μια ιστορία που μιλάει για το θάρρος ,την τόλμη και την ανδρεία
Τοῦ Δημητράκη τοῦ χάρισαν στὴ γιορτή του ἕνα πηλήκιο μὲ χρυσὰ γαλόνια.
Τρεῖς μικροὶ συμμαθητές του ἦρθαν νὰ τοῦ
ποῦν χρόνια πολλὰ καὶ νὰ παίξουν. Ὁ Δημητράκης γεμάτος χαρὰ ἔδειξε
στοὺς φίλους του τὸ πηλήκιο καὶ εἶπε:
– Κοιτᾶτε τί μοῦ χάρισε ὁ πατέρας γιὰ τὴ γιορτή μου! Δὲν εἶναι σὰ στρατιωτικό;
– Τί ὡραῖο ποὺ εἶναι! Φώναξε ὁ Κωστάκης. Εἶναι σὰν αὐτὰ ποὺ φοροῦν οἱ άξιωματικοί!
– Κοιτᾶτε τί μοῦ χάρισε ὁ πατέρας γιὰ τὴ γιορτή μου! Δὲν εἶναι σὰ στρατιωτικό;
– Τί ὡραῖο ποὺ εἶναι! Φώναξε ὁ Κωστάκης. Εἶναι σὰν αὐτὰ ποὺ φοροῦν οἱ άξιωματικοί!
Πηγή : Αντέχουμε
– Ξέρετε τί νὰ κάμωμε; εἶπε ὁ Περικλῆς, ποὺ ὅλο ἰδέες γιὰ παιχνίδια κατέβαζε τὸ κεφαλάκι του. Νὰ κάνωμε πὼς εἴμαστε στρατός. Καὶ σύ, Δημητράκη, νὰ γίνης λοχαγός μας, ἀφοῦ εἶναι ἡ γιορτή σου σήμερα κι ἔχεις καὶ τὸ χρυσὸ πηλήκιο.
– Κι ἐγὼ νὰ κρατῶ τὴ σημαία! Φώναξε ὁ Γιῶργος, ποὺ ἤθελε κι αὐτὸς νάχη τὰ πρωτεῖα.
– Νά, πάρ’ την κιόλας! Εἶπε ὁ Δημητράκης.
Τοῦ ἔβαλε στὸ χέρι του ἕνα μικρὸ ραβδάκι καὶ τοῦ ἔδεσε στὴν ἄκρη τὸ μαντήλι του. Φόρεσε κι ὁ ἴδιος τὸ πηλήκιο, ποὺ τοῦ πήγαινε περίφημα.
– Προσοχή! ᾽Εμπρός… μάρς! Ἕν, δυό, ἕν, δυό! Βῆμα ταχύ!
Καὶ πῆραν δρόμο μέσα στὰ δρομάκια τοῦ κήπου.
Λὸχος… ἄλτ! διάταξε ὁ λοχαγὸς κι ἔδειξε στοὺς ἄλλους τὸν ἐχθρό. Ἦταν ὁ Μαυροῦκος, ὁ μεγάλος τους γάτος, ποὺ καθόταν ξαπλωμένος ἀναπαυτικώτατα ἐπάνω στὸν μαντρότοιχο.
– Νὰ ὁ ἐχθρός! Πῦρ! μπάμ! μπούμ!
Ὁ γενναῖος στρατὸς στάθηκε καὶ σημάδευε μὲ τὰ ξύλινα τουφεκάκια του. Τὰ μπὰμ καὶ μποὺμ ἀκούονταν φωναχτὰ ἀπὸ τὰ στόματά τους.
Ὁ γάτος ὅμως ἔμεινε ἀδιάφορος καὶ νυσταγμένος στὴ θέση του, χωρὶς διόλου νὰ γυρίση νὰ τοὺς κοιτάξη.
– ᾽Επάνω του! μάρς! Διάταξε πάλι ὁ λοχαγός.
.
Καθὼς ὄμως ἔτρεχαν μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸν τοῖχο, ὁ λοχαγὸς σκὸνταψε σὲ μιὰ πέτρα καὶ ξαπλώθηκε φαρδὺς πλατὺς ἐπάνω στὸ δρομάκι.
Ὁ Περικλῆς καὶ ὁ Κωοτάκης ἔτρεξαν νὰ τὸν σηκώσουν.
– Χτύπησες; τὸν ρώτησε φοβισμένα ὁ Κωστάκης.
Ὁ Δημητράκης ἀνασηκώθηκε. Τὸ πρόσωπό του ἦταν κατακίτρινο. ῎Εδειξε τὸ παχουλό του πόδι, ποὺ εἶχε χτυπήσει στὸ γόνατο. Εἶχε γρατσουνιστεῖ ἀπὸ ἕνα μυτερὸ χαλίκι καὶ ἀπὸ τὴν πληγὴ ἔτρεχε αἷμα…
Ἄχ! πονεῖ πολύ! Φώναξε ὁ μικρὸς λοχαγὸς καὶ παρὰ λίγο ν’ ἀρχίση τὰ κλάματα. Κρατήθηκε ὅμως, γιατὶ τοῦ ἦρθαν στὸ νοῦ του τὰ λόγια, ποὺ τοῦ εἶχε πεῖ ὁ πατέρας του, ὅταν τοῦ ἔδινε τὸ πηλήκιο.
– Τώρα θὰ φαίνεσαι σὰν ἀληθινὸς στρατιώτης, Δημητράκη μου, καὶ πρέπει νὰ φέρεσαι σὰν ἄντρας.
Λοιπόν, οἱ στρατιῶτες δὲν κλαῖνε ποτέ, οὔτε οἱ λοχαγοί, συλλογιζὸταν ὁ Δημητράκης. ᾽Ενῶ ὅμως ὁ Περικλῆς καὶ ὁ Κωστάκης τὸν βοηθοῦσαν μὲ ὅλη τὴν ἐπισημὀτητα νὰ πάη κουτσαίνοντας στὸ σπίτι, ἀπὸ τὸν πόνο βούρκωσαν τὰ μάτια του καὶ ἕνα δάκρυ κύλησε στὸ μάγουλό του.
Ἀπὸ πίσω ἐρχόταν ὁ Γιῶργος μὲ τὴ σημαία του.
.
– Τί πάθατε, παιδιά; ρώτησε ἡ μητέρα, ὅταν ὁ στρατὸς σταμάτησε κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς τραπεζαρίας.
– Παίζαμε τοὺς στρατιῶτες, εἶπε ὁ Κωστάκης μὲ κατεβασμένα μοῦτρα καὶ κομπιασμένα λόγια, καὶ καθὼς πολεμούσαμε, ὁ λοχαγός μας πληγώθηκε άσχημα!
Ἡ μητέρα ἔτρεξε ἀμέσως ἔξω. Πῆρε τον πληγωμένο ἥρωα στὴν ἀγκαλιά της, τὸν ἔφερε μέσα καὶ τοῦ ἔπλυνε τὸ πόδι μὲ νερὸ βρασμένο, ποὺ εἶχε πάντα μέσα σ’ ἕνα μπουκάλι.
– Εὖγε σου! τοῦ εἶπε, εἶσαι καλὸ παιδὶ καὶ δὲν κλαῖς!
– ῎Εβαλα τὰ δυνατά μου νὰ μὴν κλάψω. Ὁ πατέρας εἶπε, πὼς οἱ ἀληθινοὶ ἀξιωματικοὶ δὲν κλαῖνε ποτέ, ἀπάντησε ὁ Δημητράκης.
– Μάλιστα, παιδί μου, εἶπε ὁ πατέρας, ποὺ ἦρθε στὸ μεταξύ. Βλέπω πὼς θὰ γίνης, ὅταν μεγαλώσης, γενναῖος ἄντρας.
– Καὶ βέβαια θὰ γίνη! Εἶπε ὁ Περικλῆς, ποὺ ὅλο ἰδέες τοῦ κατέβαιναν. Ἐγώ, ἂν ἤμουν στὴ θέση του, θὰ χαλοῦσα τὸν κόσμο ἀπὸ τὰ κλάματα.
Ζήτω λοιπὸν ὁ λοχαγός μας!
– Ζήτωωω! φώναξαν ὅλοι, ἐνῶ ὁ Δημητράκης γελοῦσε ἀπὸ τὴ χαρά του.
.
Τοῦ Τάκη κάμανε γιὰ δῶρο
ἕνα σπαθὶ κι ἕνα τουφέκι
καὶ σὰ στρατάρχης τώρα στέκει
κι ὅλο τὸν κόσμο ἀπειλεῖ.
Τοῦ Τάκη κάμανε γιὰ δῶρο
ἕνα σπαθὶ κι ἕνα τουφέκι
καὶ σὰ στρατάρχης τώρα στέκει
κι ὅλο τὸν κόσμο ἀπειλεῖ.
Φορεῖ στὸν ὦμο τὸ τουφέκι
καὶ τὸ σπαθὶ στὴ μέση ζώνει,
τὰ γειτονόπουλα μαζώνει
καὶ τὰ γυμνάζει στὴν αὐλή.
καὶ τὸ σπαθὶ στὴ μέση ζώνει,
τὰ γειτονόπουλα μαζώνει
καὶ τὰ γυμνάζει στὴν αὐλή.
Μὲ τὸ σπαθὶ γυμνὸ στὸ χέρι
προστάγματα ἄγρια τοὺς δίνει…
Μὰ ἄξαφνα κάποιον διακρίνει
σοκολατάκια νὰ κρατᾶ.
προστάγματα ἄγρια τοὺς δίνει…
Μὰ ἄξαφνα κάποιον διακρίνει
σοκολατάκια νὰ κρατᾶ.
-῎Ε, ψίτ! στρατιώτη! Τοῦ φωνάζει
πλησίασέ μας ἕνα βῆμα
(μπρός μου νὰ κάνης καὶ τὸ σχῆμα)
καὶ δός μου τὰ μισὰ ἀπ’ αὐτά!
πλησίασέ μας ἕνα βῆμα
(μπρός μου νὰ κάνης καὶ τὸ σχῆμα)
καὶ δός μου τὰ μισὰ ἀπ’ αὐτά!
– Θὰ στάδινα, μά, στρατηγέ μου,
φορᾶς σπαθί… γιὰ συλλογίσου!
Ταιριάζει στὴν ὑπόληψή σου
νὰ τρῶς καὶ σὺ ζαχαρωτά;
φορᾶς σπαθί… γιὰ συλλογίσου!
Ταιριάζει στὴν ὑπόληψή σου
νὰ τρῶς καὶ σὺ ζαχαρωτά;
από τα ΚΡΙΝΟΛΟΥΛΟΥΔΑ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ
γιὰ τὴ δευτέρα τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
1948
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ
γιὰ τὴ δευτέρα τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
1948
αντιγραφή κειμένου και επιμέλεια ανάρτησης: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”