητές του. Οἱ μεγαλύτεροι τὸ συνόδεψαν μέχρι τὸ Ἄστρος, ὅπου ἐνταφιάστηκε. Τὴν ψυχή του καὶ τὸ πνεῦμα του τὰ πῆραν εὐλαβικὰ ἡ Ἱστορία καὶ ἡ αἰωνιότητα.
Ἦταν μόλις 33 χρόνων.
Οἱ ἁρμόδιες ὑπηρεσίες, τὸ κράτος, ἀπεφάνθησαν πὼς δὲν ἐπρόκειτο περὶ ἐργατικοῦ ἀτυχήματος (ἀπὸ 14.00′ ἕως 16.00′ ὑπῆρχε διακοπὴ τῶν μαθημάτων) καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ οἰκογένειά του δὲν ἐδικαιοῦτο ἀποζημιώσεως.
Σήμερα, πενήντα τέσσερα χρόνια μετά, στὸ 2016, τὰ κεραμίδια συνεχίζουν νὰ στάζουν ἀκόμα Δάσκαλε…
Οἱ Δάσκαλοι τῶν Δημοτικῶν Σχολείων πάντοτε ὑπῆρξαν στὴ χώρα μας ἥρωες. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πλάθουν μὲ ἀγάπη καὶ στοργὴ τὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν μας, ποὺ ἀνοίγουν τὰ φτερά τους γιὰ νὰ ταξιδέψουν στὸ ὄνειρο, ποὺ δίνουν γνώσεις μὰ πρωτίστως ἀξίες, ἰδέες καὶ ὁράματα, ποὺ ἀνοίγουν δημιουργικὰ μονοπάτια. Δάσκαλος τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου σημαίνει ἀλήθεια καὶ φῶς, φλόγα καὶ πάθος, ὑπευθυνότητα καὶ συνείδηση, προσφορὰ κι ἔγνοια, ἀγώνας κι ἀγωνία, ἐλευθερία καὶ δημοκρατία.
Σήμερα, περισσότερο ἀπὸ ποτέ, ὁ Δάσκαλος δὲν ἔχει δικαίωμα σιωπῆς, ἀλλὰ ὑποχρέωση λόγου. Λόγου καὶ πράξης.
Θυμᾶμαι πάντα μὲ ἀγάπη καὶ συγκίνηση ὅλους τούς Δασκάλους μου.
Ἂν ἡ φαμίλια ἦταν τὸ ἕνα στήριγμα, ὁ Δάσκαλος ἦταν τὸ ἄλλο.